gtp logo

Πληροφορίες τοπωνυμίου

Εμφανίζονται 15 τίτλοι με αναζήτηση: Ιστορία  στην ευρύτερη περιοχή: "ΞΑΝΘΗ Νομός ΕΛΛΑΔΑ" .


Ιστορία (15)

Ανάμεικτα

ΤΟΠΕΙΡΟ (Δήμος) ΞΑΝΘΗ
  Ο νεοσύστατος Δήμος Τοπείρου, οφείλει την ονομασία του σε πόλη που υπήρχε πάνω στην Εγνατία οδό, της Ρωμαϊκής εποχής, στην περιοχή που εκτείνεται σήμερα ο Δήμος.
  Πλησιάζοντας την γέφυρα του Νέστου ποταμού, στην περιοχή ανάμεσα στα χωριά Τοξότες και Παράδεισος, 14 χλμ δυτικά από την Ξάνθη, μπορεί κανείς να δει τα ερείπια της αρχαίας πόλης Τόπειρος, όπου σώζονται ή έχουν αποκαλυφθεί μνημεία παλαιοχριστιανικών και βυζαντινών χρόνων, κυρίως τμήματα της οχύρωσης, ναών και μονών.
  Ιδρύθηκε τον Α αι. μ.Χ. και υπήρξε έδρα επισκόπου από τον 5ο έως τον 8ο αι. Οι πρόσφατες σαφείς μαρτυρίες για την επισκοπή Τοπείρου προέρχονται από τους πρωτο-βυζαντινούς χρόνους και μάλιστα τον 4ο και 5ο αιώνα. Έτσι αναφέρονται ονόματα επισκοπών της πόλεως στα πρακτικά της Γ (431 μ.Χ.) και Δ (451 μ.Χ.) Οικουμενικής Συνόδου.
  Τον Β μ.Χ. αιώνα η πόλη Τόπειρος έχει δικά της νομίσματα (απόδειξη αυτονομίας & πλούτου). Με τον διαχωρισμό του Ρωμαϊκού κράτους σε Ανατολικό & Δυτικό, η περιοχή της Ξάνθης, με έδρα πάντα την πόλη Τόπειρο, ανήκει στην Ανατολική Αυτοκρατορία, της οποίας μάλιστα είναι το δυτικότερο όριο.
  Το 549 μ.Χ., επί αυτοκράτορος Ιουστινιανού, κατακτείται η πόλη από Σκλαβηνούς βαρβάρους, οι οποίοι την κατάστρεψαν ολοσχερώς. Σε δύο χρόνια (551 μ.Χ.) ο Ιουστινιανός την ξανάκτισε & την περιέλαβε με ισχυρότερα τείχη.
  Ιστορικό παρόν η πόλη δείχνει μέχρι το 812 μ.Χ. οπότε καταστράφηκε από τον Βούλγαρο Τσάρο Κρούμο.
Το κείμενο (απόσπασμα) παρατίθεται τον Οκτώβριο 2003 από τουριστικό φυλλάδιο του Δήμου Τοπείρου.

Γεγονότα νεότερης ιστορίας

ΞΑΝΘΗ (Πόλη) ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ & ΘΡΑΚΗ
  Το 1829 δύο σεισμοί καταστρέφουν την Ξάνθη, που χτίζεται πλέον από την αρχή, ενώ στο 1870 πυρκαγιά καταστρέφει τη Γενισέα. Έτσι, διοικητικό κέντρο γίνεται πια η Ξάνθη, αυξάνει ο πληθυσμός της φτάνοντας στα τέλη του 19ου αιώνα σε 10.000 κατοίκους, ενώ η διέλευση της σιδηροδρομικής γραμμής το 1891 συμβάλλει στην περαιτέρω ανάπτυξη.
  Στο Μακεδονικό και Θρακικό Αγώνα οι Ξανθιώτες στις αρχές του 20ου αιώνα συμμετέχουν σε μυστικές αντιστασιακές οργανώσεις, επιδεικνύοντας ανδρεία και αυτοθυσία. Θύμα της Βουλγαρικής μανίας το 1913 είναι ο Ξανθιώτης Γιάνκος Αντίκας. Στις 8 Νοεμβρίου 1912 την Ξάνθη καταλαμβάνουν οι Βούλγαροι, ενώ στις 13 Ιουλίου 1913 την απελευθερώνουν οι Έλληνες, μετά από 550 χρόνια σκλαβιάς. Στις 28 Ιουλίου 1913 οι σύμμαχοι επιδικάζουν την Ξάνθη στους Βουλγάρους με τη συνθήκη Βουκουρεστίου. Ακολουθεί βαριά εφτάχρονη σκλαβιά με τρομοκρατία, ομηρίες, καταστροφές.
  Με το τέλος όμως του Α Παγκόσμιου πολέμου, στις 4 Οκτωβρίου 1919 την πόλη απελευθερώνουν μεικτά συμμαχικά στρατεύματα με την 9η Μεραρχία και Διοικητή τον Υποστράτηγο Λεοναρδόπουλο. Ως το Μάη του 1920 υπάρχει περίοδος διασυμμαχικής κατοχής, οπότε ολόκληρη η νοτιοδυτική Θράκη ενσωματώνεται επίσημα στην Ελλάδα.
  Μια νέα σελίδα στην ιστορία της Ξάνθης αρχίζει.
  Στα χρόνια του Μεσοπολέμου η Ξάνθη φτάνει σε ακμή οικονομική και πολιτιστική, μετά την οικονομική κρίση όμως και την αλλαγή στην επεξεργασί του καπνού στα 1930 αρχίζει η αντίστροφη μέτρηση.
  Κατά το Β Παγκόσμιο πόλεμο, μετά από ηρωική αντίσταση στο οχυρό του Εχίνου, η Ξάνθη καταλαμβάνεται από τους Γερμανούς στις 8 Απριλίου 1941, που στις 21 Απριλίου 1941 την παραδίνουν στους Βουλγάρους. Τρομερές μέρες πέρασαν οι εναπομείναντες κάτοικοι ως τις 9 Σεπτεμβρίου 1944 που καταρρέει το μέτωπο και αναχωρούν οι Βούλγαροι κατακτητές. Μετά την απελευθέρωση η περιοχή περνά δύσκολες μέρες, με οικονομική καχεξία, μεγάλο μεταναστευτικό ρεύμα και γενικότερη υπανάπτυξη. Η κατάσταση έφτασε το "απροχώρητο" στη δεκαετία του '70, οπότε μετά την μεταπολίτευση άρχισε ξανά η αντίστροφη μέτρηση. Η δημιουργία τότε του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης, η ίδρυση του Δ Σώματος Στρατού, η εγκατάσταση βιομηχανικών μονάδων και η πραγματοποίηση έργων υποδομής σταδιακά βελτιώνουν την κατάσταση. Την τελευταία δεκαετία του αιώνα εγκαθίστανται πρόσφυγες από την τέως Σοβιετική Ένωση, συντελώντας στη σταθερή αύξηση του πληθυσμού.
(κείμενο: ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΟΥΣΟΠΟΥΛΟΣ)
Το κείμενο (απόσπασμα) παρατίθεται τον Σεπτέμβριο 2003 από τουριστικό φυλλάδιο της Νομαρχίας Ξάνθης (1999, 2001).

Ευεργέτες του τόπου

Αθηναίοι, 375 π.Χ.

ΑΒΔΗΡΑ (Αρχαία πόλη) ΞΑΝΘΗ
Απελευθέρωσαν την πόλη από τους Τριβαλούς και την έκαναν μέλος της Β' Αθηναϊκής Συμμαχίας.

Ιδρυση-οικισμός του τόπου

By the Teians

Teos also is situated on a peninsula; and it has a harbor. Anacreon the melic poet was from Teos; in whose time the Teians abandoned their city and migrated to, Abdera, a Thracian city, being unable to bear the insolence of the Persians; and hence the verse in reference to Abdera. (Strabo 14,1,30)

Καταστροφές του τόπου

Από τους Τριβαλούς, 376 π.Χ.

When Charisander was archon at Athens, the Romans elected four military tribunes with consular power, Servius Sulpicius, Lucius Papirius, Titus Quinctius; and the Eleians celebrated the one hundred first Olympiad, in which Damon of Thurii won the stadium race. During their term of office, in Thrace the Triballians, suffering from a famine, moved in full force into territory beyond their borders and obtained food from the land not their own. More than thirty thousand invaded the adjacent part of Thrace and ravaged with impunity the territory of Abdera; and after seizing a large quantity of booty they were making their way homeward in a contemptuous and disorderly fashion when the inhabitants of Abdera took the field in full force against them and slew more than two thousand of them as they straggled in disorder homewards.

This extract is from: Diodorus Siculus, Library (ed. C. H. Oldfather, 1989). Cited Nov 2002 from The Perseus Project URL below, which contains comments & interesting hyperlinks.


Από τους Ρωμαίους, 170 π.Χ.

Ρωμαίος στρατηγός Ορτένσιος, γιος του ομώνυμου ρήτορα, μετά την μάχη των Φιλίππων, αρχή Ρωμαϊκής κυριαρχίας.

Από φωτιά, 1870

ΓΕΝΙΣΕΑ (Κωμόπολη) ΞΑΝΘΗ

Σελίδες εκπαιδευτικών ιδρυμάτων

Σύντομη Ιστορία του Δήμου Τοπείρου

ΤΟΠΕΙΡΟ (Δήμος) ΞΑΝΘΗ
Photo Album in URL, information in Greek only.

Σελίδες επίσημες

Τα Αβδηρα στο Βυζάντιο

ΑΒΔΗΡΑ (Κωμόπολη) ΞΑΝΘΗ
(Σημείωση σύνταξης: Για την αρχαία ιστορία της πόλης βλ. Αρχαία Αβδηρα)
  Από την εποχή που έπαψε να υφίσταται η έννοια "πόλις-κράτος", οι ανθηρές και εύρωστες αρχαίες πόλεις της Θράκης αρχίζουν σταδιακά να παρακμάζουν, για να οδηγηθούν σε έντονη κάμψη κατά το τέλος της ύστερης αρχαιότητας (4ος - 5ος αι.).
  Την ίδια τύχη με τις υπόλοιπες αρχαίες πόλεις της Θράκης είχαν και τα Αβδηρα. Η παρακμή της πόλης αρχίζει από την ελληνιστική εποχή για να υποστεί μεγάλη καταστροφή, όπως ανασκαφικά βεβαιώθηκε, στην εποχή του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Α'(307-337 μ.Χ.), που σήμανε και το τέλος της αρχαίας πόλης. Από την εποχή αυτή και μετά, η πόλη δεν μνημονεύεται στις γραπτές πηγές για πέντε αιώνες και συγκεκριμένα μέχρι το 879, οπότε και εμφανίζεται ως έδρα επισκοπής με το όνομα Πολύστυλον στα πεπραγμένα της οικουμενικής συνόδου της Κωνσταντινουπόλεως με επίσκοπο τον Δημήτριο. Η μεταλλαγή του ονόματος από Αβδηρα σε Πολύστυλον θα πρέπει να πραγματοποιήθηκε στα πρώτα χρόνια της Μακεδονικής Δυναστείας, εποχή κατά την οποία παρατηρείται ανασυγκρότηση των πόλεων και ανάδειξη πολλών απ' αυτές σε έδρες επισκοπών. Το καινούργιο όνομα που δόθηκε στην πόλη - Πολύστυλον -προέρχεται από τους πολλούς στύλους (κίονες), που υπήρχαν στον χώρο της αρχαίας πόλης. Σύμφωνα με τις κατά καιρούς εκκλησιαστικές εκθέσεις (Notitiae) η επισκοπή Πολυστύλου υπαγόταν στην μητρόπολη Φιλίππων, για να αποσπαστεί απ' αυτήν λόγω αποστάσεως και να προσαρτηθεί στην αρχιεπισκοπή Μαρωνείας κατά τα έτη 1365-1370. Τελευταίος γνωστός επίσκοπος Πολυστύλου είναι ο Πέτρος, που το 1363 υπογράφει έγγραφο για την κυριότητα του μονυδρίου των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, που βρισκόταν στη Θάσο.
  Πέρα από τις εκκλησιαστικές πηγές η πόλη αναφέρεται συχνά και στους βυζαντινούς συγγραφείς, είτε με το βυζαντινό της όνομα (Πολύστυλον), είτε με το αρχαίο (Αβδηρα). Από τον Γρηγορά χαρακτηρίζεται ως φρούριον και από τον Καντακουζηνό ως πολίχνιον παράλιον. Η πόλη, όπως και ολόκληρη η Θράκη, γνωρίζει κατά τον 14ο αι. τις συνέπειες του εμφυλίου πολέμου (1341-1346), που ξέσπασε στο Βυζάντιο ανάμεσα στην Αννα Παλαιολογήνα, χήρα του αυτοκράτορα Ανδρόνικου Γ΄, και τον Ιωάννη Καντακουζηνό. Την πόλη επισκέπτεται το 1342 ο Ιωάννης Καντακουζηνός, κατά τη διάρκεια ταξιδιού του στη Σερβία για αναζήτηση συμμάχων, εφοδιάζοντάς την με σιτάρι και τοποθετώντας φρουρά στο κάστρο της. Την ίδια χρονιά ο αυτοκρατορικός στόλος υπό τον ναύαρχο δούκα Απόκαυκο, εχθρό του Καντακουζηνού, καταπλέει στο λιμάνι της, ενώ την επόμενη χρονιά (1343) αγκυροβολεί εδώ ο στόλος του εμίρη του Αϊδινίου Ομούρ Μπέη, ερχόμενος σε βοήθεια του συμμάχου του, Καντακουζηνού. Για δύο χρόνια (1343-1345) η πόλη βρίσκεται στα χέρια του Βούλγαρου ηγεμονίσκου Μομτζίλου, που, εκμεταλλευόμενος τη συμμαχία του με την Αννα Παλαιολογίνα, καταλαμβάνει την Ξάνθεια (Ξάνθη) και καθίσταται πρόσκαιρα κυρίαρχος της περιοχής. Από τις πληροφορίες των βυζαντινών ιστορικών και χρονογράφων συνάγεται ότι το Πολύστυλον υπήρξε κατά την υστεροβυζαντινή περίοδο μια αρκετά σημαντική οχυρωμένη ναυτική πόλη, που επικοινωνούσε με την ενδοχώρα με δύο δρόμους, από τους οποίους ο ένας οδηγούσε στην Ξάνθεια και ο άλλος στο Περιθεώριον (Αναστασιούπολης). Μετά την κατάληψη της περιοχής από τους Οθωμανούς η πόλη εγκαταλείπεται, για να ιδρυθεί ο μεταβυζαντινός οικισμός σε απόσταση 6 χλμ. Βόρεια, στη θέση του σημερινού οικισμού των Αβδήρων.
Πηγές:
ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΣ ΟΔΗΓΟΣ "ΑΒΔΗΡΑ ΠΟΛΥΣΤΥΛΟ"
Ντίνα Καλλιντζή, Αρχαιολόγος
Δόμνα Τερζοπούλου Αρχαιολόγος
Νίκος Ζήκος Αρχαιολόγος

Το κείμενο παρατίθεται τον Μάιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, του Δήμου Αβδήρων


Τα Αβδηρα στην Νεότερη Εποχή

  Για την περίοδο της Τουρκοκρατίας, ως τα τέλη του 18ου αιώνα δεν έχουμε συγκεκριμένα στοιχεία, για να οικοδομήσουν την νεότερη ιστορία των Αβδήρων. Είναι άγνωστο αν τα Αβδηρα είχαν περάσει, προσωρινά ή μόνιμα, στην κατοχή των Τούρκων.
  Σύμφωνα με τα στοιχεία που μας δίνει ο καθηγητής Θανάσης Μουσόπουλος στο βιβλίο του "Αβδηρα Γη του Κάλλους και του Στοχασμού", το πιο πιθανό είναι ότι οι κάτοικοι του Βυζαντινού Πολύστυλου, μετά την Τουρκική κατάληψη κινήθηκαν προς το εσωτερικό, όπου έφτιαξαν το νέο χωριό, παραχωρώντας την χρήση του λιμανιού και του φρουρίου στους Τούρκους.
  Περισσότερα στοιχεία για την ιστορία και λαογραφία του χωριού, παίρνουμε από τις έρευνες και μελέτες του Δημήτρη Δανδαλίδη, ενός ξεχωριστού δασκάλου που πρόσφερε τα μέγιστα για την καταγραφή της ιστορίας και των παραδόσεων των Αβδήρων.
  Πιο συγκεκριμένα αναφέρει:
"Η Λαϊκή παράδοση διέσωσε την πληροφορία ότι οι κάτοικοι των Αρχαίων Αβδήρων, ύστερα από την τελευταία τους καταστροφή, μη μπορώντας να αντιμετωπίσουν τους πειρατές, μετακινήθηκαν προς τα ενδότερα και τελικά στη θέση των σημερινών Αβδήρων. Η άποψη αυτή ενισχύεται και από το γεγονός ότι ανάμεσα στις θέσεις αρχαίων και σημερινών Αβδήρων υπάρχει τοποθεσία η οποία ονομάζεται "Παληοχώρα" και στην οποία βρέθηκαν και βρίσκονται από τους χωρικούς αρχαία "ευρήματα". Η τοπωνυμία αυτή είναι από τις λίγες που διασώθηκαν στην περιοχή αυτή σε ελληνική γλώσσα".
  Και παρακάτω σημειώνει:
"Σύμφωνα με μια άλλη παράδοση, οι πρώτοι κάτοικοι του χωριού, προτού εγκατασταθούν σ' αυτό, ζούσαν κοντά στη θέση των αρχαίων Αβδήρων και του Πολυστύλου, δούλευαν στην αλυκή που υπήρχε εκεί και μετά εγκαταστάθηκαν στη θέση που σημερινού χωριού". Τα νεότερα Αβδηρα, πρέπει να χτίστηκαν γύρω στο 1720. Ο πρώτος οικισμός απλωνόταν γύρω από την εκκλησία, όπου σήμερα προβάλλουν τα πανέμορφα αρχοντικά εκείνης της εποχής καθώς και το παλιό Διδακτήριο, ενώ αργότερα προστέθηκε ο "Τσακάλ Μαχαλάς. Κυριότερη ασχολία των κατοίκων ήταν η καλλιέργεια καπνού, που συνεχίζεται μέχρι και σήμερα.
  Αρχικά, στην ευρύτερη περιοχή των Αβδήρων δεν υπήρχαν άλλοι οικισμοί παρά μόνο τσιφλίκια, στις θέσεις των οποίων αργότερα κτίστηκαν οι προσφυγικοί οικισμοί του Μυρωδάτου, της Μάνδρας, της Πεζούλας, της Γκιώνας και της Ν.Κεσσάνης.

Το κείμενο παρατίθεται τον Μάιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, του Δήμου Αβδήρων


Τα Αβδηρα στην κλασική αρχαιότητα

ΑΒΔΗΡΑ (Αρχαία πόλη) ΞΑΝΘΗ
  Τον 7ο αι. π.Χ., Έλληνες από τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου και τις πόλεις της δυτικής Μικράς Ασίας, δημιούργησαν μια σειρά αποικιών στην εύφορη παραλιακή ζώνη της αιγιακής Θράκης. Την εποχή εκείνη ιδρύθηκαν και τα Αβδηρα, στη θέση του ακρωτηρίου Μπουλούστρα, ανάμεσα στις εκβολές του Νέστου και του Πόρτο Λάγος.
  Πρώτοι έφτασαν στην περιοχή οι Κλαζομένιοι με αρχηγό τον Τιμήσιο το 656/652 π.Χ., ίδρυσαν την πόλη των Αβδήρων και την οχύρωσαν με ισχυρά τείχη. Η αποικία αυτή γνώρισε σταδιακά την παρακμή και επανιδρύθηκε το 545 π.Χ., από Τήιους αποίκους.
  Η μυθολογική παράδοση παρουσιάζει ως ιδρυτή της πόλης τον Ηρακλή, ο οποίος έχτισε τα Αβδηρα προς τιμή του φίλου του Αβδηρου, από τον οποίο πήραν και το όνομα τους , που τον κατασπάραξαν τα σαρκοβόρα άλογα του βασιλιά των Βιστόνων Θρακών, Διομήδη.(Είναι ο όγδοος άθλος του Ηρακλή)
  Τοποθετημένη σε μια προνομιούχο για το εμπόριο με τη Θρακική ενδοχώρα θέση, με δύο λιμάνια και πλούσιες καλλιεργήσιμες εκτάσεις, η αποικία των Τηίων εξελίχθηκε γρήγορα σε μια από τις ακμαιότερες πόλεις του βόρειου Αιγαίου.
  Πληροφορίες για την ιστορία των Αβδήρων αντλούμε από τις αρχαίες πηγές και τις αρχαιολογικές έρευνες. Έντονη και καθοριστική για την πορεία τους υπήρξε η παρουσία των Περσών, που άρχισε να γίνεται αισθητή στην περιοχή ήδη από το 512 π.Χ. Όταν το 491 π.Χ. ο Μαρδόνιος κυρίευσε τις ελληνικές πόλεις της περιοχής και υπέταξε μερικά από τα θρακικά φύλα, το λιμάνι των Αβδήρων χρησίμευσε ως ορμητήριο των Περσών. Το 480 π.Χ. η πόλη φιλοξένησε τον Ξέρξη και το στρατό του, ενώ το 479 π.Χ. ο βασιλιάς των Περσών φιλοξενήθηκε για μια ακόμη φορά, όταν ηττημένος αποχωρούσε από την Ελλάδα. Ένα χρυσό ξίφος και μια χρυσοποίκιλτη τιάρα ήταν τα δώρα που άφησε τότε ο Ξέρξης στα Αβδηρα.
  Μετά τους Περσικούς πολέμους τα Αβδηρα γνώρισαν μια μακρά ειρηνική περίοδο μεγάλης οικονομικής και πολιτιστικής ακμής. Έγιναν μέλος της Α΄ Αθηναϊκής Συμμαχίας, πληρώνοντας ιδιαίτερα υψηλό φόρο, ενώ στενές ήταν και οι σχέσεις τους με το ανεξάρτητο θρακικό βασίλειο των Οδρυσών. Ο Πελοποννησιακός πόλεμος έφερε μια σειρά στάσεων, συγκρούσεων και συμμαχιών που αποδυνάμωσαν την πόλη.   Ιδιαίτερα σημαντικό ήταν το πλήγμα που δέχτηκαν τα Αβδηρα το 376 π.Χ., από τη εισβολή 30.000 Τριβαλλών που είχε ως αποτέλεσμα τον αποδεκατισμό των κατοίκων τους. Ο Αθηναίος στρατηγός Χαβρίας ήταν αυτός που έσωσε τότε τη πόλη. Τον επόμενο χρόνο, με τη δύναμή τους σημαντικά μειωμένη, έγιναν μέλος της Β΄ Αθηναϊκής Συμμαχίας και παρέμειναν στη σφαίρα επιρροής των Αθηνών μέχρι το 350 π.Χ. Την εποχή εκείνη ο Φίλιππος Β΄ κυρίευσε τα Αβδηρα, μαζί με άλλες πόλεις των θρακικών παραλίων.
  Μετά το θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου και την κατάτμηση του βασιλείου του, η πόλη γνώρισε διαδοχικά την κυριαρχία των Μακεδόνων, των Σελευκιδών και των Πτολεμαίων. Στα τέλη του 3ου και στις αρχές του 2ου προχριστιανικού αιώνα οι συγκρούσεις μεταξύ των Μακεδόνων και των Ρωμαίων οδήγησαν στην επικράτηση των Ρωμαίων, που το 167 π.Χ. επέβαλαν την κυριαρχία τους στη Μακεδονία και τη Θράκη. Τα Αβδηρα διατήρησαν τότε το καθεστώς της "ελεύθερης πόλης", η εποχή της ακμής τους όμως είχε ήδη περάσει. Σταδιακά μετατράπηκαν σε μια μικρή και ασήμαντη πολίχνη, καθώς οι πλημμύρες του Νέστου και τα έλη που δημιουργήθηκαν και δεν αποξηράνθηκαν, προξένησαν στην πόλη ανυπέρβλητα προβλήματα.
  Πολύτιμα είναι τα στοιχεία που διαθέτουμε για την κοινωνική οργάνωση, το δημόσιο και τον ιδιωτικό βίο των Αβδήρων. Η γεωργία, η κτηνοτροφία, η αλιεία, το εμπόριο και οι βιοτεχνικές δραστηριότητες αποτελούσαν τις κύριες ασχολίες των κατοίκων τους. Αδιάψευστο μάρτυρα της μεγάλης εμπορικής δραστηριότητάς τους αποτελεί η ανθηρή νομισματοκοπία της πόλης (χαρακτηριστικό είναι το βασιλικό νομισματοκοπείο που υπήρχε όπου κόπηκαν νομίσματα του Μεγάλου Αλεξάνδρου). Η εύρεση των μεγάλων ασημένιων οκτάδραχμων και τετράδραχμων των Αβδήρων, με έμβλημα το γρύπα, σε περιοχές τόσο απομακρυσμένες όπως η Αίγυπτος, η Συρία και η Μεσοποταμία, μαρτυρούν το εύρος και τη δυναμική του εμπορίου της.
  Την περίοδο της ανεξαρτησίας τους τα Αβδηρα είχαν δημοκρατικό πολίτευμα. Ο Δήμος και η Βουλή είχαν την ανώτατη εξουσία. Ανώτατος και επώνυμος άρχοντας ήταν ο ιερέας του πολιούχου θεού της πόλης, Απόλλωνα. Ανώτατοι εκτελεστικοί άρχοντες ήταν οι Τιμούχοι που αντικαταστάθηκαν στο α΄ μισό του 2ου αι. π.Χ. από τους Νομοφύλακες.
  Τα οικονομικά της πόλης ελέγχονταν από τους οικονομικούς άρχοντες και τα αρχεία της ήταν οργανωμένα. Τα ψηφίσματα προξενίας φυλάσσονταν στο Ιερό του Διονύσου, ενώ η έκθεση των ψηφισμάτων της Εκκλησίας του Δήμου, που γράφονταν σε μαρμάρινες στήλες, γινόταν στην Αγορά. Από τις αρχαίες πηγές και από τις επιγραφές γνωρίζουμε τρεις νόμους της πόλης. Τον 5ο αι. π.Χ. ίσχυε νόμος που δεν επέτρεπε να ταφεί στην πατρίδα του ο πολίτης που είχε σπαταλήσει την πατρική του περιουσία. Από τον 4ο αι. π.Χ. γνωρίζουμε ένα νόμο που ρύθμιζε τις αγοροπωλησίες ζώων και δούλων και από τον 3ο αι. π.Χ. ένα νόμο για την προστασία της πόλης από συνωμοσίες.
  Ο πληθυσμός των Αβδήρων χωριζόταν σε ελεύθερους, απελεύθερους και δούλους. Η ακριβής οργάνωση της κοινωνίας όμως, όπως και ο αριθμός των κατοίκων της, μας είναι άγνωστα. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των ερευνητών ο πληθυσμός κυμαινόταν από 30.000 έως και 100.000 κατοίκους. Το σίγουρο είναι ότι τα Αβδηρα ήταν μια πολυάνθρωπη πόλη στην οποία, εκτός από τους αποίκους, κατοικούσαν ντόπιοι Θράκες και Έλληνες από άλλες περιοχές.
  Από τις θρησκευτικές γιορτές που τελούνταν στην πόλη, γνωστές είναι δύο: Τα Διονύσια, που ήταν η μεγαλύτερη, και τα Θεσμοφόρια, γιορτή γυναικών που διαρκούσε τρεις μέρες και γινόταν προς τιμή της θεάς Δήμητρας. Εκτός από τον Απόλλωνα, που ήταν ο πολιούχος θεός, ιδιαίτερα σημαντική ήταν η λατρεία του Διονύσου, ενώ γνωστές μας είναι και οι λατρείες πολλών άλλων θεών και ηρώων. Η ύπαρξη Ιερών του Απόλλωνος Δηρήνου, του Διόνυσου, της Αθηνάς Επιπυργίτιδος και της Αφροδίτης είναι γνωστή από αρχαίες πηγές, δεν έχει όμως επιβεβαιωθεί ανασκαφικά.
  Στην ακμαία πόλη των Αβδήρων, που είχε δεχτεί έντονες επιδράσεις από την πνευματική ζωή της Ιωνίας, γεννήθηκαν και έδρασαν γνωστοί ποιητές, σοφιστές και φιλόσοφοι. Πρώτος χρονολογικά αναφέρεται ο μελικός ποιητής Ανακρέων, που ήρθε μαζί με τους αποίκους από την Τέω. Δικά του είναι τα λόγια που σώζει ο Στράβων και χαρακτηρίζουν τα Αβδηρα ως "καλή Τηίων αποικίη".
  Ένας από τους μεγαλύτερους σοφιστές της αρχαιότητας, ο Πρωταγόρας, που έδρασε κυρίως στην Αθήνα, γεννήθηκε στα Αβδηρα. Αβδηρίτης ήταν επίσης ο δάσκαλος του Δημόκριτου Λεύκιππος, ο Ανάξαρχος, μαθητής του Δημόκριτου που ακολούθησε το Μ. Αλέξανδρο στις εκστρατείες του, ο γραμματικός Εκαταίος και ο ποιητής Νικαίνετος. Ο Βίων ο Αβδηρίτης, μαθηματικός που έζησε τον 4ο αι. π.Χ., ήταν ο πρώτος που διατύπωσε τη θεωρία ότι υπάρχουν περιοχές στη γη όπου για έξι μήνες είναι μέρα και για έξι μήνες νύχτα Ανάμεσα στους πνευματικούς άνδρες που γεννήθηκαν στα Αβδηρα, κορυφαία προβάλλει η μορφή του Δημόκριτου, που γεννήθηκε περίπου το 470 π.Χ. Ο μεγάλος υλιστής φιλόσοφος, ο θεμελιωτής, της θεωρίας του ατόμου, απέκτησε μεγάλη φήμη όσο ακόμη ζούσε. Η διατύπωση της θεωρίας ότι ολόκληρος ο κόσμος, αποτελείται από πολύ μικρά κομματάκια ύλης, τα άτομα (ά-τμητα), αποτελεί μια από τις σημαντικότερες συνεισφορές της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας στην επιστήμη.
  Οι πληροφορίες που αντλούμε από τις αρχαίες πηγές καθώς και τα πλούσια ευρήματα των ανασκαφών, μαρτυρούν ότι τα Αβδηρα ανέπτυξαν ιδιαίτερα υψηλό υλικό και πνευματικό πολιτισμό, παρόλο που κατά την αρχαιότητα υπήρξαν περιβόητα για τη μωρία των κατοίκων τους, το λεγόμενο αβδηριτισμό.
Πηγές:
ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΣ ΟΔΗΓΟΣ "ΑΒΔΗΡΑ ΠΟΛΥΣΤΥΛΟ"
Ντίνα Καλλιντζή, Αρχαιολόγος
Δόμνα Τερζοπούλου Αρχαιολόγος
Νίκος Ζήκος Αρχαιολόγος


(Σημείωση σύνταξης: Για την μετέπειτα ιστορία βλ. σύγχρονη Πόλη των Αβδήρων)

Το κείμενο παρατίθεται τον Μάιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, του Δήμου Αβδήρων


ΒΙΣΤΩΝΙΔΑ (Δήμος) ΞΑΝΘΗ
  Ο Δήμος Βιστωνίδας πήρε το όνομα του από την λίμνη Βιστωνίδα και από τους Βίστωνες που κατοικούσαν στην περιοχή αυτή.
  Σύμφωνα με τις ιστορικές μαρτυρίες κατοικούσε απο τα πανάρχαια χρόνια εκεί η θρακική φυλή των Βιστώνων. Πιο συγκεκριμένα οι Βίστωνες ζούσαν στις περιοχές των οικισμών Σουνίου, Πολύσιτου, Σέλινου, Συδινής, Κουτσού και Γενισέας. Μυθικός βασιλιάς των Βιστώνων υπήρξε ο Διομήδης, ο οποίος είχε τέσσερα περίφημα άλογα. Μητέρα του Διομήδη και γυναίκα του Αρη ήταν η Βιστωνίδα από την οποία και πήρε το όνομα η γνωστή λίμνη.
  Κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας η περιοχή του σημερινού δήμου είχε ιδιαίτερη ιστορία και πολύ περισσότερο η έδρα του νέου δήμου Γενισέα.
  Στην αρχή πλήθη Γιουρούκων (αγροίκων νομάδων Τούρκων και Τουρκομάνων) κατέκλυσαν την πεδιάδα και αλλοίωσαν τη δημογραφική φυσιογνωμία της πεδιάδας. Δημιούργησαν δική τους πόλη τη Γένιτζε (Γενισέα) που αργότερα μετά την περίοδο της τουρκοκρατίας αναδείχθηκε σε μεγάλο θρησκευτικό, πολιτικό και στρατιωτικό κέντρο της περιοχής.
  Αργότερα μετά τους μεγάλους σεισμούς του Μαρτίου και Απριλίου του 1829, οι ζημιές ήταν τεράστιες και σχεδόν ισοπεδώθηκαν τα πάντα, οπότε έπρεπε οι κάτοικοι της να ξαναρχίσουν απ'το μηδέν την ανοικοδόμηση της πόλης χωρίς καμία βοήθεια. Με τη ζωντάνια όμως που διέκρινε τους κατοίκους της (χριστιανοί κατά το πλείστον), και με την αποφασιστικότητα που επέδειξαν άρχισε σιγά σιγά μια ανοδική πορεία. Η μονοκαλλιέργεια του καπνού εξασφάλισε ιδιαίτερα υψηλά έσοδα στους κατοίκους με αποτέλεσμα αυτά να θεωρούνται τα πιο φημισμένα.
  Η έδρα των εμπορικών συναλλαγών του καπνού μεταφέρθηκε στη Γενισέα η οποία αποτέλεσε τη Μέκκα του καπνού εκείνη την εποχή. Μετά όμως από φωτιά που προκλήθηκε από τους Τούρκους, κάηκε ολοσχερώς η Γενισέα και αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να μεταφερθεί ξανά η έδρα των συναλλαγών στην Ξάνθη.
  Κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους (1913-1919), το χωριό ξανακάηκε ολοσχερώς και οι κάτοικοι του αναγκάστηκαν μετά την καταστροφή να μετοικήσουν σε άλλες περιοχές της Ελλάδας.
  Τέλος κατά την Μικρασιατική καταστροφή (1922), τόσο η Γενισέα όσο και υπόλοιπη περιοχή δέχτηκαν την αθρόα συρροή των προσφύγων, οι οποίοι έφεραν μαζί τους ένα μικρό κομμάτι από τις αλησμόνητες πατρίδες, έθιμα και παραδόσεις, οι οποίες όμως σιγά σιγά τα τελευταία χρόνια δεν ακολουθούνται.
  Τα μόνα έθιμα που παρέμειναν είναι τα πανηγύρια που γίνονται προς τιμήν των Αγίων που θεωρούνται και είναι προστάτες των χωριών τους, αλλά και όλων των χριστιανών.

Το κείμενο παρατίθεται τον Ιούλιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, του Δήμου Βιστωνίδος


ΛΑΓΟΣ (Λιμάνι) ΞΑΝΘΗ
Οι αρχαιολογικές έρευνες που έγιναν, έφεραν στο φως σπουδαία βυζαντινά ευρήματα. Πιο συγκεκριμένα αποκαλύφθηκε, στα δυτικά του λιμενίσκου, τμήμα οχυρωματικού περίβολου και τα ερείπια του επισκοπικού ναού των Πόρων (9ος- 10ος αι.). Επίσης βρέθηκαν ένας χάλκινος Σταυρός - εγκώλπιο, πόρπες, χάλκινα νομίσματα και ερείπια του τείχους. Κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας μετονομάστηκε σε Πορού και αργότερα σε Μπορού. Με το πέρασμα των χρόνων η περιοχή άλλαξε μορφή και γνώρισε την τραγική πλευρά της τουρκικής κατοχής. Κατάφερε όμως να επιβιώσει και να αναπτυχθεί πολύ γρήγορα. Το όνομα Πόρτο Λάγος, που σημαίνει "Λιμάνι της Λίμνης", το πήρε από Ιταλούς ναυτικούς, Βενετσιάνους και Γενουάτες, που πέρασαν από την περιοχή. Στα μέσα του 19ου αιώνα το λιμάνι του Πόρτο Λάγος γνώρισε μεγάλη άνθιση. Αυτή την περίοδο ιδρύθηκαν πρακτορεία και μεγάλες ελληνικές και ρώσικες ναυτιλιακές εταιρείες.

Το κείμενο παρατίθεται τον Ιούλιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφία, του Δήμου Αβδήρων


Ιστορία της Ξάνθης

ΞΑΝΘΗ (Πόλη) ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ & ΘΡΑΚΗ

Έχετε τη δυνατότητα να δείτε περισσότερες πληροφορίες για γειτονικές ή/και ευρύτερες περιοχές επιλέγοντας μία από τις παρακάτω κατηγορίες και πατώντας το "περισσότερα":

GTP Headlines

Λάβετε το καθημερινό newsletter με τα πιο σημαντικά νέα της τουριστικής βιομηχανίας.

Εγγραφείτε τώρα!
Greek Travel Pages: Η βίβλος του Τουριστικού επαγγελματία. Αγορά online

Αναχωρησεις πλοιων

Διαφημίσεις

ΕΣΠΑ