Κλεισούρα. Μαρτυρική κωμόπολη του
Νομού
Καστοριάς. Κτίσθηκε και κατοικήθηκε κατά τον 15ο αιώνα. Βρίσκεται στο 32ο
χιλιόμετρο της επαρχιακής οδού
Καστοριάς-
Αμυνταίου.
Απλώνεται αμφιθεατρικά σε μια απότομη πλαγιά του βουνού Μουρικιού, σε υψόμετρο
1.275 μ., στη στενωπό, όπως μαρτυράει το όνομά της, στην κορυφή της διάβασης του
δρόμου, που χρησιμοποιούσαν τα εμπορικά καραβάνια και συνδέει την
Εορδαία
και
Καστοριά, ανάμεσα στα
βουνά
Σινιάτσικο και
Βίτσι.
Η Κλεισούρα, γνωστή και ως Βλαχοκλεισούρα, με το υπέροχο κλίμα, τα
καταπράσινα δάση οξιάς και βελανιδιάς, μέσα σε περιβάλλον φυσικής αρμονίας, προσφέρεται
για ορειβασίες με μοναδικές εμπειρίες και συγκινήσεις και για ευχάριστες πεζοπορίες
στους δασικούς δρόμους και τα μονοπάτια.
Τούτο το ξακουστό βλαχοχώρι στα χρόνια της Τουρκοκρατίας αριθμούσε
εξήμισι χιλιάδες (6.500) κατοίκους και αναδείχθηκε σε κέντρο διαμετακομιστικού
εμπορίου της
Δυτικής Μακεδονίας
με τις χώρες της Βαλκανικής και τις Παραδουνάβιες περιοχές.
Εξέχουσα θέση κατέχει και στην πνευματική κίνηση της εποχής του Διαφωτισμού
για το Γένος.
Κέντρο των Ελληνικών γραμμάτων στην περιοχή, η Κλεισούρα, με περιώνυμα
σχολεία, γαλούχησε, μόρφωσε και καθιέρωσε σπουδαίους λογίους και επιστήμονες.
Ο κατάλογος των Κλεισουριέων, που διέπρεψαν στο χώρο του Πνεύματος και της Τέχνης,
είναι ιδιαίτερα μακροσκελής.
Αλλά και στις ελληνικές παροικίες, του
Βελιγραδίου,
της
Κωνσταντινούπολης, της
Βιέννης, της
Νίσσας,
της
Βουδαπέστης, του Ζέμονα,
του
Βουκουρεστίου, της
Οδησσού
κ.αλ., οι Κλεισουριείς είχαν ζωηρή και έντονη παρουσία και δράση στο εμπόριο και
τα Γράμματα. Από εκεί ευεργέτησαν ποικιλότροπα τη γενέτειρα, συμβάλλοντας και
ενισχύοντας στην οικονομική ανάπτυξη και ευημερία της. Οι μεγάλες διώροφες ή τριώροφες
κατοικίες, οι περίτεχνοι ναοί και η πλούσια βιβλιοθήκη της (πυρπολήθηκε το 1866)
ήταν τα σημάδια της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτιστικής της ακμής.
Σήμερα ελάχιστα από αυτά σώζονται, ύστερα από τις δύο μεγάλες καταστροφές,
η μία πιο τραγική από την άλλη, που ανέκοψαν κάθε πρόοδο και σταμάτησαν την πορεία
ανάπτυξής της.
Η μία, στις 2 Νοεμβρίου 1912, από τους Τούρκους, οι οποίοι την λεηλάτησαν
και την πυρπόλησαν.
Και η άλλη, στις 5 Απριλίου 1944, από τους Γερμανούς, οι οποίοι την
πυρπόλησαν, σκότωσαν και σφαγίασαν διακόσιες ογδόντα (280) αθώες ψυχές, κυρίως
γυναικόπαιδα.
Οι καταστροφές αυτές αποκαρδίωσαν τους επιζώντες, οι περισσότεροι
των οποίων διεσκορπίσθηκαν και μετώκησαν σε διάφορα μέρη της
Ελλάδας
και στο εξωτερικό, όπου γνώρισαν την καταξίωση. Και βέβαια, συνεχίζουν την άρρηκτη
σχέση τους με τη γενέτειρα Κλεισούρα, εκδηλώνοντας έμπρακτα το ενδιαφέρον τους,
μέσα από τους κατά τόπους Συλλόγους των Απανταχού Κλεισουριέων, που ίδρυσαν, και
μεταλαμπαδεύοντας στις νέες γενιές την αγάπη, τη νοσταλγία και τον κλεισουριώτικο
πατριωτισμό.
Η Ελληνική Πολιτεία, "τιμής ένεκεν", στην Κλεισούρα, το
προπύργιο του Ελληνισμού στο χώρο της
Δυτικής
Μακεδονίας, με ιστορία άμεσα συνδεδεμένη με τους αγώνες του Έθνους (Φιλική
Εταιρεία - Επανάσταση του 1821 - Μακεδονικός αγώνας - Πόλεμος του 1940 - Εθνική
Αντίσταση), απένειμε τον Πολεμικό Σταυρό Α´ τάξεως.
Επί πλέον, αυτή τη ζωντανή πηγή της εθνικής ιστορίας, τη μετωνόμασε
το 1993 από Κοινότητα σε ιστορικό Δήμο. Και παρέμεινε αυτοτελής Δήμος, με το νόμο
"Ιωάννης Καποδίστριας", συνεχίζοντας να διαγράφει την ιστορική της πορεία
ανάπτυξης και να παίζει σημαντικό ρόλο στα ελληνικά δρώμενα.
(σύνταξη κειμένου από το δάσκαλο Τόμου Ιωάννη)
Το κείμενο παρατίθεται τον Ιούνιο 2003 από τουριστικό φυλλάδιο (2000) του
Δήμου Κλεισούρας.