Το αρχαίο κράτος της Ηλιδας αναπτύχθηκε στη ΒΔ Πελοπόννησο, μακριά από τα μεγάλα
αστικά κέντρα της υπόλοιπης Ελλάδας, και ο ρόλος του στα στρατιωτικά και πολιτικά
δρώμενα υπήρξε περιορισμένος. Παρέμεινε όμως στο προσκήνιο για μακρό χρονικό διάστημα
καθώς είχε αναλάβει την κηδεμονία του πανελλήνιου Ιερού της
Ολυμπίας
και την άμεμπτη προετοιμασία και διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων.
Τα μέχρι σήμερα ανασκαφικά δεδομένα δείχνουν ότι η περιοχή της Ηλιδας
κατοικούνταν, έστω και ως μικρός αγροτικός οικισμός, από την Πρωτοελλαδική εποχή
(περ. 2800-2000 π.Χ.). Κατά τους μυκηναϊκούς χρόνους (περ. 1600-1100 π.Χ.) ήταν
ένα από τα τέσσερα σημαντικότερα πολίσματα της περιοχής και οι κάτοικοί της, οι
οποίοι αναφέρονται στην
Ιλιάδα ως
Επειοί,
έλαβαν μέρος στον Τρωικό πόλεμο με αρχηγό τον Πολύξενο.
Η πόλη της Ηλιδας ιδρύθηκε όταν ο Οξυλος, ο οποίος είχε έλθει από
την
Αιτωλία τον 12 αι. π.Χ.
με την κάθοδο των Δωριέων, συνένωσε όλα τα διάσπαρτα πολίσματα. Η αρχαία παράδοση
επιβεβαιώνεται σήμερα από τα πλούσια ευρήματα υπομυκηναϊκών, πρωτογεωμετρικών
και γεωμετρικών χρόνων (περ. 1100-700 π.Χ.) που βρέθηκαν στην περιοχή.
Ο Οξυλος ίδρυσε τους Ολυμπιακούς Αγώνες όταν ενσωμάτωσε το Ιερό της
Ολυμπίας στο κράτος της Ηλιδας. Οι αγώνες αναδιοργανώθηκαν τον 8ο αι. π.Χ. από
τον απόγονό του βασιλιά Ιφιτο, ο οποίος σύναψε συνθήκη με τους βασιλιάδες Λυκούργο
της
Σπάρτης και Κλεισθένη
της
Πίσας.
Με αυτή την "ιερή εκεχειρία" όλη η περιοχή της Ηλιδας κηρύχθηκε
ιερή, εξασφαλίζοντας έτσι την ειρήνη και την επιτυχία των αγώνων. Από το 776 π.Χ.,
όταν τελέστηκε η πρώτη Ολυμπιάδα, οι Ηλείοι είχαν αναλάβει την επίβλεψη του Ιερού
της Ολυμπίας, την οποία έχασαν το 668 π.Χ. από τους Πισάτες, για να την επανακτήσουν
με τη βοήθεια των Σπαρτιατών το 580 π.Χ.
Στη συνέχεια και μέχρι περίπου τα τέλη του 5ου αι. π.Χ. η πόλη γνώρισε
μεγάλη ακμή. Κύριο μέλημα του κράτους δεν ήταν τόσο τα πολιτικά και άλλα θέματα
του δημόσιου βίου, όσο η οργάνωση των Ολυμπιάδων. Οι αγώνες ήταν
πεντετηρικοί,
δηλαδή τελούνταν μετά το κλείσιμο μίας τετραετίας, πιθανότατα στα μέσα Ιουλίου.
Οι αθλητές ήταν υποχρεωμένοι από τους κανονισμούς να έλθουν στην Ηλιδα για προπόνηση
ένα μήνα πριν την έναρξη των αγώνων. Μαζί τους κατέφθαναν φίλοι και συγγενείς,
με αποτέλεσμα να συρρέουν στην πόλη εκλεκτοί ξένοι από την ηπειρωτική και νησιωτική
Ελλάδα καθώς και πλούσιοι άποικοι της Μικράς Ασίας και του
Πόντου,
της Μεγάλης Ελλάδας και της Αφρικής.
Η βαρύτητα την οποία απέδιδαν οι Ηλείοι στη διοργάνωση των Ολυμπιάδων
αντανακλάται και στην εικόνα της αγοράς της πόλης. Ο περιηγητής Παυσανίας (2ος
αι. μ.Χ), αναφερόμενος στην ηλειακή πρωτεύουσα, περιγράφει γυμνάσια, παλαίστρα,
στοές, ναούς, ιερά και τεμένη, αλλά κανένα οικοδόμημα σχετικό με τον δημόσιο βίο.
Τα κτήρια αυτά κοσμούσε πλήθος αγαλμάτων και γλυπτών από φημισμένους καλλιτέχνες
της αρχαιότητας. Μεταξύ άλλων, αναφέρει το ναό της Αφροδίτης Ουρανίας με το χρυσελεφάντινο
άγαλμά της, έργο του Φειδία, το υπαίθριο τέμενος της Αφροδίτης Πανδήμου, όπου
υπήρχε ονομαστό χάλκινο άγαλμα της θεάς, έργο του Σκόπα, το ναό και το άγαλμα
του Απόλλωνα Ακέσιου, το ναό των Χαρίτων με τα ακρόλιθα αγάλματά τους, το ναό
του Σιληνού και το σύμπλεγμα του θεού με τη Μέθη.
Την περίοδο της μέγιστης ακμής του το ηλειακό κράτος αποτελούνταν
από τέσσερις περιφέρειες: την Κοίλη Ηλιδα, δηλαδή την εύφορη πεδινή περιοχή στην
οποία αναπτύχθηκε η πρωτεύουσα των Ηλείων, την
Ακρώρεια,
την
Πισάτιδα και την
Τριφυλία.
Οι κάτοικοι ζούσαν σε ατμόσφαιρα ειρήνης, ευημερίας και ευνομίας.
Το πλούσιο έδαφος της περιοχής και το ήπιο κλίμα ευνόησαν την ανάπτυξη
της γεωργίας και της κτηνοτροφίας. Εξάλλου, οι ονομασίες Ηλιδα και Ηλείοι (αρχαιότερα
Fάλις και
Fαλείοι) δήλωναν την κοιλάδα και τους κατοίκους της κοιλάδας
αντίστοιχα.
Τα τελευταία χρόνια οι ανασκαφές έχουν αποκαλύψει 120 οικισμούς ενώ
οι επιφανειακές έρευνες έχουν εντοπίσει άλλες περίπου 200 θέσεις. Οι περισσότερες
από αυτές πρέπει να ήταν μικρά χωριά ή απομονωμένες αγροικίες. Μόνο η πρωτεύουσα
Ηλιδα αναπτύχθηκε σε μεγάλο αστικό κέντρο. Ιδίως μετά την εγκαθίδρυση τους δημοκρατικού
πολιτεύματος και τον δεύτερο συνοικισμό της (471 π.Χ.), ενισχύθηκε σημαντικά και
αποτέλεσε μία από τις μεγαλύτερες και πολυανθρωπότερες πόλεις της Πελοποννήσου.
Η πόλη καταλάμβανε την περιοχή μεταξύ των σημερινών χωριών
Παλιόπολη
(ή Νέα Ηλιδα) στα ΝΑ,
Μπουχιώτη
(ή Αυγείον) στα ΝΔ, και
Καλύβια
στα Δ. Η αρχαία ακρόπολη βρισκόταν στο λόφο του Αγιάννη.
Σημαντικό ρόλο στη διαχείριση των κοινών της Ηλιδας έπαιξαν οι γυναίκες.
Σύμφωνα με τον Παυσανία υπήρχε συμβούλιο δεκαέξι σοφών ηλείων γυναικών, στις οποίες
οφείλεται το έργο της συμφιλίωσης της Πίσας και της Ηλιδας, καθώς και ο θεσμός
της διοργάνωσης των Ηραίων. Επρόκειτο για πανελλήνιους αγώνες δρόμου κοριτσιών
προς τιμήν της θεάς Ηρας, οι οποίοι τελούνταν κάθε τέσσερα χρόνια, όπως και οι
Ολυμπιακοί, αλλά σε διαφορετικές ημερομηνίες.
Από τα τέλη του 6ου αι. π.Χ. η Ηλιδα είχε προβεί σε κοπή νομισμάτων,
τα οποία κατά τους χρόνους της ακμής της συναγωνίζονταν σε καλλιτεχνία και ποικιλία
εκτέλεσης εκείνα των άλλων ελληνικών πόλεων. Επίσης, λειτουργούσαν τοπικά εργαστήρια
κεραμικής και χαλκοπλαστικής που παρήγαγαν έργα με έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα.
Η ευδαιμονία του ηλειακού κράτους οφειλόταν κατά μεγάλο μέρος στη
μακρόχρονη συμμαχία του με τη Σπάρτη, η οποία καταλύθηκε κατά τη διάρκεια του
Πελοποννησιακού πολέμου (431-404 π.Χ.). Τον 4ο αι. π.Χ. φάνηκαν τα πρώτα σημάδια
της μελλούμενης παρακμής και των συμφορών για τους Ηλείους.
Το 191 π.Χ. προσχώρησαν στην Αχαϊκή Συμπολιτεία, ενώ το 146 π.Χ. υποτάχθηκαν
στους Ρωμαίους και αποτέλεσαν τμήμα της ρωμαϊκής επαρχίας της Αχαϊας. Κατά τους
ρωμαϊκούς χρόνους (27 π.Χ. - 250 μ.Χ.) η πόλη επεκτάθηκε ακόμη περισσότερο. Κτίσθηκαν
βίλες και λουτρά, αρχιτεκτονήματα ιδιαίτερα αγαπητά στους Ρωμαίους, μερικά μάλιστα
επάνω στα θεμέλια κλασσικών κτηρίων.
Στους ύστερους ρωμαϊκούς και τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους (3ος
- 5ος αι. μ.Χ.) η κατοίκηση περιορίστηκε μόνο σε ένα τμήμα της πόλης, ενώ σε άλλα
τμήματα ιδρύθηκε ένα μεγάλο νεκροταφείο, ίσως μετά την καταστροφή από τους Ερουλους
(267 μ.Χ.). Ο μαρασμός επήλθε όταν ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου Θεοδόσιος Α΄ απαγόρευσε
τη διεξαγωγή των Ολυμπιακών Αγώνων το 393 μ.Χ. και η ζωή του Ιερού της Ολυμπίας
σταμάτησε. Ο σεισμός που έπληξε τη χώρα τον 6ο αι. μ.Χ. σήμανε το οριστικό τέλος
του ηλειακού κράτους.
Τον 19ο αι. περιηγητές εντόπισαν την πόλη της Ήλιδας, κατάρτισαν μάλιστα
και τοπογραφικά σχέδια. Οι πρώτες συστηματικές ανασκαφές πραγματοποιήθηκαν από
το Αυστριακό Αρχαιολογικό ινστιτούτο την περίοδο 1911 - 1914, με διευθυντή τον
Otto Walter. Από το 1960 έως σήμερα η ανασκαφική έρευνα συνεχίζεται κατά περιόδους
από την Αρχαιολογική εταιρεία. Οι σωστικές ανασκαφές, που διενεργεί ακόμη και
σήμερα η Ζ΄ Εφορεία Προϊστορικών και κλασικών Αρχαιοτήτων, αποκάλυψαν ένα τμήμα
της αρχαίας πόλης (1965 - 1970), με αφορμή τη διέλευση του αρδευτικού αγωγού του
φράγματος του Πηνειού.
Τα κτήρια που αποκαλύφθηκαν ή εντοπίστηκαν και στη συνέχεια ταυτίστηκαν
σύμφωνα με τις περιγραφές του Παυσανία, είναι τα εξής: Γυμνάσιο, που δεν έχει
ανασκαφεί, αλλά φαίνεται ότι είχε παρόμοιες διαστάσεις με εκείνο της Ολυμπίας
μήκος περ. 200μ.), Λουτρά, στα δυτικά της αγοράς, Τέμενος του Αχιλλέα, Ελλανοδικαιώνας,
Στοά "προς μεσημβρίαν", "Κερκυραϊκή" στοά, που αποτελούσε
το νότιο σύνορο της αγοράς, διάφορα μικρά ιερά, ένα τετράγωνο οικοδόμημα με εσωτερική
περίστυλη αυλή, όπου οι δεκαέξι ηλείες γυναίκες ύφαιναν τον πέπλο της Ήρας, ένα
τμήμα του περιβόλου του τεμένους της Αφροδίτης, ένας ακόμη περίβολος ιερού, ναΐσκος
και τεμένη, μεταξύ των οποίων και του ?δη και τέλος το Θέατρο, στα βόρεια της
αγοράς.
Το θέατρο κτίστηκε τον 4ο αι. π.χ. και υπέστη μετασκευές στα ελληνιστικά
και ρωμαϊκά χρόνια. Η λίθινη σκηνή με το προσκήνιο και τα παρασκήνια είναι από
τα παλαιότερα της αρχαίας Ελλάδας. Οι θεατές δεν κάθονταν σε κερκίδες αλλά στα
πρανή του κοίλου, όπως ακριβώς και στο στάδιο της Ολυμπίας. Η πρόσβαση γινόταν
με έξι λίθινες κλίμακες που χώριζαν το κοίλο σε επτά κερκίδες. Ένα πλήρες αποχετευτικό
δίκτυο εξασφάλιζε το θέατρο από τον κίνδυνο πλημμύρας. η λειτουργία του θεάτρου
διακόπηκε στα ύστερα ρωμαϊκά χρόνια, όταν επήλθε και γενικότερος μαρασμός της
πόλης, και στο χώρο του δημιουργήθηκε νεκροταφείο με συστάδες κιβωτιόσχημων τάφων.
Κείμενο: Ξένη Αραπογιάννη
Το κείμενο παρατίθεται τον Σεπτέμβριο 2002
, από το ενημερωτικό φυλλάδιο
του Δήμου Αμαλιάδας.