Το νησί της Αποκάλυψης
Στο βορειότερο νησί των Δωδεκανήσων, στην Πάτμο, ο ´Αγιος Ιωάννης ο Θεολόγος συνέγραψε την Αποκάλυψη και το Ευαγγέλιό του. Το γεγονός έμελλε να σφραγίσει την ιστορική φυσιογνωμία του νησιού, ως ένα από τα σημαντικότερα προσκυνηματικά κέντρα της ελληνορθόδοξης Ανατολής.
Στους ύστερους αιώνες της αρχαιότητας, τα μικρά νησιά του Αιγαίου, άγονα και ερημωμένα τα περισσότερα, αποτελούν τόπους εξορίας για τους πολιτικούς αντιπάλους της Ρώμης ή αναγκαστικής απομόνωσης για όσους είχαν την ατυχία να πέσουν στη δυσμένεια του αυτοκράτορα. Ανάμεσα στους εξόριστους, που αποβιβάζονται στην Πάτμο το 95 μ.Χ., είναι και ο ηγαπημένος μαθητής, ο Ιωάννης. Εδώ στην Πάτμο, κατά τη ρητή μαρτυρία του ίδιου, σε ένα από τα σπήλαια του νησιού, είχε τα οράματα που τον οδήγησαν στη συγγραφή της Αποκάλυψης. Στη διάρκεια της διετούς παραμονής του στο νησί - ο ´Aγιος Ιωάννης πέθανε στην Έφεσο το 100 μ.Χ. - η χριστιανική παράδοση τοποθετεί και τη συγγραφή του Ευαγγελίου του.
Η Μονή και η Χώρα
Λίγο ψηλότερα από το σπήλαιο, που θρυλείται ως εκείνο των αποκαλυπτικών οραμάτων, και μάλιστα στη θέση αρχαίου ιερού της ´Αρτεμης, χτίστηκε μία παλαιοχριστιανική βασιλική, μοναδικό τοπόσημο του κοσμοϊστορικού γεγονότος για αιώνες, καθώς η μάστιγα της πειρατείας βύθιζε την Πάτμο στην ιστορική αφάνεια· τον 7ο αιώνα το νησί καταστράφηκε από Σαρακηνούς επιδρομείς, οι κάτοικοι απήχθησαν και πουλήθηκαν ως δούλοι. Η Πάτμος ήταν ουσιαστικά ακατοίκητη, όταν το 1088 ο Όσιος Χριστόδουλος από τη Βιθυνία, από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του βυζαντινού ασκητισμού, εξασφάλισε την άδεια του αυτοκράτορα Αλεξίου Α΄ Κομνηνού να ιδρύσει στην Πάτμο μία μονή, αφιερωμένη στον ´Aγιο Ιωάννη. Την εποχή αυτή, η αυτοκρατορία ενθάρρυνε τον εποικισμό ερημωμένων νησιών και παράκτιων περιοχών του Αιγαίου, πολιτική που περιλάμβανε και την ίδρυση οχυρωμένων μοναστηριών· είναι ενδεικτικό ότι στα χρόνια αυτά ιδρύθηκαν, μεταξύ άλλων, η Νέα Μονή της Χίου και η μοναστική κοινότητα του Αγίου Όρους.
Με το χρυσόβουλο του Αλεξίου, το νησί της Πάτμου παραχωρείται ως δωρεά στη μονή, μαζί με σειρά άλλων προνομίων, όπως φοροαπαλλαγές και το δικαίωμα να διατηρεί δικό της εμπορικό στολίσκο. Μαζί με τον όσιο Χριστόδουλο ήρθαν στην Πάτμο και οι πρώτοι μοναχοί, καθώς και οι τεχνίτες που έχτισαν τη μονή, ενώ σταδιακά άρχισαν να καταφτάνουν και εποικιστές από τα γύρω νησιά και τα μικρασιατικά παράλια. Οι συχνές πειρατικές επιδρομές τούς αναγκάζουν να εγκατασταθούν δίπλα στα τείχη της μονής για λόγους προστασίας κι έτσι δημιουργήθηκε ο πρώτος οικιστικός πυρήνας της Χώρας, τυπικό δείγμα μεσαιωνικού οικισμού σε καιρούς ανασφάλειας: γύρω από το φρουριακό συγκρότημα της μονής συνωθούνται τα οικήματα, σχηματίζοντας με τους εξωτερικούς τους τοίχους ένα αδιαπέραστο συνεχές φράγμα, χωρίς ανοίγματα και διόδους. Η δαιδαλώδης ρυμοτομία που παραπλανά και η αρχιτεκτονική ομοιομορφία που δεν προδίδει ίχνος πολυτέλειας αποτελούν και αυτές αμυντικά στοιχεία· τίποτα δεν πρέπει να προσελκύει την προσοχή επίδοξων εισβολέων.
Μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης και της Κρήτης στους Οθωμανούς το 1453 και 1669 αντίστοιχα, καταφτάνουν στην Πάτμο νέα κύματα προσφύγων και μαζί τους οι πρώτες οικογένειες αριστοκρατών. Κοντά σε αυτούς αρχίζει να αναδεικνύεται μια νέα τάξη πλουσίων εμπόρων και καραβοκύρηδων, καθώς η Πάτμος ανοίγεται στη ναυτιλία και το διαμετακομιστικό εμπόριο και οδηγείται στο αποκορύφωμα της ακμής της κατά το 18ο και 19ο αιώνα. Τα περήφανα αρχοντικά που ανεγείρονται σε αυτούς τους αιώνες θα διαμορφώσουν ένα νέο αστικό τοπίο, με τον αέρα των ευρωπαϊκών σαλονιών να πνέει πλέον στα στενοσόκακα της μεσαιωνικής Χώρας.
Ορόσημο για την ανάπτυξη των γραμμάτων, όχι μόνο στην Πάτμο αλλά και σε ολόκληρο τον τουρκοκρατούμενο τότε ελληνισμό, αποτέλεσε η ίδρυση της Πατμιάδος Σχολής το 1713, μία από τις επιφανέστερες σχολές του 18ου αι., η οποία λειτουργεί μέχρι και σήμερα ως εκκλησιαστικό σχολείο.
Ένα μνημείο της βυζαντινής τέχνης
Η αναγέννηση του νησιού αντανακλάται και στην εξέλιξη της μονής, που ανακαινίζεται και επεκτείνεται. Διάφορες οικοδομικές φάσεις αποτύπωσαν τη σφραγίδα της εποχής τους στην αρχιτεκτονική και το διάκοσμο του μοναστηριού και συνδιαμόρφωσαν τη σημερινή μορφή του συγκροτήματος. Τον παλαιότερο βυζαντινό πυρήνα αποτελούν το καθολικό, η τράπεζα, η εστία και τα κελιά των μοναχών του 11ου αι., καθώς και τα παρεκκλήσια της Παναγίας και του Οσίου Χριστόδουλου του 12ου αι. Τα υπόλοιπα παρεκκλήσια προστέθηκαν στα πλαίσια του δεύτερου μεγαλύτερου οικοδομικού προγράμματος, που συντελέστηκε στη μονή κατά το 16ο και 17ο αι.
Οι τοιχογραφίες της μονής αποτελούν ένα από τα ωραιότερα σωζόμενα σύνολα της υστεροβυζαντινής και μεταβυζαντινής ζωγραφικής. Παλαιότερες είναι οι τοιχογραφίες του παρεκκλησίου της Παναγίας που χρονολογούνται στο 12ο αι. και απηχούν τις μνημειακές τάσεις της πρωτεύουσας Κωνσταντινούπολης, ενώ στις νεότερες τοιχογραφίες του καθολικού, του 17ου αι. αυτές, απαντούν επιρροές ακόμη και από έργα Ιταλών ζωγράφων της πρώιμης Αναγέννησης. Πανταχού παρούσα στα νεότερα στρώματα του εικονογραφικού διακόσμου τόσο του καθολικού, όσο και των παρεκκλησίων, είναι η δημιουργική πνοή της περίφημης κρητικής σχολής της μεταβυζαντινής ζωγραφικής. Έργα μεγάλων Κρητικών καλλιτεχνών του 15ου-17ου αιώνα αποτελούν και πολλές από τις φορητές εικόνες που συγκαταλέγονται στους θησαυρούς της μονής. Η αρχαιότερη εικόνα χρονολογείται τον 11ο αιώνα, είναι ψηφιδωτή και απεικονίζει τον ´Aγιο Νικόλαο. Μοναδικά κειμήλια ανυπολόγιστης αξίας περιέχει και η βιβλιοθήκη της μονής με ένα σπάνιο πλήθος βυζαντινών χειρογράφων και αυτοκρατορικών εγγράφων.