1. ΤΟΠΟΘΕΣΙΑ - ΟΝΟΜΑ
Εις το ανατολικόν άκρον τής ιστορικής νήσου
Ύδρας
και εις άγονον βραχώδες οροπέδιον τής ´Ανω Ζούρβας, ευρίσκεται, απομονωμένη -θα
έλεγε κανείς- από τον κόσμον η Ιερά Μονή τού Γενεσίου τής Θεοτόκου. Από το πλοίον,
κατά τό δρομολόγιον τής
Ύδρας
-
Πειραιώς, μόλις διακρίνεται
- ένα άσπρο σημάδι - μεταξύ ουρανού και γης. Απομακρυσμένη από πόλεις και ανθρώπους,
στερουμένη τών συγχρόνων ανέσεων τού πολιτισμού και αποτραβηγμένη εις τήν ερημικήν
της σιωπήν, λατρεύει επί σειράν ετών τον Κύριον και την Αειπάρθενον Μητέρα Του,
τήν κατ’ εξοχήν Προστάτιδά της, μετά τών Αγίων Θεοπατόρων, οι Οποίοι υπηρέτησαν
διά τής αφοσιώσεώς Των το Ύψιστον Μυστήριον τής Ενσάρκου Οικονομίας τού Θεού μας,
αξιωθέντες νά «υπεραρθούν απάντων γεννητόρων» και να γεννήσουν τήν Υπεραγίαν Θεοτόκον.
Το όνομα Ζούρβα η περιοχή αυτή έλαβεν - καθώς υπάρχει παράδοσις -
από κάποιον άρχοντα ονόματι Ζούρβαν, ο οποίος λέγεται, ότι είχε κτισμένον το αρχοντικόν
του εις την σημερινήν θέσιν τής Ιεράς Μονής, το ολιγώτερον εκτεθειμένον εις όλους
τούς ανέμους μέρος τής περιοχής. Την παράδοσιν επιβεβαιώνει εν μέρει το γεγονός
ότι κατά καιρούς έχουν ευρεθεί, σκαπτομένου τού εδάφους, λίθινα σκαλιστά τεμάχια
κιόνων ίσως ή κιονοκράνων, η δέ πρώτη Καθηγουμένη μοναχή Καλλινίκη Παπαγεωργίου,
ισχυρίζετο ότι μέ τήν εγκατάστασίν της ενταύθα - περί το 1920 - ενεθυμείτο χαλάσματα
παλαιοτάτης οικίας, πολύ πλησίον τών κτιρίων τής Ιεράς Μονής.
Το τοπίον γύρω από την Ιεράν Μονήν παρουσιάζει μίαν απλήν ερημικήν
μεγαλοπρέπειαν. Από την θάλασσαν χαμηλά, βράχοι απότομοι και άγριοι, υψώνονται
έως επάνω εις ύψος περίπου 200 μέτρων. Είναι τά «Καρούλια τής Ύδρας», όπως τά
ωνόμασεν κάποιος Γέρων πνευματικός. Οπουδήποτε στραφούν οι οφθαλμοί δέν αντικρύζουν
τίποτε άλλον, ειμή μόνον πέτρα. Βλάστησις ελαχίστη, αλλά σπανία εις την απέριττην
ομορφιάν της. Την άνοιξιν μοσχοβολά η πειροχή όλη από την φασκομηλιά, το θυμάρι
και το κατακίτρινο ξάλαφτο, ενώ το χειμώνα πλημμυρίζει ο τόπος από ευωδιαστές
σπέντζες (ή μανουσάκια), τά «άνθη τής Παναγίας τής Ζούρβας», όπως πολλοί τά λέγουν,
διότι μόνον εδώ φυτρώνουν και πολλαπλασιάζονται χωρίς την παραμικράν περιποίησιν.
Όσον από άγρια χόρτα τού βουνού πικρά και δυσεύρετα δι’ όσους τά επιθυμούν, υπάρχουν
άφθονα.
Από τον λιμενίσκον εις την θάλασσαν - τον αρσανά τής Μονής - τήν Λέδιζαν,
φέρει ως επάνω τόν προσκυνητήν στενόν δρομάκι μέ πρόχειρον καλντερίμι, έργον αφαντάστου
κόπου, μόχθου και πολλών ιδρώτων, ποίος γνωρίζει τίνων ασκητών και παλαιών κτητόρων,
οι οποίοι μέ επιμονήν θαυμαστήν υπέταξαν εις την θέλησίν των το βραχώδες απόκρημνον
βουνό. Διότι λέγεται ότι πρώτα κατεσκευάσθη ο δρόμος και κατόπιν μετεφέρθησαν
δι’ αυτού τά υλικά προς ανέγερσιν τής Ιεράς Μονής.
Παρ’ όλην όμως τήν αγριότητα τών σιωπηλών σκυθρωπών βράχων, η γαλήνη
και η ηρεμία τής φύσεως, ιδίως κατά τήν απογευματινήν και νυκτερινήν ώραν μέ τά
πανέμορφα χρώματα τού δειλινού, αναπαύουν και ειρηνεύουν την ψυχήν και το πνεύμα.
Από μακρυά ακούονται οι κωδωνίσκοι τών ολίγων προβάτων, το κελάηδισμα τής πέρδικας
και η βοή τής θαλάσσης. Αυτήν τήν ώραν η καρδία ασυναισθήτως και αυθορμήτως υψώνεται
προς τον Θεόν. Τον αισθάνεται πολύ πλησίον της και νοιώθει την ανέκφραστον Θείαν
Μεγαλειότητα συνηνωμένην μέ τήν απέραντον Πατρικήν Αγάπην προς τον ελάχιστον άνθρωπον.
Τότε τελείως απομεμακρυσμένη από κάθε θόρυβον τού κόσμου, μέ τήν αίσθησιν τής
μηδαμινότητός της και τής αμαρτωλότητος, ζητεί μέ πόθον νά συνομιλήση μαζί Του
μέ τήν εμπιστοσύνην τού τέκνου προς τον Πατέρα. Αναζωογονείται εις τήν Παρουσίαν
Του και κάτω από το γλυκύ βλέμμα τής Θεοτόκου και το ιλαρόν τών Αγίων Θεοπατόρων
παίρνει αποφάσεις, μεταμελείται, ζητεί το έλεος, την Προστασίαν, τήν λύσιν τών
προβλημάτων της. Μοναδικαί, ανεξίτηλαι στιγμαί εις τήν ζωήν τού ανθρώπου, τάς
οποίας δέν ευρίσκει εις τούς περικαλλείς και πολυφώτους μεγαλοπρεπείς Ναούς τών
πόλεων μέ τον θόρυβον και τήν πολυκοσμίαν. Βεβαίως παντού υπάρχει ο Θεός, αλλ’
είναι μερικοί τόποι, όπου η ψυχή νοιώθει μόνη ενώπιόν Του μέσα εις την σιωπήν.
Κι ένας τέτοιος τόπος είναι το Μοναστήρι τής Ζούρβας.
Παλαιότερον αρκετοί ποιμένες μέ τάς οικογενείας των και τά ποίμνιά
των υπέμεναν την τραχείαν ζωήν των μέ όλας τάς καιρικάς συνθήκας κι εγέμιζαν μέ
τήν παρουσίαν των τήν περιοχήν τής Ζούρβας. Η Μονή ήτο το καταφύγιόν των, η ανάπαυσίς
των, εδώ εκμυστηρεύονταν τούς πόνους και τάς δυσκολίας των κι εύρισκαν παρηγορίαν,
ήκουον την σοφήν πεπειραμένην συμβουλήν τού Γέροντος πνευματικού Δανιήλ Σιάκου,
εμάνθανον τά πρώτα γράμματα τά τέκνα των, προσέφερον τά πρώτα από τα λιγοστά προϊόντα
τής εστερημένης ζωής των εις τήν Παναγίαν κι εβοηθούσαν προθυμότατα μέ τόν κόπον
των εις ό,τι εχρειάζετο η Μονή. Σήμερον όμως ερήμωσαν ολίγον κατ’ ολίγον αι αγροκατοικίαι
και μόνον κατά τάς ημέρας τού Πάσχα τά τέκνα των φθάνουν νά ξαναζήσουν τάς παιδικάς
των αναμνήσεις εις τόν ιερόν περίβολον τής Μονής, διά τήν οποίαν τρέφουν ιδιαιτέραν
ευλάβειαν, εκτίμησιν και εμπιστοσύνην.
Η συγκοινωνία τής Μονής μέ τήν Χώραν (
Ύδραν)
παρουσιάζει μεγάλην δυσκολίαν και απαιτεί αρκετόν κόπον, καθότι δέν υπάρχει δρόμος,
η απόστασις είναι σχεδόν 3 ώρας και το μοναδικόν μεταφορικόν μέσον εις τά Υδραϊκά
βουνά είναι το υποζύγιον, το οποίον μεταφέει από τά ελαφρότερα έως τά βαρύτερα
φορτία διά τάς ανάγκας τής αδελφότητος.
Διά ξηράς υπάρχει ένα απλό μονοπάτι, το οποίον αλλού κατέρχεται εις
τά ρέμματα κι αλλού ανέρχεται εις τά ισώματα, κατεστραμμένον από τήν πάροδον τού
χρόνου και πολύ επικίνδυνον εις την εποχήν χειμώνος. Η αδελφότης από τά πρώτα
χρόνια τής ιδρύσεως τής Ιεράς Μονής χρησιμοποιεί το υπομονετικόν γαϊδουράκι διά
τάς τακτικάς ανάγκας μεταβάσεως εις
Ύδραν.
Μάλιστα προτού έλθη έως εδώ μέ τήν εξέλιξιν η άνεσις τού τηλεφώνου, έπρεπε να
μεταβή αδελφή μέ οιονδήποτε καιρόν, έστω και δι’ ένα φάρμακον ή μίαν απαραίτητον
παραγγελίαν. Παρ’ όλον όμως το δυσχερές και κοπιώδες τού δρόμου, το θέαμα κατά
μήκος τών βουνών είναι υπέροχον. Απότομο κατέρχονται έως τήν αφρισμένην ή γαλήνιον
θάλασσαν, και σχηματίζουν χαράδρας, όπου μόνον αίγες ημπορούν να αναρριχώνται,
σπανίως δέ μερικοί τολμηροί ριψοκινδυνεύουν νά φθάσουν τήν κάπαρη και το κρίταμι
εις τά πλέον προσιτά μέρη.
Όποιος ξεκινήσει από τήν
Χώραν
προς Ζούρβαν, καθ’ οδόν θά συναντά τό ένα κατόπιν τού άλλου εξωκκλήσια και Μοναστήρια,
μέ τά οποία η βαθεία ευσέβεια προς τον Ύψιστον και ο πόθος τής ερημικής ζωής,
ο έρως τού Θεού και τής μονώσεως, εγέμισαν από παλαιοτάτων χρόνων τήν ερημίαν.
Αφού προσπεράση το Ησυχαστήριον τών Αγίων Φωτεινής και Ελισάβετ - μετά τάς τελευταίας
οικίας τής Ύδρας - και ανεβή τήν απότομην Παναγιά, συναντά πρώτον το νεόκτιστον
χαριτωμένον Εκκλησάκι τού Τιμίου Σταυρού. Εν συνεχεία δεξιά εις ύψωμα τήν γυναικείαν
Μονή τής Αγίας Ματρώνης μέ
τό παρεκκλήσιον τού Αγίου μάρτυρος Σώζοντος και αριστερά επάνω εις βράχον τήν
Αγίαν Τριάδα, παλαιάν γυναικείαν Μονήν, η οποία ανεκαινίσθη και μετετράπη εις
ανδρικήν, γνωστήν ως «Μοναστικός Οίκος Πατερικής Διακονίας». Μετά το μοναδικόν
δασύλλιον από πεύκα εις όλην τήν διαδρομήν του, υπάρχει η πριν ερειπωμένη Εκκλησία
τών Αγίων Μεγαλομαρτύρων Γεωργίου τού Τροπαιοφόρου και Δημητρίου τού Μυροβλήτου,
η οποία εσχάτως ανεκαινίσθη. Κατόπιν η Ιερά Μονή τού Θαλασσινού Αγίου Νικολάου,
όπου επί σειράν ετών εμόνασεν έγκλειστος ο ιερομόναχος γέρων Αρσένιος και προ
5 ετών επεσκευάσθη μετατραπείσα εις γυναικείαν Μονήν. Αριστερά και χαμηλά εις
την θάλασσαν το εξωκκλήσιον τής Αγίας Παρασκευής. Εις τήν συνέχειαν τού δρόμου,
επάνω εις βραχισμόν το μικρόν απέριττον ερημοκκλήσιον τού «Ενσάρκου Αγγέλου»,
τού Προφ. Ηλιού. Προσπερνά και το πτωχικόν ερημοκκλησάκι τού Αγ. Γεωργίου τού
Τροπαιοφόρου, οπότε πλέον φαίνεται καθαρά εις το βάθος η Μονή τής Ζούρβας όπου
φθάνει κανείς εντός 45 περίπου λεπτών τής ώρας.
Σήμερον η συγκοινωνία γίνεται κυρίως μέ καϊκάκι, ή βάρκα ή θαλάσσιο
ΤΑΧΙ, όταν ο καιρός το επιτρέπη. Ο επισκέπτης καθώς ταξιδεύη μέ γαλήνην, θαυμάζει
τήν αγριότητα τών βράχων, οι οποίοι από ψηλά καταλήγουν απρόσιτοι εις την θάλασσαν
και χαίρεται τα παιγνίδια τών γλάρων εις το νερό. Το ταξίδι διαρκεί περί τά 45
λεπτά τής ώρας. Από το λιμανάκι Λέδιζα, η ανάβασις απαιτεί αντοχήν και αρκετάς
στάσεις, δια νά πάρη δύναμιν το σώμα και να περιπλανηθή το μάτι εις το μεγαλόπρεπον
γύρω τοπίον. Μέ αργόν ρυθμόν εντός 40-45 λεπτών τής ώρας, το μονοπάτι φέρει εις
τήν είσοδον τής Ιεράς Μονής.
2. Εύρεσις Ι. Εικόνος και ίδρυσις Ι. Μονής.
Πότε ακριβώς ιδρύθη, υπό ποίου και ποίος ήτο ο κτήτωρ τής Ιεράς Μονής
τού Γενεσίου τής Θεοτόκου «Ζούρβας» είναι άγνωστον.
Γενικώς διά τά πρώτα έτη τής χριστιανικής Εκκλησίας τής
νήσου
Ύδρας δέν υπάρχει καμμία ωρισμένη πληροφορία ή γραπτή μαρτυρία. Πρό τού έτους
1460, κάτοικοι τής νήσου ήσαν ολίγοι ποιμένες, οι οποίοι έζων εστερημένην ζωήν
εις τά απότομα γυμνά βουνά, διαμένοντες εις καλύβας και καλλιεργούντες τά ελάχιστα
απαραίτητα γεωργικά των προϊόντα εις το άγονον βραχώδες έδαφος. Η χριστιανική
των ζωή ήτο υποτυπώδης. Ιερείς και Ιεροί Ναοί μάλλον δέν υπήρχαν καθόλου.
Συγγραφείς εξ
Ύδρας,
οι οποίοι ησχολήθησαν μέ τήν ιστορίαν τής νήσου, αναφέρουν τά εξής διά τήν εξέλιξιν
τής θρησκευτικής ζωής τών κατοίκων:
Περί τό έτος 1348, οι Βυζαντινοί Δεσπόται τού Μωρέως, διά νά υπερασπίσουν
τούς τόπους των και νά πυκνώσουν τον αραιόν πληθυσμόν των - λόγω συχνοτάτων επιδρομών
- εκάλεσαν τούς Αρβανίτας, προερχομένους από τήν Βόρειον Ήπειρον, Ορθοδόξους κατά
τό θρήσκευμα και μέ φρόνημα Ελληνικόν. Οι Αρβανίται αυτοί είναι απόγονοι αρχαίων
φυλών Ελλήνων και Ιλλυριών και προέρχονται κατόπιν αναμίξεως Ελλήνων και εξελληνισμένων
Αλβανών. Συνεπώς είναι μέν συγγενείς τών σημερινών Αλβανών, αλλ’ όχι Αλβανοί.
Υπήρξαν σκληραγωγημένοι υπερασπισταί τής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, ιδίως τού Δεσποτάτου
τού Μωρέως.
Μετά όμως από τήν κατάληψιν και τής
Πελοποννήσου
από τούς Τούρκους, οι Αρβανίται πιεζόμενοι από τον κατακτητήν, περί το 1460 έτος,
ήλθον εις τον βράχον τής
Ύδρας,
διά νά ζήσουν μαζί μέ τούς ελαχίστους κατοίκους μίαν λιτήν και σκληράν ζωήν, αλλ’
ελευθέραν, εις τά άγρια γυμνά βουνά. Τοιουτοτρόπως επεκράτησεν οριστικώς ο ενσυνείδητος
χριστιανικός βίος, διότι οι Αρβανίται, φανατικοί χριστιανοί από τον τόπον των,
επέβαλον τήν πίστιν των. Προ τής εποχής αυτής, η Εκκλησία τής
Ύδρας
εις ουδεμίαν Αρχιεπισκοπήν είχε υπαχθή, διότι λόγω τής ασημότητος αυτής ήτο άγνωστος
εις το Πατριαρχείον Κωνσταντινουπόλεως. Αφ΄ότου ήλθον οι πιστοί Αρβανίται, ενδιεφέρθη
διά τόν χριστιανικόν πληθυσμόν ο Επίσκοπος Κύθνου, ο οποίος μετέβαινεν κατ’ έτος
εις την νήσον προς καταρτισμόν τών κατοίκων και χειροτονίαν ιερέων.
Τά μετέπειτα έτη τής Τουρκοκρατίας, η Εκκλησία τής νήσου υπάγεται
εις τήν Επισκοπήν Αιγίνης. Ως παλαιότερος και πρώτος γνωστός Επίσκοπος Ύδρας,
αναφέρεται ο άγιος Διονύσιος (Σιγούρος) ο Αιγινίτης, το έτος 1587.
Ολίγον κατ’ ολίγον ήρχισαν νά κτίζωνται οι σημερινοί Ιεροί Ναοί τής
Ύδρας. Ο Ιερός Ναός τής Μονής
τού Γενεσίου τής Θεοτόκου, πιθανόν νά εκτίσθη περί το 1710.
Αν και υπάρχη η υπόθεσις, ότι εις τά απομεμακρυσμένα, δύσβατα και
δυσπρόσιτα εις τούς πειρατάς μέρη τής
Ύδρας,
όπως είναι κατ’ εξοχήν η περιοχή τής Ζούρβας, και όπου κατ’ αρχάς κατώκησαν οι
Αρβανίται μέ τούς εντοπίους ποιμενας, είχον κτισθή αι πρώται Εκκλησίαι προ τού
έτους 1640 ακόμη. Το 1769 όμως σεισμός δυνατός εκρήμνισεν ίσως πολλάς, αι οποίαι
αργότερον διωρθώθησαν. Ο εξ
Ύδρας
συγγραφεύς Γεώργ. Ν. Σαχίνης αναφέρει, ότι εις τήν συζήτησίν του μέ τόν ανακαινιστήν
και ιδρυτήν τής σημερινής γυναικείας Ιεράς Μονής, τον γέροντα πνευματικόν Δανιήλ
Σιάκον, επληροφορήθη ότι η ιερά εικών τής Παναγίας ευρέθη το έτος 1776 εντός σπηλαίου
παρά το κτήμα κάποιου Ελευθερίου Γιαννίκη, ο οποίος και ίδρυσεν το Μοναστήρι,
γεννόμενος μάλιστα και ιερεύς αυτού. Περί τής πληροφορίας αυτής, σήμερον δέν
ευρίσκεται ουδεμία γραπτή μαρτυρία, ίσως μετεδόθη προφορικώς ως παράδοσις.
Εκ παραδόσεως επίσης γνωρίζομεν και περί τής ευρέσεως τής θαυματουργού
Αγ. Εικόνος τού Γενεσίου τής Θεοτόκου τά εξής: Έναντι τής σημερινής θέσεως τής
Ι. Μονής έζη κάποτε ένας ηλικιωμένος και ευλαβής ποιμήν. Μίαν νύκτα εις τον τόπον
όπου είναι τώρα κτισμένος ο Ιερός Ναός είδεν φως. Το γεγονός τό οποίον επανελήφθη
επί μίαν εβδομάδα εν συνεχεία την νύκτα, τού προξένησεν μεγάλην εντύπωσιν, καθότι
ο τόπος ήτο έρημος και την ημέραν δέν υπήρχεν εις το μέρος αυτό τίποτα τό οποίον
νά εξηγή τήν εμφάνισιν τού νυκτερινού φωτός. Υπό Θεού φωτιζόμενος και απορών διά
τό θαυμάσιον, μετέβη εις την χώραν, όπου ανήγγειλεν εις τήν Εκκλησιαστικήν αρχήν
το φαινόμενον. Δέν έγινεν όμως πιστευτός εις όσα έλεγεν κι επανήλθεν εις την κατοικίαν
του άπρακτος. Επειδή όμως και πάλιν παρουσιάζετο εις το ίδιον ακριβώς σημείον
το υπερφυσικόν φως, μετέβη εκ δευτέρου εις την Ύδραν και το ανέφερεν. Εμπρός εις
την επιμονήν του τότε, εκ περιεργείας μάλλον ή εξ ευλαβείας κινούμενοι, ήλθον
κι έσκαψαν εις το μέρος όπου ο απλοϊκός ποιμήν τούς υπέδειξεν. Και - ω τού θαύματος
- ευρέθη ωραιοτάτη Αγία Εικών τού Γενεσίου τής Θεοτόκου (λέγεται δε ότι ίσως είναι
έργον τού Ευαγγελιστού Λουκά και μία εκ τών 70 Εικόνων Του).
Χαρά άφατος και αγαλλίασις, συγκίνησις βαθυτάτη και πηγαία ευλάβεια
διεδέχθη τήν προηγουμένην αμφιβολίαν. Αμέσως εκτίσθη προχείρως προσκυνητάρι, όπου
τήν ετοποθέτησαν, εις τούτο ακριβώς το σημείον τής ευρέσεως, έκαιεν δέ ακοίμητον
κανδήλι εμπρός εις την Χαριτόβρυτον αγία Εικόνα. Σήμερον εις το σημείον αυτό ευρίσκεται
το Καθολικόν τής Ι. Μονής, η Ιερά Εικών δε εκαλύφθη εκ φύλλου αργύρου επιχρυσωμένου.
(Απόσπασμα)