Η Τορώνη, στο ΝΔ. άκρο της χερσονήσου
Σιθωνίας
της Χαλκιδικής, ιδρύθηκε από τους Χαλκιδείς της
Εύβοιας
κατά τη διάρκεια του 8ου-7ου αιώνα π.Χ. Το 480 π.Χ., η πόλη βοήθησε τους Πέρσες
κατά την εκστρατεία του Ξέρξη εναντίον της Ελλάδας και λίγα χρόνια αργότερα αποτέλεσε
μέλος της Α' Αθηναϊκής συμμαχίας. Στη διάρκεια των γεγονότων του πελοποννησιακού
πολέμου, σύμφωνα με το Θουκυδίδη (Θουκ. IV 110-116 και V 2-3), έγινε πεδίο συγκρούσεων
μεταξύ Αθηναίων και Σπαρτιατών.
Στην περιοχή ανασκαφικές έρευνες πραγματοποιήθηκαν από το 1975 και
εξής από την Αρχαιολογική Εταιρεία σε συνεργασία με το Αυστραλιανό Ινστιτούτο
υπό τη διεύθυνση του καθηγητή Αλ. Καμπίτογλου.
Το λιμάνι της Τορώνης τοποθετείται ανατολικά της
Ληκύθου,
του μικρού ακρωτηρίου που υψώνεται σήμερα 13 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της
θάλασσας, στα Βόρεια της αρχαίας πόλης, εκεί όπου η παρουσία ενός μυχού, αλλά
και τα ενάλια αρχιτεκτονικά κατάλοιπα κάνουν πιθανή τη θέση του. Η Λήκυθος, που
κατοικήθηκε με μικρές διακοπές από την πρώϊμη εποχή του Χαλκού έως και τον 17ο
αιώνα μ.Χ., αποτελεί ένα σημαντικό τμήμα της ιστορίας της πόλης, με την οποία
συνδέεται με ένα στενό ισθμό που στην αρχαιότητα, όπως απέδειξε η πρόσφατη υποβρύχια
έρευνα, υπήρξε ευρύτερος.
Κατά τη διάρκεια των τριών περιόδων υποθαλασσίων ερευνών στην Τορώνη,
οι οποίες είχαν προκαταρκτικό χαρακτήρα, έγινε φανερό ότι, η σημερινή θαλάσσια
περιοχή στα ΒΑ του ισθμού, στην αρχαιότητα αποτελούσε τμήμα του πολεοδομικού ιστού
της πόλης, με μικρή όμως υψομετρική διαφορά, σε σχέση με την περιοχή του σημερινού
λαιμού της Ληκύθου.
Μέσα στη θάλασσα, σε απόσταση 35μ. περίπου από τη σύγχρονη ακτογραμμή
και σχεδόν παράλληλα με αυτήν εντοπίζεται κρηπίδωμα μήκους 60μ. και πλάτους σχεδόν
2 μ., το οποίο στα δύο μέτωπά του διατηρεί σε διάφορα σημεία μεγάλους γωνιόλιθους
γρανίτη. Το εσωτερικό του αποτελεί συμπαγές λατυποπαγές υλικό, πιθανόν τεχνητά
διαμορφωμένο.
Νότια αυτού του κρηπιδώματος και σε απόσταση 20μ. από την παραλία,
μία δεύτερη παρόμοια κατασκευή, μήκους πάνω από 80μ. δηλώνει την ύπαρξη μιας δεύτερης
ακτογραμμής, που δημιουργήθηκε σε εποχή μεταγενέστερη της πρώτης. Η έρευνα, που
επικεντρώθηκε στο νότιο μέτωπο του ανατολικού τμήματος του εσωτερικού κρηπιδώματος,
εκεί όπου τρείς αδροδουλεμένες λιθόπλινθοι βρίσκονται στη θέση τους, απέδειξε
ότι αυτές εδράζονται στο προαναφερόμενο συσσωματωμένο υλικό.
Κάθετα σε αυτές, με προσανατολισμό Β-Ν, αποκαλύφθηκε άλλος τοίχος
από μεγάλες λιθοπλίνθους επίσης, που σώζεται σε ύψος τουλάχιστον τριών δόμων.
Στη γωνία, που διαμορφώνεται μεταξύ τους, εντοπίστηκε πλήθος θραυσμάτων αμφορέων
κλασικών χρόνων. Θεμέλια τοίχων από αργολιθοδομή, με πλάτος που κυμαίνεται
από 0,50 έως 0,65μ. και με κατεύθυνση ΝΔ-ΒΑ, είναι επίσης ευδιάκριτα στο βυθό
της θάλασσας. Η χρονολόγησή τους στην κλασική περίοδο, συμπεραίνεται από την κεραμική
(μελαμβαφής κυρίως) που βρέθηκε κατά τον καθαρισμό των τοίχων, που κείνται στη
σημερινή παραλία και ανήκουν σε κτήρια, που χτίστηκαν αρχικά στη στεριά.
Ενα εκτεταμένο στρώμα καταστροφής με πλήθος θραυσμάτων κεραμιδιών
στέγης, βαμμένων κόκκινων και μαύρων, που καλύπτει όλη την παραλιακή περιοχή Βόρεια
του τείχους C, ανήκει σε οικοδομική φάση των κλασικών χρόνων. Περιέχει σημαντικό
αριθμό τμημάτων αγγείων, αποθηκευτικού κυρίως χαρακτήρα (πιθαριών, αμφορέων),
έτσι ώστε μια ερμηνεία των παραλιακών αυτών οικοδομημάτων με χώρους, που συνδέονται
με τη λειτουργία του λιμανιού να μη φαίνεται απίθανη. Είναι γνωστό, εξάλλου, ότι
στην Τορώνη στην αρχαιότητα το εμπόριο κρασιού ήταν ιδιαίτερα ανθηρό. Στην ίδια
περιοχή, ένας μεγάλος πίθος, διαμ. 1μ. περίπου, βρέθηκε in situ, με σπασμένους
αμφορείς του 5ου αιώνα π.Χ. στο εσωτερικό του.
Γιά την ερμηνεία των κτηρίων αυτών, που στην αρχαιότητα βρίσκονταν
σε άμεση γειτνίαση με το λιμάνι, ως κτήρια εμπορικού - αποθηκευτικού χαρακτήρα
συνηγορεί εκτός της θέσης και του είδους των αγγείων και το ιδιαίτερα μεγάλο μέγεθός
τους, αν λάβει κανείς υπόψη, ότι οι τοίχοι 5, 9 και 4 σώζονται σε μήκος πλέον
των 10 μέτρων. Η χρονολόγησή τους στο β' μισό του 5ου αιώνα π.Χ. άλλωστε θα μπορούσε
με πολλή προς το παρόν επιφύλαξη, να οδηγήσει στη σκέψη, ότι ίσως δεν είμαστε
μακριά από την περιοχή όπου ο Θουκυδίδης αναφέρει, ότι οι Αθηναίοι, το 423 π.Χ.
για να αμυνθούν εναντίον των Σπαρτιατών, ανέβασαν πάνω σε ένα οίκημα της Ληκύθου,
πολλούς αμφορείς και πίθους με νερό, με αποτέλεσμα αυτό να γκρεμίσει.
Κάτω από το προαναφερόμενο στρώμα καταστροφής, αποκαλύφθηκε η λατύπη
του τείχους C, ανάμικτη με κεραμική του 5ου αιώνα π.Χ. και κάτω από αυτήν το νότιο
τμήμα του τοίχου 5. Η κατασκευή επομένως του τοίχου 5 σε προγενέστερη οικοδομική
φάση από αυτήν του τείχους C, είναι σαφής.
Το τείχος C, κατασκευασμένο από μεγάλες λιθοπλίνθους γρανίτη, σώζεται
σε ύψος τριών δόμων, ενώ του τέταρτου, χαμηλότερου δόμου, που προεξέχει έως 0,15μ.
από τους υπερκείμενους και πιθανώτατα αποτελεί τη θεμελίωση, δε στάθηκε δυνατή
η σε όλο το ύψος αποκάλυψη του. Αξίζει να σημειωθεί ότι το στρώμα καταστροφής
δεν περιείχε όστρακα στρογγυλεμμένα από την επίδραση των κυμάτων, ενώ αντίθετα
τέτοια παρατηρήθηκαν κάτω από τη θεμελίωση των κτηρίων των κλασικών χρόνων, γεγονός
που μαρτυρεί ότι η γεωμορφολογία στην περιοχή είναι πιθανόν αποτέλεσμα εναλλασόμενων
φαινομένων.
Στο δυτικό τμήμα του τείχους C, στην παρειά της Ληκύθου διαπιστώθηκε
η παρουσία άλλου τοίχου, κατασκευασμένου από αργούς πλακερούς, σχετικά μικρού
μεγέθους, λίθους, που σώζεται σε ύψος τουλάχιστον 1 μέτρου. Μικρής έκτασης έρευνα
αποκάλυψε ότι ο τοίχος αυτός ύστερα από 5 μ. μήκος προς τα Δυτικά γωνιάζει προς
τα ΝΔ, στο εσωτερικό της Ληκύθου. Το πλάτος του στο σημείο αυτό είναι 1,20μ. και
μία τομή μπροστά στη Βόρεια όψη του, έδειξε την ύπαρξη δαπέδου ή δρόμου, εκεί
όπου, σε βάθος 0,20-0,15μ., παρατηρήθηκε πατημένο χώμα με κομμάτια κάρβουνου.
Η κεραμική μέσα από την τομή αυτή, ήταν αρχαϊκή ντόπιας κυρίως παραγωγής. Ο τοίχος
αυτός, που τέμνεται από το τείχος C, από το οποίο είναι προγενέστερος συνεχίζει
με κατεύθυνση ΝΑ, έτσι ώστε το περίγραμμα του να διακρίνεται επάνω στη Λήκυθο.
Επάνω στη σημερινή ακτή σώζεται επίσης η ΝΑ γωνία κτηρίου, του οποίου η τοιχοποιία
αποτελείται από γωνιόλιθους γρανίτη και ασβεστοκονίαμα ως συνδετικό υλικό. Το
κτήριο, που φέρει δάπεδο από πήλινες τετράγωνες πλάκες, χρονολογείται στη ρωμαϊκή
εποχή.
Μέσα στη θάλασσα, σε απόσταση ενός μέτρου από τη σημερινή ακτογραμμή,
εντοπίζεται ορθογώνια κατασκευή, πιθανώτατα δεξαμενή μεταβυζαντινών χρόνων και
επιβεβαιώνεται έτσι με την παρουσία οικοδομημάτων από την κλασική τουλάχιστον
περίοδο μέχρι και τους μεταβυζαντινούς χρόνους, η διαχρονική χρήση και του βορειότερου
παραθαλλάσιου, βυθισμένου σήμερα, τμήματος της Ληκύθου.
Κείμενο :
Χρυσηίς Σαμίου