Είναι ένα μικρό γραφικό χωριό χτισμένο σε μια χαράδρα, στους πρόποδες
του Κοτύλαιου, βορειανατολικά της
Αμαρύνθου
με 500 περίπου κατοίκους. Με αυτοκίνητο ακολουθώντας τον ασφαλτοστρωμένο δρόμο
προς
Καλλιθέα και
Γυμνό
υπάρχει παράκαμψη δεξιά του δρόμου που οδηγεί προς Ανω Βάθεια. Από την Αμάρυνθο
απέχει 3,5 χλμ.
Αποτελεί το μεσαιωνικό πρόγονο της σύγχρονης Αμαρύνθου και πρώτη έδρα
του
Δήμου Αμαρυνθίων. Η
ετυμολογία του αρχικού της ονόματος Βάθεια οφείλεται στη βαθειά χαράδρα που ήταν
χτισμένη, για να μην είναι ορατή από τα παράλια, εξαιτίας του φόβου της πειρατίας.
Αργότερα ονομάζεται Ανω Βάθεια σε αντιδιαστολή με τον παραθαλάσσιο οικισμό την
Κάτω Βάθεια, σημερινή Αμάρυνθο. Κατά καιρούς στην περιοχή έχουν βρεθεί ανάγλυφα
και επιγραφές της κλασσικής κυρίως περιόδου, που σήμερα εκτίθενται στο Αρχαιολογικό
Μουσείο Ερέτριας.
Στα δεξιά του μικρού ασφαλτοστρωμένου δρόμου, που οδηγεί από την Αμάρυνθο
στην Ανω Βάθεια, στη θέση
Κουκάκι,
υπάρχει το παλιό πηγάδι του χωριού χτισμένο από λείψανα αρχαίων οικοδομημάτων,
ενώ ακριβώς απέναντι είναι ορατό υπέρθυρο ενός τάφου μακεδονικού τύπου. Προχωρώντας
προς την κατέθυνση του οικισμού, αριστερά του δρόμου και παράλληλα με το Σαρανταπόταμο,
ένας χωματόδρομος οδηγεί σε ελαιόσπαρτο λόφο, πάνω στον οποίο βρίσκεται ο ναός
της Παναγίας ή Παλιοπαναγιά. Το μνημείο ανήκει τον απλούστερο μονόκλιτο αρχιτεκτονικό
τύπο σταυρεπίστεγου με κάτοψη απλού ορθογωνίου. Η τρίπλευρη κόγχη του ιερού εξέχει
ανατολικά. Φέρει δυο χαμηλές τοξοτές θύρες. Μια στο μέσο της δυτικής πλευράς η
οποία έχει κλειστεί και μια στο μέσο της νότιας πλευράς από όπου είναι δυνατή
σήμερα η πρόσβαση στο ναό. Η χαραγμένη χρονολογία πάνω από τη νότια θύρα, 1310,
πιθανά μας παρέχει τη χρονολογία ανέγερσης του ναού, δηλαδή την περίοδο της Φραγκοκρατίας.
Είναι χαρακτηριστικό ότι το εκκλησίδιο είναι κατασκευασμένο με τη χρήση αρχαιότερου
οικοδομικού υλικού, αναγλύφων και βάσεων αγαλμάτων διαφόρων περιόδων.
Βορειανατολικά της Ανω Βάθεια σε απόσταση 8 χιλιομέτρων, ανεβαίνοντας
στο Κοτύλαιο ή Σερβούνι, μέσω ενός ασφαλτοστρωμένου επαρχιακού δρόμου, πάνω σε
ένα πλάτωμα (ύψους 490 μ.) από το οποίο μπορεί κανείς να εποπτεύει όλο το Νότιο
Ευβοϊκό, βρίσκεται η Μονή του Αγίου Νικολάου. Πρόκειται για γυναικεία μονή ανακαινισμένη
τη δεκαετία του 1960. Την παλιά αίγλη του μοναστηριού μαρτυρά το καθολικό του,
που βρίσκεται στη σκιά ενός αιωνόβιου πλατάνου, κοντά σε μια πηγή από την οποία
αναβλύζει κρυστάλλινο νερό και που η παράδοση θέλει να έχει ανοικοδομηθεί αμέσως
μετά την πτώση της
Κωνσταντινούπολης.
Πρόκειται για ένα μονόκλιτο σταυρεπίστεγο ναό με ορθωγόνια κάτοψη. Φέρει τρίπλευρη
κόγχη στην ανατολική της πλευρά. Το εσωτερικό του ναού είναι κατάγραφο. Χαρακτηριστικό
της αρχιτεκτονικής του συγκεκριμένου ναού είναι το τρίβηλο που αποτελείται από
δύο αράβδωτους κίονες με κουλουροπυραμοειδή κιονόκρανα, που υποστηρίζουν τρία
οξυκόρυφα τόξα. Ο ναός χρονολογείται το 16ο αιώνα. Οι μελετητές εικάζουν ότι έχει
χτιστεί στα ερείπια προϋπάρχοντος Ασκληπιείου. Στη μονή υπάρχει ξενώνας που μπορεί
να καλύψει τις ανάγκες λίγων ατόμων. Νότια του Αγίου Νικολάου σε απόσταση περίπου
2 χιλιομέτρων στη θέση Αγλέφαρος ή Αγλέφερος, κάτω από ένα πλάτανο βρίσκεται ο
ναός της Ζωοδόχου Πηγής. Πρόκειται για ένα μονόκλιτο σταυρεπίστεγο ναό. Εσωτερικά
φέρει δυο εγκάρσια τρίβηλα δίνοντας τη λανθασμένη εντύπωση, ότι πρόκειται για
τρίκλητο ναό. Εσωτερικά δεν σώζονται τοιχογραφίες. Η εκκλησία χρονολογείται στον
16ο αιώνα. Στην ίδια τοποθεσία είναι ορατά ερείπια κτιρίων των ελληνιστικών κυρίως
χρόνων και αυτό έχει ωθήσει τους μελετητές να ταυτίσουν την θέση με τον αρχαίο
Ερετριακό Δήμο της Αγλειφείρας.
Οταν κανείς τελειώσει την περιήγησή του στην άγρια ομορφιά του Κοτυλαίου,
που και αυτό ήταν αφιερωμένο στη θεά του κυνηγιού, κατεβαίνοντας στην Ανω Βάθεια
αξίζει να επισκεφτεί το Λαογραφικό της Μουσείο. Η πλούσια συλλογή του περιλαμβάνει
αντικείμενα που χρησιμοποιούνταν στην καθημερινή και στην αγροτική ζωή από τους
κατοίκους της περιοχής, όπως υφαντά, μυλόπετρες, αργαλειοί, οικιακά σκεύη, ρόκες
και άλλα. Ενας καφές ή ένα ουζάκι στο μοναδικό καφενείο του χωριού θα κάνει τον
περιηγητή να νοιώσει ευχάριστα και να γευτεί τη φιλοξενία των σημερινών κατοίκων
του νησιού.