Το μοναστήρι αυτό βρίσκεται βορειοδυτικά της πόλεως μέσα σε δάσος
απο ακακίες και πεύκα, κάτω ακριβώς απο την βυζαντινή ακρόπολη της πόλεως, με
την οποία φαίνεται ότι ήταν ανέκαθεν συνδεδεμένο.
Πότε πρωτοκτίσθηκε μας είναι άγνωστο μια και δεν σώζεται καμιά ενεπίγραφη
πλάκα αλλά ούτε καμιά άλλη μαρτυρία ή ενθύμηση.
Μόνο απο το καθολικό (ο Ναός) του μοναστηριού με τις τοιχογραφίες
που διασώζονται στο εσωτερικό του τρούλου του μπορούμε να συναγάγουμε μερικές
έμμεσες πληροφορίες για το μοναστήρι αυτό.
Ο ναός λοιπόν του μοναστηριού απο πλευράς ρυθμού είναι βυζαντινός
τρίκογχος με τρούλο και μας θυμίζει τον τρόπο της κατασκευής πολλών καθολικών
των μοναστηριών του
Αγίου Όρους.
Ο τρόπος δε της κατασκευής του τρούλου (τυφλός με μικρούς φεγγίτες αντί μεγάλων
παραθύρων) μαρτυρεί ότι πρόκειται για κτίσμα των μέσων του 16ου αιώνα.
Ο Ναός (καθολικό) της μονής Παμμεγίστων Ταξιαρχών
Της ίδιας εποχής φαίνεται να είναι και οι τοιχογραφίες - αν και αλλοιωμένες
και κατεστραμμένες απο την υγρασία και την πολυκαιρία - που υπάρχουν στο εσωτερικό
του τρούλου.
Της ίδιας ακόμη εποχής είναι και οι διασωζόμενες στο τέμπλο του ναού
φορητές εικόνες, σπάνιας βυζαντινής τέχνης, του Χριστού ως μεγάλου αρχιερέως και
της Θεοτόκου που φέρνει στην αγκαλιά της τον Χριστό. Η τελευταία μάλιστα εικόνα
είναι αμφιπρόσωπη, δηλ. είναι ζωγραφισμένη και από την άλλη πλευρά του ξύλου.
Ο ναός του μοναστηριού άντεξε ακόμα και στους μεγάλους σεισμούς που
συντάραξαν την
Ξάνθη κατά
το 1829 και είναι το μόνο κτίσμα που φαίνεται ότι διασώθηκαν απο εκείνο τον εγκέλαδο
σ' ολόκληρη την περιοχή.
Το υπόλοιπο μοναστήρι φαίνεται ότι γκρεμίστηκε αλλά χάρη στην εργώδη
προσπάθεια του τότε μητροπολίτου Ξάνθης Ευγενίου και την πρόθυμη σύμπραξη όλων
των Ξανθιωτών ξανακτίσθηκε και ξαναγκάλιασε τον ιστορικό πλέον ναό του.
Αργότερα το ανατολικό μέρος του μοναστηριού είχε υποστεί νέες ζημίες
και ο τότε μητροπολίτης Ξάνθης αείμνηστος Ιωακείμ Σγουρός (γύρω στα 1907 ) με
την συμπαράσταση των καπνεμπόρων και καπνεργατών της πόλεως θέλησε να το ανοικοδομήσει
μεγαλοπρεπέστερο και πολύ πιο ευρύχωρο, με τρεις ορόφους μπροστά και δύο πίσω
με μεγάλους θαλάμους και τραπεζαρία. Προφανώς απέβλεπε στο να το χρησιμοποιήσει
ως νοσοκομείο η ορφανοτροφείο των χριστιανών της επαρχίας του. Ο τούρκος όμως
Νομάρχης της
Κομοτηνής όταν
πληροφορήθηκε το έργο θέλησε να σταματήσει τουλάχιστον την επικεράμωση.
Πριν όμως προλάβει να μεταβεί επί τόπου οι Ξανθιώτες μέσα σε μια και
μόνο νύκτα δουλεύοντας ασταμάτητα και μεταφέροντας χέρι με χέρι τα υλικά απο την
περιοχή του Ακαθίστου Ύμνου κατόρθωσαν να σκεπάσουν την στέγη. Έτσι το πρωί όταν
ανέτειλε ο ήλιος τα κεραμίδια της σκεπής μουσκεμένα και νοτισμένα απο τον ιδρώτα
των Ξανθιωτών χαμογελούσαν και χαιρετούσαν τις ηλιακτίδες, ο δε Μουτεσαρίφης γύρισε
άπρακτος στην έδρα του. Για μια ακόμα φορά η πίστη του λαού θριάμβευσε και νίκησε.
Την ίδια εποχή επεκτάθηκε ο μικρός ναός του μοναστηριού προς τα δυτικά
και προστέθηκε η δυτική πτέρυγα αυτού ενώ ταυτόχρονα ανοίχθηκε και ο αμαξιτός
δρόμος, με εθελοντική εργασία των κατοίκων της πόλεως, που φέρνει απο την δημοσία
οδό Ξάνθης -
Εχίνου στο μοναστήρι.
Το μοναστήρι αυτό μετά την μικρασιατική καταστροφή και την συσσώρευση
των προσφύγων δόθηκε απο την ιερά Μητρόπολη για να στεγάσει ορφανά του ξεριζωμού,
και σαν τέτοιο παρέμεινε μέχρι το 1936.
Τότε μετατράπηκε σε στρατώνα και σαν τέτοιο χρησιμοποιήθηκε απο τον
στρατό μέχρι την είσοδο των Γερμανών στην πόλη (8 Απριλίου 1941).
Μετά την απελευθέρωση της Ελλάδος και απο το 1946 μέχρι και σήμερα
στεγάζει την εκκλησιαστική Σχολή και αποδείχθηκε φυτώριο και κυψέλη, όπου γαλουχήθηκαν
με τα ιερά γράμματα και αναδείχθηκαν στην ελληνική κοινωνία επιφανείς κληρικοί,
καθηγητές, επιστήμονες, υπάλληλοι κ.λπ.
Την νύκτα όμως της 23ης προς την 24η Φεβρουαρίου του 1974 φοβερή πυρκαιά
αποτέφρωσε όλο τον ξενώνα και τα παλαιά κελιά του γραφικού μοναστηριού. Ευτυχώς,
διασώθηκαν - σαν απο θαύμα - πάλι αλώβητα ο ναός και oι εικόνες του. Αλλά ο τόπος
δεν έμεινε με τα αποκαίδια και την στάχτη.
Σχεδόν πριν κρυώσει η στάχτη και πριν εξανεμισθεί ο καπνός ο νυν Σεβασμιότατος
μητροπολίτης Ξάνθης κ. Αντώνιος, με τον διακρίνοντα αυτόν ζήλον άρχισε την εκκαθάριση
των ερειπίων για να ανυψωθεί μέσα σε ελάχιστο σχετικά χρόνο ( 1974-1979 ) ένα
σύγχρονο κτίριο για να στεγάσει τις αίθουσες διδασκαλίας και τους λοιπούς βοηθητικούς
χώρους για να συνεχίσει να αποτελεί τον πνευματικό φάρο της περιοχής και να εκπαιδεύει
νέους που θα αναλάβουν τις ηγετικές θέσεις στην Εκκλησία και την κοινωνία γενικότερα.
Έτσι σήμερα δίπλα στο παλαιό (ναός) υψώνεται το καινούργιο κτίριο.(...)