Ο Όσιος Θεόδωρος πολιούχος των Κυθήρων καταγόταν από την
Κορώνη
και ήρθε στα Κύθηρα το 921, όπου ασκήτεψε στον αρχαίο ναό των Αγίων Σεργίου και
Βάκχου. Το 922 πέθανε και το σκήνωμά του βρέθηκε αργότερα από Μονεμβασιώτες ναυτικούς.
Κατά την περίοδο εκείνη το νησί υπέστη αλλεπάλληλες επιδρομές και λεηλασίες από
τους πειρατές. Εκεί όπου ετάφη το σκήνωμα του αγίου ιδρύθηκε ναός και μονή προς
τιμή του Οσίου Θεοδώρου πιθανότατα το 12ο ή 13ο αιώνα δηλαδή γύρω στο 1100 όταν
διοικητής στα Κύθηρα ήταν ο Γεώργιος Παχύς από τη
Μονεμβάσια.
Η μονή άκμασε επί Ευδαιμογιάννηδων οι οποίοι συνέδεσαν τα Κύθηρα με τη Μονεμβάσια
στενά ως πρός την τέχνη.
Ο επίσκοπος Κυθήρων Αθανάσιος Βαλεριανός έκανε ανακαίνιση στο ναό
περίπου το 1630. Έκανε διάφορες μεταρρυθμίσεις, έκτισε κωδωνοστάσιο και πάνω από
την κυρία είσοδο εντοίχισε θυρεό με επιγραφή, στην οποία αναφέρεται το όνομα του
Βαλεριανού. Η μονή του Οσίου Θεοδώρου ήταν επί Ενετοκρατίας έδρα της επισκοπής.
Στο προαύλιο ένα μεγαλοπρεπές κτίριο ρωμανικού ρυθμού λειτούργησε σαν σχολείο
αρρένων στα χρόνια της Αγγλοκρατίας. Είναι η περίφημη αλληλοδιδακτική σχολή του
Οσίου Θεοδώρου.
Η εικόνα του αγίου τον παριστά να κρατά οχυρωμένη πολιτεία διότι θεωρούταν
προστάτης, πολιούχος και ιδιαίτερα θεωρούταν προστάτης αυτών που είχαν προσβληθεί
από την πανούκλα.