Πριν τον οικισμό Άμπελος, αριστερά σε ένα ύψωμα, το 1880 η Γαλλική Εταιρεία Οθωμανικών Φάρων, σε υψόμετρο 360 μ. κατασκεύασε έναν περιστρεφόμενο φάρο, για διευκόλυνση των διερχόμενων πλοίων μεταξύ Κρήτης και Γαύδου. Είναι ισχυρός φάρος λευκών αναλαμπών ανά κάθε λεπτό, οι οποίες με αίθριο μεν καιρό φαίνονταν από 42 μίλια, αλλά υπό την παραμικρή ατμοσφαιρική διατάραξη τα σύννεφα που επικάθονταν στην κορυφή απέκρυπταν τελείως τον φάρο.
Ο φάρος λειτουργούσε με πετρέλαιο και φυτίλι, ενώ σε ορατότητα και κατασκευή ήταν ο δεύτερος μετά από αυτόν της Γης του Πυρός. Απασχολούσε γύρω στα 10 άτομα, επιστάτες και φαροφύλακες. Είχαν κατασκευάσει πολλά σπίτια γύρω από τον φάρο που τα χρησιμοποιούσαν σαν αποθήκες των καυσίμων, για τον εκάστοτε επιστάτη και τους φαροφύλακες. Κατά τη γερμανική επίθεση τον Μάιο του 1942 στο νησί, τον βομβάρδισαν και καταστράφηκε κατά το μεγαλύτερο μέρος του.
Προς αντικατάσταση αυτού κατασκευάσθηκε αργότερα άλλος φάρος στο ΝΑ ακρωτήρι της Γαύδου με αυτόματο σπινθήρα πάνω στο ακρωτήριο Τρυπητή, το νοτιότερο σημείο της Ευρώπης. Το 1989-1990 κατασκευάστηκε σ’ αυτό το σημείο της Τρυπητής άλλος φάρος που λειτουργεί με φωτοβολταϊκά στοιχεία.
Η ανακατασκευή του φάρου ξεκίνησε το 2002 ,με χρηματοδότηση του Περιφερειακού Επιχειρησιακού Προγράμματος Κρήτης και από το 2003 λειτουργεί και πάλι.