Η Αιάνη βρίσκεται 20 χλμ. Νότια της
Κοζάνης.
Στην αρχαιότητα ανήκε στο βασίλειο της
Ελίμειας,
το οποίο μαζί με τα υπόλοιπα ελληνικά βασίλεια (
Τυμφαίος,
Ορεστίδας,
Λυγκηστίδας,
Εορδαίας,
Πελαγονίας,
Δερριόπου) αποτελούσαν την
Ανω (ορεινή) Μακεδονία των αρχαίων. Σύμφωνα με τον ιδρυτικό μύθο που διέσωσε ο
Στέφανος ο Βυζάντιος η Αιανή, «πόλις
Μακεδονίας»
κτίστηκε από τον Αιανό, γιο του Ελύμου και ιδρυτή της Ελίμειας. Η ύπαρξη της πόλης
της Αιανής βεβαιώνεται από δύο επιγραφικές μαρτυρίες.
Η ανασκαφή έφερε στο φως αρχιτεκτονικά λείψανα της πόλης, συστάδες
τάφων και οργανωμένα νεκροταφεία, που χρονολογούνται από τα προϊστορικά μέχρι
τα υστεροελληνιστικά χρόνια. Τα νέα αυτά ευρήματα επιβεβαιώνουν ότι πολύ πρώιμα
η Αιανή κατέλαβε θέση πρωτεύουσας στο κράτους Ελίμειας.
Στα προϊστορικά η Αιανή υπήρξε αξιόλογο κέντρο παραγωγής της λεγόμενης
αμαυρόχρωμης κεραμεικής, η καταγωγή της οποίας ανάγεται σε μεσοελλαδικά (1900-1600
π.Χ) πρότυπα της νότια
Ελλάδας.
Φορείς της θεωρούνται τα βορειοδυτικά ελληνικά φύλλα, στα οποία ανήκαν οι Μακεδόνες,
οι οποίοι σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, μετέβησαν από την
Πίνδο
στην
Δρυοπίδα και την
Πελοπόννησο,
όπου ονομάστηκαν Δωριείες. Παράλληλα, η αφθονία των μηκηναικών ευρημάτων από την
περιοχή καθιστά ολοένα και πιθανότερη την ύπαρξη μυκηναϊκών εγκαταστάσεων στην
Ανω Μακεδονία.
Η αρχαία πόλη ταυτίζεται με την πόλη που αναπτύσσεται στα επάλληλα
πλατώματα ενός λόφου με το χαρακτηριστικό όνομα Μεγάλη Ράχη. Εχουν ανασκαφεί τρία
μεγάλα δημόσια κτήρια και πολλές ιδιωτικές κατοικίες με πλούσια ευρήματα. Τα δύο
κτήρια, με συμβατικές ονομασίες Μεγάλοι Δόμοι και Στωικό Κτήριο, τα χαρακτηρίζουν
χώροι με στοές και παρά την διαρπαγή, ιδιαίτερα των μαρμάρινων αρχιτεκτονικών
μελών, διασώζουν κομμάτια από ζωγραφιστές υδρορροές, δωρικά και ιωνικά κιονόκρανα,
καθώς και σφονδύλους ημικιόνων. Αυτά προϋποθέτουν την ύπαρξη πρώτου ορόφου και
μαρτυρούν την μεγαλοπρέπεια και τη σωστή αρχιτεκτονική οργάνωση του χώρου. Το
λεγόμενο Στωικό Κτήριο του μεσαίου πλατώματος ερμηνεύεται πιθανότητα ως αρχαία
αγορά. Στην αυλή του τρίτου κτηρίου, στο κορυφαίο πλάτωμα, αποκαλύφθηκε τεράστια
κυκλική δεξαμενή λαξευμένη στο βράχο, η οποία με την περισυλλογή του βρόχινου
νερού συνέβαλλε στην υδροδότηση της πόλης. Οι πρωιμότερες οικοδομικές φάσεις των
παραπάνω κτηρίων ανέρχονται στις αρχές του 5ου αιώνα π.Χ. και συνεχίζονται αδιάλειπτα
ως τον 1ο αι. π.Χ., μάλλον ειρηνικά και μετατοπίζονται σε άλλο χώρο, προφανώς
με την επικράτηση των Ρωμαίων. Οι χώροι των οικιών σε ορισμένες περιπτώσεις κατανέμονται,
λόγω της κλίσης του εδάφους σε διαφορετικά επίπεδα. Σκάλες με λίθινα σκαλοπάτια
οδηγούν στα πάνω δωμάτια, ενώ συγχρόνως στην πίσω πλευρά διαμορφώνονται υπόγεια.
Τα σπίτια διέθεταν μικρές αυλές, δωμάτια με εστίες, αποθηκευτικούς χώρους με πιθεώνες
και δωμάτια - εργαστήρια με λίθινους χειρόμυλους στις γωνίες. Επισκέψιμες είναι
οι οικίες με τα συμβατικά ονόματα Σπίτι με Πιθάρια, Σπίτι με Σκάλες και Σπίτι
με Αγνύθες, οι οποίες χρονολογούνται στα ελληνιστικά χρόνια (300-100 π.Χ).
Η πόλη είχε άμεσες πολιτιστικές και εμπορικές σχέσεις με τον υπόλοιπο
ελληνισμό. Παράλληλα, λειτουργούσε αυτόνομα με δικά της εργαστήρια μεταλλοτεχνίας,
κοροπλαστικής και κεραμεικής. Η αποκάλυψη δημοσίων και ιδιωτικών οικοδομημάτων
διαμορφώνει την εικόνα μίας οργανωμένης πόλης ήδη από τα υστεροαρχαϊικά και κλασσικά
χρόνια (αρχές 5ου - 4ου αι. π.Χ., ενώ και ο 6ος αι. αντιπροσωπεύεται με κεραμεικά
ευρήματα), γεγονός που τεκμηριώνει την άποψη μας ότι υπήρχαν ακμαίες και οργανωμένες
πόλεις στην Άνω Μακεδονία πολύ πριν την ενοποίηση του μακεδονικού ελληνισμού από
τον Φίλιππο Β', στον οποίο οι ιστορικοί απέδιδαν την ίδρυση των πρώτων πόλεων-αστικών
κέντρων. Παράλληλα, η αποκάλυψη αρχαϊκών και κλασσικών επιγραφών επιβεβαιώνει
τη χρήση του γραπτού λόγου και αποδεικνύει ότι η μέχρι τώρα έλλειψη πρώιμων επιγραφών
οφειλόταν στην περιορισμένη και όχι συστηματική ανασκαφική έρευνα της μακεδονικής
γης.
Γνωστοί βασιλείς της Ελίμειας ήταν ο Αρριδαίος (περ. 472 π.Χ.), τρεις
βασιλείς με το όνομα Δέρδας (Α΄περ.442 π.Χ., Β΄ περ. 382 π.Χ., Γ΄οερ. 358 π.Χ)
και ο «Παυσανίας και άλλοι αδελφοί» του Δέρδα Α΄ όπως αναφέρονται. Τέλος, η Φίλα,
αδερφή του Δέρδα Γ' και του Μαχάτα, υπήρξε η πρώτη από τις επτά συζύγους του Φίλιππου
του Β', ενώ σύμφωνα με μια άποψη και η Ευρυδίκη, κόρη του Σίρρα και μητέρα του
Φιλίππου Β' καταγόταν από την Ελίμεια.
Η Νεκρόπολη. Οι συστάδες των τάφων και τα εκτεταμένα νεκροταφεία που έχουν
εντοπιστεί και εν μέρει ανασκαφεί γύρω από το λόφο της αρχαίας πόλης χρονολογούνται
από την Υστερη Εποχή του Χαλκού ως τα υστεροελληνιστικά χρόνια. Στην Βασιλική
Νεκρόπολη των αρχαιϊκών χρόνων έχουν αποκαλυφθεί 12 μεγάλοι κτιστοί θαλαμωτοί
και μικρότεροι κιβωτιόσχημοι, καθώς και πολλοί λακκοειδείς τάφοι. Τέσερις κτιστοί
τάφοι φέρουν ορθογώνιους περιβόλους, δηλαδή ορθογώνιες κατασκευές από λιθόπλινθους,
ενώ τρεις περίβολοι περιέκλειαν λακκοειδείς ταφές.
Ο μεγαλύτερος κτιστός τάφος ο Τάφος Α, έχει διαστάσεις 11Χ11 μ. Περίπου
με πλευρές πλάτους 3 μ., πάνω στις οποίες στηρίζονταν ναόσχημη υπέργεια κατασκευή.
Στο κτιστό Τάφο Β, διαστάσεων 8Χ8 μ., διασώθηκαν οι μονόλιθοι της επίπεδης στέγης
του θαλάμου. Ο Τάφος Δ περικλείεται από οικοδόμημα ορθογώνιας κάτοψης με χαρακτήρα
προφανώς λατρευτικό. Αντικειμενικά κριτήρια για τον χαρακτηρισμό των μεγάλων τάφων
ως βασιλικών, αποτελούν, οι ναόσχημες κατασκευές πάνω γύρω τους, οι οποίες δηλώνουν
ότι οι νεκροί δεν ήταν απλοί άνθρωποι, αφού μετά τον θάνατο ηρωοποιούνταν και
λατρεύονταν.
Περίλαμπρα ταφικά μνημεία, ως σήματα επιφανών νεκρών, όπως αγάλματα
λιονταριών, αγάλματα κούρων και κόρης, άγαλμα γενειοφόρου των αρχών του 5ου αι.
π.Χ., ζωγραφιστές ιωνικές, ανθεμωτές στήλες, όλα σε ντόπιο μάρμαρο και λίθο, καθιστούν
μοναδική τη νεκρόπολη της Αιανής για όλο το βορειοελλαδικό χώρο. Τα κτερίσματα
που διασώθηκαν από την συστηματική σύληση του νεκροταφείου, ήδη από την αρχαιότητα,
παρουσιάζουν εξαιρετική ποιότητα και ποικιλία, στοιχεία που μαρτυρούν εύρωστη
οικονομία, υψηλό βιοτικό επίπεδο και εντάσσουν την περιοχή στην πολιτισμική και
θρησκευτική κοινή του υπόλοιπου ελληνισμού: χρυσά, αργυρά, και χάλκινα κοσμήματα,
σιδερένια και χάλκινα σκεύη και όπλα, πήλινα μελανόμορφα αγγεία, πήλινα ειδώλια,
οστέινα περίτμητα πλακίδια, αριστουργήματα της μικροτεχνίας, γυάλινα και αλαβάστρινα
αγγεία.
Γεωργία Καραμήτρου-Μεντεσίδη, Δρ Αρχαιολόγος
Το κείμενο παρατίθεται τον Δεκέμβριο 2002 από φυλλάδιο του Αρχαιολογικού
Μουσείου Αιανής