gtp logo

Πληροφορίες τοπωνυμίου

Εμφανίζονται 55 τίτλοι με αναζήτηση: Βιογραφίες  στην ευρύτερη περιοχή: "ΡΕΘΥΜΝΟ Νομός ΚΡΗΤΗ" .


Βιογραφίες (55)

Ηθοποιοί

Λυκούργος Καλλέργης

ΧΟΥΜΕΡΙ (Χωριό) ΓΕΡΟΠΟΤΑΜΟΣ
Ηθοποιός, Σκηνοθέτης, Μεταφραστής, Συνδικαλιστής, Δάσκαλος δραματικής τέχνης, τ. Βουλευτής.   Γεννήθηκε στο Χουμέρι Μυλοποτάμου Κρήτης. Γιος του Δημοσιογράφου, Σοσιαλιστή ηγέτη Σταύρου Καλλέργη. Βγήκε στο θέατρο με τη Λαϊκή Σκηνή του Καρόλου Κουν με πρώτο ρόλο τον Πανάρετο στην "Ερωφίλη" του Χορτάτζη. 50 χρόνια θητεία στο Ελληνικό Θέατρο. Πήρε μέρος σε άπειρα έργα, δράματα και κωμωδίες, σε πρωταγωνιστικούς ρόλους. Ιδρυτικό μέλος και πρωταγωνιστής του "Θεάτρου Τέχνης" του Καρόλου Κουν 1942-1952. Πρωταγωνιστής σε διάφορους θιάσους του ελεύθερου θεάτρου στην Αθήνα, Επαρχία, Εξωτερικό. 23 χρόνια πρωταγωνιστικό στέλεχος του Εθνικού θεάτρου. Ερμήνευσε εξέχοντες ρόλους σε πολλά θεατρικά έργα τέχνης του ελληνικού και διεθνούς δραματολογίου (Αρχαία τραγωδία, Σαίξπηρ, Ίψεν, Τσέχωφ, Στρίντμπεργκ, Πιραντέλλο, Γκόγκολ, Γκόρκι, ΟΝηλ, Πρίσλεϊ, Ντύρρενματ κ.α.).
  Πρωταγωνιστής στον ελληνικό Κινηματογράφο, Ραδιόφωνο, Τηλεόραση. Σκηνοθέτης θεάτρου, Ραδιοφώνου, Τηλεόρασης. Μεταφραστής θεατρικών έργων. Καθηγητής Δραματικής Σχολής Εθνικού Θεάτρου και άλλων σχολών. Μέλος της Ε.Ε.Θ.Σ. (Εταιρία Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων).
  Γενικός γραμματέας του Σ.Ε.Η. (Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών) 1956-1966 και ένα διάστημα Πρόεδρος. Για 5 χρόνια Πρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Θεάματος-Ακροάματος (ΠΟΘΑ) και Αντιπρόεδρος του Ταμείου Συντάξεων Ηθοποιών.
  Το Νοέμβρη του 1977 εξελέγη βουλευτής του Κ.Κ.Ε. στην Α Περ. Αθηνών, για μια τετραετία. Δημοσίευσε άρθρα καλλιτεχνικού και πολιτικού περιεχομένου σε εφημερίδες και περιοδικά.

Λόγιοι

Markos Musuros

ΡΕΘΥΜΝΟΝ (Πόλη) ΚΡΗΤΗ
  A learned Greek humanist, born 1470 at Retimo, Crete; died 1517 at Rome. The son of a rich merchant, he went, when quite young, to Italy, where he studied Greek at Florence, under the celebrated John Lascaris, whom he afterwards almost equalled in classical scholarship. In 1503 he became professor of Greek at Padua, where he taught with great success. Later at Venice, he lectured on Greek, at the expense of the republic, and became a member of the Aldine Academy of Hellenists.
  Musuros rendered valuable assistance to Aldus Manutius in the preparation of the earliest printed editions of the Greek authors, and his handwriting formed the model of Aldus's Greek type. He contributed greatly in giving to the Aldine editions the accuracy that made them famous, while his reputation as a teacher was such that pupils came from all countries to hear him lecture. Erasmus, who had attended his lectures at Padua, testifies to his wonderful knowledge of Latin. To his profound scholarship the editions of Aristophanes, Plato, Pindar, Hesychinus, Athenaeus, and Pausanias owed their critical correctness.
  In 1499 he edited the first Latin and Greek lexicon, “Etymologicum Magnum”, printed by Zacharias Callierges of Crete. In 1516 he was invited by Leo X to Rome, where he lectured in the pope's gymnasium and established a Greek printing-press. In recognition of the beautiful Greek poem prefixed to the editio princeps of Plato, Pope Leo appointed him Bishop of Malvasia (Monemvasia) in the Morea, but Musuros died before starting for his distant diocese.
  Besides numerous editions of different authors he wrote several Greek epigrams which with the elegy on Plato published in the Aldine edition (Venice, 1513) are about his only extant writings.

Edmund Burke, ed.
Transcribed by: Douglas J. Potter
This text is cited June 2003 from The Catholic Encyclopedia, New Advent online edition URL below.


Μαθηματικοί

Χατζιδάκης Ιωάννης

ΜΥΡΘΙΟΣ (Χωριό) ΡΕΘΥΜΝΟ
1844 - 1921

Μουσικοί

Σηφογιωργάκης Σπύρος

ΑΓΑΛΙΑΝΟΣ (Οικισμός) ΛΑΜΠΗ
1930
  Ο Σπύρος Σηφογιωργάκης γεννήθηκε το 1930 στο χωριό Αγαλιανός της επαρχίας Αγίου Βασιλείου Ρεθύμνου. Η πρώτη λύρα του αποκτήθηκε σε ηλικία 17 ετών ως αμοιβή από εργασία στο αλώνισμα. Η δεύτερη ένα χρόνο αργότερα αποτέλεσμα φαμεγικής, αλλά και η αιτία να γνωριστεί ο Σπύρος με τον καταξιωμένο λυράρη Αλέκο Καραβίτη και να μεταβεί στην Αθήνα ως υπάλληλος και μαθητής του.
  Η επαφή του κρατά ένα χρόνο, οπότε ο Σπύρος Σηφογιωργάκης επιστρέφει στην Κρήτη κι αρχίζει ουσιαστικά την καριέρα του, μαζί με τους αδελφούς Γιώργη και Γιάννη Μαράκη. Την εποχή εκείνη τα ακούσματα του Σπύρου είναι των Γιώργη Καλογρίδη, Γιώργη Μαρκογιαννάκη, Γιώργη Σταυριανάκη κ.ά. Στο Ρέθυμνο, το 1952 γνωρίζει το γνωστό κατασκευαστή μουσικών οργάνων Μανόλη Σταγάκη και αποκτά την πρώτη πραγματική λύρα που τον συνοδεύει μέχρι και σήμερα. Στο δισκάδικο του Λευτέρη Γαγάνη έρχεται σ' επαφή με τα ακούσματα που προσφέρει πλέον η δισκογραφία, τον Καρεκλά, τον Μπαξεβάνη, το Σκορδαλό, κ.ά.
  Η πρώτη του γνωριμία με την τεχνολογική υποδομή της μουσικής είναι η εκπομπή του Σίμωνα Καρρά, οτο Ρ/Σ Αθηνών και στον Ρ/Σ Ενόπλων Δυνάμεων κατά το 17μηνο της στρατιωτικής του θητείας, στο κέντρο διαβιβάσεων Χαϊδαρίου.
  Έτσι τελειώνοντας τη θητεία του το 1955 έχει ήδη δημιουργήσει τη φήμη του καλού λυράρη, που αρχίζει να απλώνεται σ' ολόκληρη την Κρήτη αρχικά και εκτός Κρήτης αργότερα. Πρώτος του σταθμός εκτός Ελλάδος, παρέα με τον Γιάννη Μαρκογιαννάκη, το 1ο φεστιβάλ νέων στο Ελσίνκι, συνοδεύοντας χορευτικό κρητικό συγκρότημα, που απέσπασαν το 1ο βραβείο.
  Ακολουθεί περιοδεία στην Ανατολική Ευρώπη και ταξίδι στην Αμερική, όπου ηχογραφείται ο πρώτος δίσκος, "Ο Φάρος", που εξακολουθεί ακόμα και σήμερα να παίζεται και να τραγουδιέται. Επίσης εκεί γνωρίζεται με τον πρόεδρο Τρούμαν απ' τον οποίο παραλαμβάνει τιμητικό βραβείο. Ακολουθούν και άλλες δισκογραφικές επιτυχίες όπως: Δεν έχω άλλα Δάκρυα, Το γράμμα, Ο άτυχος, Η κολασμένη σου ψυχή, Το τραγούδι της μάνας, Στη Γερμανία μακρυά, Έχεις δικαίωμα να κλαις κ.ά.
  Σήμερα ο Σπύρος Σηφογιωργάκης, στο κατώφλι των πενήντα χρόνων προσφοράς και δημιουργίας στην Κρητική μουσική, εξακολουθεί να εργάζεται και να εμφανίζεται σε κοινωνικές και πολιτιστικές εκδηλώσεις του νησιού με έδρα πάντα το χωριό Βώρροι Ηρακλείου όπου ζει τα τελευταία χρόνια με τα παιδιά του και τη αγαπημένη σύντροφο Χρυσούλα. Στο σημείο αυτό θα ήταν παράλειψη να μην αναφέρουμε τη μεγάλη προσφορά της Χρυσούλας που σε πολλές ηχογραφήσεις δίσκων έχει συνοδεύσει το Σπύρο με την εκλεκτή και μοναδική φωνή της.

Βιογραφικό από το ένθετο στο cd 40 Χρόνια Σπύρος Σηφογιωργάκης
Το κείμενο παρατίθεται τον Σεπτέμβριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, της cretan-music.gr


Παπαδογιάννης Νίκος

ΑΓΙΑ (Χωριό) ΚΟΥΛΟΥΚΩΝΑΣ
1916
  Ο Νίκος Παπαδογιάννης γεννήθηκε στην Αγιά Μυλοποτάμου του νομού Ρεθύμνου το 1916. Ασχολήθηκε για πρώτη φορά με τη λύρα σε παιδική ηλικία. Ο ίδιος λέει: «έπαιζα λύρα από την κοιλιά τση μάνας μου». Στην ηλικία των 15 χρονών ήταν ένας έμπειρος και αξιόλογος επαγγελματίας λυράρης. Την πρώτη του δημόσια εμφάνιση την πραγματοποίησε σε ηλικία 12 χρονών, σε γλέντι στα Λειβάδια Μυλοποτάμου. Όλα τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια που τα έζησε στο χωριό του σημαδεύτηκαν και σφραγίστηκαν έντονα από την πλούσια και αστείρευτη μουσική παράδοση της περιοχής. Ο Νίκος Παπαδογιάννης έφυγε από το χωριό του το 1936, υπηρετώντας την στρατιωτική του θητεία, και το 1939 που απολύθηκε από τον στρατό έμεινε στην Αθήνα, μέχρι το 1964.
  Η παραμονή του στην Αθήνα θα είναι η αιτία που θα σημαδέψει και τη μετέπειτα πορεία του στην καλλιτεχνική αλλά και επαγγελματική του σταδιοδρομία. Στο διάστημα αυτό τον άκουσε για πρώτη φορά ο τότε πρόεδρος των φιλελευθέρων Σοφοκλής Βενιζέλος και ενθουσιάστηκε τόσο πολύ, που σε σύντομο χρονικό διάστημα τον διόρισε υπάλληλο στην Τράπεζα Ελλάδος. Στην Αθήνα την περίοδο αυτή πραγματοποίησε, επί σειρά ετών, εβδομαδιαίες εκπομπές στο Ραδιοφωνικό Σταθμό (τότε Ε.Ι.Ρ.) και χάρη στη δεξιοτεχνία και την σπουδαία φωνή του έγινε γνωστός και ξακουστός λυράρης την εποχή εκείνη. Ο Νίκος Παπαδογιάννης τον πρώτο του δίσκο τον ηχογράφησε το 1947, με συνεργάτη τον ανεπανάληπτο Μεσσαρίτη, Λευτέρης Καμπουράκη, που έπαιζε μπουζούκι και μπουλγαρί. Από το δίσκο αυτό, βγήκαν δύο αριστουργήματα της Κρητικής μουσικής, το "Ταμπαχανιώτικο", ο "Καροτσάς" και το ρεθεμνιώτικο συρτό "Μάτια που εύκολα γελούν", που έγιναν μεγάλες επιτυχίες την εποχή εκείνη και σήμερα θεωρούνται κλασικά. Στη συνέχεια και μέχρι το 1964 που ήρθε με μετάθεση από την Αθήνα στο Ρέθυμνο, ο Παπαδογιάννης, με συνεργάτη τον Γιάννη Μαρκογιαννάκη, ηχογράφησε άλλους τέσσερις δίσκους 78". Στην πόλη του Ρεθύμνου, ο Παπαδογιάννης έμεινε μέχρι το 1970 που μετατέθηκε στα Χανιά, όπου έζησε στα Χανιά, συνταξιούχος πια.

Βιογραφικό Ν. Παπαδογιάννη, Πρωτομάστορες.
Το κείμενο παρατίθεται τον Σεπτέμβριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, της cretan-music.gr


Σταματογιαννάκης Γεράσιμος

ΑΚΟΥΜΙΑ (Χωριό) ΛΑΜΠΗ
1931
  Ο Γεράσιμος Σταματογιαννάκης γεννήθηκε στ' Ακούμια του Αη Βασίλη τον Αύγουστο του 1931. Τα πρώτα του ακούσματα ήταν οι δίσκοι του γραμμοφώνου του συγχωριανού του Χαρίτου Μαρινάκη που είχε και το μοναδικό γραμμόφωνο στο χωριό. Έβλεπε κι άκουγε τους μπαρμπάδες του, το Νίκο τον Παπουτσιδάκη και το Στεφανή το Στεφανάκη, να εκφράζουν με τη λύρα και το δοξάρι τον πόνο και τη λίγη χαρά των συγχωριανών τους. Την πρώτη του λύρα την κέρδισε βόσκοντας τα βούγια του χωριανού του, του Γιώργη Κουμαντάκη που του την έφτιαξε από ξύλο αχλαδιάς.
  Από τους μπαρμπάδες του έμαθε τις πρώτες του κοντυλιές και σιγά σιγά άρχισε να παίζει σε γάμους και πανηγύρια, με τη συνοδεία του Γιάννη Μαρκογιάννη αρχικά στα Ακούμια και στην επαρχία του Αγίου Βασιλείου και μετά σε διάφορα χωριά σε ολόκληρη την Κρήτη. Συνεργάστηκε επίσης με το Νίκο Μανιά, τον Νίκο τον Καφαντάρη από την Αργυρούπολη, το Γιώργη το Χατζηδάκη, κ.α.
  Το 1957 κυκλοφορεί τον πρώτο του δίσκο (78") "Στον ψεύτη κόσμο οι ομορφιές" με μεγάλη επιτυχία. Ακολούθησαν δεκάδες δίσκοι με πολλές συνεργασίες. "Tότε ήταν άλλα χρόνια -λέει στους φίλους του- θαρρείς πως υπήρχαν μαγνητόφωνα και δασκάλοι για να βοηθούν το λυρατζή; Τίποτα δεν υπήρχε. Μόνο το μεράκι. Δεν περιμέναμε να ζήσoυμε από τη λύρα και το λαούτο. Παίζαμε για να ομορφαίνομε τις χαρές των ανθρώπων. Γι' αυτό και όταν πιάναμε τα όργανα δεν τ' αφήναμε. Παίζαμε δυό και τρία βράδια συvέχεια χωρίς να κουραστούμε. Μας συνέπαιρνε αυτή η αθάνατη μαγεία της Κρητικής μουσικής. Και τώρα ακόμα εμένα αυτό μ' αρέσει. Έχω κυκλοφορήσει 30 δίσκους μικρούς και μεγάλους. Μα εγώ θέλω να μ' ακούει ο κόσμος να παίζω και να με βλέπει. Να βλέπω κι εγώ τον κόσμο που γλεντάει με τη λύρα μου..." Ο Θανάσης ο Σκορδαλός τον παρακινεί να φύγει από το χωριό του και να κατέβει στο Ρέθυμνο, όπου θα είχε μεγαλύτερες επαγγελματικές ευκαιρίες. Στο καφενεδάκι που άνοιξε στην Εθνικής Αντιστάσεως τον συναντούσαν οι φίλοι του και τα γλέντια φούντωναν συχνά. Ο Γεράσιμος ταξίδεψε και στους Κρήτες της διασποράς στο Σικάγο, Νέα Υόρκη, Τορόντο, Μόντρεαλ, Χαβάη, Γερμανία. Τέσσερις δεκαετίες λοιπόν και ο Γεράσιμος δεν άφησε το δοξάρι από τα χέρια του, παρά όταν το 1986 ένα πρόβλημα υγείας του στέρησε για τρία χρόνια το παίξιμο της λύρας. "Μα είχα τη δύvαμη και το ξεπέρασα και ξανάπιασα ένα βράδυ το δοξάρι στ' Aκούμια για το μεράκι και τους φίλους πάλι, όπως κι όταν ξεκίνησα. Κι ένιωθα και τότε σαν να 'ταν η πρώτη φορά."   Σήμερα ζει στην πόλη του Ρεθύμνου και παίζει κυρίως για τους φίλους του.

Κώστας Βασιλάκης
Το κείμενο παρατίθεται τον Οκτώβριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, της cretan-music.gr


Καραβίτης Αλέκος

ΑΚΤΟΥΝΤΑ (Οικισμός) ΛΑΜΠΗ
1904 - 1975
  Ο Αλέκος Καραβίτης γεννήθηκε το 1904 στο χωριό Ακτούντα Αγίου Βασιλείου Ρεθύμνου. Ακολουθώντας την οικογενειακή παράδοση ασχολήθηκε με τη λύρα από πολύ μικρός, και στα 15 του απέκτησε την πρώτη του λύρα. Λέγεται ότι προτιμούσε να μην πάρει φαΐ και νερό στο βουργιάλι του πηγαίνοντας στα πρόβατα, παρά να φύγει χωρίς να πάρει τη λύρα του. Ανεβαίνει στην Αθήνα το 1921 για να υπηρετήσει τη θητεία του και το 1927 ανοίγει ένα καφενείο-ταβέρνα στη Συγγρού, όπου γίνεται στέκι των Κρητών της Αθήνας.
  Ένα χρόνο μετά ηχογραφεί για πρώτη φορά και μέχρι το τέλος της δεκαετίας του '40 ο Αλέκος Καραβίτης ηχογραφεί δίσκους με συνεργάτες τον Μπαξεβάνη, τον Γ. Κουτσουρέλη, τον Τζουγάνο και τον Στ. Μαυροδημητράκη.
  Το 1953 περιοδεύει με την Δώρα Στράτου σε Ευρώπη και Αμερική. Η προσφορά του Αλέκου Καραβίτη στην μουσική παράδοση της Κρήτης και μάλιστα σε εποχές δύσκολες, είναι ανεκτίμητη. Απέκτησε 3 παιδιά και ήταν από τους λίγους Κρητικούς καλλιτέχνες της εποχής που πέθανε ευκατάστατος (εξ αιτίας των επαγγελματικών του δραστηριοτήτων) το 1975 χωρίς όμως να παρατήσει ποτέ τη λύρα του...

Επιμέλεια: Κώστας Βασιλάκης
Το κείμενο παρατίθεται τον Σεπτέμβριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, της cretan-music.gr


Δάνδολος Γιάννης

ΑΛΦΑ (Χωριό) ΓΕΡΟΠΟΤΑΜΟΣ
1951 - 1983
  «Εγεννήθηκε το 1951 στην Αλφά Μυλοποτάμου (χωριό και του Κώστα Μουντάκη) όπου και τελείωσε το Δημοτικό. Από μικρός είχενε μανία με τη λύρα ο παππούς του είχενε μια λύρα που δεν είχεν ούτε χορδές κι ο Γιάννης τσή ΄βανε κάτι σύρματα πού 'χενε βρει και την εκρέμανε σ' ένα βουργιάλι σε μια χαρουπέ στη χαλέπα (εκεί έβλεπε τα πρόβατα). Έβλεπεν ο πατέρας του το βουργιάλι κι επονήρεψενε και μια στιγμή, στο χωριό, ακούει ο Γιάννης τη λύρα στο σπίτι (την έπαιζεν ο πατέρας του) κι ετρελάθηκε (από το φόβο ντου). Δεν του μάνισε αλλά δεν ήθελε να του πάρει λύρα.
  Ενώ ήτονε φοβερά καλός μαθητής, δεν έδωκε στο Γυμνάσιο (τότε μπαίνανε μ' εξετάσεις), γιατί ήθελε να μάθει λύρα. Όλο το καλοκαίρι έβλεπε πρόβατα ενούς χωριανού ντου κι ετσά εμάζεψενε λεφτά. Υποσχέθηκε στον πατέρα του ότι θα δώσει στο Γυμνάσιο τον άλλο χρόνο έδωκε, πέρασε κι επήγε τρεις ημέρες. Μόνο, έκανε τον άρρωστο, πως πονούσε η κοιλιά ντου, και τόνε παίρνει η μάνα ντου να πάνε στο Ρέθεμνος στο γιατρό αυτός εβάστανε και τα λεφτά κι επήγε κι επήρε τη λύρα.
  Από δεκατεσσάρω χρονώ εργάστηκε στη ΔΕΗ με δικό ντου συνεργείο εξωτερικού φωτισμού, με το οποίο γύρισε όλη την Κρήτη εγκαθιστώντας τους πρώτους στύλους στα χωριά.
  Παράλληλα ασχολήθηκε συστηματικά με τη μουσική. Έπαιξε κυρίως με τον Αλέκο τον Κοκκαράκη, με το Βαγγέλη το Σκαράκη, με το Στρατή το Μαμαλάκη, αλλά κυρίως με το Μανώλη το Μανιαδάκη αλλά και άλλους. Έπαιξενε στα Χανιά στα «Καναρίνια», στο Ρέθυμνο στο «Τρεχαντήρι», στο «Διόνυσο». Το 1975 παντρεύτηκε κι επήγε στο Ηράκλειο όπου έπαιξε στην «Καλλιθέα». Το 1979 ανέβηκε στην Αθήνα. Ήτανε πολύ καλός μαντιναδολόγος και πολλές μαντινάδες του είχε δώσει για δίσκους και σ' άλλους λυράρηδες. Ελέγανε ότι περνούσε βδομάδα στο κέντρο που έπαιζε χωρίς να πει την ίδια μαντινάδα δυο φορές. Μια φορά ετύχανε σ' ένα πανηγύρι όπου έπαιζε ο Μουντάκης και του λένε: «είναι 'παέ ένα γκοπέλι χωριανό σου, να βγει να παίξει κι αυτό λιγάκι;». Κατεβαίνει ο Μουντάκης κι ανεβαίνει ο Γιάννης, που ξεκινά λέγοντας τη μαντινάδα:
Όσοι δε με κατέχετε, μάθετε πώς με λένε,
είμαι του Μούντη χωριανός, ο Δάνδολος που λένε.
  Έτσι εγνωριστήκανε με το Μουντάκη, ο οποίος εκτίμησε πολύ τη λύρα ντου και τον όρισεν αντικαταστάτη ντου στα Ωδεία των Χανίων και του Ηρακλείου και δάσκαλο στα Ωδεία τση Σητείας, τσ' Ιεράπετρας, του Αγίου Νικολάου και του Τζερμιάδο τη χρονιά 1982-83.
   Ο Γιάννης έβγαλενε τον Ιανουάριο του 1975 μια κασέτα στην Panivar με τον τίτλο «Κρητικοί Αντίλαλοι» και ακολουθήσανε οι δίσκοι «Τσ' αγάπης καρδιοχτύπια» και «Γλεντίστε μαζί μας» και οι δυο αυτοί δίσκοι βγήκανε το 1979 στην εταιρία «Ομαλός» του Σταθόπουλου στα Χανιά και τόνε συνοδεύει στο λαούτο ο Μανώλης ο Μανιαδάκης. Πέθανε στις 27.12.1983 από την καρδιά ντου αφήνοντας δύο κόρες, την Ασπασία και την Ελευθερία.»

Θεόδωρος Ρηγινιώτης
Το κείμενο παρατίθεται τον Οκτώβριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, της cretan-music.gr


Μουντάκης Κώστας

1926 - 1991
  Ο Κώστας Μουντάκης γεννήθηκε στις 10 Φεβρουαρίου του 1926 στην Αλφά, χωριό της Επαρχίας Μυλοποτάμου, με τις περίφημες πέτρες ("αλφόπετρες"), τις ελιές, τις χαρουπιές και τους ονομαστούς γλεντζέδες. Ήταν το μικρότερο από τα επτά παιδιά του Νίκου και της Καλλιόπης Μουντάκη. Η καταγωγή της οικογενείας του είναι από τον Καλλικράτη Σφακίων και ο προπάππος του, ο Μανούσος, πρωτοπαλίκαρο του Χατζημιχάλη Νταλιάνη, σκοτώθηκε πολεμώντας τους Τούρκους στο Φραγκοκάστελλο στην Επανάσταση του 1827. Ο πατέρας του, που ήταν ικανός χορευτής αλλά και συνάμα καλός τραγουδιστής (είχε το παρατσούκλι "κελαϊδής"), πέθανε τρεις μόλις μήνες μετά την γέννηση του Κώστα. Τον βάφτισαν στην ιστορική Μονή του Αρκαδίου.
  Τελείωσε το δημοτικό το 1938 και πέτυχε στο ημιγυμνάσιο Πανόρμου, όμως δεν μπόρεσε να συνεχίσει τις σπουδές του εξαιτίας της δύσκολης οικονομικής κατάστασης που βρισκόταν η οικογένεια του. Εξάλλου ήδη είχε αρχίσει να τον τραβάει η λύρα, που είναι το κυρίαρχο μουσικό όργανο όχι μόνο στο χωριό του αλλά και μέσα στο ίδιο του το σπίτι. Λύρα έπαιζαν ο μεγάλος του αδερφός, ο Νικήστρατος και ο νονός του ο Στουμπούρης, ενώ ο δάσκαλος του υπήρξε ο Μήτσος ο Καφάτος, ο καλύτερος δεξιοτέχνης του χωριού. Μία αυτοσχέδια λύρα από τάβλι, χορδές από ίνες "αθάνατου" και δοξάρι με τρίχες από ουρά γαϊδάρου ήταν το πρώτο του όργανο όπου "βοσκάκι ακόμα, κίνησε τα δαχτύλια του πάνω στις κοντυλιές της κρητικής μουσικής".
  Παίζοντας για ώρες μόνος του, άρχισε να μαθαίνει τους σκοπούς και τα ξόμπλια τους, τα "μυστικά" της τεχνικής της λύρας και τελειοποίησε την τεχνική του έτσι ώστε, στην κατοχή - 15χρονος πια - έπαιζε στο καφενείο του χωριού για να ξεκουράσει το δάσκαλό του, το Καφφάτο. Όταν λίγο αργότερα, μπόρεσε να "κρατήσει" μόνος του έναν ολόκληρο γάμο χρίστηκε πλέον επίσημα λυράρης! Απέκτησε μάλιστα και την πρώτη του "καλή" λύρα, το 1943, δίνοντας ένα ολόκληρο αρνί και 5 οκάδες τυρί. Ήταν βέβαια εποχή πείνας αλλά "έτσι είναι, η τέχνη θέλει θυσίες".
  Την περίοδο αυτή το Ρέθυμνο είναι ο χώρος όπου η κρητική μουσική γνωρίζει μιαν εξαιρετική ακμή με μεγάλους δεξιοτέχνες όπως ο Αντρέας Ροδινός, ο Γιάννης Μπερνιδάκης (Μπαξεβάνης), ο Αντώνης Καρεκλάς, ο Στέλιος Φουσταλιέρης, που σηματοδοτούν το πέρασμά της σ' ένα ύφος πιο επεξεργασμένο μέσα σ' ένα περιβάλλον με ολοένα αυξανόμενες αστικές επιδράσεις.
  Στα εργαστήρια των οργανοποιών η κρητική λύρα αποκτά τη σημερινή της μορφή, η τεχνική παιξίματος γίνεται όλο και πιο δεξιοτεχνική, το ρεπερτόριο εμπλουτίζεται και επεκτείνεται πέρα από τα τοπικά όρια, αποκτώντας πλέον παγκρήτια διάδοση. Σ' αυτήν την εξελικτική διαδικασία ο Κώστας Μουντάκης θα συμβάλλει αποφασιστικά, ενδυναμώνοντας με την τέχνη του την παρουσία δεξιοτεχνών μουσικών που λειτουργούν ταυτόχρονα ως φορείς της λαϊκής παράδοσης αλλά και ως συνθέτες, με αναγνωρίσιμο προσωπικό ύφος και έργο.
  Το Φεβρουάριο του 1948 αφήνει για πρώτη φορά το χωριό του για ν' ακολουθήσει μια πεντάχρονη στρατιωτική θητεία. Κατατάσσεται στη Χωροφυλακή και τον φέρνουν στα Χανιά, όπου γνωρίζεται με τον Γιώργο και τον Στέλιο Κουτσουρέλη, με τους οποίους και συνεργάζεται παίζοντας για πρώτη φορά στον τοπικό ραδιοφωνικό σταθμό που διηύθυνε τότε ο Δασκαλάκης. Ένα χρόνο αργότερα (1949) μετατίθεται στην Αθήνα όπου βρίσκονται και άλλοι σπουδαίοι κρητικοί μουσικοί, όπως ο Θανάσης Σκορδαλός, ο Γιώργος Μουζουράκης κ.α.
  Με τον Βυζιργιάννη για συνοδεία στο λαούτο, απευθύνεται στην ραδιοφωνία, που είχε τότε μεγάλη δύναμη στην προβολή της παραδοσιακής μουσικής, κάτω από την άγρυπνη επίβλεψη του Σίμωνα Καρά. Το 1951 "περνάει" από τον "αυστηρό" έλεγχο της επιτροπής του Ε.Ι.Ρ. και από τότε ξεκινάει μια στενή συνεργασία με τον Καρά παίζοντας επανειλημμένα στο ραδιόφωνο προβάλλοντας την κρητική μουσική στο πανελλήνιο. Παράλληλα κάνει στέκι του την τοπική ταβέρνα του Μπασιά (πίσω από την Αγια Ειρήνη, στην Αιόλου), όπου έπαιζαν μαζί του και οι δύο σπουδαίοι λαϊκοί βιολάτορες, Ο "Ναύτης" (Κ. Παπαδάκης) και ο Αντρέας Μαριάνος. Είναι η εποχή μετά τον πόλεμο που το βιολί εξακολουθεί να έχει μεγαλύτερη διάδοση σε σχέση με τη λύρα και χρειάστηκε σκληρός αγώνας των λυράρηδων, με βοηθό σε αυτήν την προσπάθεια τον Σίμωνα Καρά, για να ξανακερδίσει η λύρα τον τίτλο του εθνικού συμβόλου της κρητικής μουσικής. Αναμφίβολα σ' αυτήν την προσπάθεια ο Κ. Μουντάκης έπαιξε αποφασιστικό ρόλο.
  Στην ταβέρνα του Μπασιά θα παίξει σχεδόν 18 χρόνια "σ' ένα υπόγειο χωρίς μικρόφωνο με 10% ποσοστά που μοιραζόμουνα με τα λαγούτα. Αυτός είμαι εγώ!...". Μαζί του λαουτιέρης-πασαδόρος ο Νίκος ο Μανιάς και αργότερα ο Γιάννης Ξυλούρης και ο Μαρκογιάννης ("Στα 300 περίπου τραγούδια που έχω γράψει κι έχω κάνει δίσκους ήταν πολύ σημαντική η παρουσία τους...")
  Το διάστημα 1950-52 είναι αποσπασμένος στο ιδιαίτερο γραφείο του Σοφοκλή Βενιζέλου, όπου του δίνεται η ευκαιρία να γνωρίσει τον πολιτικό κόσμο της εποχής ("Αν ήθελα θα μπορούσα να είχα αποκτήσει μεγάλη δύναμη, όμως δεν μου πήγαινε αυτό το κλίμα. Παρά τις γνωριμίες, ουδέποτε επωφελήθηκα, είχα τον εγωϊσμό, την περηφάνεια... Δεν χτυπούσα πόρτες...").
  Έτσι, το 1952, με το τέλος της θητείας του, ξεκινάει ως εργάτης στο εργοστάσιο της Εταιρείας Λιπασμάτων της Δραπετσώνας, όπου και θα μείνει ως το 1967 ("Δύσκολες καταστάσεις. Παντρεύτηκα κιόλας, δυσκολίες, ευθύνες..."). Παράλληλα όμως ξεκινάει με πάθος και μεράκι τον αγώνα του και ως επαγγελματίας λυράρης. Εκτός από το ραδιόφωνο αρχίζει η δισκογραφία. Το 1952 συνοδεύει για πρώτη φορά σε δίσκο τον Στέλιο Κουτσουρέλη στο "Άρπαξα και μπαίλντισα" (Columbia), ενώ το 1954 τραγουδάει για πρώτη φορά σε δίσκο με συνοδεία και πάλι τους αδελφούς Κουτσουρέλη, το "Δεν θέλω μέσα στην καρδιά". Στη συνέχεια, αφού αλλάζει εταιρεία (Οdeon), ξεκινάει με τον "Ζητιάνο" και την "Ρεθυμνιωτοπούλα" έναν μακρύ κατάλογο δισκογραφικών εκδόσεων που τον καθιερώνουν ως τον περισσότερο ηχογραφημένο λυράρη της κρητικής μουσικής. "Πραματευτής", "Ένα ματσάκι γιασεμία", "Αργαλειός", "Μυλωνάδες και μαζώχτρες", "Ερωτόκριτος", "Κρητικός Γάμος", "Αναφορά στον Καζαντζάκη", κ.α.
  Η φήμη του απλώνεται όχι μόνο στην Κρήτη αλλά και στην Αθήνα και στο πανελλήνιο, καθώς και στους κρητικούς της διασποράς που τον προσκαλούν επανειλημμένα για συναυλίες και μουσικές συνεστιάσεις. Αρχίζει λοιπόν πολυάριθμά ταξίδια στις ΗΠΑ (για πρώτη φορά το 1960), στον Καναδά, την Αυστραλία, τη Γερμανία, τη Ν. Αφρική (1971), φέρνοντας στους μετανάστες τα μηνύματα και τις αισθήσεις της κρητικής μουσικής παράδοσης. Ένα ταξίδι του στην Ινδία, το 1975, τον επηρεάζει βαθύτατα. Εντυπωσιάζεται από το παίξιμο των ανατολίτικων εγχόρδων με δοξάρι και συνειδητοποιεί την ευρύτερη πολιτισμική παράδοση όπου εντάσσεται και η λύρα. Μιλάει μ' ενθουσιασμό για το σαράγκι, το καμαϊτσά, τον κεμανέ. Προβληματίζεται ("Ο λαός μας είναι Ανατολίτης. Οι καταβολές μας, το πιστεύω μας ανατολίτικα δεν είναι; Δεν ανήκουμε στη Δύση... άλλου παπά πετραχήλι...Ποιοι είμαστε όμως; Η Ανατολή έχει μουσική παράδοση, μουσική παιδεία ανεπτυγμένη, έχει θησαυρούς κι ας είναι ξυπόλητη... Εμείς στην εποχή μου με μια σαρδέλα, μια ελιά κι ένα ξεροκόμματο κάναμε τα ζεύκια μας και κρατούσαμε άδολα και άσπιλα την παραδοσή μας. Μήπως λοιπόν η σημερινή χλιδή μας κάνει ζημιά;).
  Αισθάνεται λοιπόν ολοένα επιτακτικότερη την ανάγκη για παιδεία. Έτσι ο δεξιοτέχνης κι ο συνθέτης αρχίζουν να κάνουν τόπο για να προχωρήσει ο δάσκαλος. Το 1976 ανταποκρίνεται στο κάλεσμα της Ελένης Καραϊνδρου συμπράττοντας στα μαθήματα εκμάθησης παραδοσιακών οργάνων που διοργανώνει στην Γκαλερί "Ώρα", σε συνεργασία και με άλλους μεγάλους δεξιοτέχνες (Τ. Χαλκιά, Ν. Στεφανίδη, Αρ. Βασιλάρη, Αρ. Μόσχο κ.α.). Τρία χρόνια αργότερα (1979) ιδρύει την πρώτη σχολή λύρας στο Ωδείο του Ηρακλείου "Απόλλων" για ν' ακολουθήσουν το Ρέθυμνο (1980), τα Χανιά (1981), ο Αγ. Νικόλαος (1983) και η Αθήνα (1985 στο "Ελληνικό Ωδείο", αν και είχε αρχίσει μαθήματα και παλιότερα στην "Παγκρήτιο Ένωση").
  Με τη συνεργασία του γιου του, του Μάνου Μουντάκη (που ο ίδιος τον παρότρυνε να ακολουθήσει σοβαρές μουσικές σπουδές) συνέχισε ως το τέλος της ζωής του να προβληματίζεται πάνω στη μέθοδο διδασκαλίας της λύρας κι από τα χέρια του εκατοντάδες νέοι μυήθηκαν στα μουσικά της κρητικής μουσικής, ενώ ακόμη περισσότεροι απολαμβάνουν τις αισθήσεις και τα μηνύματά της μέσα από τις ηχογραφήσεις που μας άφησε πολύτιμη κληρονομιά.
  Για τη διδασκαλία του έλεγε: "Δεν τους διδάσκω πεντάγραμμο, αλλά με τον δικό μου τρόπο, στα δάχτυλά τους, τους δείχνω που είναι ο κάθε τόνος. Έτσι μαθαίνουν εύκολα όταν τους τραγουδώ τις νότες. Θέλω μαζί με την τεχνική να καλλιεργούν και την ψυχική τους ευαισθησία. Όχι καλουπαρισμένα πράγματα. Πρέπει ο κάθε λαϊκός μουσικός που εκφράζεται με το συναίσθημα και το ένστικτό του να δημιουργεί ανάλογα με την ψυχική του διάθεση τον χαρακτήρα του, τα γεννήματά του. Να βάλει τον εαυτό του μέσα. Αυτό του δίνω εγώ να καταλάβει. Εγώ θα του πω τις βάσεις, θα του δείξω τις ρίζες, κι ας τονε. Δεν τον καθηλώνω..."
  Ο θάνατος του Κώστα Μουντάκη, τον Γενάρη του 1991, δεν σηματοδοτεί παρά μόνο τη φυσική απουσία του μεγάλου δεξιοτέχνη και δάσκαλου, που εξακολουθεί να εμπνέει και να διδάσκει μέσα από τις ηχογραφήσεις και την υποδομή που δημιούργησε. Έργα ζωής όπως το δικό του δεν μπορεί να το σταματήσει ο θάνατος!

Κείμενο: Λάμπρος Λιάβας
Το κείμενο παρατίθεται τον Οκτώβριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, της cretan-music.gr


Μανώλης Ακουμιανάκης (Χαντρακομανώλης)

ΑΝΩ ΜΕΡΟΣ (Χωριό) ΣΥΒΡΙΤΟ
1915
  Μανώλης Ακουμιανάκης, γνωστότερος με το παρώνυμο Χαντρακομανώλης, που το πήρε από τη μάνα του, της οικογένειας των Χανδράκηδων, με ρίζα το Άνω Μέρος Αμαρίου. Γεωργός, λαϊκός οργανοπαίκτης (λυρατζής) και ριμαδόρος, συγκαταλέγεται στους γνήσιους εκφραστές της ποιητικής και καλλιτεχνικής διάθεσης του κρητικού λαού. Γεννήθηκε στο Γερακάρη (1915) και κοντά μισό αιώνα με το σύνθετο ταλέντο του και το σπινθηροβόλο πνεύμα που τον διακρίνει, δίδει ξεχωριστό τόνο στις διάφορες εκδηλώσεις εορταστικού και πανηγυρικού χαρακτήρα μέσα στη Γερακαριανή κοινωνία. Το ταλέντο του στιχοπλόκου στην αρχή κατασπαταλήθηκε σε μια πολύ περιορισμένη θεματογραφία. Τα τελευταία χρόνια σημείωσε ουσιαστική μεταστροφή. Τα στιχουργήματά του (ιδιότυπης τεχνοτροπίας) απλώθηκαν σε ευρύτερους ορίζοντες και φάνηκε ο πηγαίος ποιητάρης με ισοδύναμες επιδόσεις σε όλα τα είδη της Ρίμας (παινετικής, σατιρικής, ιστορικής) - αλλά και με νεανική παραγωγικότητα ώστε να ελπίζουμε και σε επόμενες αξιολογότερες επιτεύξεις. Έχει συνθέσει και γράψει σε ιδιόχειρα πρόχειρα σημειώματα και πολλές άλλες ρίμες και τραγούδια, εκτός από αυτά που συμπεριλαμβάνονται στο βιβλίο του «Γερακαριανές Ρίμες και Μνήμες», που είτε δεν σώζονται είτε δεν κρίθηκε σκόπιμο για διαφόρους λόγους να δημοσιευθούν. Εξίσου βέβαια είναι ενδιαφέρουσες και οι «δοξαρές» του στη βροντόλυρα.
  Θυμίζουν τους παλιούς, ανόθευτους κρητικούς σκοπούς και θα είναι κρίμα να μη διασωθούν. Πολέμησε στο Αλβανικό μέτωπο (Μεραρχία Κρητών) και στη Μάχη της Κρήτης που βρέθηκε αδειούχος λόγω τραυματισμού και κατατάχθηκε με την εισβολή στο έμπεδο Ρεθύμνου. Στην Κατοχή οργανώθηκε στον Αγώνα εναντίον των ναζί και τιμήθηκε με το Μετάλλιο της Εθνικής Αντίστασης. Είναι παντρεμένος με τη Ροδοθέα Ευαγγέλου Ταταράκη και έχει δυο γιους, μια κόρη και εννιά εγγόνια. Ρίμες και μαντινάδες του δημοσιεύονται συχνά σε τοπικές εφημερίδες του Ρεθύμνου, με μεγάλη επιτυχία.

Κείμενο: Κωνσταντίνος Ακουμιανάκης, Επιμ.: Κώστας Βασιλάκης
Το κείμενο παρατίθεται τον Σεπτέμβριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, της cretan-music.gr


Νίκος Ξυλούρης

ΑΝΩΓΕΙΑ (Κωμόπολη) ΡΕΘΥΜΝΟ
7/7/1936 - 8/2/1980
  Γεννήθηκε στις 7 Ιουλίου του 1936 στα Ανώγεια της Κρήτης. Είναι 5 χρονών όταν οι κατακτητές Γερμανοί καίνε το χωριό του και μεταφέρουν τους κατοίκους του, πρόσφυγες στο Μυλοπόταμο. Επιστρέφουν στ΄Ανώγεια μετά την απελευθέρωση. Από πολύ μικρός δείχνει την κλίση του στο τραγούδι και στη λύρα. Στα δώδεκα ο πατέρας του τού αγοράζει την πρώτη του λύρα για να εξελιχθεί πολύ γρήγορα σ΄ έναν από τους πλέον περιζήτητους σε γάμους, βαφτίσια και λοιπές κοινωνικές εκδηλώσεις, οργανοπαίχτες και τραγουδιστές της περιοχής του. Σε ηλικία 17 χρόνων κατεβαίνει για πρώτη φορά να δουλέψει στο Ηράκλειο, στο κέντρο "Κάστρο". Οπως λέει αργότερα σε αφηγήσεις του, εκεί αρχικά τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα. "...Εις τα ορεινά χωριά της Κρήτης δεν ημπορούσε να εισχωρήσει αυτό που εισχώρησε στις πόλεις. Εκεί χόρευαν ταγκά, βαλς, ρούμπες, σάμπες και είμαστε υποχρεωμένοι εμείς να τα μαθαίνουμε αυτά τα τραγούδια, να τα παίζουμε στα πανηγύρια και στους γάμους, για να μπορούμε να ζήσουμε και 'μεις, να βγάλουμε τα έξοδα μας και να τους κάνουμε σιγά-σιγά ν' αλλάξουνε και να αγαπήσουνε την κρητική μουσική". Στα τέλη του 1958 πραγματοποιεί την πρώτη του ηχογράφηση για δίσκο. Είναι το τραγούδι " Κρητικοπούλα μου" ("μια μαυροφόρα όταν περνά"). Λίγους μήνες πιο πριν είχε παντρευτεί την Ουρανία Μελαμπιανάκη, κόρη ευκατάστατης οικογένειας του Ηρακλείου. Εγκαθίστανται στο Ηράκλειο, οι οικονομικές δυσκολίες είναι στην αρχή μεγάλες. Το 1960 γεννιέται το πρώτο τους παιδί, ο Γιώργος, και 6 χρόνια μετά το δεύτερο, η Ρηνιώ. Την επιτυχία του πρώτου εκείνου τραγουδιού ακολουθούν αρκετές ακόμα ηχογραφήσεις σε μικρά δισκάκια. Ακριβώς το 1966 βγαίνοντας για πρώτη φορά από την Ελλάδα, συμμετέχει σ' ένα φολκλορικό φεστιβάλ στο Σαν-Ρέμο και παίρνει το πρώτο βραβείο. Το 1967 ανοίγει στο Ηράκλειο το πρώτο κρητικό κέντρο τον "Ερωτόκριτο". Τα πράγματα έχουν γίνει αισθητά καλύτερα γι' αυτόν.
  Τον Φεβρουάριο του 1969 ηχογραφεί την ανοιχτή "Ανυφαντού", ένα τραγούδι που κυριολεκτικά "σπάει τα ταμεία" μέσα στην παραδοσιακή δισκογραφία της εποχής. Τον Απρίλη εκείνης της χρονιάς έρχεται για πρώτη φορά για εμφανίσεις στην Αθήνα, στο κέντρο "Κονάκι" και το Σεπτέμβριο εγκαθιστάτε μόνιμα στην πρωτεύουσα. Ο σκηνοθέτης Ερρίκος Θαλασσινός, με τον οποίο γνωρίζονται στο "Κονάκι", μιλάει γι' αυτόν στον συνθέτη Γιάννη Μαρκόπουλο. Ηδη όμως από το 1965 οι δυνατότητές του αλλά και ο χαρακτήρας του έχουν προκαλέσει το ενδιαφέρον του διευθυντή -τότε- της δισκογραφικής εταιρείας COLUMBIA, του Τάκη Λαμπρόπουλου. Μετά και την επιτυχία της "Ανυφαντούς", το καλοκαίρι του 1970 ο Λαμπρόπουλος κατεβαίνει μαζί του στ' Ανώγεια, γίνονται κουμπάροι και ξεκινούν μια συνεργασία σε νέα πλαίσια.
  Πέρα από τα παραδοσιακά τραγούδια της Κρήτης η φωνή του Ξυλούρη θα περάσει στη σύγχρονη "έντεχνη" δημιουργία επώνυμων συνθετών. Μέσα απ' αυτές τις επιλογές, μέλλεται η γνήσια κρητική έκφραση και το παραδοσιακό τραγούδι της Κρήτης να αποκτήσουν μια πανελλήνια εμβέλεια, μια δυναμική που ποτέ δεν είχαν στο παρελθόν, όσο μεγάλοι κι αν ήταν οι καλλιτέχνες, τραγουδιστές κι οργανοπαίχτες που την υπηρέτησαν.
  Με τον Γιάννη Μαρκόπουλο συνεργάζονται για πρώτη φορά στο "Χρονικό", μια ενότητα τραγουδιών που θέτει σε νέα βάση τη σχέση της παράδοσης με το παρόν. Εξι μήνες μετά κυκλοφορεί ο δίσκος-αναφορά στα "Ριζίτικα" της Κρήτης. Τον Μάιο του 1971 ξεκινούν κοινές εμφανίσεις στη μπουάτ "Λήδρα" στην Πλάκα. Μέσα στην καρδιά της δικτατορίας η φωνή του Ξυλούρη, είτε λέει τα τραγούδια του Μαρκόπουλου, είτε παραδοσιακά τραγούδια της Κρήτης, γίνεται σημαία αντίστασης. "Πότε θα κάνει ξαστεριά" ,"Αγρίμια κι αγριμάκια μου"... Ακολουθούν δύο ακόμα κύκλοι τραγουδιών του Γιάννη Μαρκόπουλου, η "Ιθαγένεια" και ο "Στρατής ο θαλασσινός" αλλά και συνεργασίες με τον Σταύρο Ξαρχάκο ("Διόνυσε καλοκαίρι μας", "Συλλογή"), τον Χριστόδουλο Χάλαρη ("Τροπικός της παρθένου", "Ακολουθία") και τον Χρήστο Λεοντή ("Καπνισμένο τσουκάλι"). Το καλοκαίρι του 1973 κρατά τον καθοριστικό ρόλο τραγουδιστή σε μια παράσταση που ανεβάζουν η Τζένη Καρέζη και ο Κώστας Καζάκος στο θέατρο "Αθήναιον" με αντικείμενο την ιστορική διαδρομή της Ελλάδας στα νεότερα χρόνια. Είναι "Το μεγάλο μας τσίρκο". Μέσα από τις αναφορές και τα τραγούδια του, βρίσκει τρόπο έκφρασης το τεταμένο πολιτικό κλίμα που οδηγεί στην εξέγερση του Πολυτεχνείου. Είναι από τις ελάχιστες επώνυμες παρουσίες στο χώρο που βλέπουν το φως της δημοσιότητας από τις εφημερίδες εκείνων των ημερών. "Ο Νίκος Ξυλούρης ήταν χτες στο Πολυτεχνείο" ενημερώνουν, μετατρέποντας τον ήδη φορτισμένο πολιτικά τραγουδιστή σε "Κόκκινο πανί" της μεταλλαγμένης δικτατορικής κυβέρνησης που ακολουθεί. Από τη "Λύδρα" στην "Αρχόντισσα", μετά στην "Αποσπερίδα". Ξανά στη "Λύδρα", μετά στο "Κύτταρο" και στο "Θεμέλιο". Είναι οι έξι σταθμοί του στις μπουάτ μέχρι το 1979. Τα μεταπολιτευτικά χρόνια τραγουδά κάποια ακόμα τραγούδια του Χρήστου Λεοντή, του Σταύρου Ξαρχάκου και του Γιάννη Μαρκόπουλου. Παράλληλα ηχογραφεί τα "Αντιπολεμικά" τραγούδια του Λίνου Κόκοτου και του Δημήτρη Χριστοδούλου και κάποια μελοποιημένα από τον Ηλία Ανδριόπουλο ποιήματα του Γιώργου Σεφέρη. Επανέρχεται όμως και στα παραδοσιακά τραγούδια της Κρήτης, ενώ λέει και κάποια λαϊκά τραγούδια του Στέλιου Βαμβακάρη. Με τον "Αργαλειό", το "Φιλεντέμ", τον "Πραματευτή" αλλά και το "Μεσοπέλαγα αρμενίζω" ακούγεται ξανά έντονα η φωνή του. Τώρα λέει και πάλι "τραγούδια ζωής". Είναι όμως η τελευταία φορά που ακούγεται. Υστερα από ταλαιπωρία ενός χρόνου με την επάρατη νόσο, φεύγει για πάντα στις 8 Φεβρουαρίου του 1980.
Το κείμενο παρατίθεται τον Μάρτιο 2003 από την ιστοσελίδα http://www.pathfinder.gr

Αντώνης Ξυλούρης (Ψαραντώνης)

1942
  Ο Αντώνης Ξυλούρης (Ψαραντώνης), αδερφός του αείμνηστου Νίκου Ξυλούρη γεννήθηκε στα Ανώγεια Ρεθύμνου το 1942 από μια οικογένεια με μεγάλη παράδοση στη μουσική. Αρχισε να μαθαίνει λύρα σε ηλικία 9 ετών βόσκοντας τα πρόβατα του ψηλά στον Ψηλορείτη και στην ηλικία των 13 έκανε το πρώτο του γλέντι σε γάμο στα Σίσαρχα. Μετά το τέλος της στρατιωτικής του θητείας, ο Ψαραντώνης καταφέρνει να καθιερωθεί και επαγγελματικά, σαν ένας πολύ ταλαντούχος καλλιτέχνης με ιδιαίτερο χρώμα στο τραγούδι του και στο παίξιμο της λύρας.
  Στη δισκογραφία εμφανίζεται το 1964 με το δίσκο 45'' "Εσκέφτηκα να σ' αρνηθώ" και ακολουθεί μια πλούσια δισκογραφική δουλειά που αποφέρει εκτός από σημαντικές δημιουργίες, την καθιέρωση του Ψαραντώνη στη συνείδηση του Κρητικού λαού ως ένα ιδιόρρυθμο καλλιτέχνη που δίνει με τους αυτοσχεδιασμούς του το δικό του στίγμα σε κάθε τραγούδι ή μελωδία που ερμηνεύει.
  Εχει εκπροσωπήσει πολλές φορές την Ελλάδα σε διεθνή φεστιβάλ του εξωτερικού. Πρώτη φορά πήρε μέρος σε διεθνές φεστιβάλ το 1982 στην Κολονία σε διοργάνωση του τηλεοπτικού καναλιού WDR. Το 1984 έπαιξε στο Βερολίνο, στις εκδηλώσεις για τα 750 χρόνια από την ίδρυση της πόλης. Εμφανίζεται τακτικά στη Γερμανία, ενώ έχει παίξει στη Γαλλία, την Ελβετία, την Αυστρία, το Λουξεμβούργο, τη Σόφια, το Βουκουρέστι, το Βελιγράδι, την Ουκρανία, τη Φιλιππούπολη, αλλά και στην Αμερική, τον Καναδά και την Αυστραλία. Εκπροσώπησε την Ελλάδα στο φεστιβάλ "Η Συνάντηση των Πέντε Ηπείρων" που έγινε στο Martigny της Ελβετίας τον Ιούνιο του 1999, κερδίζοντας διθυραμβικές κριτικές.
  Έχει επίσης συνεργαστεί με τους μεγάλους ποιητές και στιχουργούς Μήτσο Σταυρακάκη και Γιώργη Καράτζη και μέσα από τις συνεργασίες του αυτές, έχουν βγει πολύ μεγάλες δισκογραφικές επιτυχίες.
  "Από την απαρχή ο κόσμος διαμορφώνεται με ήχο και ρυθμό. Αυτή η ηχητική δόνηση φανερώνεται στη μουσική του Ψαραντώνη. Ποτέ μου δεν είχα ακούσει τέτοιο ήχο όπως αυτόν που δημιουργεί ο Ψαραντώνης..." Αυτά λεει ο Ruth Roedler, δημοσιογράφος σε κανάλι της Γερμανίας, για τη μουσική του...
  Παντρεύτηκε το 1965 με την Κατερίνα Δουλγεράκη από το Ζαρό Ηρακλείου και έχουν πέντε παιδιά μεταξύ των οποίων το Γιώργη, το Λάμπη και τη Νίκη που ακουλουθούν καλλιτεχνικά τη μουσική ιστορία της οικογενείας τους.

βιογραφία βασισμένη στο ένθετο του cd "30 Χρόνια Ψαραντώνης, επιμέλεια βιογραφικού: Κώστας Βασιλάκης
Το κείμενο παρατίθεται τον Οκτώβριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, της cretan-music.gr


Ξυλούρης Γιάννης (Ψαρογιάννης)

1943
  Γεννήθηκε στα Ανώγεια του νομού Ρεθύμνης το 1943. Αδερφός των μεγάλων Νίκου και Αντώνη Ξυλούρη (Ψαραντώνη). Εγγονός του Καραμουζαντώνη που έγραψε ιστορία με τη λύρα του, στα πέντε μόλις χρόνια άρχισε να παίζει μαντολίνο, συνέχισε με λύρα και στη συνέχεια έμαθε λαούτο. Σε ηλικία 13 χρόνων συνόδευε άλλοτε με το λαούτο, άλλοτε με τη λύρα τον αδερφό του Νίκο σε εμφανίσεις στα Ανώγεια και στο Ηράκλειο. Μετά από 2 χρόνια άρχισε να συμμετέχει και στις ηχογραφήσεις των αδελφών του με μεγάλη επιτυχία. Στα 18 του φτασμένος πλέον , συνεργάστηκε με τον Κώστα Μουντάκη, ακόμη και σε δισκογραφικές δουλειές του, από τον οποίο επηρεάστηκε πολύ ακόμα και στην μετέπειτα πορεία του.
  Με την πάροδο των χρόνων και πλάι στον Νίκο, άρχισε να γίνεται ευρύτερα γνωστός σαν ένας από τους μεγαλύτερους δεξιοτέχνες στην Κρήτη σε όλα τα παραδοσιακά μουσικά όργανα. Σε πολλά άλλωστε από τα έργα του Γιάννη Μαρκόπουλου με το Νίκο Ξυλούρη, συμμετέχει παίζοντας λύρα και λαούτο. Μετά την αρρώστια και το θάνατο του αδελφού του και επηρεασμένος απ' αυτόν ηχογράφησε την δουλειά με τίτλο "Τα πετραδολάκια", ενώ αργότερα κυκλοφόρησε τις δουλειές "Κρητικός Ήλιος", "Ενότητες", "Ραψωδίες στο λαούτο", "Αυγή Ξανάνταμώσαμε", κ.α.
  Σήμερα ο Γιάννης συνεχίζει την καλλιτεχνική του πορεία με εμφανίσεις σε γλέντια αλλά και μικρότερους χώρους. Έχει παντρευτεί τη Μαρία Καλλέργη και έχει ένα γιο και μια κόρη την Ελευθερία η οποία συνεχίζει την μεγάλη μουσική της οικογένειας καθώς τραγουδάει μαζί με τον πατέρα της σε δίσκους αλλά και σε ζωντανές εμφανίσεις.

Κώστας Βασιλάκης, Πηγή:Ένθετο δίσκου "40 Χρόνια Ψαρογιάννης"
Το κείμενο παρατίθεται τον Οκτώβριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, της cretan-music.gr


Νικηφόρος Αεράκης

1945
Ο Νικηφόρος Αεράκης γεννήθηκε το Φλεβάρη του 1945 στα Ανώγεια Ρεθύμνου όπου εξακολουθεί να ζει και σήμερα με τη γυναίκα του και τα παιδιά του. Με συνεργάτες τους συγχωριανούς του Μύρων Μαυρουδή και Βασίλη Ξυλούρη κυρίως, έπαιζε για σειρά ετών σε γλέντια, με μεγάλη απήχηση ενώ και η δισκογραφική του πορεία φανερώνει τη μεγάλη αποδοχή του κόσμου στην καλλιτεχνική του παρουσία. Κρατώντας μέσα του ευλαβικά τις μνήμες παλιότερων καιρών , αποδίδει πιστά το Ανωγειανό μουσικό ιδίωμα που τον κάνει εύκολα αναγνωρίσμο και αποδεκτό. Η δισκογραφία του πλούσια, με ξεχωριστές στιγμές τη σειρά των ζωντανών ηχογραφήσεων της "Ανωγειανής Παρέας" και του "Ανωγειανού Γάμου".

Κώστας Βασιλάκης
Το κείμενο παρατίθεται τον Οκτώβριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφία, της cretan-music.gr


Γιώργης Καλομοίρης (Γιώργαντος)

1931
   Ο Γιώργης Καλομοίρης (Γιώργαντος) γεννήθηκε στα Ανώγεια το 1931. Τα πρώτα βήματα στη μουσική, έγιναν από μικρό παιδί, στο Περαχώρι, εκεί που όλοι οι μερακλήδες του χωριού, στην παρέα του; έπαιρναν μαζί και τους πιτσιρικάδες λυράρηδες, για να συμμετέχουνε και αυτοί, σε κείνη την πανδαισία της αντιστοίχησης των συναισθημάτων. Ο Στραβός (Πασπαράκης Μανόλης), ο Κουρκούτης (Μανουράς Γιώργης), ο Κίτσος (Ξυλούρης ο Γιώργης), και ο Σωκράτης ο Κοκορδούλης, είναι οι πρώτοι παλιοί λυράρηδες της εποχής που επηρέασαν τον Καλομοίρη το Γιώργη.
  Ηταν ο Γιωργαντός μόλις 12 χρονών! που έπαιξε για πρώτη φορά Λύρα, με τους μερακλήδες σε παρέα. Οι συνθήκες μέσα στην κατοχή, για ένα παιδί μόλις 12-13 χρονών, δεν ήταν οι κατάλληλες για να αποδώσει στη "θεά Λύρα", αλλά έχοντας δίπλα του, σε όλο το χωριό αυτούς τους αγγέλους μερακλήδες, δεν μπορούσε παρά να επηρεασθεί και να γενεί αποδέκτης, των συναισθημάτων του λαϊκού πολιτισμού και της ευαισθησίας που κουβαλάει ο Ανωγειανός και να διδαχθεί από τους γλεντζέδες, που ανάθρεφαν τόσους και τόσους καλλιτέχνες.
  Το πρώτο επαγγελματικό γλέντι έγινε στ' Ανώγεια το 1948, σ' ένα γάμο και έπαιξαν μαζί με τον αξέχαστο Νίκο Ξυλούρη που σαν κοπέλια ετότεσας μαθαίνανε μαζί τη λύρα. Ηταν η απαρχή της προοπτικής του καλλιτέχνη, για να ξεπεράσει τα σύνορα του χωριού και άρχισε να κατεβαίνει στο Ηράκλειο, στην Πεδιάδα, στο Μονοφάτσι, στο Ρέθυμνο και σ' όλη την Κρήτη. Πρώτη φορά παίζει στο Ηράκλειο, στου Χαρίλαου την ταβέρνα στον Πόρο. Στη συνέχεια έπαιξε στο πρώτο Κρητικό κέντρο του Ηρακλείου στον "Ερωτόκριτο". Ο Καλομοίρης ο Γιώργης είναι από τους πρώτους λυράρηδες στο Ηράκλειο, που επέβαλαν τη λύρα και γενικότερα την Κρητική Μουσική την δεκαετία των ονείρων, της ευαισθησίας, των τεχνών και των γραμμάτων, την δεκαετία του 60.
  Στην συνέχεια η Κρήτη της Αθήνας, το 1970 τον "απέσπασε" προσφέροντας για εφτά χρόνια την σφραγίδα του στη Κρητική μουσική, στην Αττική στα Κρητικά κέντρα "Κονάκι" και "Αγρίμια" και ξαναγιαέρνει στο Ηράκλειο το 1977 στο "Λιμενικό Περίπτερο" όπου μέχρι και το 1995, δημιουργεί ένα αξεγόραστο και απλό στέκι των μερακλήδων της Κρητικής Μουσικής, δίπλα στην ώρες ώρες φουσκοθάλασσα του Κρητικού πελάγους και άλλες στιγμές, στην απαστράπτουσα από φως και ηρεμία, απέραντη θάλασσα του Μεγάλου Κάστρου, δίπλα στα κάστρα της αρμύρας και του φωτός, τραγουδώντας τους καημούς και τις λαχτάρες ετο "Ζορμπάς".
  Ο Καλομοίρης ο Γιώργης, σε όλη του τη διαδρομή, συνεργάστηκε με κορυφαίους λαγουθιέρηδες μεταξύ άλλων και οι: Φασουλάς Ζάχαρης, Κουμιώτης Γιώργης, Τσαγκαράκης Δημήτρης, Νίκος Μανιάς, Μαρκογιαννάκης Γιάννης, Ξυλούρης Γιάννης, Λαρετζάκης Μανώλης, Χαριτάκης Λάμπρος, Κουμιώτης Μανώλης, Ξυλούρης Βασίλης.
  Πρώτος δίσκος του, 78 στροφών, το 1958 με το εκπληκτικό τραγούδι "Εγινες μάγισσα για με" και "Δυστυχισμένος βρίσκομαι", επόμενος δίσκος 78 στροφών "Κυπριωτοπούλα μου" το 1959, δίσκους μικρούς 45 στροφών έγραφε από το 1958 μέχρι και το 1968 γύρω στους 50. Ενδεικτικά αναφέρουμε ορισμένα τραγού δια, "Μ' άνοιξες στο κορμί πληγές", "Τα δυό σου χέρια να κρατώ", "Τσάκι τσάκι", "Μ' ένα σου όχι στη ζωή", "Πάει και πάει το σταμνί στη βρύση", "Χριστέ και Παναγία μου", "Βαστά καλό λογαριασμό", "Φιλενάδες", "Ηρθε στη βρύση το νερό" και άλλα, συνολικά από το 1969, έγραψε, μέχρι σήμερα, 21 μεγάλους δίσκους.
  Ομως δεν πρέπει να ξεχάσουμε να αναφερθούμε, πως το ταξίδι της μετανάστευσης των Ελλήνων εκείνες τις δύσκολες δεκαετίες, έφερε πολλούς καλλιτέχνες της Κρητικής μουσικής κοντά στην Κρήτη του Καναδά, την Κρήτη της Αμερικής την Κρήτη της Αυστραλίας και στην Κρήτη της Ευρώπης. Εκεί βρέθηκε ο Γιώργης με τους συνεργάτες του, μεταφέροντας την γλυκιά ζεστασιά και την ευαισθησία, που χωρίς αυτήν οι Κρήτες όπου και να 'ναι αισθάνονται ορφανοί.
  Αυτή η μικρή αναφορά στο έργο στην πορεία και την δημιουργία του Γιώργαντου, σκοπό κυρίως έχει την νέα γενιά, που αν πάει κιανείς σήμερο σ' ένα χωριό της Κρήτης, ένα Ηλιοβασίλεμα και αφήσει το βλέμμα του σε κείνα τα ερημοκαταλύματα, με τα ξερά χόρτα που δέχουνται τσ' αχτίνες του Ήλιου, θέλει δε θέλει, θ' απλώσει το χέρι του και θα ακουμπήσει εκείνες τις ερειπωμένες μνήμες, θα χαϊδέψει εκείνα τα απλά αντικείμενα μέσα στα χαλάσματα και θα διακρίνει εκείνο τον Λαϊκό Πολιτισμό, που ξεπροβαίνει μέσα από το χρόνο, με κείνη την παρουσία του Ήλιου που βαδίζει προς το Χρυσορόδυσμά ντου. Κι ύστερα πιο πέρα μια πεζούλα πετρόχτιστη, στέκει ακόμη στα χαλάσματα και αν κάτσει κιανείς απάνω, η σκέψη, μόνο για σεβασμό και αυτοσεβασμό, θα μπορούσε να μιλήσει. Ο λογισμός μας θα προπατίξει, σ' αυτά τα Αγια Χώματα, με την αξεπέραστη κληρονομιά, είτε λέγεται λαϊκή δημοτική μουσική, είτε δημοτικό τραγούδι, είτε λαϊκή αρχιτεκτονική και αισθητική, είτε ντοπιολαλιά και γενικά εκείνο που λέμε και ενοούμε λεγοντας Λαϊκό πολιτισμό. Χωρίς την Ιστορία μας, χωρίς τη Γλώσσα μας, χωρίς την ίδια μας την ταυτότητα, στις ανακατατάξεις που επιφέρουν, οι αλλαγές στις παραγωγικές σχέσεις και στην σημαντική αλλοτρίωση του χαρακτήρα του ανθρώπου, από την τεχνολογική εξέλιξη, χωρίς την λαϊκή θυμοσοφία, όλα τα άλλα μετριούνται, στις μέρες μας σε κέρδος και χρήμα! Με αυτές τις σκέψεις πιστεύουμε πως απλά καταγράφουμε μια πορεία ενός καλλιτέχνη, που έχει προσφέρει πολλά. Κυρίως όμως, πως αυτά που πρόσφερε έχει ιερό καθήκον, να τα παραδώσει στις ερχόμενες γενιές αμόλευτα και αληθινά.
Ηράκλειο Ιούνιος του 1999

Καλομοίρης Πέτρος, Στιχουργός (από το cd Γιώργης Καλομοίρης)
Το κείμενο παρατίθεται τον Οκτώβριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφία, της cretan-music.gr


Πασπαράκης Μανώλης (Στραβός)

1911 - 1987
  Γεννήθηκε στ' Ανώγεια Μυλοποτάμου του Νομού Ρεθύμνης, το Φλεβάρη του 1911. Το ψευδώνυμο Στραβός (τυφλός) που έμεινε από τα παιδικά του χρόνια, μετά από ένα σκληρό κτύπημα, μιας απρόσμενης και ύπουλης αρρώστιας (οστρακιά) σε νηπιακή ηλικία, με αποτέλεσμα να μείνει τυφλός σε όλη του την υπόλοιπη ζωή. Έπιασε για πρώτη φορά λύρα στα χέρια του σε ηλικία δέκα χρονών, δώρο του πατέρα του, για να ασχοληθεί μαζί της και να περνά πιο ευχάριστα τις δύσκολες ώρες της μοναξιάς του από το άδικο κτύπημα της μοίρας του.
  Σε σύντομο χρόνο, παιδί ακόμη, έμαθε να παίζει τους πρώτους σκοπούς με την βοήθεια του συγχωριανού του και παλαιότερου μεγάλου λυράρη της εποχής εκείνης Αντώνη Σκουλά ή Καραμουζαντώνη. Το μεγάλο του πάθος, ο καημός, το μεράκι και η αγάπη του για την μουσική και την λύρα. τον έκαναν να ξεχωρίσει γρήγορα και να γίνει ένας σπουδαίος και ανεπανάληπτος λυράρης.
  Τα στοιχεία εκείνα, του απλού και ρυθμικού τρόπου παιξίματος, μαζί με την πρωτόγνωρη, ιδιότυπη και παθιασμένη χροιά του ήχου της λύρας του, έχουν μείνει έντονα στην μνήμη και στην συνείδηση των ανθρώπων εκείνων που τον έζησαν και τον άκουσαν από κοντά. Η πιο λαμπρή περίοδος της καριέρας του ήταν τα χρόνια, από το 1935 έως το 1960.
  Η περίοδος αυτή που είναι και σταθμός στην ιστορία της Κρητικής μουσικής παράδοσης είναι εκείνη με τα αυθεντικά και ανεπιτήδευτα γλέντια με τις ολονύχτιες καντάδες, τις ατελείωτες παρέες στα καφενεία και τα γλεντοξημερώματα του γάμου, που πολλές φορές κρατούσαν και δυό ολόκληρες εβδομάδες. Με την ατμόσφαιρα και τα βιώματα της περιόδου αυτής, αναθράφηκε και μεγάλωσε και η μετέπειτα γενιά των Ανωγειανών καλλιτεχνών, που στην πορεία ξεχώρισαν και μεγαλούργησαν στο χώρο της Κρητικής μουσικής και όχι μόνο. Η δισκογραφία του Μανόλη Πασπαράκη δυστυχώς είναι ελάχιστη, και οι λόγοι πολλοί, κυρίως όμως η δύσκολη μετακίνηση του στην Αθήνα για ηχογράφηση, λόγω της αναπηρίας του.
  Στο τέλος της δεκαετίας του 60, έγινε μια προσπάθεια για την ηχογράφηση ενός δίσκου 45 στροφών όχι όμως επιτυχημένη. Χάρη όμως στην μέριμνα του συγχωριανού του δασκάλου και πρώην Δήμαρχου των Ανωγείων, Γιώργη Σμπώκου, διασώθηκαν κάποιες ζωντανές ηχογραφήσεις.
  Ο Μανόλης Πασπαράκης παρά την μεγάλη ηλικία του συνέχιζε να παίζει σε παρέες και γάμους του χωριού του μέχρι και το τέλος της δεκαετίας του 70. Αξίζει να σημειώσουμε τις μοναδικές και αθάνατες σειρές, "κοντυλιές του Στραβού" που έχουν μείνει κλασσικές στην ιστορία της Κρητικής μουσικής, καθώς επίσης και την χαρακτηριστική αγαπημένη του μαντινάδα, εμπνευσμένη από τα παιδικά του χρόνια:
"Κόσμο γροικώ, κόσμο πατώ, και κόσμο δεν γνωρίζω
Ω! την παντέρμη την ζωή και πως την νταγιαντίζω"

  Θα ήταν ίσως άδικο να μην αναφέρουμε τους σπουδαίους μαντολινάρηδες, που συνόδευαν το Στραβό στη λύρα, τον Μανόλη Αεράκη ή Μυρωμανόλη την περίοδο 1935-55 και τον Νεοκλή Σαλούστρο την περίοδο 1955-80. Ο θρυλικός Στραβός έφυγε από την ζωή το 1987 σε ηλικία 76 χρόνων, αφήνοντας πίσω, την καλή του γυναίκα και τέσσερα παιδιά.

Βιογραφία του Στραβού στη δισκ. σειρά "Πρωτομάστορες"
Το κείμενο παρατίθεται τον Σεπτέμβριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, της cretan-music.gr


Σκουλάς Βασίλης

1946
  Ο Βασίλης Σκουλάς γεννήθηκε στ' Ανώγεια Ρεθύμνου το 1946, σ' ένα χώρο και μια μεγάλη οικογένεια με παράδοση στη μουσική και γενικότερα στις τέχνες. Εγγονός του Μιχάλη Σκουλά, σπουδαίου λυράρη της εποχής του και γιος του γνωστού λαϊκού ζωγράφου Αλιβιάδη Σκουλά ή Γρυλιού. Αρχίζει να μαθαίνει λύρα στα επτά του χρόνια και σε ηλικία μόλις 16 ετών κατορθώνει να καθιερωθεί ως ένας από τους πρώτους λυράρηδες και τραγουδιστές του νησιού, χαράζοντας ήδη μια δική του πορεία στην κρητική μουσική παράδοση.
  Στο κατώφλι 40 χρόνων συνεχούς και λαμπρής πορείας στο χώρο τόσο του παραδοσιακού όσο και του σύγχρονου κρητικού τραγουδιού, ο Βασίλης Σκουλάς έχει να επιδείξει μια μεγάλη σειρά επιτυχημένων καλλιτεχνικών εμφανίσεων, κοινωνικών και πολιτιστικών, από Αμερική ως την Αυστραλία, τον Καναδά και την Γερμανία, καθώς επίσης και στα στέκια που κατά καιρούς δημιούργησε για τη φιλοξενία της κρητικής μουσικής.
  Θα πρέπει να σημειωθεί ακόμα ότι πέρα από τη γενικότερη προσφορά του στην κρητική μουσική, ο Βασίλης Σκουλάς καθιέρωσε ειδικότερα τις Ανωγειανές κοντυλιές με το μοναδικό εκφραστικό του τρόπο και ταυτόχρονα έγινε ο φορέας επικοινωνίας με τον υπέροχο μαντιναδολογικό πλούτο του τόπου μας.
  Ηχογραφεί για πρώτη φορά το 1965 με συμμετοχή σε δίσκο 45" που περιείχε κοντυλιές με τον Θαν. Σταυρακάκη και τον Νίκο Ξυλούρη, ακολουθεί ο πρώτος δίσκος 33" το 1969, όμως η σημαντικότερη δισκογραφική παρουσία και η αρχή της συνεργασίας του με έντεχνους Ελληνες συνθέτες αρχίζει για το Βασίλη Σκουλά το 1980 με το Σεργιάνισμα στην Κρήτη, και ακολουθούν η Κρητική ανθολογία, τα τραγούδια Του σίδερου και του νερού σε μουσική του Γιάννη Μαρκόπουλου, οι Χίλιες χρυσές αθιβολές, του Ερωντα και του καημού, η Αναφορά στην Κρήτη, ο Πικραμένος αναχωρητής σε ποίηση του Ν. Βρεττάκου, οι Δροσοσταλίδες, και το Αναστορούμαι (1997). Παραλληλα την περίοδο 1981-85 πραγματοποίησε μια σειρά εμφανίσεων στο θέατρο Παρκ με το θεατρικό έργο Καφενείον η Ελλάς και αμέσως μετά με το θίασο του Γιάννη Βόγλη στην παράσταση του έργου του Ν. Καζαντζάκη Καπετάν Μιχάλης, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Το 1995 συμμετέχει με δύο τραγούδια στην Αιολία του Μιχ.Νικολούδη, ερμηνείες που θα σημαδέψουν τη μετέπειτα πορεία του Βασίλη Σκουλά στο έντεχνο Ελληνικό τραγούδι. Το 2002 κυκλοφορεί διπλό cd με μερικές από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του αλλά και πολλές διασκευές σε υπέροχα κλασσικά Κρητικά τραγούδια και χορούς. Ο Βασίλης Σκουλάς συνεχίζει ακόμα και σήμερα, με το ίδιο πάθος και μεράκι της νιότης, να δημιουργεί και να εμφανίζεται στο δικό του στέκι, την πασίγνωστη Ντελίνα, στ' Ανώγεια Ρεθύμνου.

Κώστας Βασιλάκης, πηγές : cd "40 Χρόνια Βασίλης Σκουλάς", Κρητικό Μουσικό Εργαστήρι
Το κείμενο παρατίθεται τον Οκτώβριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, της cretan-music.gr


Σκουλάς Δημήτρης

  Ο Δημήτρης Σκουλάς, ως λαουτιέρης, αλλά κυρίως ως τραγουδιστής καλλίφωνος και εξαιρετικά εκφραστικός, είναι ένας από τους σημαντικότερους Κρητικούς μουσικούς της νεότερης γενιάς, αξιοπρόσεκτος όχι μόνο για το ύφος, αλλά και για το ήθος του.
  Γεννήθηκε στ' Ανώγεια Μυλοποτάμου του νομού Ρεθύμνης κι έμεινε εκεί μέχρι που τελείωσε το Γυμνάσιο. Στα 18 του χρόνια ανεβαίνει στην Αθήνα, όπου δίνει εξετάσεις με επιτυχία στο Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης της Παντείου. Από μικρός ασχολείτο με το μαντολίνο και αργότερα με το λαούτο, ενώ παράλληλα ήταν ψάλτης αυτοδίδακτος. Από φοιτητής ασχολείται επαγγελματικά με το τραγούδι και το λαούτο και έχει συνεργαστεί με το Λεωνίδα Κλάδο (δίσκος "Ενας μελαχροινός γιατρός", 1984) και πολλούς άλλους λυράρηδες σε διάφορα κέντρα και σε πολλές δισκογραφικές δουλειές, όπου συμμετέχει με στίχο, τραγούδι και λαούτο.
  Επίσης ήταν βασικό μέλος της Επιτροπής Κρίσης του επταετούς Διαγωνισμού Κρητικής Μαντινάδας, που φιλοξενήθηκε τα έτη... στην εφημερίδα "Κρητικά Επίκαιρα", στην Αθήνα, με την επιμέλεια του κορυφαίου ερευνητή της κρητικής διαλέκτου Ρεθεμνιώτη γιατρού Μιχάλη Καυκαλά, διαγωνισμό που επηρέασε σημαντικά τις εξελίξεις στη σύγχρονη κρητική λαϊκή ποίηση (μαντινάδα και ρίμα).
  Τέλος, συνεργάστηκε ως βασικός ερμηνευτής στην παρουσίαση του Ερωτόκριτου από το λαογράφο Μιχάλη Πριναράκη το 1997, ενώ είχε συνεργαστεί και με το Βαγγέλη Παπαθανασίου στην τελετή έναρξης του Παγκόσμιου Πρωταθλήματος Ανοικτού Στίβου το 1998 στην Αθήνα.
  Ζει στην Αθήνα και είναι διοικητικός υπάλληλος του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης.

Κώστας Βασιλάκης
Το κείμενο παρατίθεται τον Οκτώβριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφία, της cretan-music.gr


Σκουλάς Μύρων

1954 - 2002
  Γνήσιος εκφραστής και δημιουργός της μαντινάδας. Χωρίς να είναι επαγγελματίας καλλιτέχνης, διέθετε μεγάλο χάρισμα και μεράκι στο να τραγουδά κάθε στίχο μ' ένα δικό του ξεχωριστό τρόπο. Αυτός ήταν ο Μύρων Σκουλάς...
  Γεννήθηκε το 1954 στα Ανώγεια Ρεθύμνης. Περιοχή με πολλούς μουσικούς, ένας εξ αυτών ήταν και ο Μύρων ο Σκουλάς. Έζησε τα παιδικά του χρόνια σε ένα άκρως παραδοσιακό περιβάλλον όπου νωρίς φάνηκε ότι το ταλέντο του στο να γράφει μαντινάδες ήταν μεγάλο. Επίσης ερασιτεχνικά άρχισε να ασχολείται και με το μαντολίνο. Συνεργάστηκε κυρίως με τον Μιλτιάδη Σκουλά, έναν επίσης πολύ καλό οργανοπαίχτη (μαντολίνο). Δισκογραφικά έχει να επιδείξει αρκετούς προσωπικούς δίσκους, δύο δίσκους σε συνεργασία με τον Μιλτιάδη Σκουλά που έγραψαν ιστορία στο χώρο της Κρητικής μουσικής και αρκετές συμμετοχές.
  Δυστυχώς άφησε την τελευταία του πνοή σε ηλικία 48 ετών, χτυπημένος από την επάρατη νόσο..."Ο Μύρων ο Σκουλάς ήταν ένας ξεχωριστός άνθρωπος και καλλιτέχνης. Ήταν μερακλής και τρομερός μαντιναδολόγος", θυμούνται για τον Μύρωνα Σκουλά οι συγχωριανοί του που τον έζησαν και πέρασαν μαζί του αξέχαστες στιγμές.

Κώστας Βασιλάκης
Το κείμενο παρατίθεται τον Οκτώβριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφία, της cretan-music.gr


Μελιδονιώτης Αντώνης (Περικλαντώνης)

ΑΠΟΔΟΥΛΟΥ (Χωριό) ΚΟΥΡΗΤΕΣ
  Τοπικός λυράρης του χωριού Αποδούλου της επαρχίας Αμαρίου Ρεθύμνης. Γεννήθηκε το 1907 στο Αποδούλου, όπου και έζησε μέχρι το θάνατό του, το 1983 (25 Ιουλίου).
  Είναι ο σημαντικότερος μουσικός της τοπικής κοινωνίας, στην οποία βέβαια υπήρχαν και άλλοι μουσικοί (λυράρηδες), όπως ο Νικόλαος Γιαννάκης ή Θραψανιώτης (πριν το 1900 - είχε αυτό το ψευδώνυμο επειδή ασκούσε το επάγγελμα του πιθαρά, όπως οι περισσότεροι κάτοικοι του χωριού Θραψανό Ηρακλείου), ο Περικλής Μελιδονιώτης (πατέρας του Περικλαντώνη), ο Χαρίδημος Βολανάκης, ο Σταύρος Βολανάκης, ο Νίκος Βολανάκης κ.λπ. ο τελευταίος ιδίως, ο «Νίκος του Σταύρο», κάτοικος Αυστραλίας εδώ και δεκαετίες, ήταν και περίφημος ριμαδόρος (λαϊκός ποιητής) και σώζονται αρκετές μαντινάδες του, αλλά και σατιρικές ρίμες για διάφορα περιστατικά, όπως ο θάνατος υποζυγίων (γαϊδάρων), συνηθισμένο θέμα σάτιρας μέχρι πριν λίγα χρόνια στα κρητικά χωριά. Οι ρίμες του Νίκο του Σταύρο διακρίνονται για το εξαιρετικό ύφος τους και το λεπτό χιούμορ που αποφεύγει την αισχρολογία.
  Αυτοδίδακτος, και ριμαδόρος επίσης και ο ίδιος, ο Περικλαντώνης διασκέδασε με τη λύρα του την κοινωνία του Αποδούλου και άλλων γειτονικών χωριών, όπως ο Αγιος Ιωάννης, η Αγία Παρασκευή και η Νίθαυρη, παίζοντας στις παρέες, τις καντάδες, τα πανηγύρια και τα γλέντια, χωρίς να παίρνει χρήματα. Εκτός από τα περίφημα αμαριώτικα πεντοζάλια και τους άλλους γνωστούς και σήμερα κρητικούς χορούς, έπαιζε και τους τοπικούς χορούς που συνηθίζονταν στην επαρχία Αμαρίου, δηλαδή τον τριζάλη, το λαζώτη, τον πανωμερίτη (προβατινίστικο), τον κατσαμπαδιανό και το μικρό-μικράκι. Η λύρα του συνοδευόταν με μαντολίνο και σπανιότερα λαούτο, που έπαιζαν αρκετοί Αποδουλιανοί, όπως ο Αγάπιος Φωτάκης (δεινός σατιρικός μαντιναδολόγος), ο Γιώργης Βολανάκης, ο Θεόδωρος Βολανάκης κ.α.
  Ο Περικλαντώνης ασκούσε το επάγγελμα του υποδηματοποιού (τζαγκάρη) και ήταν παντρεμένος με την Ευλαβία Δρυγιαννάκη (1918-2001), με την οποία απέκτησε τέσσερα παιδιά, τον Περικλή, το Νίκο, το Γιώργη και τη Μαρία. Σώζεται ιδιωτική ηχογράφησή του στη συλλογή του εξαίρετου σύγχρονου Αποδουλιανού λυράρη (και ανηψιού του) Κωστή Εμμ. Φωτάκη («Κωστή του Μανωλιό»), που ζει στο Ηράκλειο.

Θοδωρής Ρηγινιώτης
Το κείμενο παρατίθεται τον Οκτώβριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφία, της cretan-music.gr


Σηφακάκης Νικηφόρος

ΑΠΟΣΤΟΛΟΙ (Χωριό) ΣΥΒΡΙΤΟ
  Ένας εξαίρετος άνθρωπος, αισθαντικός λυράρης και καλλιτέχνης οργανοποιός, ολιγογράμματος, αλλά βαθιά φιλοσοφημένος, με πολλές ευαισθησίες και ποικίλα ενδιαφέροντα. Κατάγεται από τους Αποστόλους Αμαρίου του νομού Ρεθύμνης, αλλά ζει με την οικογένειά του στο γειτονικό Θρόνος Αμαρίου, όπου και εργάζεται «φιλοτεχνώντας μουσικά όργανα» με έμφαση στη λύρα. Το φιλόξενο σπίτι του είναι πόλος έλξης ανθρώπων που ενδιαφέρονται για την πολιτισμική κληρονομιά της Κρήτης, οι οποίοι πάντα φεύγουν ωφελημένοι από τη σπάνια εργασία του και την πολύτιμη συναναστροφή του.
  Διατηρεί πολύχρονη συνεργασία, ως οργανοποιός, με τον Ψαραντώνη, ενώ οι λύρες του, που η κατασκευή της καθεμιάς μπορεί να διαρκέσει μήνες ή και χρόνο (είναι γεωργός το επάγγελμα), διαφέρουν η μία από την άλλη τόσο στη φωνή όσο και στην εμφάνιση, συχνά μάλιστα και στις διαστάσεις (από λυράκια μέχρι λύρα διπλάσια της συνηθισμένης, το λεγόμενο λυροντσέλο). Διοχετεύοντας στο ξύλο τα συναισθήματά του από την ευαίσθητη σχέση του με το περιβάλλον και τον πολιτισμό (από τα κατσοπρίνια του Ψηλορείτη, που υψώνεται δίπλα στο χωριό του, ώς τον Όμηρο και τον Καζαντζάκη), έχει αποτυπώσει στις λύρες του μορφές όπως του Κύκλωπα ενώ καταβροχθίζει έναν σύντροφο του Οδυσσέα, το διπλό πρόσωπο της ανθρώπινης ψυχής (από μπροστά άνθρωπος κι από πίσω θεριό, που μόνο ο ίδιος ο λυράρης, την ώρα που βαστά το όργανο, το βλέπει -όπως μόνο ο καθένας από μάς γνωρίζει τα σκοτεινά βάθη της ψυχής του), των «αμαθιώ τη βρύση» (τη βρύση των δακρύων, που τόσο συχνά αναφέρεται στα παραδοσιακά μας τραγούδια) κ.τ.λ.
   Αν και ποτέ δεν έπαιξε λύρα ως επαγγελματίας μουσικός, φυλάσσει στο δοξάρι και στα δάχτυλά του σπάνιες σειρές από αμαριώτικα πεντοζάλια («πενταζάλια», στο τοπικό ιδίωμα) και πολύτιμες μνήμες από τις κοντυλιές παλαιότερων λυράρηδων του χωριού του (Θρονιανών), όπως ο πατέρας του, ο Τίτος ο Σπυθούρης, ο Στρατιδάκης, ο Μιχάλης Κουφάκης, ο θείος του Γιώργης Σηφακάκης («πολεμάρχος του 1912») κ.ά. Ο καθένας από αυτούς «έπαιζε στο δικό του μοτίβο, δεν έμοιαζε με τον άλλο». Έπαιζαν λίγα συρτά, αλλά κυρίως «πενταζάλια, σούστες, καστρινά» κ.λπ. Ο Σπυθούρης έπαιζε και τριζάλη, όμως η κοντυλιά αυτή του τριζάλη ξεχάστηκε. Μέρος της μουσικής τους, παιγμένη από το Νικηφόρο, έχει ηχογραφηθεί ανεπίσημα και βρίσκεται σε ιδιωτικές συλλογές.
   Ο ίδιος λέει:
«Δεκάξε χρονώ έσαξα την πρώτη μου λύρα. Ύστερα ασχολήθηκα με τα σίδερα, με τα ελαιουργεία, εγύρισα από το στρατό, από την Αθήνα, κι επειδή η μάνα μου δε μ' άφηνε να παίξω λύρα, για να γιάνω τον καημό μου έκατσα κι εκατασκεύασα μια λύρα με μεράκι, με προσοχή...»
«Δε θέλω να πειράξω τ' άλλα κοπέλια» (=να ανταγωνιστώ τους νέους οργανοποιούς), «γιατί εμείς πρέπει ν' ανοίξομε τσι πόρτες να περάσουνε τα κοπέλια κι εμείς να τρυπώξομεν οι γέροντες, αλλά για να μη με πειράξει κείνο το τρελό και να κάθομαι να παίζω ζάρια και χαρθιά στο καφενείο, κάνω αυτό. Δεν είμαι έμπορας, τροζοκουλτουριάρης είμαι, αλλά για μένα κουλτούρα είναι μία ιδιαιτέρα μόρφωση...»
«Ο προππάπους μου, αφέντης (=ο πατέρας) του παππού μου, ο Σηφογιώργης (=Γιώργης Σηφακάκης), έσαζενε βροντόλυρες κι είχενε τρεις βροντόλυρες κι εκρέμουνταν εις τον τοίχο. Κι όντεν απόθανεν η γυναίκα ντου, επειδή αυτός έκλαιγενε με τη μουσική, το πρωί 'θάψαν τη γυναίκα ντου και το μεσημέρι έπαιζε ντη λύρα στο κατώι. Και τσή 'χενε βγαρμένο το στύλο για να μη φωνιάζει δυνατά. Και μπαίνει η κόρη ντου, η θειά μου η γι-Αντρουλίνα (ήτονε μαμμή), και του λέει: «Για το Θεό, αφεντάκη (=πατερούλη), και το πρωί 'θάψαμε ντη μάνα μου κι εδά παίζεις τη λύρα;» Και στη κάνει: «Αφησέ με, μωρή, να μου περάσει το μεράκι...» Αυτός ήθελενε να ξεσπάσει, ο καθένα μας γυρεύει ένα τρόπο να ξεσπάσει, αλλά πρέπει να πάθεις χιλιάδες περιστατικά στη ζωή σου... Οι βροντόλυρές του δε σώζουνται, δεν προσέχομε, και ο πολύ ρεαλισμός μάς επέταξε την παράδοσή μας πέρα.»

Από ηχογραφημένη συζήτηση με το Γ. Γαβαλά και το Θ. Ρηγινιώτη, τον Απρίλιο του 1999 στο Θρόνος
Το κείμενο παρατίθεται τον Οκτώβριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφία, της cretan-music.gr


Σταγάκης Μανώλης

ΑΡΧΟΝΤΙΚΗ (Χωριό) ΛΑΠΠΑΙΟΙ
1913 - 1995
  Γεννήθηκε το Δεκέμβρη του 1913 στην Αρχοντική Ρεθύμνου από γονείς αγρότες και είχε 10 αδέλφια. Τελείωσε το δημοτικό σχολείο και μετά ασχολήθηκε με τη γεωργία. Παράλληλα ασχολούνταν και με τη μουσική παίζοντας λύρα. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1930 άρχισε από μόνος του, χωρίς ιδιαίτερες γνώσεις και εργαλεία, να φτιάχνει τη δική του λύρα, λόγω του ότι δεν τον συγκινούσαν ιδιαίτερα οι λύρες της εποχής εκείνης. Μετά από αυτή του την ενέργεια άρχισε να ασχολείται συστηματικά με την κατασκευή μουσικών οργάνων. Έτσι ερχόμενος στην πόλη (Ρέθυμνο) γύρω στο 1945, επαγγελματίας λυράρης πια, ανοίγει το πρώτο οργανοποιείο στην οδό Δημακοπούλου δίπλα στην "Μεγάλη Πόρτα" που λειτούργησε μέχρι το 1995.
  Ήταν από τους πιο ονομαστούς οργανοποιούς στην Κρήτη για πάνω από 50 χρόνια. Στην μετέπειτα πορεία του οργανοποιείου γύρω στο 1970-72 παίρνει την σκυτάλη ο Μιχάλης Σταγάκης, γιος του Εμμανουήλ και δουλεύουν παράλληλα. Ο Μιχάλης Σταγάκης έθεσε με τη σειρά του την δική του ανεξίτηλη σφραγίδα στην ιστορία της κατασκευής του κατεξοχήν μουσικού οργάνου της Κρήτης.
  Ο Μανώλης Σταγάκης, θεωρείται από τους αναμορφωτές της κρητικής λύρας στην οποία και "έδωσε" αρκετά χαρακτηριστικά του βιολιού και του μαντολίνου, δίνοντας της έτσι μεγαλύτερες μουσικές δυνατότητες. Δυστυχώς το 1995 διεκόπη η συνεχής παραγωγή των περίφημων μουσικών οργάνων των Σταγάκηδων λόγω του απροσδόκητου θανάτου του Μιχάλη Σταγάκη. Όμως μόνο για ένα μικρό χρονικό διάστημα και τούτο διότι σήμερα ο γιος του Μιχάλη - Μανώλης (όπως και ο παππούς του) - είναι ήδη ένας οργανοποιός τον οποίο έχουν προτιμήσει πολλοί και καταξιωμένοι καλλιτέχνες του χώρου.
  Ασφαλώς δεν είναι τυχαίο ότι οι μεγαλύτεροι λυράρηδες της Κρήτης, όπως ο Σκορδαλός, ο Μουντάκης, ο Κλάδος, ο Νίκος ο Ξυλούρης, κ.α., επέλεξαν τα όργανα που κατασκεύαζαν οι Σταγάκηδες. Οι λύρες τους, ακόμα και σήμερα θεωρούνται μεγάλης αξίας και είναι οι πιο ονομαστές στην Κρήτη...

Κώστας Βασιλάκης
Το κείμενο παρατίθεται τον Οκτώβριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφία, της cretan-music.gr


Ανυφαντάκης Γεώργιος

ΔΡΙΜΙΣΚΟΣ (Χωριό) ΛΑΜΠΗ
  Γεννήθηκε στη Δρύμισκο Αγ. βασιλείου Νομού Ρεθύμνης από τη Μαλαματένια και τον Παύλο Ανυφαντάκη. Η γενιά του κατάγεται από τα Δαριβιανά, αλλά ο πρόγονος του Κων/νος Ανυφαντάκης μετακόμισε στη Δρύμισκο και δημιούργησε εκεί ελαιοτριβείο. Ο Γεώργιος, το μικρότερο παιδί της οικογένειας τελείωσε το Δημοτικό, αλλά ο θάνατος του πατέρα του σε ηλικία μόλις 43 ετών, δεν του επέτρεψε τη φοίτηση του σε γυμνάσιο. Αρχισε να παίζει λύρα από 13 ετών, με μια λύρα που του χάρισε ο συγγενής του Αντώνης Μαράκης. Σταδιακά άρχισε να παίζει σε γάμους και άλλα γλέντια της περιοχής του και δεν άργησε να αναδειχτεί ως ένας από τους πιο αξιόλογους λυράρηδες της περιοχής του. Αριστος λυράρης ο Γιώργος Ανυφαντάκης διασκέδασε τους συγχωριανούς και φίλους του για πάνω από 30 χρόνια. Παντρεύτηκε την Όλγα Δημητρίου Πατσουράκη από τα Λευκώγεια και απέκτησαν 3 γιους. Ένας ακόμα από τους εκατοντάδες ερασιτέχνες παραδοσιακούς μουσικούς που γλέντησαν γενιές Κρητικών σε δύσκολα χρόνια...

Κώστας Βασιλάκης
Το κείμενο παρατίθεται τον Οκτώβριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφία, της cretan-music.gr


Amiton

ΕΛΕΥΘΕΡΝΑ (Αρχαία πόλη) ΑΡΚΑΔΙ
Amiton, of Eleutherae in Crete, is said to have been the first person who sung to the lyre amatory poems. His descendants were called Amitores (Amitores) (Athen. xiv.). There seems some corruption in the text of Athenaeus, as the two names Amiton and Amitores do not correspond. Instead of the former we ought perhaps to read Ametor.

Κακλής Μανώλης

ΕΠΙΣΚΟΠΗ (Χωριό) ΛΑΠΠΑΙΟΙ
  Γεννήθηκε στην Επισκοπή Ρεθύμνου και ασχολείται επαγγελματικά με το λαούτο από το 1969. Από πολύ νεαρή ηλικία είχε την τύχη να ζήσει από κοντά σ' ένα γλεντζέδικο ζωντανό περιβάλλον γεμάτο ακούσματα μουσικά, γνήσια παραδοσιακά, όπως του Μπαξεβάνη και του Νίκου του Μανιά. Οι δύο αυτοί λαγουτιέρηδες τον επηρέασαν βαθύτατα.
  Η τεχνική τους στο λαούτο και η έκφραση στο τραγούδι καθόρισαν την πορεία του νεαρού τότε καλλιτέχνη, ο οποίος πολύ γρήγορα σημείωσε τεράστια πρόοδο και εξέλιξη και μέχρι σήμερα αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους εκφραστές της κρητικής μουσικής παράδοσης. Ιδιαίτερα στο τραγούδι διακρίθηκε για την ερμηνεία του που την υπογράμμιζε μοναδικά η εξαιρετική "κρητική" χροιά της φωνής του.
  Έχει να παρουσιάσει πλούσια δισκογραφία και συνεργασίες με μεγάλους καλλιτέχνες όπως Νίκος Μανιάς, Ροδάμανθος Ανδρουλάκης, Ζαχ.Μελεσσανάκης, Θαν. Σκορδαλός, κ.α. και ανελλιπή ζωντανή παρουσία στα κρητικά κέντρα του νησιού, της Ελλάδας γενικότερα αλλά και του εξωτερικού. Η δεκαετία του 70 και του 80 θεωρούνται οι κορυφαίες στην καριέρα του Μ. Κακλή και ιδιαίτερα οι δισκογραφικές του συνεργασίες με το Ροδάμανθο και το Μελεσσανάκη.
  Παρά το σκληρό χτύπημα της μοίρας που έπληξε την οικογένεια του (έχασε την κόρη του Μαρίνα), ο Μανώλης Κακλής με την παρότρυνση των φίλων και θαυμαστών του, συνεχίζει να μαγεύει με το τραγούδι του.

Κώστας Βασιλάκης
Το κείμενο παρατίθεται τον Οκτώβριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφία, της cretan-music.gr


Nίκος Μανιάς

1931
  Ο Νίκος Μανιάς γεννήθηκε το 1931 στην Επισκοπή Ρεθύμνου. Αρχισε από μικρός να ασχολείται με την μουσική και ξεκίνησε με λύρα την οποία όμως γρήγορα εγκατέλειψε για χάρη του λαούτου. Την πρώτη του δημόσια εμφάνιση την κάνει μόλις 14 ετών πλάι στο λυράρη Κυριάκο Μαυράκη. Η πρώτη δισκογραφική δουλειά κυκλοφορεί το 1953 σε δίσκο 78 στροφών με τον Κώστα Μουντάκη, μια συνεργασία που απέφερε μερικά από τα πιο κλασσικά κομμάτια στην ιστορία της Κρητικής μουσικής.
  Ο Νίκος Μανιάς έχει επίσης να επιδείξει συνεργασίες με μεγάλα ονόματα όπως τον Θανάση Σκορδαλό, το Βαγγέλη Μαρκογιαννάκη, το Γιώργο Καλομοίρη, το Νίκο Σωπασή, το Βασίλη Σκουλά, το Γεράσιμο Σταματογιαννάκη, κ.α. Ερμήνευσε επίσης με ανεπανάληπτο τρόπο, σειρά τραγουδιών, τα λεγόμενα ταμπαχανιώτικα, που αποτέλεσαν σταθμό στην ιστορία της μουσικής της Κρήτης όπως "Αμέτεμε στην εκκλησιά", "Πες μου και γιάιντα τη χτυπάς", και άλλα συνθέσεις κυρίως του Βαγγέλη Μαρκογιαννάκη. Πάθος μεράκι και σεβασμός χαρακτηρίζουν τον «άρχοντα» ή και «αηδόνι» της Κρήτης, όπως κατά καιρούς έχει χαρακτηριστεί ο Νίκος Μανιάς. Από το 1958 ζει στο αγαπημένο του Ρέθυμνο, με τη σύζυγό του και τα δύο παιδιά του.

Κώστας Βασιλάκης
Το κείμενο παρατίθεται τον Οκτώβριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, της cretan-music.gr


Κατσαμάς Μανώλης

ΕΡΦΟΙ (Χωριό) ΑΡΚΑΔΙ
1924 - 1996
  Γεννήθηκε στους Έρφους Μυλοποτάμου του νομού Ρεθύμνης το 1924.
  Προικισμένος λυράρης με δεκαετίες θητείας στο κρητικό γλέντι, έπαιξε σε πολλές περιοχές της Κρήτης, κέρδισε το θαυμασμό και παρέμεινε στη μνήμη όλων όσοι τόνε γνώρισαν, ως χαροκόποι (=γλεντιστάδες), ή συνεργάστηκαν μαζί του, ως πασαδόροι λαγουθιέρηδες. Η παρουσία του στην κρητική μουσική του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα είναι σεβαστή και υπολογίσιμη.
  Εκτός από τη δεξιοτεχνία του, ήταν από τους μουσικούς που «ήξεραν να στήνουν γλέντι», πράγμα που τον ανέδειξε και τον καθιέρωσε ανάμεσα στους μερακλήδες του καιρού του, εκείνους που «ανάγκαζαν» το λυράρη να προσέχει και την τελευταία λεπτομέρεια στο παίξιμό του, γιατί απαιτούσαν την «καλή λύρα» για να διασκεδάσουν, και είτε τον αντάμειβαν (ηθικά και υλικά, με το τακτικό παρόν τους στα γλέντια του) είτε τον περιφρονούσαν.
  Διέθετε ξεχωριστό, ονομαστό «χρώμα» στο παίξιμό του και «χρωμάτιζε» μ' αυτό όλα τα τραγούδια που έπαιζε, συνθέσεις διαφόρων καλλιτεχνών, προσαρμόζοντάς τα στο ιδιαίτερο και αναγνωρίσιμο ύφος του. Παρά το ότι, δυστυχώς, το δισκογραφικό του έργο ήταν περιορισμένο, ο συρτός του «Ζητιάνος» κατατάσσεται στα κλασικά κομμάτια της «χρυσής εποχής» της ρεθεμνιώτικης μουσικής (δεν πρέπει να συγχέεται με το ομότιτλο, αλλά εντελώς διαφορετικό, συρτό του Κ. Μουντάκη). Αλλες δισκογραφικές επιτυχίες του Μαν. Κατσαμά που μπορέσαμε να καταγράψουμε είναι τα : "Σημάδι μου χεις στην καρδιά", "Στην αγάπη μας δε θέλω καταδότες", "Μια ψηλομελαχροινή", "Κάθε καρδιά που αγαπά", "Φεύγω αγάπη μου στα ξένα", "Γιατρός είσαι στην πληγή", με συνοδεία το Γιάννη Μαρκογιαννάκη και τους γιους του Γιώργη και Βασίλη.
  Καλλίφωνος και με μεγάλες φωνητικές αντοχές, ακόμη και την τρίτη συνεχόμενη μέρα του γλεντιού, την ώρα που ξυπνούσε - μετά τον ελάχιστο ύπνο που «έκλεβαν», αν ήταν τυχεροί, σε καμιά γωνιά οι οργανοπαίχτες - «άκουες τη φωνή του σαν τ' αηδονιού» να λέει μαντινάδες στο σιγανό πεντοζάλη, με δυο κύκλους χορευτές τον ένα μέσα στον άλλο, και φυσικά ακουγόταν απ' όλους χωρίς μικρόφωνο. Πέθανε σε ηλικία 72 ετών το 1996, αφού ταλαιπωρήθηκε για μεγάλο χρονικό διάστημα από την επάρατη νόσο. Συνέχισε να παίζει με αξιοθαύμαστο κουράγιο ακόμη και λίγους μήνες πριν το θάνατό του. Τα παιδιά του (οι Κατσαμάδες) συνεχίζουν, το καθένα με τον τρόπο του, τη μουσική παράδοση της οικογένειας.

Το κείμενο παρατίθεται τον Οκτώβριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, της cretan-music.gr


Φλουρής Μιχάλης (Καρεκλάς)

ΘΕΟΔΩΡΑ (Χωριό) ΚΟΥΛΟΥΚΩΝΑΣ
1927
Αποσπάσματα από την ανακοίνωση του Θ. Ρηγινιώτη «Λαϊκοί μουσικοί στο Μυλοπόταμο - Η περίπτωση του Μιχάλη Φλουρή ή Καρεκλά από τη Θεοδώρα Μυλοποτάμου», στο Διεθνές Συνέδριο για το Μυλοπόταμο που πραγματοποιήθηκε στο Πάνορμο Μυλοποτάμου το τελευταίο δεκαήμερο του Οκτωβρίου 2003.
Ξεκίνημα
  Ο Μιχάλης Φλουρής γεννήθηκε το 1927 στο μικρό χωριό Θεοδώρα της επαρχίας Μυλοποτάμου του νομού Ρεθύμνης, όπου και μεγάλωσε. Παιδί πολυμελούς αγροτικής οικογένειας («δυο αγόρια και έξε αδερφίδες»), έζησε από τα μικρά του χρόνια τη φτώχεια και τη σκληρή αγροτική εργασία, όπως όλα τα παιδιά των χωριών. Τη μουσική πρωτογνώρισε από τους τοπικούς μουσικούς της περιοχής του, όπως ο Χαράλαμπος Σωπασής από τα Χελιανά, ο Μαρκομιχάλης από το Χώνος, ο θείος του Γιάννης Φλουρής από τη Θεοδώρα που «έπαιζε τον πρώτο σκοπό του συρτού» (λυράρηδες και οι τρεις -έπαιζαν λυράκια, απ' αυτά που κυριαρχούσαν τότε), αλλά και ο άλλος θείος του, ο Μύρος, που έπαιζε στην ασκομαντούρα του «πολύ ωραία πεντοζάλι».
  Ο Μιχάλης είχε από παιδί έντονη την έφεση της μουσικής, με αποτέλεσμα, σε προσχολική ηλικία, να ζητήσει μια λύρα από τον παππού του («μια μπερόνα τση καρέκλας έσκισενε -ούτε ταβλί- και μού 'βαλεν ένα συρματάκι και είχε κι ένα, με συχωρείτε, ένα μουλάρι και μού 'καμεν ένα δοξαράκι με τσι τρίχες τσ' οράς») και να κατασκευάσει αργότερα, στο δημοτικό, μόνος του μιαν αυτοσχέδια λύρα παιχνίδι, που την έκρυβε το πρωί έξω απ' το σχολείο, για να μην του τήνε πάρουνε τ' άλλα παιδιά.
  Στα 17 του χρόνια, Οχτώβρη του '45 (1945), έτυχε σ' ένα γάμο στο κοντινό χωριό Μακρυγιάννι, όπου το γλέντι βαστούσε ο διάσημος λυράρης από την πόλη του Ρεθύμνου (κατ' ουσίαν από τα Περιβόλια Ρεθύμνου) Αντώνης Παπαδάκης ή Καρεκλάς συνοδευόμενος, στο λαούτο, από τον έφηβο ακόμη και αργότερα κορυφαίο λαγουθιέρη από το Σπήλι Αγίου Βασιλείου Γιάννη Μαρκογιαννάκη (Μαρκογιάννη). Ο Μαρκογιάννης, όπως και ο Μιχάλης Φλουρής, ήτανε με κοντά παντελόνια - «απού τη γ-κούνια έπαιζε το λαούτο», κατά την έκφραση του Μιχάλη. Ήταν ένας γάμος σχετικά μεγάλος σε κάλεση (πλήθος καλεσμένων), κάπου χίλιοι άνθρωποι, και το γλέντι κρατούσε, κατά το συνήθειο της εποχής, ένα τριήμερο. Ο Μιχάλης πλησίασε τα όργανα, που είχαν ήδη αρχίσει να παίζουν (ο ίδιος δεν ενδιαφερόταν για το φαγοπότι, μόνο για τη μουσική), και ο μεγάλος Καρεκλάς, βλέποντας το ενδιαφέρον του, τον κάλεσε να καθίσει κοντά τους όλη τη νύχτα και να μαζώνει τα λεφτά από τα χαρίσματα που θα βάνανε στους μουσικούς οι μερακλήδες κατά το χορό τους. Έτσι κι έγινε -κάποια στιγμή μάλιστα ο Καρεκλάς έβαλε το Μιχάλη να τραγουδήσει ένα σκοπό (που μάλλον ήταν ο κολυμπαριανός συρτός, γνωστός από το σπουδαίο βιολάτορα του νομού Χανίων Μαύρο, κατά την ανάμνηση του Μ.Φ.: «όλα ό,τι έπαιζεν ο Καρεκλάς δεν τα θυμούμαι- εκείνο τόνε θυμούμαι πολύ καλά- εκείνο τον εσυχνόπαιζενε») και διαπίστωσε έτσι ότι έχει την αίσθηση του ρυθμού, δηλαδή ξέρει να μπαίνει. Διαπίστωσε επίσης, από την κατασκευή των δαχτύλων του (ιδίως από το σχήμα των νυχιών), ότι αυτός ο νέος «μπορεί να μάθει λύρα». Έτσι, μετά το τριήμερο γλέντι τον κάλεσε ευθέως να έρθει στο Ρέθυμνο και να παραμείνει κοντά του για κάποιο χρονικό διάστημα για να του δείξει λύρα.
  Φύσει συνεσταλμένος, ο Μιχάλης επέστρεψε στη Θεοδώρα (όπου είχε γίνει γνωστό, από στόμα σε στόμα, ότι ο Μιχάλης του Μιχαλογιώργη ετραγούδηξενε στο γάμο) και ζήτησε τη γνώμη και, ουσιαστικά, την άδεια του πατέρα του για να ανταποκριθεί στο κάλεσμα του σπουδαίου μουσικού. Ο πατέρας του, κατά τη διήγηση του ίδιου του Μ.Φ., δέχτηκε αμέσως (πράγμα που μάλλον πρέπει να μας εντυπωσιάσει, γιατί οι άνθρωποι της εποχής εκείνης συνήθως δεν ήθελαν να γίνουν τα παιδιά τους μουσικοί -μάλιστα τα απέτρεπαν όσο μπορούσαν- γιατί οι μουσικοί, όπως είναι ευνόητο, ήταν άνθρωποι που εργάζονταν νύχτα, αντιμετώπιζαν μεθυσμένους κ.λ.π., συχνά έλειπαν από το σπίτι τους πολλά μερόνυχτα και φυσικά δεν αμείβονταν καθόλου ικανοποιητικά -με δυο λόγια, δεν πρόκοβαν). «Και κι άλλοι του το λέγανε». Έτσι, ο Μιχάλης «μετά λίγες μέρες» πήγε στο Ρέθυμνο και έμεινε αρχικά κοντά στον Καρεκλά και την οικογένειά του (φιλοξενούμενος) δύο μήνες, κατά τους οποίους έμαθε πολλά για το χειρισμό της λύρας.
  Ο ίδιος θυμάται με ευγνωμοσύνη τη φιλοξενία της οικογένειας του Καρεκλά και με ιδιαίτερη αγάπη τη γυναίκα του («πολύ αγαπητή, δε θα την ξεχάσω, μ' αγαπούσε όπως το παιδί τζη»), είναι δε χαρακτηριστικός στην περιγραφή της διδασκαλίας του δασκάλου του [...]
  Τα βράδια πήγαιναν στου Δαμανάκη την ταβέρνα, στον Πλάτανο (κεντρική πλατεία στην παλιά πόλη του Ρεθύμνου -στα χαρθιά πλατεία Τίτου Πετυχάκη), όπου έκαναν «πρακτική». Ομως μετά τις δέκα η ώρα ο Καρεκλάς έδιωχνε το μαθητή του πίσω στο σπίτι, προφανώς για να μην του μεταδώσει την κακή (και επιβλαβή) συνήθεια του ξενυχτιού. «Καμιά φορά» (θυμάται ο Μιχάλης) «'θελα με πάρει σε κανα γλέντι - ή αρραβώνιασή 'τονε ή βάφτισή 'τονε, θυμάμαι- αλλά πάλι άμα 'θελα πάει δέκα έντεκα η ώρα μ' έδιωχνενε. Δε μ' έφηνε να ξενυχτίσω 'γώ. "Να πας πίσω" μού 'λεγενε».
  Επιστρέφοντας στο χωριό (όπου «δεν τον εγνωρίσανε», γιατί είχε αναζωογονηθεί από την ξέγνοιαστη και ξεκούραστη ζωή στη χώρα), επιδεικνύει με ενθουσιασμό τη νέα του τέχνη σε συγκεντρώσεις συγγενών και φίλων στο πατρικό τους σπίτι -αργότερα επιστρέφει στο Ρέθεμνος για άλλους δυο μήνες, όπου ολοκληρώθηκε η διδασκαλία και επέστρεψε τελικά στο χωριό. Έπαιζε ερασιτεχνικά και το πρώτο ντου γλέντι ήτονε το '48, στου Κωσταντογιάννη το γάμο, εδώ στο χωριό (στη Θεοδώρα). Χωρίς πασαρόρο (συνοδό), ίσα ίσα ένας ξάδερφός του εκράθιε πάσο μ' ένα μαντολινάκι [πράγμα συνηθισμένο την εποχή εκείνη στα χωριά -ενώ ο Καρεκλάς, θυμάται ο Μ.Φ. έπαιζε πάντα με πασαδόρο, συχνά το Μαρκογιάννη και κάποτε το Στέλιο Φουσταλιέρη με το μπουζούκι (μπουλγαρί) του]. Η πρώτη λύρα του Μιχάλη ήταν αγοραστή και κατασκευάστηκε από το Ρεθεμνιώτη οργανοποιό Αντρέα Κανακάκη (ο Καρεκλάς τού τον σύστησε). Αργότερα άρχισε τη δράση του ο διάσημος Ρεθεμνιώτης οργανοποιός Μανώλης Σταγάκης -λύρες του οποίου έπαιξαν όλοι οι Ρεθεμνιώτες μουσικοί της περιόδου εκείνης- και ο Μ.Φ. πήρε και απ' αυτόν λύρα.
  Με την επιστροφή του ο Μιχάλης έλαβε αμέσως από την τοπική κοινωνία του χωριού του το παρανόμι Καρεκλάς (λόγω του διάσημου δασκάλου του), το οποίο δέχτηκε με ικανοποίηση αλλά και με τη μόνιμη σεμνότητά του, και άρχισε να συμμετέχει έντονα στην όλη κοινωνική ζωή του χωριού του και των χωριών της γύρω περιοχής (Χώνος, Αΐμονα, Χελιανά, Αλόιδες, Δοξαρό κ.λπ.), «κατά τα έθιμα του τόπου», όπως λέει. Η παρουσία του ήταν σταθερή σε γάμους, βαφτίσεις, πανηγύρια σε μνήμη αγίων, αλλά και παρέες στο καφενείο, καντάδες κ.λπ.-συχνά τον επαίρνανε οι φίλοι ντου από τα γύρω χωριά κι εκάνανε παρέα στο χωριό τους. Ήταν ο πρώτος «επαγγελματίας» (όπως χαρακτηρίζεται από το κοινό, μαζί με όλους τους μουσικούς της κλάσης του) όλης της περιφέρειας (της γύρω περιοχής), δηλαδή ο πρώτος συστηματικός μουσικός, με πλούτο ρεπερτορίου και δεξιοτεχνία ανώτερη των τοπικών ομοτέχνων του.
  Οι άλλοι μουσικοί του χωριού, καθαροί ερασιτέχνες που κουτσοπαίζανε κάποιο μουσικό όργανο [όπως εκείνοι που ανέφερα στην αρχή, αλλά και ο Κωστονικόλας, που ωστόσο είχε και πεντοζάλι δικό του (δηλ. κοντυλιές του σιγανού πεντοζάλη), άρα πρέπει να ήταν σημαντικός πριν υποτιμηθούν οι «ερασιτέχνες»], εγκατέλειψαν φυσικώ τω λόγω όταν καθιερώθηκε και επιβλήθηκε ο ημιεπαγγελματίας πλέον νέος λυράρης...
  Έτσι άρχισε η αλληλεπίδραση του νεαρού Καρεκλά με τον πληθυσμό των τοπικών κοινωνιών της περιοχής και ιδιαίτερα με τους μερακλήδες της περιφέρειας (χορευτάδες, τραγουδιστάδες, παρεϊστάδες κ.λπ.), όπως οι ονομαστοί χορευτές Κώστας του Κωστογιάννη από τη Θεοδώρα, Μύρος Σαπουντζής από το Μακρυγιάννι (που έγινε ευρύτερα γνωστός λόγω της καθοριστικής παρουσίας του σε χορευτικά συγκροτήματα Κρητών στην Αθήνα -όπου και ζει σήμερα), Δημήτρης Σαμόλης (ή Μπίρμπης) κ.ά. Οι μερακλήδες αυτοί αφ' ενός βρήκαν επιτέλους το νέο άνθρωπο που ικανοποιούσε τις ανάγκες και τις απαιτήσεις τους και αφ' ετέρου επέδρασαν οι ίδιοι στην ποιότητα και το περιεχόμενο της μουσικής του και στην τελειοποίηση του παιξίματός του, με τις απαιτήσεις τους για ποιότητα στην ψυχαγωγία τους.
  Ο Καρεκλάς έγινε ο διασκεδαστής της περιοχής, ο τοπικός βάρδος, και επιτέλεσε όλες τις λειτουργίες που αναφέραμε για τους λαϊκούς μουσικούς της Κρήτης στην αρχή του παρόντος.
  Ως εκ της εποχής του, το ρεπερτόριό του ήταν το κλασικό -και αναγνωρίσιμο στις μέρες μας από το ευρύ κοινό ως κρητικό ρεπερτόριο- όπως είχε αρχίσει να διαμορφώνεται ήδη κατά το τέλος της προηγούμενης περιόδου: κατά κύριο λόγο συρτά (ήδη οι Ρεθεμνιώτες λυράρηδες ηχογραφούσαν κυρίως συρτά από την πρώτη εμφάνιση της δισκογραφίας στην Κρήτη, αρχές της δεκαετίας του 1930, αλλά καθοριστική ήταν και η συμβολή του Θ. Σκορδαλού, που ηχογράφησε δεκάδες συρτά -δικά του και διασκευές- προσφέροντας στους κατά τόπους συναδέλφους του ένα μουσικό θησαυρό), αλλά, ακόμη, και αρκετά πεντοζάλια, μεταξύ των οποίων «ένα χτυπητό πεντοζάλι του Κωστονικόλα, ένα καλό πεντοζαλάκι» και «ηρακλειώτικα». Έπαιζε επίσης σούστα, όπου απέδιδε (ή «προσπαθούσε ν' αποδώσει» κατά τον ίδιο) τα θρυλικά πατήματα του Καρεκλά, και καστρινό (μαλεβιζώτη- «ελαφρύ, σιγανό καστρινό» παίζανε οι προ αυτού μουσικοί της περιοχής, ενώ ο ίδιος έζησε τη μεταβολή του καστρινού προς το ταχύτερο). Όταν υπήρχε συνοδεία πασαδόρου μπορεί να παίζανε και το δύσκολο, μη χορευτικό, σταφιδιανό, αλλά και τα περίφημα, ευρύτατα διαδεδομένα, «ευρωπαϊκά», «ταγκώ, βαλς, φοξ- εδώ τα χορεύαμε. Όμως εχόρευε και σεμνά ο κόσμος, ήτανε διασκεδαστικό να του παίξεις ένα ευρωπαϊκό» [όμως είναι κάπως επιφυλακτικός για τα σημερινά μπουζούκια, από διαίσθηση πιο πολύ] - «τα μάθαμε από δίσκους, όπως ο Μπιθικώτσης, ο Πουλόπουλος, και άλλοι...». Τον Ερωτόκριτο τον γνωρίζει και τον αγαπά [«τον εμάθαμ' από παλιά, είχενε ο θείος μου ο Μύρος το βιβλίο του Ερωτόκριτου, μ' άρεσενε να το λέει εκείνος, να το διαβάζει» -και οι γονείς του όμως ήξεραν αποσπάσματα και τα τραγουδούσαν - «νομίζω από την 300 σελίδα ήταν το απόσπασμα που λέει "λέγει της το με ρώτηξες να σου το πω και γροίκα..."» (είναι ένα από τα πιο δραματικά, γι’ αυτό αγαπητά και πολυτραγουδισμένα, αποσπάσματα του Ερωτόκριτου, από το τελευταίο μέρος του έργου, όπου ο Ερωτόκριτος, μεταμφιεσμένος, διηγείται ψεύτικα στην Αρετή ότι δήθεν ο αγαπημένος της πέθανε, για να δοκιμάσει την αγάπη της)], έπαιζε αποσπάσματα που είχαν ηχογραφηθεί κατά καιρούς από λυράρηδες, όπως ο Ν. Ξυλούρης και ο Κ. Μουντάκης, αλλά και στίχους που θυμόταν ο ίδιος («άπαξ και παίζεις Ερωτόκριτο, όσο θέλεις παίζεις»). Ήταν ένα τραγούδι ιδιαίτερα αγαπητό στο κοινό, από εκείνα που παρεμβάλλονταν κάποιες στιγμές στο γλέντι «για να ξεκουραστεί κι ο κόσμος», όπως και το Όσο βαρούν τα σίδερα, και λίγα ριζίτικα («τα πασίγνωστα»), όπως το Ριζιμιό χαράκι, η Ξαστεριά, ο Διγενής, Αγρίμια κι αγριμάκια μου, Σαν εβαφτίστη το παιδί κ.τ.τ. («αυτά τα μάθαμ' εμείς από παλιά, από τσι παλιούς, πρι να τα γράψουνε στσι δίσκους»). Ριμαδόροι, που να βγάνουνε μαντινάδες συνεχόμενες («σαν το συναξάρι»), «στ' Ανώγεια ήτονε», στην περιοχή των δικών τους χωριών δε θυμάται.
Επαγγελματισμός
  
Εκτός από την περιοχή του, ο Καρεκλάς συμμετείχε σε αμέτρητα γλέντια πάσης φύσεως στην ευρύτερη περιοχή του Μυλοποτάμου (Λιβάδια, Ζωνιανά, Βενί, Αξό κ.λπ.) και λίγες φορές επεκτάθηκε στ' Αμαριώτικα (βάφτιση στους έρημους εδώ και λίγα χρόνια Γουργούθους Αμαρίου) και σε πιο απομακρυσμένα χωριά: έφτασε μέχρι τη Μεσσαρά, στον Καμαριώτη, ενώ μια φορά πήγε στο Ροδάκινο και μια φορά στη Στεία (Σητεία), λίγο μετά το 1970, όπου έπαιξε σε βάφτιση και σε γάμο.
  Τη λύρα του συνόδευσαν πολλοί πασαδόροι (λαγουθιέρηδες συνοδοί), με τους οποίους συνδέθηκε πάνω απ' όλα φιλικά, γιατί «άμα δεν αγαπάς το συνεργάτη σου, να υπάρχει αθρωπιά...» - εκτός από τους κορυφαίους αδελφούς Μαρκογιάννηδες (Γιάννη και Βαγγέλη) και Ψαρογιάννη, έπαιξε και με πολλούς λαγουθιέρηδες της εποχής από τους λιγότερο γνωστούς πλέον, αλλά στυλοβάτες της κρητικής μουσικής παράδοσης (αφού η λύρα ένιωθε ανασφάλεια πλέον να παίζει μόνη της) και πολύ αγαπητούς στη γενιά τους, όπως οι Ρεθεμνιώτες (από το νομό Ρεθύμνης) Γιώργης Θυμιατζής, Αντρέας Γαλερός και Μανούσος Πανταγιάς, ο Γιάννης Αποστολάκης από την Αγιά Βαρβάρα Ηρακλείου, «έναν από την Ασή Γωνιά, αριστερά έπαιζενε, ξεχνώ τ' όνομά ντου... απ' το Γεράνι ένα μπασαδόρο...» κ.ά. Βέβαια τα πρώτα χρόνια έπαιξε με φυσικό ήχο, χωρίς υποστήριξη από μηχανικά μέσα, αφού δεν υπήρχε ηλεκτρισμός στην περιοχή. Το ρεύμα ήρθε μετά το '66-'67, οπότε άρχισε και η χρήση φορητών ενισχυτών- «αλλά έχω παίξει και με τα μέσα πού 'ναι σήμερα», λέει -γιατί συνέχισε το έργο του μέχρι το 1984, οπότε, μετά από δέκα χρόνια γάμου (παντρεύτηκε το 1974), από τη σκληρότητα της Μοίρας, «έμεινε μόνος».
  Όπως και για όλους τους μουσικούς της εποχής, το οικονομικό κέρδος από τη δουλειά του ήταν στην αρχή μικρό και σταδιακά όλο και μεγαλύτερο («Κέρδος ήτονε... στις αρχές λίγο πράμα. Εκάναμε όμως και καλά γλέντια. Από οικονομικής άποψης, πολύ χρήμα. Όσο επήγαινε ο καιρός τα πράματα ερχότανε πιο καλά...»), αρκετό όμως για να τον βοηθήσει να εκπληρώσει τις προσωπικές και οικογενειακές υποχρεώσεις του παράλληλα με τις αγροτικές εργασίες: «πενήντα χρόνια δούλεψα 'γώ στη λύρα πάνω. Δόξα τω Θεώ, αποπεράτωσα το έργο μου».
  Χαρακτηριστικό όχι μόνο της εποχής, αλλά και του ήθους του ανθρώπου, είναι ένα επεισόδιο στο προαναφερόμενο γλέντι στσι Γουργούθους Αμαρίου, όπου μάλιστα έπαιξε μόνος του, χωρίς πασαδόρο (πράγμα ριψοκίνδυνο για την εποχή): ένας παπάς, πολύ μερακλής, από το κέφι στο οποίο είχε περιέλθει, καθώς χόρευε του έβαλε το πορτοφόλι του στο μπέτη (στο στήθος, μέσα στο πουκάμισό του)- ο Καρεκλάς συγκλονίστηκε και τρόμαξε - και λίγο αργότερα, διακριτικά, του έστειλε πίσω το πορτοφόλι χωρίς καν να κοιτάξει τί είχε μέσα. Ωστόσο, αν και ο Μ.Φ. βρέθηκε στην εποχή που οι λυράρηδες πέρασαν από τον ερασιτεχνισμό στον επαγγελματισμό, παρέμεινε ημιεπαγγελματίας, λόγω των συνθηκών και της περιορισμένης εμβέλειάς του έναντι της κολοσσιαίας, για τα μέτρα του χώρου, εμβέλειας των «μεγάλων».
  Ο συνεσταλμένος χαρακτήρας του («δεν είχα και την απόφαση») και οι οικογενειακές του υποχρεώσεις [«μέχρι το '68 είχα πέντε αδερφές ελεύθερες, και έτσι έκατσα στο σπίτι 'δώ πέρα και συντήρησα το σπίτι μου» με τη βοήθεια και της λύρας, αλλά και «χωρίς τη λύρα (δηλ. εκτός από τη λύρα), εγώ ασχολήθηκα και με γεωργικά»] δεν του επέτρεψαν να επιδιώξει την καθιέρωση μέσω της δισκογραφίας, βήμα καθοριστικό και τότε και σήμερα, κι έτσι το παίξιμό του δεν αποτυπώθηκε ηχητικά (όπως και τόσων άλλων μουσικών της Κρήτης, που επέδρασαν στις τοπικές κοινωνίες και μόνο τα ονόματά τους πλέον γνωρίζουμε)- αυτό οφείλεται, επιπλέον, στο γεγονός ότι δεν ήταν συνθέτης («δεν έγραψα κομμάθια δικά μου, γιατί είχα μια πολυμελή οικογένεια και είχα υποχρεώσεις, δε μού 'μενε καιρός» - «μόνο τα τελευταία χρόνια έχω δύο σκοπούς μελετήσει και τους παίζω, δύο συρτούς, δική μου μουσική, δικές μου μαντινάδες», οι οποίοι όμως είναι ανέκδοτοι και ήδη ο Καρεκλάς έχει εγκαταλείψει την ενεργό δράση), όμως, αν ήθελε θα μπορούσε να τριμυστηρευτεί (να δραστηριοποιηθεί) και να εμφανίσει πλούσια δισκογραφία, όπως έκαμαν πολλοί, λεηλατώντας το πολύκαρπο και αφύλαχτο, τουλάχιστον στην εποχή του, περιβόλι της μουσικής παράδοσης.
  Στο ρεπερτόριό του περιελάμβανε, μεταξύ άλλων και εκτός από τσι σκοπούς του Καρεκλά (του δασκάλου του), με τους οποίους είχε ξεκινήσει, συρτά του Μουντάκη και του Λεωνίδα Κλάδου (τους οποίους γνώριζε προσωπικά, όπως και τους άλλους Ρεθεμνιώτες «κλασικούς» της εποχής), αλλά ενίοτε (σε παρέα ή γάμο με Χανιώτες γαμπρούς της περιοχής π.χ.) και κομμάθια των μεγάλων μουσικών του νομού Χανίων, όπως ο Χάρχαλης, ο Μαύρος, οι Κουτσουρέληδες, ο Ναύτης κ.λπ., τους οποίους δε γνώριζε, αλλά παρακολουθούσε με θαυμασμό και αγάπη στο ραδιόφωνο. Ωστόσο, καθοριστική ήταν η συνάντησή του με το πρόσωπο και το έργο του Θανάση Σκορδαλού. «Ο πρώτος δάσκαλός μου ήτον ο Καρεκλάς» λέει «μετά, όμως, με την πάροδο του χρόνου, ακούετ' ο Σκορδαλός ο Θανάσης. Εγώ, μόλις άκουσα το Σκορδαλό...» (μορφασμός επιδοκιμασίας). Τον ακούει πρώτα στο ραδιοφωνικό σταθμό Χανίων, σε ζωντανές εκπομπές με το Μαρκογιάννη, τις οποίες παρακολουθεί ανελλιπώς. «Ήρθενε στην έμπνευσή μου ο Θανάσης Σκορδαλός. Κι ο Μουντάκης, βέβαια. Εγώ πρώτα γνωρίστηκα με το Μουντάκη, στου Σταγάκη, και με τον Καλογρίδη το Γιώργη. Αλλά μου μπήκε του Σκορδαλού η μουσική αμέσως- άμα θελ' ακούω το Σκορδαλό...» (κάνει μια εκφραστική χειρονομία που δηλώνει ψυχική ανάταση).
  Η μουσική, αλλά και το ιδιαίτερο ύφος, του Σκορδαλού τον επηρεάζουν εμφανώς, όπως επηρέασαν και πλήθος άλλων «σκορδαλικών» λαϊκών μουσικών του νομού Ρεθύμνης και όχι μόνο- γνωρίζει τους σκοπούς του και τους αποδίδει με τρόπο που ικανοποιεί τους μερακλήδες. «Παίξε μας, Καρεκλά, μια σκορδαλιά!» ήταν μια συνηθισμένη παραγγελία που του δίδανε σε γλέντια. Αργότερα γνώρισε και προσωπικά το Σκορδαλό, σε μια παρέα στη Θεοδώρα, λίγο πριν το 1967, και έπαιξε μαζί του, παίρνοντας και την επιδοκιμασία του και την πιεστική πρόταση να τον ακολουθήσει στο Ηράκλειο (ευνοϊκό χώρο για τους επαγγελματίες μουσικούς), πράγμα που όμως δεν έκανε, λόγω χαρακτήρα.
  Αλλος ένας παράγοντας που συνέβαλε στη διαμόρφωση της μουσικής προσωπικότητας του Καρεκλά ήταν η μακρόχρονη ενασχόλησή του με την ψαλτική τέχνη. Πρακτικός ψάλτης, μαθήτευσε στους παλαιότερους του χωριού και υπηρετεί ακόμη το ψαλτήρι της Θεοδώρας με ζήλο και αγάπη. Παρακολουθεί όσο μπορεί και τους ψαλτάδες των πόλεων από το ραδιόφωνο. Μιλάει με δέος για τη βυζαντινή μουσική και, όταν ψάλλει, ενθουσιάζεται όπως όταν παίζει τη λύρα του ή τραγουδεί. Αυτή η σχέση συνέβαλε στην καλλιέργεια της φωνής του (ήταν γνωστός ως καλός τραγουδιστής, πράγμα πολύ σημαντικό για τους λαϊκούς μουσικούς σε κάθε εποχή) αλλά και στη μουσική του αυτοσυνειδησία, καθώς ανακαλύπτει τις σχέσεις ανάμεσα στην εκκλησιαστική μουσική και τη μουσική παράδοση της Κρήτης, πράγμα που τον βοηθά να κατανοήσει καλύτερα αυτό που κάνει ως λαϊκός μουσικός και να μη λειτουργεί μόνο με το ένστικτο (και ο Σκορδαλός, όπως είναι γνωστό, είχε ανάλογες ανησυχίες).
Συμπεράσματα
  Δύο φράσεις συνοψίζουν, κατά τη γνώμη μου, την ιστορία του Καρεκλά: «έκτοτε που έμεινα μόνος...» και «δόξα τω Θεώ, αποπεράτωσα το έργο μου». Πατέρας δύο παιδιών και με το νάμι (τη φήμη) του λαϊκού βάρδου των αναμνήσεων και του εξαιρετικά καλού ανθρώπου, είναι πλέον ένα πρόσωπο των παραμυθιών. Κυριολεκτώ: πρώτα οι παππούδες θα μιλήσουν γι' αυτόν στα μικρά παιδιά, μεταφέροντας το θησαυρό της πολιτισμικής κληρονομιάς μας για άλλη μια γενιά, και έπειτα κάποια από αυτά τα παιδιά θα διαπιστώσουν ίσως -με σχετικό δέος- ότι αυτός ο μαγικός μουσικός είναι στη ζωή και μπορούν, αν θέλουν, να τον γνωρίσουν προσωπικά και να γευτούν μέρος από την εμπειρία των παππούδων τους...
  Εκτός από την προσωπική του ιστορία, χρήσιμη τόσο για τη μοναδικότητα της προσωπικής ιστορίας κάθε ανθρώπου όσο και για τη ζωή της τοπικής κοινωνίας που περνά, σε διαλεκτική σχέση, μέσα από την καλλιτεχνική δράση του, η «περίπτωση του Καρεκλά» παρουσιάζει ενδιαφέρον για δύο ακόμη λόγους: πρώτον, γιατί είναι η μόνη καταγεγραμμένη περίπτωση μαθητή του Αντώνη Παπαδάκη ή Καρεκλά από τα Περβόλια του Ρεθέμνους, κι έτσι φωτίζεται μια άγνωστη ώς τώρα πτυχή του έργου και της προσωπικότητας του μεγάλου Ρεθεμνιώτη μουσικού, και δεύτερον, γιατί μας δείχνει πώς επέδρασε η ακτινοβολία του Σκορδαλού σε πλήθος τοπικών μουσικών του νομού Ρεθύμνης και όχι μόνο, διαμορφώνοντας ουσιαστικά, κατά ένα μεγάλο μέρος τουλάχιστον (το άλλο μέρος μένει στον Κ. Μουντάκη -και λιγότερο στο Λεωνίδα Κλάδο και τους υπόλοιπους «κλασικούς»), τις εξελίξεις στο μουσικό γίγνεσθαι της Κρήτης…

Το κείμενο παρατίθεται τον Οκτώβριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα της cretan-music.gr


Ροδάμανθος Ανδρουλάκης

ΟΨΙΓΙΑΣ (Οικισμός) ΣΥΒΡΙΤΟ
  Γεννήθηκε στον Οψυγιά Αμαρίου και τα πρώτα του ακούσματα στη μουσική τα απέκτησε από το συγχωριανό του Στέλιο Κουτάκη, έναν υπέροχο λυράρη που χάθηκε πρόωρα στην περίοδο της κατοχής από πνευμονία. Το πρώτο του μουσικό όργανο ήταν ένας χοχλιός με τον οποίο έπαιζε τη λεγόμενη "μπουκόλυρα" (είχε πάρει ένα κέλυφος από χοχλιό και φυσούσε μέσα βγάζοντας ήχους που θύμιζαν λύρα).
  Από μικρός ασχολήθηκε με τη λύρα και δεν είχε συμπληρώσει ακόμα τα έντεκα όταν πρωτόπαιξε σε γάμο. Το βασικό του επάγγελμα ήταν ράφτης και μαλιστα για μιά δεκαετία (1955-1965) το ραφείο του τον κράτησε μακριά από τα γλέντια. Το 1965 ηχογράφησε τον πρώτο του δίσκο, τον οποίο διαδέχτηκαν πολλοί με δικές του συνθέσεις αλλά και παραδοσιακά κομμάτια. Έχει σημαντική δισκογραφική παρουσία με αποκορύφωμα τη δεκαετία του 70 και τη συνεργασία του με το Μανώλη Κακλή και την ιδιαίτερα γόνιμη συνεργασία τους. Από το 1971 μέχρι σήμερα ασχολείται αποκλειστικά με τη λύρα συντροφιά πλέον με το γιο του Κώστα στο λαούτο.
  Ο Ροδάμανθος όπως τον φωνάζει μέχρι και σήμερα όλη η Κρήτη, θεωρείται πλέον από τους κλασσικούς της λύρας, διδάσκει σε νέα παιδιά την τέχνη του και παραμένει πάντα δημιουργικός καθώς πάντα βρίσκεται στο στάδιο δημιουργίας νέων συνθέσεων...

Κώστας Βασιλάκης
Το κείμενο παρατίθεται τον Οκτώβριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, της cretan-music.gr


Λεωνίδας Κλάδος

ΠΛΑΤΑΝΙΑ (Χωριό) ΚΟΥΡΗΤΕΣ
1925
  Αυτοδίδακτος λυράρης από παιδική ηλικία, καλλιέργησε τη γνήσια κρητική μελωδία και την ανύψωσε σε υψηλά επίπεδα.
  Γεννήθηκε το 1925 στα Πλατάνια Αμαρίου. Είναι γιός του Δημήτρη Κλάδου κτηνοτρόφου από τα Λειβάδια Μυλοποτάμου γνωστός ως Χωρίστρης. Μητέρα του είναι η Χρυσή Ανδρέα Λίτινα. Έμειναν και έζησαν στα Πλατάνια αποκτώντας 8 παιδιά εκ των οποίων το δεύτερο είναι ο Λεωνίδας.
  Φοίτησε στο Δημοτικό Σχολείο Πλατανίων, αλλά λόγω έλλειψης δασκάλου παρακολούθησε μαθήματα και σε άλλα δημοτικά της γύρω περιοχής μεταξύ αυτών και αυτό του Μοναστηρακίου. Ήταν εξαίρετος μαθητής, λόγω όμως οικονομικών δυσχερειών δεν προχώρησε στα γράμματα. Οι γονείς του τον προέτρεψαν και πήγε να μάθει την τέχνη του τσαγκάρη στο Βυζάρι στου Κούνουπα του Στεφανή, όπου πηγαινοερχόταν για τρία χρόνια.
  Σαν παιδί βοηθούσε στην εκκλησία και ήταν δίπλα στον παππού μου από τις Λαμπιώτες παπα-Γιάννη Σιγανό, ο οποίος διέκρινε από πολύ νωρίς τις μουσικές και φωνητικές ικανότητες του Λεωνίδα και τον προώθησε στο ψαλτήρι. Έτσι λοιπόν η εκκλησία υπήρξε ένα από τα πρώτα του βιώματα, όσον αφορά το χώρο της μουσικής.
  Το 1941, όταν κατέκτησαν οι Γερμανοί την Κρήτη, τον βρίσκει με πολλές άλλες οικογένειες στις σπηλιές του Ψηλορείτη. Εκεί ο θείος του Μανώλης Λίτινας ασχολείται με διάφορα ξυλόγλυπτα και μεταξύ αυτών φτιάχνει και μία λύρα από ασφένταμο. Τα παιδιά την περιεργαζόταν και την άφηναν, όμως ο Λεωνίδας ανυπομονούσε να ακούσει τους πρώτους ήχους. Σε 17 ημέρες έμαθε να κουρδίζει και σε 28 ακούστηκαν οι πρώτοι σκοποί στις κορυφές του Ψηλορείτη. Έπαιζε και τραγουδούσε συνέχεια.
  Ως κτηνοτρόφος ο πατέρας του έβοσκε στην Σάμιτο και ο Λεωνίδας πάντα τον βοηθούσε. Οι τοποθεσίες και σπηλιές της Σαμίτου είναι γνωστές σε αυτόν. Τα χωριά που είναι στους πρόποδες της, Μοναστηράκι, Αμάρι, Οψυγιάς, Λαμπιώτες, Πετροχώρι γίνονται δεύτερο σπίτι του και οι κάτοικοι συγχωριανοί του. Κατά την περίοδο της Γερμανικής κατοχής έβλεπε τα πρόβατα και έπαιζε και λύρα στα χωριά της περιοχής, ενώ στον Οψιγιά στο καφενείο Πικαντίλι, διασκέδαζαν τακτικά πολλοί μερακλήδες και χορευτές της επαρχίας που με την παρακίνηση τους έγινε σήμερα επώνυμος καλλιτέχνης.
  Στα πρώτα του βήματα σημαντικό ρόλο έπαιζαν οι λυράρηδες της περιοχής ιδιαιτέρως ο Κουρούπης από το Μέρωνα και ο Καπαρός ο Λευτέρης από το Ανω Μέρος οι οποίοι κατά τον Κλάδο έπαιζαν σωστά και μελετημένα.
  Παράλληλα στο χώρο της Κρητικής μουσικής έκανε τα πρώτα του βήματα και ένας άλλος μεγάλος Αμαριώτης καλλιτέχνης ο Ροδάμανθος Ανδρουλάκης. Συχνά βρισκόντουσαν στον Οψυγιά οπού μαζί τελειοποιούσαν το παίξιμο τους γι' αυτό και παρατηρεί κανείς κοινά στοιχεία. Την περίοδο αυτή συνθέτει στον Κισσόσπηλιο του Ψηλορείτη τον πρώτο του σκοπό τον οποίο για ειδικούς λόγους δεν έχει ακόμα ηχογραφήσει. Παρά την αντίδραση των γονιών του να γίνει επαγγελματίας λυράρης εκείνος είχε ήδη πάρει το βάπτισμα, τίποτα δεν μπορούσε να τον σταματήσει από τη λύρα του. Όπου γλέντι, γάμος βαπτίσεις νάσου και ο Λεωνίδας να μαγεύει τους πάντες με τις κοντηλιές του. Το 1945 έως 1947 παίζει στο Ρέθυμνο κάθε βράδυ στο ζαχαροπλαστείο του Κλαψινού, όπου προωθείται από το πασίγνωστο λαγουτιέρη Μπαξεβάνη και πλέον γίνεται γνωστός σε όλο το νομό.
  Το 1947 κατατάσσεται στο στρατό, όπου υπηρετεί για 29 μήνες. Επιστρέφοντας συνεχίζει και συνεργάζεται πάντα με κορυφαίους λαγουτιέρηδες Μαρκογιαννάκη, Κοτσιφό, Παχουντάκη και τον Στ. Φουσταλιέρη. Ταυτόχρονα γνωρίζεται με τους κορυφαίους λυράρηδες Λαγό, Καρεκλά, Σκορδαλό, Καλογρίδη.
  Η φήμη του γρήγορα ξεπερνά τα όρια του νομού. Το Φεβρουάριο του 1951 βρίσκεται στη Μεσσαρά, όπου γίνεται δεκτός με ενθουσιασμό και αγάπη στις διάφορες εκδηλώσεις της περιοχής. Συχνά έπαιζε στο καφενείο του Μιχάλη Τζωρτζάκη στη πλατεία των Μοιρών, όπου γνωρίστηκε με την κόρη του την Κλειώ. Παντρεύονται το 1953 και αποκτούν 2 γιούς και 2 κόρες. Σήμερα έχουν 8 εγγόνια. Από τη χρονική περίοδο αυτή γίνεται μόνιμος κάτοικος Μοιρών, όπου ο κόσμος τον αγκαλιάζει ως γνήσιο Μεσσαρίτη και ο ίδιος ανταποκρίνεται.
  Το 1957 δημιούργησε το πρώτο του έργο στίχοι, μουσική, εκτέλεση δική του " Όταν κοιμάται ο δυστυχής". Από το 1961 διακόπτει την καλλιτεχνική του ενασχόληση για λόγους υγείας.. Ύστερα από επίμονη παρότρυνση φίλων ξαναρχίζει να παίζει και ταυτόχρονα επιστρέφει στις ζωντανές εμφανίσεις και δισκογραφία. Αξίζει να αναφέρουμε ότι ήταν από τους πρώτους που ανέβασαν τα καλαματιανά και τα Ευρωπαϊκά ταγκό και βάλς.
  Μεγάλες στιγμές δισκογραφικά οι συνεργασίες του με τον Μανιά, Κακλή, Κρασαδάκη, Σκουλά, Σταματογιαννάκη, Αγγελάκη όλοι τους μεγάλες φωνές. Στην καλλιτεχνική του πορεία έχει να παρουσιάσει πλούσια δραστηριότητα στην διάρκεια της οποίας προσπάθησε να εξελίξει και να αναπτύξει την τεχνική του με τελικό αποτέλεσμα την δημιουργία της δικιάς του σχολής στο παίξιμο της κρητικής λύρας. Η πιο πρόσφατη δουλεία του κυκλοφόρησε το 2000 με τίτλο "Ανοίγω του σεβντά πανί". Συνολικά έχει ηχογραφήσει 27cd.
  Παλιότερα έμπαινε στο στούντιο χωρίς να έχει ετοιμάσει τη δισκογραφική του δουλειά και την ολοκλήρωνε εκεί. Ο ίδιος χαρακτηριστικά τονίζει: " Έμπαινα στο στούντιο και αντί για δύο τραγούδια έγραφα δώδεκα. ¨Έρχεται αυθόρμητα ο οραματισμός της στιγμής". Τι σιγουριά, τι ταλέντο, τι αστείρευτη έμπνευση και δημιουργικότητα !" Όσο όμως τα χρόνια περνούν δεν δικαιολογεί τους αυτοσχεδιασμούς και τη νεανική ορμητικότητα, πολυδουλεύει τις συνθέσεις και τις επεξεργάζεται τέλεια.
  Η τεχνική του χαρακτηρίζεται από ποικίλες και γρήγορες εναλλαγές ενώ η ποιότητα του ήχου έχει μια έντονη γλυκύτητα που σε συναρπάζει. Πολλοί λένε σήμερα, ότι με τη λύρα του Κλάδου μερακλώνουν, ενθουσιάζονται, είναι η λύρα που τους αρέσει και τους ταξιδεύει σε κόσμους παραμυθένιους και παραδεισένιους.
  Ο Κλάδος ταξίδεψε πολλές φορές στο εξωτερικό και ενθουσιάστηκε με τη διατήρηση της παράδοσης και των εθίμων τη Κρήτης στην ομογένεια. Έχει τιμηθεί πάμπολλες φορές για την προσφορά του από διάφορους δήμους- κοινότητες- συλλόγους. Στη λύρα του βρίσκουν την λεβεντιά, την περηφάνια και το μεγαλείο του Κρητικού λαού.
  Πρέπει να αναφέρουμε ότι είναι ο μοναδικός λυράρης όπου επιλέχτηκε και έχει κάνει συναυλία στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών πριν τρία χρόνια. Επίσης έχει εκλεχτεί αντιδήμαρχος Μοιρών και δύο φορές Δημοτικός Σύμβουλος. Παράλληλα δημιούργησε Βιομηχανία παγωτών τη "Λύρα" και εργοστάσιο ζαχαροπλαστικής στις Μοίρες όπου εξακολουθεί να λειτουργεί.
  Παρά τα 76 του χρόνια το πάθος και το μεράκι για τη λύρα υπάρχει και τακτικά τον βλέπουμε σε δημόσιες εμφανίσεις. Καθημερινά συνεχίζει να ασχολείται με τη λύρα με αποτέλεσμα αυτή τη στιγμή να έχει υλικό για αρκετούς δίσκους ακόμα. Σήμερα ζει στις Μοίρες με την Κλειώ του. Είναι η γυναίκα που μπόρεσε να του συμπαρασταθεί και να τον ανεχτεί στην καλλιτεχνική του πορεία όσο κανένας άλλος, όπως ο ίδιος λέει.
  Επιθυμία του είναι να ξαναγυρίσει το χωριό του, να ξαναπερπατήσει στον Ψηλορείτη και τη Σάμιτο.

Κλεονίκης Σταύρου Γαζοράκη, Κων/νου Βασιλάκη
Το κείμενο παρατίθεται τον Οκτώβριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, της cretan-music.gr


Κουμεντάκης Γιώργος

ΡΕΘΥΜΝΟΝ (Πόλη) ΚΡΗΤΗ
  Ο Γιώργος Κουμεντάκης γεννήθηκε στο Ρέθυμνο το 1959. Σε ηλικία 15 χρονών άρχισε να δημιουργεί τις πρώτες του συνθέσεις.
  Εχει γράψει πάνω από 60 έργα για ορχήστρα, μουσική δωματίου, ορχήστρα δωματίου, όπερες, ορατόριο, μουσική για μπαλλέτο και αρχαίες τραγωδίες.
  Εργα του έχουν παρουσιαστεί εκτός από την Ελλάδα, στην Ιταλία, Γαλλία, Αγγλία, Γερμανία, ΗΠΑ, Χονγκ - Κονγκ, Ολλανδία, Λουξεμβούργο, Σουηδία, Ελβετία, Νορβηγία, Βέλγιο, Ουγγαρία κλπ. στο πλαίσιο μεγάλων Φεστιβάλ Σύγχρονης Μουσικής: Biennale της Βενετίας 1985, World Music Days 1981, 1988, 1989, 1990, Frankfurt Feste 1987, Φεστιβάλ Νάπολης 1987, Φεστιβάλ Ορλεάνης 1987, Middelburg Festival, Ολλανδία 1990, Presences '92 Radio France, Παρίσι 1992, Tage fur Neue Musik Festival, Zurich 1992, Lecce Festival 1992, Palermo Festival 1992 και 1997, New Musica 4, Λονδίνο 1994, Φεστιβάλ Επιδαύρου 1981 και 1989 με το Εθνικό Θέατρο, 1984 με το Θέατρο Τέχνης και το 1996 με το Θέατρο του Νότου, Φεστιβάλ Αργους 1995, 1996 κ.α.
  Εργα του έχουν εκτελεστεί μεταξύ άλλων από το Κουαρτέτο Leonardo, το Ensemble Intercontemporain, την Ορχήστρα Νέων της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, το Νέο Ελληνικό Κουαρτέτο, την Oslo Sinfonietta, την Oslo Filarmonic Chamber Choir, το Divertimento Ensemble, το Xenakis Ensemble, το Νέο Ελληνικό Κουαρτέτο, το Arraymusik Ensemble, την Καμεράτα Μεγάρου Αθηνών, την Ορχήστρα Δωματίου Actis, την Ορχήστρα της Μουσικής Ακαδημίας της Σικελίας, την Ορχήστρα Νέων της Μεσογείου, το Composer's Ensemble, τη Συμφωνική Ορχήστρα της Οξφόρδης.
  Εργα του έχουν διευθύνει μεταξύ άλλων οι Arturo Tamayo, Gunther Schuller, Diego Masson, James Judd, Mathias Bamert, Ingo Metzmacher, Sandro Gorli, Olivier Cuendet, Christian Eggen, Stefan Skold, Henry Kucharzyk, Gaetano Colajanni, Νίκος Τσούχλος, Μίλτος Λογιάδης, Αλέξανδρος Μυράτ, Μάριος Παπαδόπουλος, Henri Gallois.
  Εχει συνεργαστεί έξι φορές με την Ομάδα Εδάφους από το 1992.
  Είναι ο πρώτος Ελληνας συνθέτης που κέρδισε την υποτροφία της Γαλλικής Ακαδημίας "Prix de Rome" και ως υπότροφος της Villa Medici για το 1993 συνέθεσε μια όπερα βασισμένη στις Βάκχες του Ευριπίδη. Το 1994 τιμήθηκε με το βραβείο "Νίκος Καζαντζάκης".
Εργα του που κυκλοφορούν σε CD:
1) Requiem για το Τέλος του Ερωτα και Ιφιγένεια στο Γεφύρι της Αρτας (OES19).
2) Παραμύθια των Αδελφών Γκρίμμ (LYRA).
3) Δράκουλας (E2).

Το κείμενο παρατίθεται τον Μάρτιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφία, του Συλλόγου Οι Φίλοι της Μουσικής "Λίλιαν Βουδούρη"


Μανόλης Λαγουδάκης (Λαγός)

1910 - 1981
  Ο Μανόλης Λαγουδάκης (Λαγός) γεννήθηκε το 1910 στα Περβόλια του Ρεθύμνου και το πάθος του για την κρητική λύρα το συναντάμε από τα πρώτα παιδικά του χρόνια. Λένε οι συνομήλικοί του που ζουν ακόμη ότι μαθητής του Δημοτικού Σχολείου είχε καταφέρει να βρει μια μικρή λύρα, στην οποία έπαιζε όποιους σκοπούς άκουγε. Ο πατέρας του βέβαια δεν έβλεπε με καλό μάτι τη μουσική ευαισθησία του γιου του και έκανε ό,τι μπορούσε να την αποθεραπεύσει πριν γίνει επικίνδυνη (φοβόταν ο άνθρωπος ότι θα πεθάνει στην ψάθα). Δεν τα κατάφερε όμως. Μια μέρα μάλιστα, αφηγούνται οι συμμαθητές του στο Δημοτικό, που έλειπε ο πατέρας του από τα Περβόλια, τους μάζεψε σε κάποια γωνιά περβολιανής αλάνας και τους έπαιξε το Θούριο του Ελευθερίου Βενιζέλου «Βενιζέλε μας πατέρα της Ελλάδας...», το οποίο ήταν απαγορευμένο, γιατί βρισκόμασταν προφανώς λίγο μετά το 1920. Αν αξιολογηθούν τα παραπάνω, όπως και η μετέπειτα πορεία του Μανόλη Λαγού, δεν αποτελεί υπερβολή να καταγράψουμε ότι ο εξαίρετος λαϊκός καλλιτέχνης ερωτεύθηκε από τα παιδικά του χρόνια τη λύρα με ένα παθολογικό έρωτα, από τον οποίο δεν λυτρώθηκε ώς το τέλος της ζωής του. Αυτός ο έρωτας ήταν η αφορμή που δεν προχώρησε στα γράμματα ούτε έμαθε ποτέ καμία τέχνη.
  Ακόμη και η επιλογή του να καταταγεί στη Χωροφυλακή -την οποία υπηρέτησε για λίγα χρόνια- έγινε ακριβώς επειδή θα είχε ελεύθερο χρόνο να παίζει λύρα.
  Η «ερασιτεχνική» του ενασχόληση με τη λύρα τον οδήγησε κατά καιρούς σε διάφορα άλλα επαγγέλματα. Έτσι τον βρίσκουμε, μετά την Κατοχή και μέχρι το 1954, να ασχολείται με την αλιεία, διατηρώντας ένα μικρό «στόλο» από καΐκια και τράτες.
  Το 1955, ύστερα από επιμονή των φίλων του, πείθεται και ανοίγει στα Περβόλια μια οικογενειακή ταβέρνα, που κατά τη δεκαετία 1954-1964 άφησε εποχή. Εκεί μαζεύονταν οι φίλοι του από κάθε μεριά της Κρήτης και για χάρη τους έπαιζε λύρα σε γλέντια που, πολλές φορές, κρατούσαν χωρίς διακοπή δυο και τρεις μέρες! Η ταβέρνα όμως δεν φτούρησε επαγγελματικά, γιατί είχε πάντοτε το νου του στη λύρα. Ήξερε ότι οι φίλοι του και πελάτες του πήγαιναν για ν' ακούσουν τις δοξαριές του κι αυτό του χάριζε ιδιαίτερη ικανοποίηση. Έπιανε λοιπόν το λυράκι του και του έδινε να καταλάβει χωρίς ποτέ να τον ενδιαφέρει αν το όμορφο αυτό πάθος του το πλήρωνε την επόμενη με άδειο το συρτάρι που είχε στο «τεζάκι» του.
  Και μη σκεφτείτε ποτέ ότι μπορεί να μην εισέπραττε το μαγαζί αλλά στοιβάζονταν τα χαρτονομίσματα στα γόνατα και στα πόδια του. Τα χρήματα τον πρόσβαλλαν. Ένιωθε να τραυματίζουν το καλλιτεχνικό του μεράκι και την προσωπική του αξιοπρέπεια. Οι Περβολιανοί και όσοι τον γνώριζαν λένε ότι όποιος άλλος στη θέση του θα είχε θησαυρίσει από τον κόσμο που πήγαινε στην ταβέρνα του για να τον ακούσει. Εκείνος όμως ξεκίνησε φτωχός την καθυστερημένη επαγγελματική του σταδιοδρομία και τα κατάφερε να τερματίσει το ίδιο φτωχός, αλλά με αξιοπρέπεια και αρχοντιά.
  Στη δισκογραφία ο Μανόλης Λαγός εμφανίζεται για πρώτη φορά το 1938, με τελευταία ηχογράφησή του γύρω στο 1955. Το δισκογραφικό του έργο δεν είναι μεγάλο σε έκταση, αλλά είναι τεράστιο σε ποιότητα και λάμψη. Από τις πιο χαρακτηριστικές μελωδίες του είναι εκείνη που είναι αφιερωμένη στο συνοικισμό του: Περβόλια μου με τ' άνθη σου, με τσι γαρεφαλιές σου
και με το περιγιάλι σου και με τσι κοπελιές σου.

  Ανάμεσα στο 1938 και το 1955 ηχογράφησε πάνω από είκοσι τραγούδια, σε συνεργασία πάντα με το λαούτο και τη ρωμαλέα φωνή του Γιάννη Μπερνιδάκη (Μπαξεβάνη), με τον οποίο, όπως διηγούνται οι φίλοι του, τον συνέδεε μια βαθειά φιλία, αλλά συγχρόνως ταίριαζαν και ως χαρακτήρες και ως παίξιμο.
  Οι παλιοί Περβολιανοί θυμούνται συχνά το χωριανό τους καλλιτέχνη να κλείνεται πολλά βράδυα με τον Μπαξεβάνη στην ταβέρνα και να παίζουν μόνο για τους εαυτούς τους, για να θρέψουν τους καλλιτεχνικούς δαίμονες -έτσι έλεγαν- που φώλιαζαν μέσα τους. Ακόμη, ο Λαγός έβαζε ένα χτένι στις χορδές της λύρας του, γιατί πίστευε ότι μ' αυτό χαμηλώνουν οι τόνοι και γίνονται γλυκύτεροι. Όσοι έτυχε ν' ακούσουν τους δύο καλλιτέχνες σε αυτές τις προσωπικές τους ώρες λένε ότι άκουγαν αγγελικές μελωδίες!
  Τα τραγούδια του Μανόλη Λαγού που γράφτηκαν με τη συνεργασία του Μπαξεβάνη έμειναν ανεπανάληπτα και κλασικά στην ιστορία της κρητικής μουσικής παράδοσης και ξεχωρίζουν για την άψογη και μερακλίδικη εκτέλεσή τους και την ομορφιά των στίχων τους. Αξίζει να σημειωθεί η σπουδαία εκτέλεση του τραγουδιού «Τη μάνα μου την αγαπώ» από την εξαίρετη και ανεπανάληπτη φωνή της Λαυρεντίας Μπερνιδάκη (αδελφής του Μπαξεβάνη), που είναι η πρώτη Κρητικιά που τραγούδησε σε δίσκο.
  Τα παρακάτω δύο περιστατικά από τη ζωή του Περβολιανού λυράρη μιλούν από μόνα τους για την προσωπικότητά του:
  Κάποτε έσμιξαν πέντε μερακλήδες του Ρεθύμνου, ο Γ. Ψυρρής, ο Σταμάτης Παπαδάκης, ο Σταγουρογιάννης, ο Γιάννης Μπερνιδάκης και ο Μανόλης Λαγός, και πήγαν στην Αίγυπτο, όπου τους είχε προσκαλέσει ο Πολιτιστικός Σύλλογος των ομογενών. Εκεί έμειναν αρκετές μέρες και κυριολεκτικά ξεσήκωσαν τους ομογενείς με τη λύρα, το χορό και τα τραγούδια τους. Έπειτα από αυτές τις πετυχημένες εμφανίσεις έπεσαν βροχή οι προτάσεις του κέντρου ψυχαγωγίας για να εμφανιστούν με πολύ ακριβό κασέ. Ούτε που το συζήτησαν. Επέστρεψαν από την Αίγυπτο με μόνη αντιπαροχή κάποιες φωτογραφίες με τους ομογενείς και τη γνωριμία μιας ξένης χώρας. Την ευκαιρία να γυρίσουν με πολλά λεφτά την περιφρόνησαν. Κάτι ανάλογο συνέβη με την πρόταση που έστειλε πλούσιος ομογενής από την Αμερική στο Μανόλη Λαγό. Τη συνόδευε με ένα πολύ ενδιαφέρον συμβόλαιο. Που μεταφραζόταν σε πολυψήφιο αριθμό δολλαρίων. Η απάντηση ήταν όχι· δεν παίζω για τα λεφτά.
  Μετά το 1964 ο Μανόλης Λαγός εγκαταστάθηκε οικογενειακώς στην Αθήνα και άνοιξε ζαχαροπλαστείο στο Φάληρο. Ήταν παντρεμένος με την Αννα Σταγάκη (την έκλεψε), με την οποία απέκτησε τέσσερις κόρες, που αποκαταστάθηκαν και έμειναν στην Αθήνα. Η κόρη του Φιλίππα, η τρίτη στη σειρά, εξομολογήθηκε με πολλή συγκίνηση:
«Ο πατέρας μου ήταν πάνω απ' όλα άνθρωπος αξιοπρεπής, αισθηματίας και άρχοντας. Τον λατρεύαμε όλες μας. Ήταν τόσο καλός πατέρας και οικογενειάρχης, που πολλές φορές αναρωτιόμαστε αν υπήρχε δεύτερος! Όμως πιο πολύ από μας αγαπούσε με πάθος τη λύρα του. Σ' αυτήν αφιέρωνε κάθε ελεύθερο χρόνο του. Μαζί της ήταν κυριολεκτικά ευτυχισμένος, χωρίς όμως να παραμελεί την οικογένειά του... Ο θάνατός του μας συγκλόνισε. Τη μητέρα μου τη συνέτριψε κυριολεκτικά. Να σκεφτείτε ότι μόλις ένα μήνα μετά το φευγιό του δεν άντεξε και πέθανε κι αυτή. Τόσο πολύ της στοίχισε. Έτσι, μέσα σ' ένα μήνα τους χάσαμε και τους δύο...»
  Ο Μανόλης Λαγουδάκης, ο λυράρης, ο μερακλής, πέθανε το Σεπτέμβρη του 1981 στην Αθήνα.

πηγές: βιογραφικά του Λαγού στους «Πρωτομάστορες», από το Στέλιο Αεράκη και τον εκδότη Γιάννη Χαλκιαδάκη
Το κείμενο παρατίθεται τον Οκτώβριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, της cretan-music.gr


Μπερνιδάκη Λαυρεντία

  Η Λαυρεντία Μπερνιδάκη, αδερφή του μεγάλου Μπαξεβάνη (Γιάννης Μπερνιδάκης), είναι η πρώτη γυναίκα στην ιστορία της Κρητικής παραδοσιακής μουσικής που ηχογραφήθηκε δισκογραφικά. Στο διάστημα του μεσοπολέμου, εκείνα τα όμορφα χρόνια της κρητικής μουσικής δημιουργίας, τα όμορφα χρόνια των Ροδινού, Μπαξεβάνη, Καρεκλά, Χαρίλαου, Ψύλλου, κ.α., ηχογραφήθηκαν οι πρώτοι δίσκοι 78 στροφών. Περιζήτητος ήταν ο αδερφός της ο Μπαξεβάνης. Είχε μια πλούσια φωνή κι έπαιζε σπάνιο λαούτο. Είχε ήδη ηχογραφήσει πολλούς δίσκους όταν σκέφτηκε να αξιοποιήσει τη μοναδική φωνή της αδερφής του Λαυρεντίας. Γράφει λοιπόν γράμμα στη δισκογραφική εταιρεία και τους ζητάει να να ακούσουν την αδερφή του. Η απάντηση ήταν θετική και έτσι στην επόμενη ηχογράφηση του Μπαξεβάνη ανεβαίνει μαζί του στην Αθήνα και η Λαυρεντία. Με την πρώτη μαντινάδα που τραγούδησε, οι άνθρωποι της Κολούμπια τη σταματάνε.
"Εντάξει να τραγουδήσει στο δίσκο, η φωνή της είναι πολύ καλή." Έτσι...
Τη μάνα μου την αγαπώ γιατί πονεί για μένα
μα όχι αγάπη μου γλυκειά ως αγαπώ εσένα

  Ήταν η πρώτη φορά που γυναικεία φωνή "έγραφε" τη φωνή της πάνω σε Κρητικό δίσκο. Συνοδευόμενη από τη φωνή και το λαούτο του αδερφού της αλλά και τη λύρα του Μανώλη του Λαγού. Στη φωτογραφία δεξιά διακρίνουμε τη Λαυρεντία, τον αδερφό της Γιάννη και το Μανώλη Λαγό με παραδοσιακή ενδυμασία.
  Η ίδια εξιστορεί πως δέχτηκαν οι Κρητικοί της εποχής το τόλμημα αυτό, μια γυναίκα να ηχογραφεί σε δίσκο:
" Ήταν Μεγαλοβδομάδα όταν πρωτοήρθε ο δίσκος στα Χανιά. Έρχεται ένας από Χανιά και μας λέει ότι ήρθε ο δίσκος της Λαυρεντίας. Εμείς τον ακούσαμε την άλλη μέρα. Σε λίγο ήρθαν οι δίσκοι στον αντιπρόσωπο του Ρεθύμνου, το Λευτέρη το Γαγάνη. Γεμάτη χαρά ξεκίνησα να πάω να τον πάρω. Φτάνω στο μαγαζί και τι να δω; Ουρά ο κόσμος... Όλοι είχαν ενθουσιαστεί! "
  Από τότε έγραψε κι άλλους δίσκους. Όλους με τον αδερφό της. Σε τρεις έπαιζε κι ο Φουσταλιέρης. Η Λαυρεντία είχε πια καθιερωθεί. Ακολουθούσε τον αδελφό της σε γλέντια, σε γάμους, όχι επαγγελματικά βέβαια...
  Η Λαυρεντία έπαιζε και λαούτο που έμαθε από τον αδερφό της. Μικρή φεύγοντας από το φούρνο του πατέρα της, ανέβαινε σπίτι, έπαιρνε το λαούτο και τραγουδούσε...
  Τα χρόνια όμως πέρασαν. Η Κρητική μουσική τη δεκαετία του 50 πέρασε μεγάλη κρίση. Ξεχάστηκαν μαζί και οι μεγάλοι της τεχνίτες. Η δόξα του μεσοπολέμου άρχισε να σβήνει... Έτσι σταμάτησε και η δισκογραφική δουλειά των ανθρώπων αυτών... Κατόπιν ήρθε ο θάνατος. Ο Μπαξεβάνης έσβησε στα 62 του χρόνια. Και η Λαυρεντία ξεχάστηκε. Τώρα πλέον δεν τραγουδά.

Κώστας Βασιλάκης
Το κείμενο παρατίθεται τον Οκτώβριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, της cretan-music.gr


Γιάννης Μπερνιδάκης (Μπαξεβάνης)

1910 - 1972
  Ο Γιάννης Μπερνιδάκης ή Μπαξεβάνης γεννήθηκε το 1910 στο Ρέθυμνο και καταγόταν από το Ανω Μαλάκι. Λέγεται ότι ο πατέρας του ήταν κηπουρός στο τσιφλίκι κάποιου Τούρκου και γι' αυτό αποκαλούνταν και «Μπαξεβάνης» (μπαξές=κήπος). Στα 12 του χρόνια άρχισε να παίζει μαντολίνο και μπουλγαρί, αλλά τον κέρδισε τελικά το λαούτο. Η καταπληκτική φωνή του ήταν εκείνη που έκανε όλη την Κρήτη να τον αποκαλεί "το αηδόνι της Κρήτης" και εξαιτίας αυτής έχει μείνει στην ιστορία σαν ένας από τους κορυφαίους τραγουδιστές που έχει βγάλει η Κρήτη. Εμφανίζεται στη δισκογραφία το 1928 με την ηχογράφηση ενός δίσκου με το λυράρη Αλέκο Καραβίτη, ενώ ακολούθησαν συνεργασίες με το Φουσταλιέρη ,το Λαγό, το Ροδινό ,τον Καρεκλά και το Σκορδαλό.
  Ο Μπαξεβάνης την εποχή εκείνη, με την ασύγκριτη φωνή του είχε ξεπεράσει τα στενά όρια της Κρήτης και είχε γίνει γνωστός και στην υπόλοιπη Ελλάδα καθώς τραγούδησε , εκτός από Κρητικά τραγούδια, νησιώτικα αλλά και μικρασιάτικα . Λένε ακόμη ότι οι λυράρηδες της εποχής φιλονικούσαν μεταξύ τους για το ποιός θα τον πάρει στα πανηγύρια και στις ηχογραφήσεις των δίσκων. Από το Γ.Μπερνιδάκη και τον Παναγιώτη Τούντα ηχογραφήθηκε στην Αθήνα το τραγούδι "Ασπρο Περιστέρι Μου" και το "Αμάν Μαριώ" το 1938 (δίσκος 78" Columbia DG6395) και το "Θε να σε κάμω μενεξέ" και το "Ωχ Μικρό Μελαχροινό" το Φλεβάρη του '40 (δίσκος 78" Columbia DG6520). Με το Στ.Φουσταλιέρη ηχογράφησε το "Τα Βάσανά Μου Χαίρομαι", το "Μερακλήδικο Πουλί" (δίσκος 78" His Master's Voice AO2488), και το " Όσο Βαρούν Τα Σίδερα" το 1938 (δίσκος 78" Columbia DG6364), το " Όσο Σιμώνει Ο Καιρός" και το "Πονεμένη Καρδιά" το 1940 (δίσκος 78" His Master's Voice AO 2651). Το 1949 ηχογράφησε συνολικά 6 τραγούδια με το Θανάση Σκορδαλό, εκ των οποίων είναι και το "Βαρύς Πισκοπιανός", "Το Ξεροστερνιανό Νερό", κ.α. *** Το 1947 παντρεύτηκε με την Ελ.Κατσιμπράκη και απέκτησε μια κόρη που ζει στο Ρέθυμνο. Ο Γιάννης Μπερνιδάκης πέθανε στο Ρέθυμνο τον Ιούλιο του 1972.
***τα περισσότερα από τα στοιχεία της παραπάνω παραγράφου προέρχονται από το αναλυτικό φυλλάδιο (επιμέλειας Παναγιώτη Κουνάδη) που δώθηκε στη συναυλία "Μικρασιατικές επιρροές στην Κρητική μουσική παράδοση" από το Μάνο Μουντάκη και μουσικούς από την Κρήτη και την υπόλοιπη Ελλάδα.

Κώστας Βασιλάκης
Το κείμενο παρατίθεται τον Οκτώβριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, της cretan-music.gr


Παπαδάκης Αντώνης (Καρεκλάς)

1893 - 1980
  Ο Αντώνης Παπαδάκης (Καρεκλάς) γεννήθηκε στα Περβόλια του Ρεθύμνου το 1893 και άρχισε να ασχολείται με τη λύρα από μικρό παιδί. Είναι ένας από τους σημαντικότερους Ρεθεμνιώτες λυράρηδες των αρχών του 20ού αιώνα.
  Πρωτόπαιξε λύρα σε εποχή που το λαούτο δεν είχε καθιερωθεί ακόμη ως συνοδευτικό όργανο της λύρας στην Κρήτη (ως γνωστόν, η εξάπλωσή του άρχισε από τα Χανιά και σταδιακά προχώρησε ανατολικότερα).Έτσι, στις εμφανίσεις του χρησιμοποιούσε το μπουλγαρί, δημοφιλέστατο την εποχή εκείνη στην περιοχή του Ρεθύμνου (βλ. σχετικά στη βιογραφία του Στέλιου Φουσταλιέρη). Συνεργάτες του ήταν κυρίως οι μπουλγαρίστες Γιώργης Αγιούτης και Βλαδίμηρος και λίγο αργότερα, μαθητής ακόμη στο μπουλγαρί, ο Στέλιος Φουσταλιέρης, που ήταν και ανηψιός του. Με συνοδεία λαούτου πρωτόπαιξε γύρω στα 1928, με τον περίφημο λαουτιέρη Σταύρο Ψυλλάκη (Ψύλλο).
 Αφού πρώτα έμαθε όλα τα μυστικά του οργάνου στον ανηψιό του, το Στέλιο Φουσταλιέρη, συνεργάστηκε μ' εκείνον για πολλά χρόνια. Στη δισκογραφία εμφανίζονται μαζί γύρω στα 1930 ηχογραφώντας τα περίφημα ρεθεμνιώτικα πεντοζάλια. Στην πορεία της μακρόχρονης σταδιοδρομίας του ηχογράφησε αρκετούς δίσκους 48 στροφών, που έγιναν μεγάλες επιτυχίες την εποχή εκείνη. Ξακουστή έγινε η σούστα του Καρεκλά με τα πολλά γυρίσματα (μουσικές φράσεις), που έχει μείνει κλασική για τους σημερινούς λυράρηδες.
  Ο Αντώνης Καρεκλάς υπήρξε χαρακτηριστικός τύπος μποέμ της εποχής του και, χάρη στη θαυμάσια λύρα που έπαιζε, είχε κερδίσει πολλά χρήματα. Όμως, αν και ήταν από τους δοξασμένους λυράρηδες του καιρού του, είχε άδοξο τέλος, αφού έφθασε στο σημείο να ζητιανεύει για τον επιούσιο.
  Πέθανε, έπειτα από πολυκύμαντη ζωή, στο άσυλο Ανιάτων Χανίων το 1980, σε ηλικία 87 χρονών.

πηγή: βιογραφία του Καρεκλά, στη δισκογραφική σειρά «Πρωτομάστορες»
Το κείμενο παρατίθεται τον Οκτώβριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, της cretan-music.gr


Ροδινός Aνδρέας

1912 - 1934
  Γεννήθηκε στο Ρέθυμνο το 1912. Ο πατέρας του καταγόταν από το Ατσιπόπουλο Ρεθύμνου και ήταν φούρναρης, η μητέρα του Χρυσούλα Μαμαγκάκη καταγόταν από τα Φραντζεσκιανά Μετόχια. Αρχισε να παίζει λύρα 13 χρονών (υπάρχει μαρτυρία του αδερφού του ότι ο μικρός Ανδρέας κάθονταν και έπαιζε ώρες λύρα με τους συνομήλικους Τουρκοκρητικούς γείτονες του). Η επιθυμία του για ζωή ήταν έντονη και εκδηλώθηκε με συχνές επισκέψεις του στα χωριά του νομού Ρεθύμνου αλλά και στην περιοχή του Αποκόρωνα και των Σφακίων. Διδάχτηκε από παλιούς και έμπειρους λυράρηδες, όπως ο Νικήστρατος (για λίγο καιρό γιατί πέθανε στα πρώτα του βήματα) και ο Πισκόπης και στην ηλικία των 16 δημιούργησε το δικό του συγκρότημα με τον λαουτιέρη Σ. Ψύλλο (από την Επισκοπή Ρεθύμνου, με Σφακιανή όμως καταγωγή). Ήταν πλέον ένας εκπληκτικός και καταξιωμένος λυράρης. Ο Ανδρέας Ροδινός ήταν ερασιτέχνης λυράρης και αυτό ήταν από τα χαρακτηριστικά του καθώς ποτέ δεν είδε τη λύρα ως επάγγελμα και αποστρεφόταν τους φιλάργυρους συναδέλφους του. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι στο μοναδικό γλέντι που δέχτηκε χρήματα (8 Σεπτέμβρη του 1932) στα Μυριοκέφαλα Ρεθύμνου και στο οποίο μαζεύτηκαν 6-7 χιλιάδες δραχμές, έσπευσε να τα δωρίσει στην εκκλησία και με τα οποία χτίστηκε εικονοστάσι που σώζεται ως σήμερα. Θρυλική έχει μείνει η εμφάνιση του μαζί με τον Χαρίλαο Πιπεράκη , ξακουστό λυράρη της εποχής καταγόμενο από το Ξεροστέρνι Αποκορώνου και το γέρο-Καντέρη από τον Αποκορώνα, στην προκυμαία του Ρεθύμνου το καλοκαίρι του 1930. Βραδιά κατά την οποία μετά τους δύο μεγάλους λυράρηδες, ο Ροδινός έδωσε εξετάσεις και ενθουσίασε τα πλήθη παίζοντας λύρα μέχρι τα ξημερώματα.
  Αφού λοιπόν τελείωσε το γυμνάσιο, ασχολήθηκε με πάθος με την Κρητική μουσική, έχοντας ως συνεργάτη τον λαουτιέρη με τη καταπληκτική φωνή Γιάννη Μπερνιδάκη (Μπαξεβάνη). Το 1933 κατατάχθηκε στο στρατό και εκεί καθηλώθηκε για 6 μήνες στο νοσοκομείο ,εξαιτίας μιας πλευρίτιδας που τελικά αποδείχτηκε μοιραία καθώς επιβάρυνε την ήδη άσχημη ψυχολογική του κατάσταση. Λέγεται ότι ήταν ερωτευμένος με μια Αμερικάνα και μάλιστα μεγαλύτερη του, πράγμα μη αποδεκτό από την οικογένειά του σύμφωνα με τα ήθη της εποχής.
  Στη διάρκεια μιας μικρής καλυτέρευσης που παρουσίασε, ύστερα από επιμονή των φίλων του ηχογράφησε δύο δίσκους 78 στροφών που κυκλοφόρησαν από την ODEON με συνοδεία στο λαούτο από το τον Γ.Μπερνιδάκη. Περιελάμβαναν τον «Ρεθυμνιώτικο συρτό», «Αποκορωνιώτικο Συρτό» , «Κισσαμίτικο Συρτό» και τα «Ρεθυμνιώτικα Πεντοζάλια».Ο Ανδρέας Ροδινός πέθανε στο Ρέθυμνο στις 9 Φεβρουαρίου 1934 , μόλις 22 χρονών και την ημέρα της κηδείας του φάνηκε πόσο αγαπητός ήταν καθώς έκλεισαν όλοι τα μαγαζιά τους και όλο το Ρέθυμνο ακολούθησε την νεκρική πομπή .Ο μύθος του όμως έμεινε για πάντα...

Κώστας Βασιλάκης
Το κείμενο παρατίθεται τον Οκτώβριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, της cretan-music.gr


Τσαγκαράκης Γιώργος (Τζιμάκης)

1913
  Ο Γιώργος Τζιμάκης (Tζαγκαράκης) το πραγματικό του όνομα, γεννήθηκε στο Ρέθεμνος το 1913, απο πατέρα Ρεθεμνιώτη και μητέρα Xανιώτισσα (από το Σέλινο). Δεν θα προλάβει να χαρεί την ξεγνιασιά της παιδικής του ηλικίας καθώς ο πατέρας του πέθανε νωρίς και ο Γιώργης έπρεπε να δουλέψει για να βοηθήσει τη μάνα του και τις τρείς αδερφές του. Σε ηλικία 9 ετών δούλευε σε ένα καφενείο, δίπλα στη Χωροφυλακή Ρεθύμνης κουβαλώντας καφέδες.
  Στο καφενείο σύχναζαν παρέες που έπαιζαν μαντολίνα και τραγουδούσαν. Εκεί θα πάρει τα πρώτα ερεθίσματα για να ασχοληθεί με τη μουσική. Με τις οικονομίες που θα μαζέψει από την δουλεία στο καφενείο θ' αποκτήσει το πρώτο του όργανο, ένα μαντολίνο που το διάλεξε μαζί με τον παιδικό του φίλο Ανδρέα Ροδινό. Κάποιος Καραμπέτης που ζούσε στο Ρέθυμνο και έπαιζε ούτι, θα τον βοηθήσει να κάνει τα πρώτα του βήματα, βασικά όμως ο Τζιμάκης είναι ένας αυτοδίδακτος καλλιτέχνης, όχι μόνο στο μαντολίνο, αλλά και σε όλα τα άλλα όργανα με τα οποία θ' ασχοληθεί στη συνέχεια.
  Στα 14 του χρόνια όχι μόνο παίζει πολύ καλά μαντολίνο, αλλά κάνει και μαθήματα σε άλλους πιτσιρικάδες. Σ' αυτή την ηλικία, "με κοντά παντελονάκια" όπως λέει ο ίδιος, παίζει σε γάμους και πανηγύρια, πότε μόνος του με το μαντολίνο και πότε με το νεαρό τότε λυράρη Αντώνη Καρεκλά. Σε ηλικία 16 ετών γνωρίζει στο Ηράκλειο τον μεγάλο συνθέτη και βιολίστα Στρατή Καλογερίδη και μάλιστα θα τον συνοδεύσει μερικές φορές με το μαντολίνο. Ο Καλογερίδης εντυπωσιάζεται απο το παίξιμο του Τζιμάκη και τον παρακινεί να συνεχίσει με το ίδιο ζήλο.
  Κάποια σιγμή θα λάβει μέρος και σε ηχογράφιση 78 στροφών του Καλογερίδη παίζοντας Κιθάρα. Ταυτόχρονα θα καταπιστεί με τη λύρα και δε θ' αργήσει να γίνει ένας απο τους πιό γνωστούς και καταξιωμένους λυράρηδες της εποχής του. Στη δεκαετία του 39 θα γνωριστεί και θα συνεργαστεί με τους πιό σημαντικούς εκπρόσωπους της Κρητικής μουσικής της περιόδου του μεσοπολέμου.
  Στα 83 του χρόνια σήμερα ο Τζιμάκης ακμαίος και πνευματικά διαυγής, παίζει, χορεύει και τραγουδά με το ίδιο κέφι, και υπηρετεί με το ίδιο ασίγαστο πάθος τη μουσική μα παράδοση. Δίνει συνεντεύξεις σε τοπικούς ραδιοφωνικούς σταθμούς και τηλεοπτικά κανάλια γι την ανάγκη διατήρησης και διάδοσης της ανόθευτης Κρητικής μουσικής, στη οποία αφιέρωσε ολόκληρη τη ζωή του. Του οφείλουμε ένα μεγάλο ευχαριστώ για τα 75 χρόνια προσφοράς του στην παράδοση.

βιογραφικό από το CD της Cretaphone, "75 Χρόνια Γιώργος Τζιμάκης"
Το κείμενο παρατίθεται τον Οκτώβριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, της cretan-music.gr


Φουσταλιεράκης Στέλιος (Ρολογάς)

1911 - 1992
  Το μπουλγαρί είναι το παλαιότερο νηκτό έγχορδο δηλαδή που παιζόταν με κρούση των χορδών με πέννα, μουσικό όργανο που συναντούμε στο νησί. Είναι ο «γενάρχης» μιας πολύ μεγάλης και παλιάς οικογένειας οργάνων, που οι ρίζες της φτάνουν μέχρι την αρχαιότητα. Η αρχαία ονομασία του ήταν «πανδούρα», πέρασε στα βυζαντινά χρόνια με το όνομα πανδουρίς (πανδουρίδα) κι από εκεί με παραφθορά από «ταμπουρίς» εύκολα κατέληξε στον «ταμπουρά» αφού η λέξη ξαναδέχτηκε την αρχαία της κατάληξη όχι όμως και το γένος. Υπάρχει ακόμη η άποψη ότι η ονομασία του οργάνου προέρχεται από την Σουμεριακή ονομασία παν-τουρ (=μικρό τόξο) [...]
  Ο Στέλιος Φουσταλιεράκης (ο γνωστός κι αγαπητός σ' ούλη την πόλη μας μπάρμπα Στέλιος ο ρολογάς, επειδή ασκούσε και τη λεπτή του ρολογά τέχνη) γεννήθηκε στις 19 Ιουνίου 1911 στο Ρέθυμνο. Ο παππούς του ήταν από το Μονοπάρι του Ανω Βαλσαμόνερου, αλλά ο πατέρας του γεννήθηκε στο Ρέθυμνο. Του δώσανε το όνομα του πατέρα του που σκοτώθηκε σε ατύχημα όταν η μάνα του, η Κυριακούλα Κανελλάκη, ήταν πέντε μηνών έγκυος και μόλις έξι μήνες παντρεμένη.
  Δύσκολα εκείνα τα χρόνια για επιβίωση κι ο μικρός Στέλιος ορφανός, πήγε σε νυχτερινό σχολείο κι έβγαλε την Τρίτη Δημοτικού ενώ ταυτόχρονα μαθαίνει την τέχνη του ρολογά. Ο αδερφός της μητέρας του, ο Γιώργης ο Κανελλάκης, έπαιζε μπουλγαρί και ήταν αυτός που κόλλησε το «μικρόβιο» στο Στέλιο. «Μικιό κοπελάκι» μα «ζωντανό» και «ξυπνό», ο Στέλιος Φουσταλιεράκης γύρναγε τις Ρεθεμνιώτικες ταβέρνες και κοίταζε τα μπουλγαριά κρεμασμένα στους τοίχους τους, στην περιοχή της πλατείας Κιουλούμπαση, στου Αμπατζή και στις άλλες όπου μπαίνανε οι Ρεθεμνιώτες κι αποθέτανε με τον κάματο της μέρας «τσοι καημούς και τα πάθιαν τως». Έψαχνε κάποιον να παίζει για να στήσει τ’ αυτί και να δακρύζει από συγκίνηση.
  Το μπουλγαρί γι’ αυτόν ήταν μεράκι, έρωτας! «…Μπρε συ Μανόλη, εβαρέθηκα να τονε γροικώ, πάρε του ένα μπουλγαρί κι ας είναι από άρτικα (ψεύτικο)...» έλεγε η μάνα του στον πατριό του εκείνα τα χρόνια. Με τον πρώτο του μισθό και τη μεσολάβηση του πατριού του αγόρασε από την ταβέρνα του Χοιρομανόλη ένα μπουλγαρί με 75 δρχ. Αυτοδίδακτος με μικρή καθοδήγηση από το θείο του άρχισε να «βγάζει» τις πρώτες του μελωδίες στο μπουλγαρί, τον «Χτικιάρη», το «Σταφιδιανό», το «Πάρε καρότσα κι έλα», κι όσες άλλες το μεγάλο του μεράκι του «δασκάλευγε»!
  Ο Αντώνης Καρεκλάς, ονομαστός κιόλας λυράρης της εποχής του, είχε για συνοδούς του τον καιρό εκείνο στο μπουλγάρι και στο μαντολίνο τους φημισμένους Γιώργη Αγιούτη, Βλαδίμηρο, Γιώργη Τζαγκαράκη ή Τζιμάκη, δεξιοτέχνες. Σ' αυτούς ήρθε να προστεθεί, από τα πρώτα του κιόλας βήματα, ο Φουσταλιέρης που ήταν και ανιψιός του (ο Καρεκλάς είχε παντρευτεί την αδελφή της μητέρας του). " Όσο μεγάλωνα τόσο έμπαινα στον νταλκά του οργάνου", είχε πει ο ίδιος. Στα 15 του συμμετείχε στο πρώτο του γλέντι. «Στα χωριά εζητούσανε τότε χωραΐτικα όργανα (σ.σ. από το Ρέθυμνο δηλαδή). Όμως οι γάμοι ήτονε σκληροί, ζόρικοι. Με τα δάχτυλά εμετρούσα το πότε είχα κοιμηθεί στο σπίτι μου. Το γαμήλιο γλέντι κρατούσε 5 - 6 νύχτες. Στα Σφακιά έφτανε και τις 15! Εγώ 'μουνα χλωμός από τα ξενύχτια..Ττα δάχτυλα μου πρήζουνταν και τα νύχια μου εσκίζουνταν. Έπαιζα και μ' έπαιρνε ο ύπνος απάνω στ’ όργανο. Ο Καρεκλάς τότε - που 'χενε τη μεγαλύτερη αντοχή απ' όλους μας - μου 'παιζε μια με το μπόδαν- του, ξυπνούσα και συνέχιζα... Κι από λεφτά; Λίγα πράγματα... Ο κόσμος τότε ήτονε φτωχός!!! Με τη βία εβγάζαμε σε κάθε γάμο τρία ως οχτώ κατοστάρικα, ούλοι μαζί. Ήτονε σα χαρτζιλίκι. Πού τα λεφτά που παίρνουνε οι σημερινοί! Και μετά περιμέναμε κανένα κάρο για να μασε γυρίσει στο Ρέθυμνο!...».
  Το 1930, αφού πούλησε το πρώτο, αγόρασε το δεύτερο μπουλγαρί του με το οποίο «συναδερφώθηκαν» μέχρι το τέλος της ζωής του: «...εγώ το 'χω από τρίτο χέρι και τό 'χω 52 χρόνια. Πρέπει να είναι πάνω από 130 χρονώ. Το είχε πιο μπροστά ο Λαγός. Κι αυτός το 'χε πάρει μεταχειρισμένο από το ξαδερφό του το Σταύρο το Λαγό, ο οποίος το 'χε πάρει πριν 12 χρόνια επίσης μεταχειρισμένο από κάποιον Τουρκορεθεμνιώτη με το όνομα Χουσάκη. Ο Βασίλης ο Λαγός όμως διορίστηκε το 1930 σε μιαν υπηρεσία στο Ηράκλειο. Έρχεται λοιπόν και με βρίσκει: Στέλιο, μου λέει, έκλεισα την ταβέρνα, μόνο ανε θες το μπουλγαρί να 'ρθεις να τ' αγοράσεις... Πραγματικά το αγόρασα 300 δραχμές τότε. Από τότεσας δεν ξανάφτιαξε κανείς τέτοιο όργανο. Οι παλιοί οργανοποιοί που τα φτιάχνανε πεθάνανε. Τώρα έρχονται καμιά φορά, το βλέπουνε, το μετρούνε, μα κανείς δεν πέτυχε να το φτιάξει».
  Ο Φουσταλιέρης αρχίζει σιγά - σιγά να παίζει απ' όλα: συρτά, πεντοζάλια, καστρινά, ταξίμια, ταμπαχανιώτικα, ακόμα και ρεμπέτικα. Αν και κρατούσε πάντα την τέχνη του ρολογά και δεν υπήρξε ποτέ επαγγελματίας οργανοπαίκτης, ο δεξιοτέχνης που είχε ξυπνήσει μέσα του δεν μπορούσε να ικανοποιηθεί "κρατώντας μόνο το πάσο του λυρατζή": «Ο Καρεκλάς το καταλάβαινε αυτό και συχνά "αλάφρωνε" το δοξάρι και άνοιγε δρόμο για να περνάω εγώ μπροστά. Σιγά - σιγά πήρα δρόμο, πετάχτηκα, έφυγα, απομακρύνθηκα από τη λύρα κι έκανα δικιά μου κυβέρνηση, δικό μου συγκρότημα!...».
   Ο Φουσταλιέρης αναδεικνύει το μπουλγαρί σε όργανο μελωδικό και σολιστικό, με αποκορύφωμα την είσοδο και καθιέρωσή του στο χώρο της δισκογραφίας των 78 στροφών. Εκτός από τον Καρεκλά συνεργάστηκε και με άλλους λυράρηδες όπως το Σοφοκλή Παπατζανή, το Γιώργο Πατεράκη (από τον Πρινέ), το Γιουλούντα και πολλούς άλλους ακόμα ονομαστούς και μη της εποχής και της Κρήτης, αφού απόκτησε μεγάλη φήμη τουλάχιστον σε κάθε γωνιά που κατοικούνε Κρητικοί. Με τον Καρεκλά έμεινε μαζί συνολικά 25 χρόνια.
   Στη δισκογραφία χρησιμοποίησε επίσης τους Κώστα Καρίπη, Στέλιο Χρυσίνη και Βαγγέλη Φραγκιαδάκη (που κρατούσαν το μπάσο με την κιθάρα), το Στέλιο τον Περπινιάδη στα φωνητικά και τον Ντάβο με τη μαντόλα. Επίσης έπαιζε συχνά με μικρασιάτες μουσικούς που είχαν έρθει εδώ μετά την καταστροφή του '22. Αναφέρεται λοιπόν μια κομπανία που την αποτελούσαν ο Καρεκλάς (λύρα), ο Φουσταλιέρης (μπουλγάρι), ο Γιάννης ο Αρμένης (ούτι), κι ο Μιχαλάκης Αραμπατζόγλου (σαντούρι). Δυστυχώς, δεν διασώθηκαν ηχογραφήσεις από την κομπανία αυτή. Μπορούμε όμως να φανταστούμε το μουσικό αποτέλεσμά της. Από τους τραγουδιστές η πιο γόνιμη συνεργασία ήταν αυτή με το Γιάννη Μπερνιδάκη, το λεγόμενο «Μπαξεβάνη».
  Οι καιροί όμως ήταν δύσκολοι και το 1934 ο Στέλιος Φουσταλιέρης αναγκάστηκε να αναζητήσει την τύχη του στον Πειραιά. Εκεί έπιασε δουλειά ως βοηθός σε ρολογάδικο. Στην πλατεία Καραϊσκάκη, στην "παράγκα" του Γιώργου του Μπάτη (που γνωρίζονταν από τον καιρό που αυτός είχε πάει στο Ρέθυμνο, ως... «κράχτης» πλανόδιου οδοντίατρου!), γνωρίστηκε με μεγάλα ονόματα του λαϊκού και ρεμπέτικου όπως το Μάρκο Βαμβακάρη, τον Παναγιώτη Τούντα, το Γιάννη Παπαϊωάννου, το Στράτο Παγιουμτζή, τον Μπαγιαντέρα, τον Τσιτσάνη, κι όλες τις άλλες δόξες της εποχής. Οι γνωριμίες αυτές στάθηκαν καθοριστικές στη μετέπειτα καλλιτεχνική του πορεία.
  Εδώ στον τοίχο της ταβέρνας ήταν κρεμασμένα στην σειρά τα μπουζούκια, το καθένα με τ' όνομά του: η Μαριγούλη, η Κούλα, η Γυφτοπούλα, η Τσιγγάνα, ο Γέρο - Μάγκας (ο Τζούρας) ...Ανάμεσα σ' αυτά και το μπουλγαρί που παίζει το "Στελλάκι από την Κρήτη" κι ενθουσιάζει τους ρεμπέτες με τη "διπλοπενιά" και την "τριπλοπενιά" του. Στην Αθήνα έμεινε ως το 1937 και η επιρροή του από το ρεμπέτικο ήταν μεγάλη. Εκείνη την περίοδο μπαίνει και στη δισκογραφία με τρεις δίσκους 78 στροφών, συνοδεύοντας τον Καρεκλά. Σε πρωτόγονες συνθήκες, έγραφαν πάνω σε ισπανικό κερί όπως χαρακτηριστικά έλεγε ο Στέλιος Φουσταλιέρης. Στις ετικέτες των δίσκων αναγράφεται ότι παίζει μπουζούκι, καθώς το μπουλγαρί ήταν άγνωστο όργανο για τους υπεύθυνους των δισκογραφικών εταιρειών στην Αθήνα. Να σημειώσουμε εδώ ότι και στην Κρήτη, συχνά το ονόμαζαν μπουζούκι ή και "τουρκομπούζουκο".
  Μετά τον Β' παγκόσμιο πόλεμο τα μουσικά πράγματα άλλαξαν. Οι ανθρώπινες απώλειες ήταν μεγάλες στον πληθυσμό της Κρήτης. Η παλαιά φουρνιά των καλλιτεχνών σίγησε. Το πένθος ήταν μεγάλο. Την ίδια στιγμή μια νέα γενιά καλλιτεχνών ανέτειλε. Σκορδαλός, Μαρκογιάννηδες, Μουντάκης, Μανιάς, Κλάδος, Σταματογιαννάκης, Σηφογιωργάκης, είναι μερικά από τα κορυφαία ονόματα της γενιάς που έρχονταν στο μουσικό προσκήνιο της Κρήτης και ειδικότερα του Ρεθύμνου κι έπαιρνε στα χέρια της τη συνέχεια της κρητικής παράδοσης. Ο Στέλιος Φουσταλιέρης έγραψε 3 δίσκους όλους κι όλους μεταπολεμικά, με το Θεοχάρη Ζωγράφο και το Γιώργο Τζιμάκη στο τραγούδι.
  Οι περιπέτειες της υγείας της γυναίκας του Στέλιου, της Σόνιας, τον κράτησαν μακριά από τα μουσικά δρώμενα όχι μόνο της πόλης. Ταυτόχρονα το μπουλγαρί είχε πλέον εκτοπιστεί από την κρητική ορχήστρα καθώς ούτε όργανα είχαν γλιτώσει από τη μανία του κατακτητή, ούτε οι παλαιοί οργανοπαίκτες (όσοι είχαν απομείνει μετά τον πόλεμο, γιατί πολλοί σκοτώθηκαν, όπως για παράδειγμα ο μεγάλος μάστορας της οργανοποιίας αδερφός του Καρεκλά που σκοτώθηκε στην Αλβανία) είχαν τη διάθεση να ασχοληθούν ξανά.
  Μια άγνωστη σε πολλούς ιστορία θα πρέπει να αναφέρουμε στο σημείο αυτό. Ο γνωστός στιχουργός Μανώλης Ρασούλης εξιστορεί την πρώτη επαφή του Νίκου Παπάζογλου στο «Όσο βαρούν τα σίδερα» σε ερμηνεία των Φουσταλιέρη - Μπαξεβάνη και το πόσο τον εντυπωσίασε. Τρεις μέρες μετά ο Νίκος Παπάζογλου έγραψε το πολύ γνωστό «Κανείς εδώ δεν τραγουδά» ("Ραγίζει απόψε η καρδιά με το μπαγλαμαδάκι") σαφώς επηρεασμένος από το μπουλγαρί του Φουσταλιέρη.
  Στις αρχές της δεκαετίας του 80 ο Κώστας Μουντάκης σε συνεργασία με το Γιώργο Αμαργιαννάκη και το Πανεπιστήμιο Κρήτης συγκέντρωσαν ένα μεγάλο αριθμό καλλιτεχνών με σκοπό την ηχογράφησή τους για την μελέτη της λαϊκής μας παράδοσης. Ένας εκ των καλλιτεχνών ήταν και ο Φουσταλιέρης. Δυστυχώς οι ηχογραφήσεις αυτές παραμένουν «θαμμένες» και ανεκμετάλλευτες στο αρχείο του Πανεπιστημίου στο Ρέθυμνο. Επίσης την δεκαετία του 80 κυκλοφόρησαν οι «Πρωτομάστορες» με πολλές ηχογραφήσεις του Στέλιου Φουσταλιέρη από δίσκους των 78 στροφών. Η κυκλοφορία αυτής της σειράς αποτελεί ορόσημο για την Κρητική μουσική καθώς έφερε στο προσκήνιο ξεχασμένες ηχογραφήσεις, καταδεικνύοντας την επικαιρότητά τους και έδωσε τη δυνατότητα σε πολλούς νεότερους μα και μεγαλύτερους να γνωρίσουν το έργο μεγάλων μουσικών όπως των Ροδινού, Μπαξεβάνη, Καραβίτη, Λαγού, Κουτσουρέληδων, Ναύτη και άλλων αφενός και αφετέρου να ξεδιαλύνουν το μουσικό τοπίο της Κρήτης σε πολλά θέματα.
  Ο Στέλιος Φουσταλιεράκης δεν αποχωρίστηκε ποτέ τη μεγάλη του αγάπη, την ωρολογοποιία. Το μπουλγαρί δεν το έβλεπε ως επάγγελμα. Χαρακτηριστική και ειλικρινής είναι η μαντινάδα του:
"Εγώ λεφτά δεν έκαμα από το μπουλγαρί μου,
έκαμα φίλους μπιστικούς και το 'χω σε τιμή μου".
  Ο Στέλιος Φουσταλιέρης «έφυγε» από τη ζωή τον Απρίλιο του 1992. Η μουσική του αποτελεί ένα ξεχωριστό και ιδιαίτερα σημαντικό κεφάλαιο στην μουσική ιστορία της Μεγαλονήσου. Ελπίζουμε σύντομα το μεγάλο αρχείο που έχει στη διάθεση του ο εγγονός του Στέλιος να αξιοποιηθεί και να εκδοθεί όπως του αρμόζει. Ως ελάχιστο φόρο τιμής θεωρούμε πως πρέπει να καταγράψουμε και να παρουσιάσουμε όσα τραγούδια - συνθέσεις γνωρίζουμε του μεγάλου αυτού μουσικού δημιουργού. Κι ακόμα όσους δίσκους μουσικής γνωρίζουμε να συμμετέχει, να παίζει και να «ομορφαίνει» με την παρουσία του. [...]

Επιμέλεια : Κώστας Βασιλάκης
Το κείμενο παρατίθεται τον Οκτώβριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, της cretan-music.gr


Καλογρίδης Γιώργης

ΣΠΗΛΙ (Κωμόπολη) ΛΑΜΠΗ
1923 - 1999
  Ο Γιώργης Καλογρίδης γεννήθηκε το 1923 στο Σπήλι Αγίου Βασιλείου του νομού Ρεθύμνης (χωριό που καθόρισε σε μεγάλο βαθμό την κρητική μουσική παράδοση του 20ού αιώνα, αναθρέφοντας μερικούς από τους σπουδαιότερους εκπροσώπους της) και πέθανε στην Αμερική το 1999.
  Στα δεκατέσσερά του χρόνια άρχισε να ασχολείται με τη λύρα δίπλα στους συγχωριανούς του λυράρηδες Στεφανή Βασιλάκη (Κονδύλη) και Γιώργη Μαρκογιαννάκη (Μαρκογιώργη).
  Η Κατοχή τον βρίσκει στο Σπήλι και λίγα χρόνια αργότερα φεύγει για την Αθήνα, όπου θα εγκατασταθεί για μικρό διάστημα. Την περίοδο αυτή (1946) ηχογραφεί τον πρώτο του δίσκο, «Πολλές φορές στον ύπνο μου», που θεωρείται τραγούδι τόσο κλασικό όσο η «Ιτιά» για τη Ρούμελη και ο «Αμάραντος» για το Μωριά. Συνολικά τη δεκαετία 1946-1956 ηχογράφησε είκοσι τραγούδια, ορισμένα από τα οποία είναι δικές του συνθέσεις και διακρίνονται για την άψογη εκτέλεσή τους, την εκπληκτική τους μελωδία και το υπέροχο τραγούδι τους από την εξαίρετη φωνή του ίδιου του Γ. Καλογρίδη, φωνή που σπανίζει σήμερα. Σε κάποιες από τις ηχογραφήσεις του συνεργάστηκε με την εξαίρετη τραγουδίστρια Ειρήνη Μπριλλάκη Καβακοπούλου, επίσης Σπηλιανή, με την οποία ηχογράφησε το ριζίτικο «Τρώτε και πίνετ' άρχοντες» και το παραδοσιακό συρτό «Στον ουρανό θε ν' ανεβώ (συρτός πρώτος)». Αξίζει να σημειωθεί εξάλλου η ιδιαίτερη προσοχή που επιδεικνύεται από το Γιώργη Καλογρίδη στην επιλογή των μαντινάδων, γεγονός που συντελεί αποφασιστικά στην επίτευξη της υψηλής ποιότητας που χαρακτηρίζει το έργο του. Όλες οι ηχογραφήσεις του έγιναν με τη συνεργασία των δύο γνωστών και καταξιωμένων Σπηλιανών λαουτιέρηδων αδελφών Γιάννη και Βαγγέλη Μαρκογιαννάκη (οι Μαρκογιάννηδες εξάλλου ήταν και οι μεγάλοι και βασικοί συνεργάτες του άλλου μεγάλου Σπηλιανού λυράρη, του Θανάση Σκορδαλού).
  Ο προικισμένος λυράρης ξενιτεύεται το 1966 στη Νέα Υόρκη, ενώ το 1977, έπειτα από ένα εγκεφαλικό επεισόδιο, το χρυσό του χέρι παραλύει, στερώντας από τον ίδιο αλλά και από τη μουσική μας γενικότερα την ευκαιρία για νέες συνθέσεις του. Ωστόσο η μέχρι τότε μουσική του προσφορά παραμένει, για να σημαδέψει την πορεία της μουσικής μας παράδοσης, και στοιχειοθετεί την υποχρέωση μιας απέραντης ευγνωμοσύνης από μέρους της μουσικής Κρήτης.
Στέλιος Αεράκης (από τη δισκογραφική σειρά «Πρωτομάστορες», Κρητικό Μουσικό Εργαστήρι)

  Ο Γιώργης Καλογρίδης δεν είναι εύκολο να προσωπογραφηθεί. Ανήκει στη μεγάλη γενιά καλλιτεχνών που ερωτεύθηκαν τη μουσική μας και την ανέβασαν πολύ ψηλά σε κείνα τα δύσκολα χρόνια. Στους πρωτομάστορες και μεγαλουργούς της κρητικής μουσικής παράδοσης.
  Οι σκοποί και τα τραγούδια του, πάντοτε τρυφερά σαν την ψυχή του, διακρίνονται για τη γλυκύτητα και τον ερωτισμό τους. Δείγματα επιδεξιότητας, απλότητας, ρυθμού και ισορροπίας και προπαντός σεβασμού. Όσοι γλέντησαν με τη λύρα του είναι σε θέση να πουν πολύ περισσότερα για τον άνθρωπο και καλλιτέχνη Καλογρίδη, τον τραγουδιστή του έρωτα. Κρίμα που η μοίρα στέρησε πρόωρα από μας και τη μουσική μας μια τέτοια καλλιτεχνική φυσιογνωμία. Σίγουρα, αν κρατούσε ακόμη το δοξάρι, η Κρήτη και η δημοτική μας μουσική θα είχαν να επιδείξουν ακόμη μεγαλύτερο και σπουδαιότερο έργο.
  Όπως και νά 'χει το πράγμα όμως, θα αποτελεί σημείο αναφοράς της κρητικής μουσικής του χθες και του αύριο.
Μανώλης Παντινάκης
δημοσιογράφος

  Στην κατηγορία εκείνη των ανθρώπων που μέσα τους υπάρχει έντονο και πληθωρικό το πάθος ανήκει και ο Γιώργης Καλογρίδης. Πάθος: μια λέξη που οι παλιότεροι τουλάχιστον τη χρησιμοποιούσαν για να αποδώσουν κάποιες ιδιότητες που χαρακτήριζαν κάποιους ανθρώπους, όπως: ευαισθησία, μερακλίκι, φλόγα, ερωτισμό, τρέλα, παράπονο και όποια άλλη τέτοια έννοια θα μπορούσε να προσδιορίσει μια καλλιτεχνική φύση.
  Γεμάτος πάθος λοιπόν ο Γ. Καλογρίδης δεν χρειαζόταν περισσότερα εφόδια ή προϋποθέσεις για να διαπρέψει στον τομέα της δραστηριότητάς του. Αν αντί για το δοξάρι τύχαινε να κρατά χρωστήρα ή σμίλη ή κοντυλοφόρο, είναι βέβαιο πως ό,τι θα έβγαινε απ' τα χέρια του θα είχε επίσης τη σφραγίδα του πάθους. Ορθάνοιχτες φωτεινές ψυχές οι άνθρωποι του είδους αυτού γίνονται οι δέκτες παμπάλαιων αισθημάτων που φτάνουν από πολύ μακρυνές αφετηρίες, μέσα από τα έγκατα του χρόνου.
  Δέκτες ήχων, εικόνων και αναμνήσεων, περνώντας μέσα από το περίτεχνο αργαστήρι της ψυχής τους, παίρνουν πιο ζωντανές, πιο νεανικές, πιο καλαίσθητες μορφές. Δέκτες και πομποί, αλλά με την ενδιάμεση ύπαρξη μιας φλογερής μήτρας, που γεννοβολά αδιάκοπα την περιούσια ύλη της καλλιτεχνικής δημιουργίας.
  Ο λυράρης, ο ποιητής, ο σκαλιστής, ο ζωγράφος ο παραμυθάς κ.ά. φορείς του λαϊκού πολιτισμού είναι οι αγωγοί των κοινωνικών αισθημάτων, που με έντεχνο τρόπο τα περικλείουν σε ένα συγκεκριμένο σχήμα, σε μια μορφή, σε ένα ρυθμό και, ενώ απάνω τους είναι ευδιάκριτα «δακτυλικά αποτυπώματα» της ψυχής τους, απηχούν εν τούτοις μια πλατύτερη και γενικότερη εκφραστική ανάγκη. Αυτοί είναι οι λαϊκοί καλλιτέχνες. Σε όλους τους Χώρους της τέχνης. Αυτός είναι ο Καλογρίδης, ο κάθε Καλογρίδης. Προορισμένος να συλλέγει το φως, να το πλάθει στα δάχτυλά του και να σκορπά ζεστές και φρέσκιες τις λαμπερές του ακτίνες πυρπολώντας τα σκοτάδια της καρδιάς και του νου των συνανθρώπων. Ιεραπόστολος που πορεύεται σε μοναχικά μονοπάτια σπέρνοντας τον έρωτα, για να ανθίσει και να καρπίσει η ομορφιά στη ζωή μας.
   Σήμερα πια, που διάφοροι τρομοκράτες των αισθήσεων πυκνώνουν τις επιθέσεις τους, έχομε πραγματικά πιο πολύ ανάγκη τους «ελεύθερους σκοπευτές της τέχνης», όπως είναι ο Γιώργης Καλογρίδης.
Γιώργης Καράτζης
λαϊκός ποιητής

Το κείμενο παρατίθεται τον Οκτώβριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, της cretan-music.gr


Μαρκογιαννάκης Βαγγέλης

1936
  Γεννήθηκε το 1936 στο Σπήλι του Ρεθύμνου από οικογένεια μουσικών. Ο πατέρας του έπαιξε λύρα, τα αδέρφια του Κώστας και Στέλιος λαούτο, ο Χαράλαμπος λύρα και μπουζούκι και ο Γιάννης λαούτο. Αρχισε σε ηλικία 12 χρονών, με πολύ ζήλο και αγάπη για το λαούτο αλλά και τη σύνθεση σκοπών και τραγουδιών.
  Αργότερα ερχόμενος στην Αθήνα είχε την ευκαιρία να σπουδάσει και να αποκτήσει περισσότερες γνώσεις πάνω στο αντικείμενο που αγαπούσε τόσο πολύ, δηλαδή την μουσική. Ασχολήθηκε με το κοντραμπάσο στο οποίο πήρε και δίπλωμα από το Ωδείο Αθηνών.
  Εργάσθηκε στην Κρατική Ορχήστρα των Αθηνών και στην Συμφωνική της ΕΡΤ. Παράλληλα έβρισκε μεγάλη ευχαρίστηση στο λαούτο. Συνεργάστηκε με τους αξέχαστους Θανάση Σκορδαλό και Κώστα Μουντάκη. Στη δισκογραφία είχε τη μεγάλη συνεργασία με το Νίκο Μανιά, η οποία απέφερε υπέροχα τραγούδια στο ύφος των ταμπαχανιώτικων, καθώς και με το Σπύρο Σηφογιωργάκη, το Μανώλη Κακλή, τον αδερφό του Γιάννη και άλλους. Επίσης έχει γράψει δίσκο σε συνεργασία με τον Μπάμπη Γαργανουράκη με τίτλο "Παίζω με το λαούτο μου". Ακολούθησαν πολλές συνεργασίες όπως με Ζ. Μελεσσανάκη, Καλογρίδη, Ροδάμανθο Ανδρουλάκη, Μάρκο Φουρναράκη, Παντελή Κρασαδάκη, Γιώργο Παπαδάκη, Στέλιο Μπικάκη και Μανώλη Αλεξάκη. Ο Βαγγέλης Μαρκογιαννάκης θεωρείται και είναι ένας εκ των κορυφαίων δημιουργών της Κρητικής μουσικής.
βασισμένη στην βιογραφία του καλλιτέχνη όπως περιέχεται στο site της Cretaphone

Το κείμενο παρατίθεται τον Οκτώβριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, της cretan-music.gr


Μαρκογιαννάκης Γιάννης

  Γεννήθηκε στο Σπήλι επαρχίας Αγίου Βασιλείου του νομού Ρεθύμνης και κατάγεται από μεγάλη μουσική οικογένεια. Ο πατέρας του έπαιζε λύρα και τα αδέρφια του λύρα και λαούτο, ενώ ο αδελφός του στο Σικάγο ασχολείται με το μπουζούκι. Τα βιώματα του στο χωριό πλούσια σε μουσικά ακούσματα. Ο πατέρας του τον επηρεάζει καθοριστικά και η συνεργασία του με το Θανάση Σκορδαλό αποτελεί σταθμό στη ζωή του. Μια συνεργασία που κράτησε δεκαετίες. Δισκογραφικά συνεργάζονται για πρώτη φορά το 1946 με το "Μόνο εκείνος π' αγαπά". Το 1958 πραγματοποιούν δεκάμηνη περιοδεία στις ΗΠΑ και αργότερα με το Σπύρο Σηφογιωργάκη επισκέπτονται άλλες τρεις φορές την Αυστραλία. Με τον Σηφογιωργάκη συνεργάζονται επίσης δισκογραφικά με τεράστια επιτυχία. Με τον Κώστα Μουντάκη συνεργάζονται δισκογραφικά στη "Μάχη της Κρήτης", ενώ κάνει συνεργασίες με αρκετούς ακόμα λυράρηδες μέχρι και σήμερα. Το 1963 συμμετέχει με τον Όμιλο Βρακοφόρων Κρήτης σε φεστιβάλ στη Φιλανδία, όπου βραβεύθηκαν για την παρουσία τους. Τη δεκαετία 70-80 εργάζεται σε διάφορα κρητικά κέντρα της Αττικής ενώ σήμερα ζει στο Ρέθυμνο. Ο Γιάννης Μαρκογιαννάκης θεωρείται και είναι εκ των κορυφαίων καλλιτεχνών της Κρητικής μουσικής.

Το κείμενο παρατίθεται τον Οκτώβριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, της cretan-music.gr


Σκορδαλός Αθανάσιος

1920 - 1998
  O Θανάσης Σκορδαλός, ο μεγάλος αυτός "δάσκαλος" της Κρητικής μουσικής γεννήθηκε το Δεκέμβρη του 1920 στο Σπήλι Αγ.Βασιλείου, Ρεθύμνου, όπου πρωτόπιασε λύρα σε ηλικία 9 χρονών. Με αυτή την πρώτη του "αρτικόλυρα", που αγοράστηκε 18 δραχμές και χωρίς να του μάθει κανένας, άρχισε να μαθαίνει και να παίζει κομμάτια, που άκουγε σαν μικρό παιδί. Το ταλέντο ήταν φανερό... τόσο φανερό, που ο ίδιος ο Ανδρέας Ροδινός, χαρακτήρισε τον 11χρονο τότε Σκορδαλό, σαν "διάδοχό του", μπροστά σε όλο το Σπήλι.
  Δώδεκα χρονών έπαιξε σε γλέντι στο Χαμαλεύρι Ρεθύμνου. Το 1946 κυκλοφορεί τον "Σπηλιανό συρτό (Μόνο εκείνος π' αγαπά)" με συνεργάτη του τον μεγάλο επίσης Σπηλιανό λαουτιέρη Γιάννη Μαρκογιαννάκη (Μαρκογιάννη). 'Ενα τραγούδι, σταθμός στη μετέπειτα πορεία του Θανάση Σκορδαλού αλλά και της Κρητικής μουσικής γενικότερα.
  Μεγάλες στιγμές του Θ.Σκορδαλού συνδέονται με το όνομα του Μαρκογιάννη που τον συνόδευε συνεχώς στα πρώτα χρόνια της καριέρας του. Συνεργάστηκε επίσης με τον Γιάννη Μπερνιδάκη (Μπαξεβάνη) στην ηχογράφηση 4 δίσκων 78" (1947) με 8 τραγούδια που έμειναν κλασσικά (Το ξεροστερνιανό νερό, Στων αμαθιώ σου τη φώθια, κ.α.)
  Ο Θανάσης Σκορδαλός, δεχόταν τα ακούσματα και την τεχνική όλων των λυράρηδων της εποχής, τα βιώνει και δημιουργεί τη βάση για το δικό του ξεκίνημα στο χώρο της Κρητικής Τέχνης. Ετσι στη δεκαετία του '40, που ο Σκορδαλός δίνει τις πρώτες δημιουργίες του με τη λύρα, σηματοδοτείται μία νέα εποχή για την Κρητική μουσική. Παίρνει τις φόρμες όπως τις άκουσε, τις τελειοποιεί, δίνοντας τον δικό του χαρακτήρα και το ανεπανάληπτο ύφος του, που ανοίγουν έτσι στην τεχνική της λύρας ένα νέο δρόμο. Αυτό που δημιούργησε τη σχολή του Σκορδαλού στην Κρητική μουσική.
  Μεγάλες στιγμές επίσης γνώρισε δισκογραφικά συντροφιά με τον Νίκο Μανιά (Πότε θα κάνει ξαστεριά, Περνάς και δε με χαιρετάς, κ.α.) αλλά και τις κόρες του, ιδιαίτερα τη Μαίρη (Τρέχουν τα νερά,Τα περασάρικα πουλιά, κ.α.). Διορίστηκε από το Σοφοκλή Βενιζέλο ως υπάλληλος στην υπηρεσία ασφαλείας της τράπεζας Ελλάδος. Αποκατεστημένος πλέον επαγγελματικά αφιερώθηκε στην αγαπημένη του λύρα, πραγματοποιώντας εμφανίσεις στους απανταχού Κρήτες της διασποράς σε Αμερική, Καναδά, Αυστραλία, Αφρική.
  Ο μεγάλος δάσκαλος της λύρας έδωσε μεγάλες στιγμές στην Κρητική μουσική με τραγούδια όπως: Μόνο εκείνος π' αγαπά, Ένας καινούριος άνεμος, Συ μ' έμαθες πώς αγαπούν, Ένας ψαράς, Ποιός ουρανός ποιά θάλασσα, Φιλεντέμ, Όνειρα βλέπω μυστικά, και πολλά άλλα.
  Το μουσικό έργο του, χαρακτηρίζεται από τον ρυθμό τον οποίο σε όλη του τη ζωή και σε όλα του τα μουσικά έργα τήρησε με θρησκευτική ευλάβεια, θα μπορούσε να πει κανείς, και διαπνέεται από ζωντάνια, ρεαλισμό και αποπνέει έναν δυναμισμό συνδιασμένο άψογα με τη μελωδία, στοιχεία ακριβώς τα οποία προσδιορίζουν τον τύπο και τον χαρακτήρα του Κρητικού. Να γιατί ο Σκορδαλός είναι αγαπητός σε όλους τους Κρητικούς, απ'άκρη σ'άκρη της γης.
  Ο Θανάσης Σκορδαλός, που υπηρέτησε για 60 ολόκληρα χρόνια την Κρητική μουσική έφυγε από τη ζωή στις 23 Απριλίου 1998 σε ηλικία 78 ετών. Χαρακτηριστική είναι η παρακάτω μαντινάδα του Χ. Παπαδάκη με αφορμή το θάνατό του.
Στο θάνατό σου βρόντηξε
και σύστηκε η Κρήτη
δάκρυα τα χιόνια γίνανε
του γέρο Ψηλορείτη

  'Ηταν και θα μείνει ένας από τους κορυφαίους καλλιτέχνες στην Κρητική μουσική ιστορία, με μνημειώδες δισκογραφικό έργο, ανεπανάληπτο και σε ποσότητα και σε ποιότητα. Δημιούργησε έργο τέτοιο, που με αυτό θα τροφοδοτεί για πολλά χρόνια τις επόμενες γενιές.

Κώστας Βασιλάκης (από το Θανάσης Σκορδαλός, 1920-1998, 6CD, Αεράκης)
Το κείμενο παρατίθεται τον Οκτώβριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, της cretan-music.gr


Γεώργιος Μαράκης (Νικολιδογιώργης)

ΦΟΥΡΦΟΥΡΑΣ (Χωριό) ΚΟΥΡΗΤΕΣ
1896 - 1982
  Γεννήθηκε το 1896 στο Φουρφουρά, όπου έζησε όλα τα χρόνια της ζωής του. Απέθανε το 1982. Παντρεμένος με τη Βασιλική Μπερκουτάκη, απέκτησε ένα γιο, το Νίκο.
  Ανθρωπος με καλλιτεχνικό ταλέντο, ξεχώριζε σαν ξυλουργός, αλλά το μαντολίνο ήταν η αδυναμία του. το αγάπησε και το υπηρέτησε πιστά, πολλά και δύσκολα χρόνια. Το «όργανο», όπως το αποκαλούσε, ήταν η μεγάλη του αγάπη. Ήταν ο κανταδολόγος του Φουρφουρά, που, ανύσταχτος και ακούραστος, σκόρπιζε μουσικές μελωδίες σε δρόμους και σοκάκια. Αφοσιωμένος στο καθήκον του, απαραίτητος στην παρέα, συντρόφευε κάθε νέο κάτω από το παράθυρο της αγαπημένης του.

Σύλλογος Γυναικών Φουρφουρά
Το κείμενο παρατίθεται τον Οκτώβριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα της cretan-music.gr


Νικόλαος Μ. Τυράκης (Τυρονικολής)

1916 - 2002
  Γεννήθηκε το 1916 στο Φουρφουρά. Τα περισσότερα χρόνια της ζωής του τα έζησε στη Σάτα Αμαρίου (χωριό με ιστορία, σήμερα όμως σχεδόν χωρίς κατοίκους), όπου και πέθανε την πρωτοχρονιά του 2002. Από το γάμο του με την Ελευθερία Λαντζουράκη απέκτησε τρία παιδιά, τη Χρυσούλα, τη Γεωργία και το Μιχάλη. Πάθος του ήταν η λύρα από τα νιάτα του και αδυναμία του τα μεσσαρίτικα πεντοζάλια. Η καλή παρέα ήταν πάντα η ζωή του και σε κάθε παρέα ήταν απαραίτητος. Τύπος γραφικός, με μοναδικό χιούμορ, τα ανέκδοτα, οι ετοιμόλογες απαντήσεις του, τα αστεία, τα πειράγματα, οι μαντινάδες του, ανέβαζαν το κέφι της παρέας και τον είχαν αναδείξει σε μια φυσιογνωμία αξέχαστη, που έπαιξε το δικό του ρόλο στη διαμόρφωση του τοπικού μουσικού χαρακτήρα, αλλά και του ήθους του χωριού μας.

Σύλλογος Γυναικών Φουρφουρά
Το κείμενο παρατίθεται τον Οκτώβριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφία, της cretan-music.gr


Ελευθέριος Α. Μουρτζανός

1925
  Γεννήθηκε το 1925 στο Φουρφουρά, όπου ζει μέχρι σήμερα (2003). Από το γάμο του με τη Θεοδοσία Τσίχλη απέκτησε τέσσερα παιδιά, τον Αντώνη, το Γιώργη, τη Χρυσούλα και τον Ανδρέα. Από τα νεανικά του χρόνια ασχολήθηκε με το λαούτο. Το αγάπησε και ήταν ένα κομμάτι του εαυτού του. Μαζί του πέρασε το μεγαλύτερο και ωραιότερο μέρος της ζωής του. Ακούραστος συνόδευε κάθε λυράρη, πάντα στη διάθεση της παρέας μέχρι το πρωί ή μέχρι το επόμενο πρωί, στη γέννηση, τη βάφτιση, το γάμο, την εορτή, που ήταν ώρες χαράς και διασκέδασης στο Φουρφουρά. Αποτραβήχτηκε σιγά σιγά, κρατώντας αμέτρητες όμορφες αναμνήσεις.

Σύλλογος Γυναικών Φουρφουρά
Το κείμενο παρατίθεται τον Οκτώβριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφία, της cretan-music.gr


Εμμανουήλ Π. Διαμαντάκης

1926
  Γεννήθηκε το 1926 στο Φουρφουρά, όπου ζει μέχρι σήμερα (2003). Γεωργός το επάγγελμα. Από το γάμο του με τη Θεοδοσία Τσίχλη απέκτησε δύο παιδιά, τον π. Παντελή (εφημέριο Φουρφουρά) και το Λευτέρη. Τα παιδικά και νεανικά του χρόνια περνούν μεταξύ Σάτας και Φουρφουρά, οπότε αρχίζει να αυτοσχεδιάζει στη λύρα. Προσηλωμένος στην παράδοση, ανασύρει και αποδίδει παλιές αξέχαστες μελωδίες. Η γλυκόπικρη λύρα του γίνεται απαραίτητη σε κάθε παρέα και πανηγύρι, τόσο στο Φουρφουρά όσο και στα χωριά της Αμπαδιάς (νότιο τμήμα της επαρχίας Αμαρίου). Οι σκοποί της νύχτας που παίζει διαρκούν μέχρι το ξημέρωμα. Μετά από κάθε γάμο αρχίζει ο αντίγαμος και η νυφοπαρέα και η διασκέδαση (μέσα στις δυσκολίες και τις αντιξοότητες των δύσκολων και σκληρών εποχών) δεν έχει σταματημό. Αρχές της δεκαετίας του 1990 αποσύρεται σιγά σιγά, νιώθοντας, όπως πολλοί αγνοί λυράρηδες, ξένος προς το σύγχρονο τυποποιημένο τρόπο διασκέδασης με το «ωράριο» και τα ηχεία.

Σύλλογος Γυναικών Φουρφουρά
Το κείμενο παρατίθεται τον Οκτώβριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφία, της cretan-music.gr


Αριστοτέλης Λέκκας

1913 - 2002
  Γεννήθηκε το 1913 στο Φουρφουρά, όπου και έζησε όλα τα χρόνια της ζωής του. Απέθανε το 2002 σε ηλικία 89 ετών. Παντρεμένος με την Καδιανή Τυράκη, απέκτησαν τρία παιδιά, το Γιώργη (εξαίρετο μαντιναδολόγο και πρόεδρο σήμερα του Συλλόγου Κρητών Στιχουργών «Μιχάλης Καυκαλάς»), τη Μαρία και το Σπύρο. Από τα νεανικά του χρόνια αγάπησε με πάθος τη μουσική. Αυτοδίδακτος λυράρης, αφοσιώθηκε για πολλά χρόνια στην ψυχαγωγία της κοινωνίας του Φουρφουρά. Μέχρι περίπου τα μέσα της δεκαετίας του 1960 έδινε με τη λύρα του ξεχωριστό χρώμα σε γάμους, βαφτίσεις, πανηγύρια και παρέες στο χωριό. Προσωπικοί, αλλά και κοινωνικοί λόγοι τον ανάγκασαν τα επόμενα χρόνια να αποσυρθεί από κάθε εκδήλωση, αλλά και, τα τελευταία χρόνια της ζωής του, να αποχωριστεί τη λύρα οριστικά

Σύλλογος Γυναικών Φουρφουρά
Το κείμενο παρατίθεται τον Οκτώβριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφία, της cretan-music.gr


Διαμαντής Στέλιος

ΧΑΡΚΙΑ (Χωριό) ΑΡΚΑΔΙ
1908 - 1999
  Γεννήθηκε το 1908 στο χωριό Χάρκια της επαρχίας Ρεθύμνου, στο οποίο και έζησε μέχρι το θάνατό του, το 1999. Παντρεύτηκε την Χρυσή και απέκτησε δέκα παιδιά.
  Αυτοδίδακτος λυράρης, ήταν ο μουσικός που με τη λύρα του στήριξε για δεκαετίες την τοπική κοινωνία των Χαρκίων, ψυχαγωγώντας τους χωριανούς του σε δύσκολους καιρούς. Έπαιζε,και κληροδότησε στους μεταγενέστερους, έναν ολόκληρο θησαυρό από αμαριώτικα πεντοζάλια (τις περίφημες κοντυλιές της επαρχίας Αμαρίου), καθώς και πολλούς παλιούς σκοπούς και ξεχασμένους χορούς (κατσαμπαδιανό, μικρό μικράκι, λαζώτη, σωτή), τη γνώση του στους οποίους εμπλούτισε και μέσω της επαφής του με το συγγενή του λυράρη Γιώργη Μουζουράκη από την Παντάνασσα Αμαρίου (τα Χάρκια συνορεύουν με τα αμαριώτικα χωριά και η συγγένεια στη μουσική παράδοση είναι προφανής).
  Η λύρα του, που κράτησε κατά καιρούς πολυήμερες παρέες και τοπικά γλέντια, άφησε ανεξίτηλες αναμνήσεις σε μικρούς και μεγάλους και συνέβαλε στη μετάδοση όχι μόνο της μουσικής κληρονομιάς αλλά και του υψηλού ήθους (που διέκρινε και τον ίδιο και τον τρόπο παιξίματός του) στους νεότερους Χαρκιανούς, εντός και εκτός Κρήτης, μέχρι και σήμερα.
 Ο Πολιτιστικός Σύλλογος Χαρκίων επεξεργάζεται την έκδοση ψηφιακού δίσκου εικόνας και ήχου με αποσπάσματα από ηχογραφήσεις του, όπου αποτυπώνεται το ύφος της παλιάς παρέας στην ευρύτερη περιοχή του Αρκαδίου, στην οποία συμμετέχουν πολλοί χωριανοί τραγουδώντας τοπικές μαντινάδες και χορεύοντας ξεχασμένους χορούς.

Το κείμενο παρατίθεται τον Οκτώβριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, της cretan-music.gr


Ποιητές

Γεώργιος Χορτάτζης

ΑΤΣΙΠΟΠΟΥΛΟ (Χωριό) ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΦΩΚΑΣ

Ριανός ο Βηναίος

ΒΗΝΗ (Αρχαία πόλη) ΚΟΥΛΟΥΚΩΝΑΣ
276 - 196
Rhianus, (Rhianos) of Crete. A distinguished Alexandrian poet and grammarian, who flourished in B.C. 222. Some of his epigrams are present in the Greek Anthology. His remains are edited by Saal (Bonn, 1831).

  Before I wrote the history of the war and all the sufferings and actions that heaven prepared in it for both sides, I wished to reach a decision regarding the age of a certain Messenian. This war was fought between the Lacedaemonians with their allies and the Messenians with their supporters, but received its name not from the invaders like the Persian and Peloponnesian wars, but was called Messenian from their disasters, just as the name Trojan war, rather than Greek, came to be universally applied to the war at Troy. An account of this war of the Messenians has been given by Rhianus of Bene in his epic, and by Myron of Priene. Myron's history is in prose. Neither writer achieved a complete and continuous account of the whole war from its beginning to the end, but only of the part which each selected: Myron narrated the capture of Ampheia and subsequent events down to the death of Aristodemus; Rhianus did not touch this first war at all. He described the events that in time befell the Messenians after their revolt from the Lacedaemonians, not indeed the whole of them, but those subsequent to the battle which they fought at the Great Trench, as it is called. The Messenian, Aristomenes, on whose account I have made my whole mention of Rhianus and Myron, was the man who first and foremost raised the name of Messene to renown. He was introduced by Myron into his history, while to Rhianus in his epic Aristomenes is as great a man as is the Achilles of the Iliad to Homer. As their statements differ so widely, it remained for me to adopt one or other of the accounts, but not both together, and Rhianus appeared to me to have given the more probable account as to the age of Aristomenes. (Paus. 4.6.1)
Commentary: Rhianus of Bene in Crete was of the third century B.C., a Homeric scholar and the author of various works of a mythological and quasi-historical character. Besides his Messeniaca, largely used by the author in the present account, we hear of his Heracleia, Achaica, Eliaca, and Thessalica.

This extract is from: Pausanias. Description of Greece (ed. W.H.S. Jones, Litt.D., & H.A. Ormerod, 1918). Cited Oct 2003 from The Perseus Project URL below, which contains comments & interesting hyperlinks.


Συγγραφείς

Παρρέν Καλλιρρόη

ΠΛΑΤΑΝΙΑ (Χωριό) ΚΟΥΡΗΤΕΣ
1859 - 1940
Πρώτη Ελληνίδα φεμινίστρια

Έχετε τη δυνατότητα να δείτε περισσότερες πληροφορίες για γειτονικές ή/και ευρύτερες περιοχές επιλέγοντας μία από τις παρακάτω κατηγορίες και πατώντας το "περισσότερα":

GTP Headlines

Λάβετε το καθημερινό newsletter με τα πιο σημαντικά νέα της τουριστικής βιομηχανίας.

Εγγραφείτε τώρα!
Greek Travel Pages: Η βίβλος του Τουριστικού επαγγελματία. Αγορά online

Αναχωρησεις πλοιων

Διαφημίσεις

ΕΣΠΑ