Στην ιστορική κοινότητα του Αγίου Βησσαρίωνα (230 μ. υψ.) φθάνουμε
είτε ακολουθώντας το δρόμο που οδηγεί σ' αυτήν από τη
Φιλύρα,
μέσα από ένα ωραιότατο λιβάδι, είτε από τη μεριά της
Πύλης
που απέχει μόλις δύο χιλιόμετρα. Το χωριό οφείλει το παλιό του όνομα "Δούσικο"
σε ένα ενδημικό του τόπου είδος βαλανιδιάς με το (σλαβικό) όνομα Ντούσκο ή Ντουσκάρι.
Ο πρώτος κάτοικος του χωριού φαίνεται εγγεγραμμένος στα μητρώα αρρένων
της κοινότητας από το 1832, όταν αυτή υπαγόταν στο επαρχείο Ντουσκάρ.
Το Δούσικο, χτισμένο δίπλα στον Πορταϊκό ποταμό, διαθέτει πολύ υγιεινό
κλίμα, το οποίο απολαμβάνουν οι 1.100 κάτοικοί του (το χειμώνα - αυξάνονται σε
1280 το καλοκαίρι), γεωργοί και κτηνοτρόφοι, αλλά και "πετράδες" (χτίστες
της πέτρας) - και μαζί τους οι εποχιακοί επισκέπτες. Σε μικρή απόσταση από το
χωριό βρίσκεται το δάσος "Λάκκα της Στεφανής" και το εκτροφείο θηραμάτων
του Κόζιακα.
Οι κοντινότερες κορυφές του
Κόζιακα
είναι η Κρανιά (1.100 μ.) και η Φουρκέτσα (500 μ.). Ένας νερόμυλος, ο Νιζερός,
σώζεται 2 χλμ. από το χωριό καθώς και οι βρύσες Ψηλές Βρύσες, Γιαννάκη Βρύση και
Γαβριήλ Βρύση. Η τελευταία συνδέεται με το χωριό με παλιό μονοπάτι, σ' όλο το
μήκος του οποίου συναντά κανείς πέτρινες κατασκευές. Ωραίος χώρος για αναψυχή,
όπου βγαίνουν οι κάτοικοι την Πρωτομαγιά, είναι το λιβάδι Ντάρα.
Το χωριό συνδέθηκε με την περίφημη μονή του Σωτήρος των Μεγάλων Πυλών,
που βρίσκεται σε απόσταση 5 χλμ. από κει, ανεβαίνοντας σε υψόμετρο 750 μ. στις
πλαγιές του Κόζιακα. Το μοναστήρι επανιδρύθηκε μεταξύ 1527 - 1535 από τον Αγιο
Βησσαρίωνα, αρχιεπίσκοπο
Λαρίσης,
όταν ο άγιος ήταν έξαρχος Σταγών.
Στη θέση της εκκλησίας που έχτισε ο Aγιος Βησσαρίων με τη βοήθεια
του αδελφού του Ιγνατίου οικοδομήθηκε εκ βάθρων στα 1557 το σημερινό καθολικό
της μονής από τον μητροπολίτη Λαρίσης Νεόφυτο Β' και τους επισκόπους Δημητριάδος
Ιωσήφ, Λιτζάς Λουκά και Φαναρίου Μαρτύριο (όπως μαρτυρά η κτητορική επιγραφή).
Το καθολικό, που τιμάται στο όνομα της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος, ακολουθεί τον
αγιορείτικο τύπο του σταυροειδούς τετρακιόνιου, με δύο (σήμερα) τρούλους και κόγχες
στην βόρεια και νότια πλευρά του. Η αγιογράφησή του έγινε από τον Κωνσταντινουπολίτη
ζωγράφο Τζώρτζη. Το ξυλόγλυπτο τέμπλο είναι μεταγενέστερο, του 1813. Το άλλοτε
πλούσιο μοναστήρι με τα 365 κελιά και την πλούσια βιβλιοθήκη, που αναδείχθηκε
σε πνευματικό κέντρο του νεότερου ελληνισμού, λειτουργεί σήμερα με λίγους μοναχούς
που φυλάσσουν τα κειμήλιά του. Ανάμεσα σ' αυτά είναι και η κάρα, η διαθήκη με
την ιδιόχειρη υπογραφή, το ραβδί και τα άμφια του Αγίου Βησσαρίωνα.
Ο τάφος του Αγίου σώζεται στο κοινοτικό νεκροταφείο, ενώ μέσα στο
ίδιο το χωριό οι ντόπιοι δείχνουν τη θέση του σπιτιού του και μετοχίου της μονής.
Στα 1823 το μοναστήρι καταστράφηκε και οι 2000 τόμοι της βιβλιοθήκης του κάηκαν
από τους Αλβανούς του Σ. Κόρτζια. Στα 1943 το μοναστήρι έπαθε νέες καταστροφές
από πυρκαγιά.
Ο Aγιος Βησσαρίων πανηγυρίζει στη γιορτή του Αγίου Πνεύματος και στη
μνήμη του Αγίου από τον οποίο πήρε το σημερινό του όνομα, στις 14 Σεπτεμβρίου.
Παραμονή του Αγίου Βησσαρίωνα οι κάτοικοι του χωριού ανεβαίνουν στο μοναστήρι
για προσκύνημα και ξημερώνουν εκεί για το πανηγύρι του Αγίου.