Εμφανίζονται 100 (επί συνόλου 490) τίτλοι με αναζήτηση: Πληροφορίες για τον τόπο στην ευρύτερη περιοχή: "ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ Περιφέρεια ΕΛΛΑΔΑ" .
ΚΑΪΜΑΚΤΣΑΛΑΝ (Χιονοδρομικό κέντρο) ΕΔΕΣΣΑ
Στον ορεινό όγκο Βόρα και σε υψόμετρο 2040 έως 2524 μέτρων, αναπτύσσονται οι πίστες του ομώνυμου Χιονοδρομικού Κέντρου, η λειτουργία του οποίου ξεκίνησε το 1995.
Το κέντρο βρίσκεται σε απόσταση 45 περίπου χιλιομέτρων Β.Δ. της Έδεσσας και 140 χιλιομέτρων από τη Θεσσαλονίκη. Η μεγάλη διάρκεια χιονοκάλυψης, το μοναδικό φυσικό σκηνικό αλλά και η δυνατότητα φιλοξενίας σε γραφικούς οικισμούς που έχουν διατηρήσει το παραδοσιακό τους χρώμα, βοήθησαν στη γρήγορη εξάπλωση της φήμης του σε πανελλαδικό επίπεδο και οδήγησαν στην ολοένα και αυξανόμενη τουριστική κίνηση στην περιοχή.
Το Χιονοδρομικό Κέντρο Βόρα (Καϊμάκτσαλαν) διαθέτει 6 Lifts, τα οποία παρέχουν πρόσβαση σε 13 πίστες σκι διαφόρων βαθμών δυσκολίας, ενώ έχει διαμορφωθεί, επίσης, μια πίστα για Snowmobile, καθώς και ένα Snowboard Fun park για την ικανοποίηση και των πιο απαιτητικών της χιονοδρομίας.
Η ευρύτερη περιοχή προσφέρεται για ορειβατικό σκι δίνοντας τη δυνατότητα περιήγησης σε ενδιαφέροντα δασικά μονοπάτια.
Έμπειροι εκπαιδευτές συμμετέχουν στη λειτουργία σχολών σκι και snowboard, και προσφέρουν μια ευχάριστη επαφή με τα συναρπαστικά σπορ του χιονιού στους αρχάριους χιονοδρόμους, ενώ τα μικρά καταστήματα ενοικίασης-πώλησης εξοπλισμού στο ισόγειο του Καταφυγίου (Chalet), δίνουν στον κάθε ενδιαφερόμενο τη δυνατότητα να προμηθευτεί τον απαραίτητο εξοπλισμό για μια άνετη εξόρμηση στο χιόνι.
Στο χώρο του Καταφυγίου και σε υψόμετρο 2040 μ. λειτουργεί ξενώνας με εστιατόριο & ουζερί, ενώ στα 2100 μ. σε ένα κατάλευκο παγωμένο τοπίο, το snowbar δημιουργεί μια ζεστή και φιλική ατμόσφαιρα για την ξεκούραση και διασκέδαση των χιονοδρόμων.
Το κείμενο (απόσπασμα) παρατίθεται τον Οκτώβριο 2003 από τουριστικό φυλλάδιο της Νομαρχιακής Επιτροπής Τουριστικής Προβολής Πέλλας.
ΜΕΝΔΗ (Αρχαία πόλη) ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ
Η αρχαία Μένδη αναφέρεται από τον Θουκυδίδη σαν αποικία της Ερέτριας
η οποία ιδρύθηκε στην Παλλήνη, την δυτικότερη χερσόνησο της Χαλκιδικής. Η χρονολογία
ίδρυσής της δεν μας παραδίδεται, η παρουσία των Ερετριέων και Χαλκιδέων ωστόσο
στον βόρειο Ελλαδικό χώρο ανάγεται γενικά στo πλαίσιο του Β' αποικισμού, τον 8ο
αι. π.Χ. Η πόλη οφείλει το όνομά της στο αρωματικό φυτό μίνθη, ένα είδος μέντας,
που φύεται ακόμη στην περιοχή. Η μεγάλη οικονομική της άνθηση, ήδη από τις αρχές
του 6ου αι., επιβεβαιώνεται από την μεγάλη κυκλοφορία των νομισμάτων της και οφείλεται
κυρίως στις εξαγωγές του περίφημου "Μενδαίου οίνου". Η Μένδη υπήρξε και ο τόπος
καταγωγής του γνωστού γλύπτη του 5ου αι. Παιώνιου, ο οποίος φιλοτέχνησε και το
άγαλμα της Νίκης στην Ολυμπία. Η πόλη στον 5ο αι. ήταν από τους οικονομικά ισχυρότερους
συμμάχους της Αθήνας, αποστάτησε ωστόσο στην διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου
(431-404 π.Χ.), γεγονός που προκάλεσε την πολιορκία και λεηλασία της από τους
Αθηναίους. Στα μέσα του 4ου αι. η πόλη καταλαμβάνεται από τον Φίλιππο Β' και σταδιακά
παρακμάζει.
Η θέση της αρχαίας πόλης στην περιοχή της Κοινότητας Καλάνδρας ταυτίστηκε
από τον Leake τον 19ο αι., και επιβεβαιώνεται από τοπογραφικά στοιχεία των Θουκυδίδη
και Λίβιου, την επιβίωση του τοπωνυμίου "Ποσείδι" στο γειτονικό ακρωτήρι, αλλά
και από τα ανασκαφικά στοιχεία. Συστηματική ανασκαφική έρευνα στην αρχαία Μένδη
διενεργήθηκε από το 1986-1994, από την ΙΣΤ' Εφορεία Προϊστορικών & Κλασσικών Αρχαιοτήτων
υπό την εποπτεία της Ιουλίας Βοκοτοπούλου. Ο κυρίως αρχαιολογικός χώρος, εκτάσης
1200 Χ 600 μ., εντοπίζεται στο επίπεδο πλάτωμα και τις πλαγιές ενός πευκόφυτου
λόφου ο οποίος καταλήγει ομαλά προς την θάλασσα. Στην Ακρόπολη, γνωστή ως Βίγλα,
η οποία εκτείνεται στο ψηλότερο, ΝΑ σημείο του λόφου, ερευνήθηκαν συστάδες από
λάκκους-αποθέτες, οι οποίοι είχαν αρχικά αποθηκευτικό χαρακτήρα. Το κύριο περιεχόμενό
τους ήταν κεραμική από τον 12ο έως και τον 7ο αι. π.Χ. Στο πλάτωμα, γνωστό και
ως Ξέφωτο, δοκιμαστική τομή αποκάλυψε τμήμα του τείχους. Στο"Προάστειο", το οποίο
αναφέρεται από τον Θουκυδίδη και το οποίο καταλαμβάνει την παραθαλάσσια περιοχή
της αρχαίας πόλης, αποκαλύφθηκαν, εκτός των άλλων, επάλληλα τμήματα κατοικιών
και δρόμων, που χρονολογούνται από τον 9ο ως και τον 4ο αι. π.Χ. Στο νεκροταφείο,
το οποίο εντοπίστηκε στην παραλία του ξενοδοχείου Μένδη, ερευνήθηκαν 241 συνολικά
ταφές, κυρίως εγχυτρισμοί βρεφών και μικρών παιδιών, που χρονολογούνται από τα
τέλη του 8ου-αρχές 7ου ως τα τέλη του 6ου αι. π.Χ. Τα αγγεία ήταν κυρίως γραπτά,
με φυτική και γεωμετρική διακόσμηση, ή και εγχάρακτα, Νομίσματα της Αρχαίας Μένδης
και αποτελούν χαρακτηριστικά δείγματα του κεραμεικού ρυθμού της Χαλκιδικής. Το
ιερό της αρχαίας πόλης τέλος εντοπίστηκε στο αμμώδες, επίπεδο ακρωτήρι "Ποσείδι",
4χλμ. δυτικά της Μένδης. Στα κτήρια που έχουν ανασκαφεί περιλαμβάνεται ο ναός
του Ποσειδώνα των αρχών του 5ου αι. π.Χ., η ταύτιση του οποίου οφείλεται σε σειρά
εγχάρακτων επιγραφών σε αγγεία. Αποκαλύφθηκε επίσης ένα διπλό αψιδωτό κτήριο του
β΄τετάρτου του 6ου αι. -με φάση επισκευής στα τέλη του 3ου αι. π.Χ.- ένα βοηθητικό
ορθογώνιο κτίσμα του τέλους του 6ου αι. π.Χ. καθώς και ένα πρωτογεωμετρικό αψιδωτό
κτήριο του 10ου αι. π.Χ. Εσωτερικά και νότια του κτηρίου αυτού υψωνόταν ένας βωμός
στάχτης-θυσιών, ο οποίος ήταν σε χρήση από τα τέλη του 12ου -αρχές του 11ου έως
τον 5ο αι. π.Χ. Εγχάρακτη επιγραφή σε αγγείο Το αψιδωτό κτήριο στο Ποσείδι είναι
ένα από τα αρχαιότερα ιερά του Ελλαδικού χώρου και το μοναδικό με αποκλειστικά
λατρευτική χρήση κτήριο των "Σκοτεινών Αιώνων" από την Βόρεια Ελλάδα
Τα αποτελέσματα της μέχρι σήμερα ανασκαφικής έρευνας στην αρχαία
Μένδη θεωρούνται ιδιαίτερα σημαντικά καθώς απέδειξαν ότι ένας μόνιμος οικισμός
με έντονα Ευβοϊκές επιρροές ιδρύθηκε εκεί ήδη από τα τέλη του 12ου-αρχές 11ου
αι. π.Χ. Ο χαρακτήρας αυτής της τόσο πρώιμης εγκατάστασης δεν μπορεί ακόμη να
διευκρινιστεί, ωστόσο νέα στοιχεία προστίθενται όχι μόνο στις γνώσεις μας για
την Ευβοϊκή αποικιακή δραστηριότητα στην περιοχή της Χαλκιδικής, αλλά και γενικότερα
για τις εμπορικές σχέσεις που αναπτύχθηκαν στο Βόρειο Αιγαίο στην διάρκεια των
"Σκοτεινών Αιώνων".
Το κείμενο παρατίθεται τον Σεπτέμβριο 2002 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, της Νομαρχίας Χαλκιδικής
ΠΟΤΙΔΑΙΑ (Αρχαία πόλη) ΧΑΛΚΙΔΙΚΗ
Η Ποτίδαια ιδρύθηκε γύρω στα 600 π.Χ. από Κορίνθιους αποίκους. Στους
Περσικούς Πολέμους έπαιξε σημαντικό ρόλο, ενώ η αποστασία της το 432-31 π.Χ. από
την Α' Αθηναϊκή Συμμαχία αποτέλεσε μία από τις αφορμές του Πελοποννησιακού Πολέμου.
Ακολούθησαν αλλεπάλληλες καταλήψεις από τους Αθηναίους και τους Σπαρτιάτες και
η τελική ερήμωσή της το 356 π.Χ. Το 316-15 π.Χ. ο Κάσσανδρος ιδρύει στην ίδια
θέση μια νέα πόλη, την Κασσάνδρεια, που ανθεί σε όλη την ελληνιστική και ρωμαϊκή
περίοδο. Από ένα πλήθος σωστικών ανασκαφών, που διενεργεί η ΙΣΤ' Ε.Π.Κ.Α., αποκαλύφθηκαν
αρχαϊκά στρώματα με αξιόλογη κεραμική και οικοδομικά λείψανα καθώς και κλασικής
εποχής τάφοι Αθηναίων κληρούχων. Από την ελληνιστική και ρωμαϊκή Κασσάνδρεια σώζονται
τμήματα της οχύρωσης, του οικοδομικού ιστού και των νεκροταφείων, με σημαντικότερο
πρόσφατο εύρημα μονοθάλαμο μακεδονικό τάφο.
Το κείμενο παρατίθεται τον Σεπτέμβριο 2002 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφία, της Νομαρχίας Χαλκιδικής
ΣΚΡΑ (Χωριό) ΚΙΛΚΙΣ
Ο οικισμός προήλθε από τη συνένωση 10 μικρών οικισμών των ελληνογιουγκοσλαβικών
συνόρων σε έναν με την ονομασία "Λιουμνίτσα". Μετονομάστηκε σε Σκρα
και το 1916 αρχίζουν στην περιοχή προετοιμασίες πολέμου μεταξύ των γερμανοβουλγάρων
από τη μια και των σερβοαγγλογάλλων συμμάχων από την άλλη.
Το 1919 η Ελληνική Μεραρχία Κρητών και Αρχιπελάγους κυρίευσε το μεγάλης
στρατηγικής σημασίας ύψωμα του Σκρα Ντίλιγκ, από την κατάληψη του οποίου κρίθηκε
η τύχη του Α Παγκόσμιου Πολέμου στο μέτωπο αυτό. Στο Ηρώο των πεσόντων γιορτάζεται
κάθε χρόνο στις 17 Μαϊου η επέτειος της κατάληψης της κορυφής Σκρα.
Ο οικισμός καταστράφηκε ολοκληρωτικά κατά τον εμφύλιο το 1946. Ο πληθυσμός
τους χειμερινούς μήνες δεν ξεπερνά τα 150 άτομα, ενώ το καλοκαίρι φτάνει τα 500.
Το κείμενο (απόσπασμα) παρατίθεται τον Οκτώβριο 2003 από τουριστικό φυλλάδιο
της Νομαρχίας Κιλκίς.
ΤΟΡΩΝΗ (Αρχαία πόλη) ΧΑΛΚΙΔΙΚΗ
Η Τορώνη, στο ΝΔ. άκρο της χερσονήσου Σιθωνίας της Χαλκιδικής, ιδρύθηκε
από τους Χαλκιδείς της Εύβοιας κατά τη διάρκεια του 8ου-7ου αιώνα π.Χ. Το 480
π.Χ., η πόλη βοήθησε τους Πέρσες κατά την εκστρατεία του Ξέρξη εναντίον της Ελλάδας
και λίγα χρόνια αργότερα αποτέλεσε μέλος της Α' Αθηναϊκής συμμαχίας. Στη διάρκεια
των γεγονότων του πελοποννησιακού πολέμου, σύμφωνα με το Θουκυδίδη (Θουκ. IV 110-116
και V 2-3), έγινε πεδίο συγκρούσεων μεταξύ Αθηναίων και Σπαρτιατών. Στην περιοχή
ανασκαφικές έρευνες πραγματοποιήθηκαν από το 1975 και εξής από την Αρχαιολογική
Εταιρεία σε συνεργασία με το Αυστραλιανό Ινστιτούτο υπό τη διεύθυνση του καθηγητή
Αλ. Καμπίτογλου. Το λιμάνι της Τορώνης τοποθετείται ανατολικά της Ληκύθου, του
μικρού ακρωτηρίου που υψώνεται σήμερα 13 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας,
στα Βόρεια της αρχαίας πόλης, εκεί όπου η παρουσία ενός μυχού, αλλά και τα ενάλια
αρχιτεκτονικά κατάλοιπα κάνουν πιθανή τη θέση του. Η Λήκυθος, που κατοικήθηκε
με μικρές διακοπές από την πρώιμη εποχή του Χαλκού έως και τον 17ο αιώνα μ.Χ.,
αποτελεί ένα σημαντικό τμήμα της ιστορίας της πόλης, με την οποία συνδέεται με
ένα στενό ισθμό που στην αρχαιότητα, όπως απέδειξε η πρόσφατη υποβρύχια έρευνα,
υπήρξε ευρύτερος.
Κατά τη διάρκεια των τριών περιόδων υποθαλάσσιων ερευνών στην Τορώνη,
οι οποίες είχαν προκαταρκτικό χαρακτήρα, έγινε φανερό ότι, η σημερινή θαλάσσια
περιοχή στα ΒΑ του ισθμού, στην αρχαιότητα αποτελούσε τμήμα του πολεοδομικού ιστού
της πόλης, με μικρή όμως υψομετρική διαφορά, σε σχέση με την περιοχή του σημερινού
λαιμού της Ληκύθου. Μέσα στη θάλασσα, σε απόσταση 35μ. περίπου από τη σύγχρονη
ακτογραμμή και σχεδόν παράλληλα με αυτήν εντοπίζεται κρηπίδωμα μήκους 60μ. και
πλάτους σχεδόν 2 μ., το οποίο στα δύο μέτωπά του διατηρεί σε διάφορα σημεία μεγάλους
γωνιόλιθους γρανίτη. Το εσωτερικό του αποτελεί συμπαγές λατυποπαγές υλικό, πιθανόν
τεχνητά διαμορφωμένο. Νότια αυτού του κρηπιδώματος και σε απόσταση 20μ. από την
παραλία, μία δεύτερη παρόμοια κατασκευή, μήκους πάνω από 80μ. δηλώνει την ύπαρξη
μιας δεύτερης ακτογραμμής, που δημιουργήθηκε σε εποχή μεταγενέστερη της πρώτης.
Η έρευνα, που επικεντρώθηκε στο νότιο μέτωπο του ανατολικού τμήματος του εσωτερικού
κρηπιδώματος, εκεί όπου τρεις αδροδουλεμένες λιθόπλινθοι βρίσκονται στη θέση τους,
απέδειξε ότι αυτές εδράζονται στο προαναφερόμενο συσσωματωμένο υλικό. Κάθετα σε
αυτές, με προσανατολισμό Β-Ν, αποκαλύφθηκε άλλος τοίχος από μεγάλες λιθοπλίνθους
επίσης, που σώζεται σε ύψος τουλάχιστον τριών δόμων. Στη γωνία, που διαμορφώνεται
μεταξύ τους, εντοπίστηκε πλήθος θραυσμάτων αμφορέων κλασικών χρόνων. Θεμέλια τοίχων
από αργολιθοδομή, με πλάτος που κυμαίνεται από 0,50 έως 0,65μ. και με κατεύθυνση
ΝΔ-ΒΑ, είναι επίσης ευδιάκριτα στο βυθό της θάλασσας. Η χρονολόγησή τους στην
κλασική περίοδο, συμπεραίνεται από την κεραμική (μελαμβαφής κυρίως) που βρέθηκε
κατά τον καθαρισμό των τοίχων, που κείνται στη σημερινή παραλία και ανήκουν σε
κτήρια, που χτίστηκαν αρχικά στη στεριά. Ένα εκτεταμένο στρώμα καταστροφής με
πλήθος θραυσμάτων κεραμιδιών στέγης, βαμμένων κόκκινων και μαύρων, που καλύπτει
όλη την παραλιακή περιοχή Βόρεια του τείχους C, ανήκει σε οικοδομική φάση των
κλασικών χρόνων. Περιέχει σημαντικό αριθμό τμημάτων αγγείων, αποθηκευτικού κυρίως
χαρακτήρα (πιθαριών, αμφορέων), έτσι ώστε μια ερμηνεία των παραλιακών αυτών οικοδομημάτων
με χώρους, που συνδέονται με τη λειτουργία του λιμανιού να μη φαίνεται απίθανη.
Είναι γνωστό, εξάλλου, ότι στην Τορώνη στην αρχαιότητα το εμπόριο κρασιού ήταν
ιδιαίτερα ανθηρό. Στην ίδια περιοχή, ένας μεγάλος πίθος, διαμ. 1μ. περίπου, βρέθηκε
in situ, με σπασμένους αμφορείς του 5ου αιώνα π.Χ. στο εσωτερικό του. Για την
ερμηνεία των κτηρίων αυτών, που στην αρχαιότητα βρίσκονταν σε άμεση γειτνίαση
με το λιμάνι, ως κτήρια εμπορικού - αποθηκευτικού χαρακτήρα συνηγορεί εκτός της
θέσης και του είδους των αγγείων και το ιδιαίτερα μεγάλο μέγεθός τους, αν λάβει
κανείς υπόψη, ότι οι τοίχοι 5, 9 και 4 σώζονται σε μήκος πλέον των 10 μέτρων.
Η χρονολόγησή τους στο β' μισό του 5ου αιώνα π.Χ. άλλωστε θα μπορούσε με πολλή
προς το παρόν επιφύλαξη, να οδηγήσει στη σκέψη, ότι ίσως δεν είμαστε μακριά από
την περιοχή όπου ο Θουκυδίδης αναφέρει, ότι οι Αθηναίοι, το 423 π.Χ. για να αμυνθούν
εναντίον των Σπαρτιατών, ανέβασαν πάνω σε ένα οίκημα της Ληκύθου, πολλούς αμφορείς
και πίθους με νερό, με αποτέλεσμα αυτό να γκρεμίσει. Κάτω από το προαναφερόμενο
στρώμα καταστροφής, αποκαλύφθηκε η λατύπη του τείχους C, ανάμικτη με κεραμική
του 5ου αιώνα π.Χ. και κάτω από αυτήν το νότιο τμήμα του τοίχου 5. Η κατασκευή
επομένως του τοίχου 5 σε προγενέστερη οικοδομική φάση από αυτήν του τείχους C,
είναι σαφής. Το τείχος C, κατασκευασμένο από μεγάλες λιθοπλίνθους γρανίτη, σώζεται
σε ύψος τριών δόμων, ενώ του τέταρτου, χαμηλότερου δόμου, που προεξέχει έως 0,15μ.
από τους υπερκείμενους και πιθανότατα αποτελεί τη θεμελίωση, δε στάθηκε δυνατή
η σε όλο το ύψος αποκάλυψη του. Αξίζει να σημειωθεί ότι το στρώμα καταστροφής
δεν περιείχε όστρακα στρογγυλεμένα από την επίδραση των κυμάτων, ενώ αντίθετα
τέτοια παρατηρήθηκαν κάτω από τη θεμελίωση των κτηρίων των κλασικών χρόνων, γεγονός
που μαρτυρεί ότι η γεωμορφολογία στην περιοχή είναι πιθανόν αποτέλεσμα εναλλασσόμενων
φαινομένων. Στο δυτικό τμήμα του τείχους C, στην παρειά της Ληκύθου διαπιστώθηκε
η παρουσία άλλου τοίχου, κατασκευασμένου από αργούς πλακερούς, σχετικά μικρού
μεγέθους, λίθους, που σώζεται σε ύψος τουλάχιστον 1 μέτρου. Μικρής έκτασης έρευνα
αποκάλυψε ότι ο τοίχος αυτός ύστερα από 5 μ. μήκος προς τα Δυτικά γωνιάζει προς
τα ΝΔ, στο εσωτερικό της Ληκύθου. Το πλάτος του στο σημείο αυτό είναι 1,20μ. και
μία τομή μπροστά στη Βόρεια όψη του, έδειξε την ύπαρξη δαπέδου ή δρόμου, εκεί
όπου, σε βάθος 0,20-0,15μ., παρατηρήθηκε πατημένο χώμα με κομμάτια κάρβουνου.
Η κεραμική μέσα από την τομή αυτή, ήταν αρχαϊκή ντόπιας κυρίως παραγωγής. Ο τοίχος
αυτός, που τέμνεται από το τείχος C, από το οποίο είναι προγενέστερος συνεχίζει
με κατεύθυνση ΝΑ, έτσι ώστε το περίγραμμα του να διακρίνεται επάνω στη Λήκυθο.
Επάνω στη σημερινή ακτή σώζεται επίσης η ΝΑ γωνία κτηρίου, του οποίου η τοιχοποιία
αποτελείται από γωνιόλιθους γρανίτη και ασβεστοκονίαμα ως συνδετικό υλικό. Το
κτήριο, που φέρει δάπεδο από πήλινες τετράγωνες πλάκες, χρονολογείται στη ρωμαϊκή
εποχή. Μέσα στη θάλασσα, σε απόσταση ενός μέτρου από τη σημερινή ακτογραμμή, εντοπίζεται
ορθογώνια κατασκευή, πιθανότατα δεξαμενή μεταβυζαντινών χρόνων και επιβεβαιώνεται
έτσι με την παρουσία οικοδομημάτων από την κλασική τουλάχιστον περίοδο μέχρι και
τους μεταβυζαντινούς χρόνους, η διαχρονική χρήση και του βορειότερου παραθαλάσσιου,
βυθισμένου σήμερα, τμήματος της Ληκύθου
Κείμενο: Χρυσιής Σαμίου
Το κείμενο παρατίθεται τον Σεπτέμβριο 2002 από την ακόλουθη ιστοσελίδα της Νομαρχίας Χαλκιδικής
ΕΛΕΥΘΕΡΙΟ-ΚΟΡΔΕΛΙΟ (Δήμος) ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ (Δήμος) ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ
ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ (Περιφέρεια) ΕΛΛΑΔΑ
ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ (Δήμος) ΓΙΑΝΝΙΤΣΑ
ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ (Βουνό) ΧΑΛΚΙΔΙΚΗ
Athos (Athon, Ep. Athoos, gen. Athoo: Eth. Athoites), the lofty mountain at the
extremity of the long peninsula, running out into the sea from Chalcidice in Macedonia,
between the Singitic gulf and the Aegaean. This peninsula was properly called
Acte (Akte, Thuc. iv. 109), but the name of Athos was also given to it, as well
as to the mountain. (Herod. vii. 22.) The peninsula, as well as the mountain,
is now called the Holy Mountain (Hagion Oros, Monte Santo), from the great number
of monasteries and chapels with which it is covered. There are 20 of these monasteries,
most of which were founded during the Byzantine empire, and some of them trace
their origin to the time of Constantine the Great. Each of the different nations
belonging to the Greek Church, has one or more monasteries of its own; and the
spot is visited periodically by pilgrims from Russia, Servia, Bulgaria, as well
as from Greece and Asia Minor. No female, even of the animal kind, is permitted
to enter the peninsula.
According to Pliny (iv. 10. s. 17. § 37, Sillig), the length of the
peninsula is 75 (Roman) miles, and the circumference 150 (Roman) miles. Its real
length is 40 English miles, and its average breadth about four miles. The general
aspect of the peninsula is described in the following terms by a modern traveller:--The
peninsula is rugged, being intersected by innumerable ravines. The ground rises
almost immediately and rather abruptly from the isthmus at the northern end to
about 300 feet, and for the first twelve miles maintains a table-land elevation
of about 600 feet, for the most part beautifully wooded. At this spot the peninsula
is narrowed into rather less than two miles in breadth. It immediately afterwards
expands to its average breadth of about four miles, which it retains to its southern
extremity. From this point, also, the land becomes mountainous rather than hilly,
two of the heights reaching respectively 1700 and 1200 feet above the sea. Four
miles farther south, on the eastern slope of the mountain ridge, and at a nearly
equal distance from the east and west shores, is situated the town of Karyes picturesquely
placed amidst vineyards and gardens. Immediately to the southward of Karyes the
ground rises to 2200 feet, whence a rugged broken country, covered with a forest
of dark-leaved foliage, extends to the foot of the mountain, which rears itself
in solitary magnificence, an insulated cone of white limestone, rising abruptly
to the height of 6350 feet above the sea. Close to the cliffs at the southern
extremity, we learn from Captain Copeland's late survey, no bottom was found with
60 fathoms of line. (Lieut. Webber Smith, in Journal of Royal Geogr. Soc. vol.
vii. p. 65.) The lower bed of the mountain is composed of gneiss and argillaceous
slate, and the upper part of grey limestone, more or less inclined to white. (Sibthorp,
in Walpole's Travels &c. p. 40.)
Athos is first mentioned by Homer, who represents Hera as resting
on its summit on her flight from Olympus to Lemnos. (Il. xiv. 229.) The name,
however, is chiefly memorable in history on account of the canal which Xerxes
cut through the isthmus,, connecting the peninsula with Chalcidice. (Herod. vii.
23, seq.) This canal was cut by Xerxes for the passage of his fleet, in order
to escape the gales and high seas, which sweep around the promontory, and which
had wrecked the fleet of Mardonius in B.C. 492. The cutting of this canal has
been rejected as a falsehood by many writers, both ancient and modern; and Juvenal
(x. 174) speaks of it as a specimen of Greek mendacity: creditor olim Velificatus
Athos, et quidquid Graecia mendax Audet in historia.
Its existence, however, is not only attested by Herodotus, Thucydides, and other
ancient writers, but distinct traces of it have been discovered by modern travellers.
The modern name of the isthmus is Provlaka, evidently the Romaic form of Proaulax,
the canal in front of the peninsula of Athos. The best description of the present
condition of the canal is given by Lieut. Wolfe :--The canal of Xerxes is still
most distinctly to be traced all the way across the isthmus from the Gulf of Monte
Santo (the ancient Singitic Gulf) to the Bay of Erso in the Gulf of Contessa,
with the exception of about 200 yards in the middle, where the ground bears no
appearance of having ever been touched. But as there is no doubt of the whole
canal having been excavated by Xerxes, it is probable that the central part was
afterwards filled up, in order to allow a more ready passage into and out of the
peninsula. In many places the canal is still deep, swampy at the bottom, and filled
with rushes and other aquatic plants: the rain and small springs draining down
into it from the adjacent heights afford, at the Monte Santo end, a good watering-place
for shipping; the water (except in very dry weather) runs out in a good stream.
The distance across is 2500 yards, which agrees very well with the breadth of
twelve stadia assigned by Herodotus. The width of the canal appears to have been
about 18 or 20 feet; the level of the earth nowhere exceeds 15 feet above the
sea; the soil is a light clay. It is on the whole a very remarkable isthmus, for
the land on each side (but more especially to the westward) rises abruptly to
an elevation of 800 to 1000 feet. (Penny Cyclopaedia, vol. iii. p. 23.)
About 1 1/2 mile north of the canal was Acanthus, and on the isthmus,
immediately south of the canal, was Sane, probably the same as the later Uranopolis.
In the peninsula itself there were five cities, Dium, Olophyxus, Acrotihoum, Thyssus,
Cleonae, which are described under their respective names. To these five cities,
which are mentioned by Herodotus, Thucydides and Strabo (vii. p. 331), Scylax
(s. v. Makedonia) adds Charadriae, and Pliny Palaeorium and Apollonia, the inhabitants
of the latter being named Macrobii. The extremity of the peninsula, above which
Mt. Athos rises abruptly, was called Nymphaeum (Numphaion), now Cape St. George
(Strab. vii. p. 330; Ptol. iii. 13. § 11.) The peninsula was originally inhabited
by Tyrrheno-Pelasgians, who continued to form a large part of the population in
the Greek cities of the peninsula even in the time of the Peloponnesian war (Thuc.
l. c.). (Respecting the peninsula in general see Leake, Northern Greece, vol.
iii. p. 114; Bowen, Mount Athos, Thessaly, and Epirus, London, 1852, p. 51, seq.;
Lieuts. Smith and Wolfe, Sibthorp, ll. cc.)
This text is from: Dictionary of Greek and Roman Geography (1854) (ed. William Smith, LLD). Cited June 2004 from The Perseus Project URL below, which contains interesting hyperlinks
ΑΙΝΕΙΑ (Αρχαία πόλη) ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Aineia, (Eth. Ainheates), a town of Chalcidice in Macedonia, said
to have been founded by Aeneas, was situated, according to Livy, opposite Pydna,
and 15 miles from Thessalonica. It appears to have stood on the promontory of
the great Karaburnu, which forms the NW. corner of the peninsula of Chalcidice,
and which, being about 10 geographical miles in direct distance from Thessalonica,
may be identified with the promontory Aeneium of Scymnus. Aeneia must therefore
have been further N. than Pydna. It was colonised by the Corinthians. (Scymnus
Ch. 627.) It is mentioned by Herodotus, and continued to be a place of importance
down to the time of the Roman wars in Greece, although we are told that a great
part of its population was removed to Thessalonica, when the latter city was founded
by Cassander. (Herod. vii. 123; Strab. p. 330; Dionys. i. 49; Lycophr. 1236 and
Schol.; Virg. Aen. Eth. Ainheates), a town of Chalcidice in Macedonia, said to
have been founded by Aeneas, was situated, according to Livy, opposite Pydna,
and 15 miles from Thessalonica. It appears to have stood on the promontory of
the great Karaburnu, which forms the NW. corner of the peninsula of Chalcidice,
and which, being about 10 geographical miles in direct distance from Thessalonica,
may be identified with the promontory Aeneium of Scymnus. Aeneia must therefore
have been further N. than Pydna. It was colonised by the Corinthians. (Scymnus
Ch. 627.) It is mentioned by Herodotus, and continued to be a place of importance
down to the time of the Roman wars in Greece, although we are told that a great
part of its population was removed to Thessalonica, when the latter city was founded
by Cassander. (Herod. vii. 123; Strab. p. 330; Dionys. i. 49; Lycophr. 1236 and
Schol.; Virg. Aen. iii. 16; Steph. B. s. v.; Liv. xl. 4, xliv. 10, 32; Leake,
Northern Greece, vol. iii. Eth. Ainheates), a town of Chalcidice in Macedonia,
said to have been founded by Aeneas, was situated, according to Livy, opposite
Pydna, and 15 miles from Thessalonica. It appears to have stood on the promontory
of the great Karaburnu, which forms the NW. corner of the peninsula of Chalcidice,
and which, being about 10 geographical miles in direct distance from Thessalonica,
may be identified with the promontory Aeneium of Scymnus. Aeneia must therefore
have been further N. than Pydna. It was colonised by the Corinthians. (Scymnus
Ch. 627.) It is mentioned by Herodotus, and continued to be a place of importance
down to the time of the Roman wars in Greece, although we are told that a great
part of its population was removed to Thessalonica, when the latter city was founded
by Cassander. (Herod. vii. 123; Strab. p. 330; Dionys. i. 49; Lycophr. 1236 and
Schol.; Virg. Aen. iii. 16; Steph. B. s. v.; Liv. xl. 4, xliv. 10, 32; Leake,
Northern Greece, vol. iii. p. 451.)
This text is from: Dictionary of Greek and Roman Geography (1854) (ed. William Smith, LLD). Cited July 2004 from The Perseus Project URL below, which contains interesting hyperlinks
ΑΚΑΝΘΟΣ (Αρχαία πόλη) ΧΑΛΚΙΔΙΚΗ
Akanthos: Eth. Akanthios: Erissο. Α town on the E. side of the isthmus, which
connects the peninsula of Acte with Chalcidice, and about 1 1/2 mile above the
canal of Xerxes. (Athos) It was founded by a colony from Andros, and became a
place of considerable importance. Xerxes stopped here on his march into Greece
(B.C. 480) and praised the inhabitants for the zeal which they displayed in his
service. Acanthus surrendered to Brasidas B.C. 424, and its independence was shortly
afterwards guaranteed in the treaty of peace made between Athens and Sparta. The
Acanthians maintained their independence against the Olynthians, but eventually
became subject to the kings of Macedonia. In the war between the Romans and Philip
(B.C. 200) Acanthus was taken and plundered by the fleet of the republic. Strabo
and Ptolemy erroneously place Acanthus on the Singitic gulf, but there can be
no doubt that the town was on the Strymonic gulf, as is stated by Herodotus and
other authorities: the error may have perhaps arisen from the territory of Acanthus
having stretched as far as the Singitic gulf. At Erisso, the site of Acanthus,
there are the ruins of a large ancient mole, advancing in a curve into the sea,
and also, on the N. side of the hill upon which the village stands, some remains
of an ancient wall, constructed of square blocks of grey granite. On the coin
of Acanthus figured below is a lion killing a bull, which confirms the account
of Herodotus (vii. 125), that on the march of Xerxes from Acanthus to Therme,
lions seized the camels which carried the provisions.
This text is from: Dictionary of Greek and Roman Geography (1854) (ed. William Smith, LLD). Cited May 2004 from The Perseus Project URL below, which contains interesting hyperlinks
ΑΛΙΑΚΜΩΝ (Ποταμός) ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ
Haliacmon, Fl. (Haliakmon, Hesiod, Th. 341; Herod. vii. 127; Scyl.
p. 26; Strab. vii. p. 330; Ptol. iii. 13. § § 15, 18; Caesar B.C. iii. 36; Liv.
xlii. 53; Plin. iv. 10; Claud. B. Get. 179: Vistritza; Turkish, Inje-Kara), a
river of Macedonia, rising in the chain of mountains to which Ptolemy gave the
name of Canalovii. According to Caesar, it formed the line of demarcation between
Macedonia and Thessaly.
In the upper part of its course it takes a SE. direction through Elymiotis,
which it watered; and then, continuing to the NE., formed the boundary between
Pieria, Eordaea, and Emathia, till it discharged itself into the Thermaic gulf.
In the time of Herodotus the Haliacmon was joined by the Lydias, or discharge
of the lake of Pella; but a change has now taken place in the course of the latter,
which joins not the Haliacmon, but the Axius. The Haliacmon itself appears to
have moved its lower course to the E. of late, so that, in time, perhaps all the
three rivers may unite before they join the sea.
The Vistritza, although betraying a Slavonic modification in its termination,
may possibly be a corruption of Astraeus (Aelian, H. A. xv. 1), which was perhaps
the ordinary appellation of the river below the gorges of Beraea, as Haliacmon
was that above them; in the same manner as Injekara and Vistritza are used in
the present day.
Its banks are now confined by artificial dykes to restrain its destructive
inundations, and the river itself is noted at Verria for guliani of immense size:
the same fish grows to enormous dimensions in the lake at Kastoria, which is one
of the sources of the Vistritza. (Leake, Northern Greece, vol. i. pp. 303, 316,
vol. iii. pp. 292, 437.)
This text is from: Dictionary of Greek and Roman Geography (1854) (ed. William Smith, LLD). Cited September 2004 from The Perseus Project URL below, which contains interesting hyperlinks
ΑΛΜΩΠΙΑ (Αρχαία περιοχή) ΠΕΛΛΑ
Almopia (Almopia), a district in Macedonia inhabited by the Almopes
(Almopes), is said to have been one of the early conquests of the Argive colony
of the Temenidae. Leake supposes it to be the same country now called Moglena,
which bordered upon the ancient Edessa to the NE. Ptolemy assigns to the Almopes
three towns, Horma (Horma), Europus (Europos), and Apsalus (Apsalos (Thuc. ii.
99; Steph. .)B. s. v.; Lycophr. 1238; Ptol. iii. 13. §24; Leake, Northern Greece,
vol. iii. p. 444
This text is from: Dictionary of Greek and Roman Geography (1854) (ed. William Smith, LLD). Cited July 2004 from The Perseus Project URL below, which contains interesting hyperlinks
ΑΛΩΡΟΣ (Αρχαία πόλη) ΠΕΛΛΑ
Eth. Alorites. A town of Macedonia in the district Bottiaea, is placed
by Stephanus in the innermost recess of the Thermaic gulf. According to Scylax
it was situated between the Haliacmon and Lydias. Leake supposes it to have occupied
the site of Palea-hora, near Kapsokhori. The town is chiefly known on account
of its being the birthplace of Ptolemy, who usurped the Macedonian throne after
the murder of Alexander II., son of Amyntas, and who is usually called Ptolemaeus
Alorites.
This text is from: Dictionary of Greek and Roman Geography (1854) (ed. William Smith, LLD). Cited June 2004 from The Perseus Project URL below, which contains interesting hyperlinks
ΑΜΥΔΩΝ (Αρχαία πόλη) ΚΙΛΚΙΣ
(Amudon). A town in Macedonia on the Axius, from which Pyraechmes
led the Paeonians to the assistance of Troy. The place is called Abydon by Suidas
and Stephanus B.
Λάβετε το καθημερινό newsletter με τα πιο σημαντικά νέα της τουριστικής βιομηχανίας.
Εγγραφείτε τώρα!