Βρίσκεται στο ανατολικό άκρο της χερσονήσου, που εισχωρεί στη λίμνη,
σε απόσταση τεσσάρων χιλιομέτρων από την πόλη. Ιδρύθηκε μάλλον επί των ημερών
του αυτοκράτορος Αλεξίου Α' Κομνηνού (1081-1118).
Το καθολικό της μονής ανήκει στην κατηγορία των μονόχωρων ξυλόστεγων
βασιλικών. Στα ανατολικά του ναού η αψίδα του ιερού είναι ημικυκλική, ενώ στα
δυτικά σχηματίζεται ένας ευρύχωρος νάρθηκας.
Εχουν γίνει επισκευές στον κορμό του κτίσματος και ιδιαίτερα στο βόρειο
και νότιο τοίχο, με αποτέλεσμα να καταστραφούν και οι τοιχογραφίες.
Ο ζωγραφικος διάκοσμος διατηρήθηκε στο ανατολικό και δυτικό τοίχο
του κυρίως ναού και στον ανατολικό και νότιο τοίχο του νάρθηκα. Αλλες εξωτερικές
τοιχογραφίες σώζονται στο ανοιχτό προστώο, μπροστά από την είσοδο στο καθολικό.
Η ζωγραφική του καθολικού ανήκει σε διαφορετικές περιόδους. Σε τμήμα
του ανατολικού τοίχου υπάρχουν παραστάσεις που χρονολογούνται στο πρώτο μισό του
12ου αιώνα, ενώ σε άλλο τμήμα του ίδιου τοίχου και σ' όλον τον δυτικό υπάρχουν
παραστάσεις από τα τέλη του 12ου αιώνα. Η μεγάλη παράσταση της Δευτέρας Παρουσίας,
που εξελίσσεται στον ανατολικό και νότιο τοίχο του νάρθηκα, είναι άκρως ενδιαφέρουσα
από εικονογραφικής άποψης και εκτιμάται ότι ανήκει στο τέλος του 12ου αιώνα. Η
σκηνή της Βάπτισης που εικονίζεται κάτω απ' αυτήν, είναι ίσως λίγο μεταγενέστερη.
Οι εξωτερικές τοιχογραφίες (ρίζα Ιεσσαί, αυτοκράτορες και Αγιοι Δημήτριος και
Γεώργιος) τοποθετούνται χρονικά γύρω στα 1260.
Η μονή της Μαυριωτίσσης διεδραμάτισε σημαντικό ρόλο σαν πνευματικός
χώρος σε όλες τις φάσεις της ιστορίας της Καστοριάς. Ετσι εξηγείται και το ιδιαίτερο
ενδιαφέρον που έδειχναν γι' αυτήν αξιωματούχοι του Βυζαντίου. Το δε καλλιτεχνικό
εργαστήρι που ανέλαβε τη διακόσμηση του μνημείου, είχε άμεση σχέση με την πρωτεύουσα
του βυζαντινού κράτους στην
Κωνταντινούπολη.