Στο οροπέδιο των Σουδενών, στους πρόποδες των Αροανίων (Χελμός), βρίσκεται
σε υψόμετρο 1200 μ. η πόλη των Λούσων με το ιερό της Αρτέμιδος Ημέρας. Τα ερείπια
εκτείνονται στην κλιτύ του πυκνοδασωμένου Προφήτη Ηλία, που χωρίζει το οροπέδιο
προς νότο από εκείνο της Κλειτορίας. Κατά τα έτη 1898 και 1899 οι Α. Βίλχελμ και
Β. Ράϊχελ εξερεύνησαν το ιερό. Αυτές υπήρξαν οι πρώτες ανασκαφές του Αυστριακού
Αρχαιολογικού Ινστιτούτου Αθηνών. Το 1981 εγκαινιάστηκε από το Ινστιτούτο, με
την εποπτεία της ΣΤ' ΕΠΚΑ Πατρών, η νέα περίοδος ανασκαφών στην περιοχή του ναού
και ερευνάται η οικιστική ζώνη της πόλης.
Σύμφωνα με το Βακχυλίδη (11ος Επίνικος, για τον Αλεξίδαμο από το
Μεταπόντιο) οι κόρες του βασιλιά της Τίρυνθας Προίτου γιατρεύτηκαν από την παραφροσύνη
στους Λουσούς, χάριν στην παρέμβαση της θεάς Αρτέμιδος. Ως δείγμα ευγνωμοσύνης
προς τη θεά, οι νεαρές κοπέλες εισήγαγαν γυναικείους χορούς, ίδρυσαν ένα ιερό
άλσος όπου και ανέγειραν βωμό τον οποίον έρραιναν με αίμα από αίγες και πρόβατα.
Από τον 3ο αι. π.Χ. πληθαίνουν οι αρχαίες πηγές. Επιγραφές χάλκινες
της περιόδου 300 ως 200 π.Χ. μας διασώζουν ονόματα προξένων και ευεργετών του
ιερού. Ο Καλλίμαχος αναφέρει στον Υμνο της Αρτέμιδος ένα ναό της Αρτέμιδος στους
Λουσούς. Από τον Πολύβιο (IV 18,9 και 34,9) μαθαίνουμε ότι τον 3ο αι. π.Χ. οι
Αιτωλοί δίωσαν δύο φορές το ιερό. Πλήγωσαν την ασυλία και έκλεψαν τα ιερά κοπάδια
αιγοπροβάτων της θεάς. Γνωρίζουμε ότι προς τιμή της θεάς οργανώνονταν αγωγές όπως
μας πληροφορούν επιγραφές που χρονολογούνται μεταξύ του 2ου αι. π. Χ. και του
1ου αι. μ. Χ. Και o Παυσανίας (VHI 18,7) αναφέρει τα Ημεράσια.
Ανατολικά του ορατού σήμερα ναού αποκαλύφτηκε το θεμέλιo ενός ορθογώνιου
κτίσματος ("ανατολικό κτίσμα") διαστάσεων 16.3 μ. χ 7 μ. Ένας εσωτερικός διαχωριστικός
τοίχος ορίζει στα δυτικά έναν προθάλαμο 5.5 μ. χ 2.8 μ., στον οποίο εισερχόταν
κανείς από δυτικά μέσω μιας ευθυντηρίας ή ενός κατωφλιού. Μελλοντικές έρευνες
θα αποκαλύψουν τη διαμόρφωση και της ανατολικής πλευράς. Πιθανώς το θεμέλιο αυτό
πρέπει να ταυτιστεί με τον παλαιότερο ναό.
Ο νεότερος ναός, από τον οποίο σήμερα ορατά είναι τα θεμέλια, είχε
εγερθεί σε βραχώδες σημείο του ιερού, ψηλότερα από τα κτίρια του κατώτερου ανδήρου
(που ταυτίστηκαν από τους πρώτους ανασκαφείς με κρήνη , βουλευτήριο και "πρόπυλο").
Παράλληλα άνθιζε η ζωή στις οικίες της πολίχνης δυτικά του ιερού. Οι έρευνες στο
ναό της Αρτέμιδος των Λούσων στηρίζονται στην αποτύπωση του κτίσματος από τους
Α. Βίλχελμ και Β. Ράϊχελ το 1901 και στις νέες έρευνες του Αυστριακού Αρχαιολογικού
Ινστιτούτου από το 1981 κ.ε. Οι τελευταίες περιλαμβάνουν τη μελέτη των πολυάριθμων
αρχιτεκτονικών μελών - ξεπερνούν τα 400 - τα οποία διασώθηκαν από την περιοχή
του κτίσματος όπως και από το οικοδομικό υλικό που προέκυψε από την κατεδάφιση
της μικρής εκκλησίας που είχε ανεγερθεί πάνω από τα θεμέλια του Ναού μετά τις
παλαιές ανασκαφές. Η εξέταση του υλικού που περιείχε η επίχωση των τάφρων θεμελίωσης
υποδεικνύει μια ανέγερση γύρω στα 300π.
Το κτίσμα, που κατασκευάστηκε σε μια φάση, αποτελείται από ένα κεντρικό
ναό και πλάγιες στοές. Για την ελληνική θρησκευτική αρχιτεκτονική αποτελεί μία
προς το παρόν μοναδική περίπτωση κάτοψης. Ο ναός που αποτελείται από πρόναο, μεγάλο
σηκό και άδυτο, έχει πρόσβαση από την ανατολική πλευρά και μέσω μιας πλάγιας θύρας
από τη νότια πτέρυγα.
Η ανωδομή των τοίχων του ναού δεν ήταν πλίνθινη όπως είχαν υποθέσει
οι πρώτοι ανασκαφείς, αλλά λίθινη, όπως προκύπτει τώρα από την πρόσφατη ταύτιση
του οικοδομικού υλικού. Η εξωτερική εικόνα χαρακτηριζόταν από μια δωρική πρόσοψη
με τέσσερις κίονες εν παραστάσει και τη δωρική κιονοστοιχία στις πλαϊνές πτέρυγες,
ενώ για την εσωτερική διαμόρφωση ο ευρύχωρος σηκός αποτελεί το κεντρικό οικοδομικό
θέμα. Βαθείς ημίπεσσοι στις μακρυές πλευρές και λεπτοί πεσσοί στις στενές πλευρές
δημιουργούν μια διαμόρφωση των τοίχων με δωρικά κιονόκρανα και ιωνικό επιστύλιο.
Με εξαίρεση τη δωρική ανατολική πρόσοψη το κτίσμα αυτό έχει χαρακτηριστικά κάτοψης
Βασιλικής και παρουσιάζει ελάχιστα δωρικά στοιχεία ενός ναού. Διακρίνονται ταυτόχρονα
η παράδοση ενός μακρόστενου ναού με άδυτο και μια προοδευτική προσπάθεια για πολύπλοκη
διαμόρφωση του εσωτερικού χώρου. Η λατρεία της θεάς ανάγεται στον ύστερο 8ο αι.
π.Χ., όπως επιβεβαιώνουν πολυάριθμα αναθήματα που διακρίνουν το ιερό ως ένα από
τα σημαντικότερα μεταξύ των πρώιμων ιερών της Πελοποννήσου. Ένα μεγάλο μέρος αυτών
των αναθημάτων κατέληξε κατά το τέλος του 19ου αι. μέσω λαθρανασκαφών σε ποικίλα
μουσεία του εξωτερικού. Αναφέρονται χάλκινα ειδώλια πουλιών και ίππων γεωμετρικής
εποχής, όπως και ειδώλια της Αρτέμιδος, του Απόλλωνος και του Πάνος, κλασσικής
εποχής. Με τις νεότερες ανασκαφές αποκαλύφτηκαν αναθήματα της περιόδου από τα
τέλη του 8ου αι. ως τον πρώιμο 5ο αι., που προέρχονται εν μέρει από κλειστά σύνολα:
ένας χάλκινος σκαραβαίος, χάλκινα, ασημένια ή σιδερένια κοσμήματα (βελόνες, πόρπες,
περίαπτα), υάλινες ή κεχριμπαρένιες χάντρες. Επίσης απαντούν και μολύβδινα και
οστέϊνα αναθήματα. Αξιο αναφοράς είναι και ένα λεοντάρι που ανήκε σε χάλκινο σκεύος
των μέσων του 6ου αι. Μεταξύ των πήλινων αγγείων διακρίνονται κυρίως λατρευτικές
πυξίδες ντόπιας παραγωγής και μικρογραφικά αγγεία ως αναθήματα. Απαντά επίσης
στους Λουσούς μια ομάδα αγγείων του ύστερου 8ου αι. π.Χ. με εμπίεστη διακόσμηση
που περιορίζεται σε λίγες θέσεις της Αχαίας. Η τυπολογία των πήλινων ειδωλίων
αποτελείται από ευρέως διαδεδομένους τύπους στην Πελοπόννησο, αλλά και γυναικεία
ειδώλια με μια χαρακτηριστική για τους Λουσούς “κρανοειδή” κόμμωση.
Υπάρχουν και θραύσματα ειδωλίων μεγάλου μεγέθους. Στην περίοδο του νεότερου ναού
ανήκουν λίγα χάλκινα κιβωτίδια, που θυμίζoυν - σε μικρότερο μέγεθος - τις χρυσές
λάρνακες της Βεργίνας.
Εως ότου δημιουργηθεί ένα Μουσείο στην περιοχή των Ανω και Κάτω Λούσων,
τα πολυτιμότερα ευρήματα φυλάσσονται στην Εφορεία Πατρών.
Στους απαλούς λόφους του Προφήτη Ηλία, μεταξύ του ιερού και του ανεξερεύνητου
ακόμη κέντρου της πόλεως, διακρίνονται στην επιφάνεια θεμέλια οικιών. Τα τελευταία
χρόνια ερευνήθηκαν δύο οικίες ελληνιστικής και ρωμαϊκής εποχής σε δύο άνδηρα.
Τις σκέπασε πυκνή στρώση καταστροφής αποτελούμενη από κεράμους στέγης, άργιλο,
κομμένα υπολείμματα ξύλου, όπως και μέρη της οικοσκευής. Η πρώτη οικιστική φάση
συμπίπτει χρονικά με τη δεύτερη άνθιση των ιερών. Σε μεταγενέστερους χρόνους δημιουργήθηκαν
άνωθεν νέα κτίρια, τη ζωή των οποίων παρακολουθούμε μέσω αγγείων και νομισμάτων
έως τον 4ο μεταχριστιανικό αιώνα.
Τα ελληνιστικά αυτά σπίτια παρουσιάζουν κάποια άνεση κατοίκησης:
ένας ανδρώνας παρείχε χώρο για έντεκα κλίνες. Κάθε οικία ήταν εξοπλισμένη με ασάμινθο
(μπανιέρα) και πήλινη εστία. Εως τώρα είναι γνωστοί τρείς τύποι ασαμίνθων: μία
μεγάλη λεκάνη με καμπύλα τοιχώματα βρέθηκε στην οικία του ανώτερου ανδήρου. Στο
κατώτερο άνδηρο βρισκόταν μία μικρότερη κλειστή λεκάνη, καθώς και μια άλλη κατασκευασμένη
από πλίνθους, της οποίας σώζεται πια μόνο το αποτύπωμα. Οι πήλινες εστίες των
Λούσων είναι μοναδικές. Ορθογώνιας κάτοψης, είναι συναρμολογημένες από μεμονωμένα
τμήματα που φέρουν στο εξωτερικό τους ανάγλυφη διακόσμηση. Οι διακοσμητικοί ήλοι
μιας ενδεχομένως πεσμένης θύρας βρέθηκαν στη θέση τους, κείμενοι στο αργιλώδες
δάπεδο. Οι οικίες κατοικούνταν από έναν αγροτικό πληθυσμό που ζούσε από αγροτικές
καλλιέργειες και κτηνοτροφία, αλλά συντηρούσε και μικρές βιοτεχνίες. Ενας αποθηκευτικός
χώρος περιείχε πίθους, αμφορείς και οικιακά σκεύη. Και στα δύο άνδηρα βρέθηκαν
εγκαταστάσεις πατητηρίων για σταφύλια καθώς και τριβεία χειρός. Πολυάριθμα υφαντικά
βάρη προέρχονται από αργαλειούς, στους οποίους μεταποιούνταν το μαλλί των αιγοπροβάτων,
που αποτελούσαν μαζί με τα βοοειδή το μεγαλύτερο μέρος των κατοικίδιων ζώων. Μία
ζωολογική μελέτη απέδειξε τη χρήση οστών για τη δημιουργία εργαλείων. Μήτρες και
στηρίγματα κλιβάνων αποτελούν ενδείξεις για την παραγωγή κεραμικής.
Veronika Mitsopoulos-Leon, Αυστριακό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο
Το κείμενο παρατίθεται τον Ιανουάριο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες:
http://www.kalavrita.net/loysoi.htm
Οργανωτική δομή / Συνεργασίες / Συμμετοχές / Μέλη / Σχέσεις
- Ανασκαφές / Έρευνες έχουν γίνει από:
- Ως μνημείο υπάγεται στην: