Η αρχαία πόλη που βρίσκεται στις βόρειες υπώρειες των Πιερίων ταυτίζεται με τις Αιγές, την αρχαία πρωτεύουσα του βασιλείου της Μακεδονίας. Από την Εποχή του Σιδήρου (11ος - 8ος αιώνας π.Χ.) ήταν ένα πλούσιο και πολυάνθρωπο κέντρο, όπως μαρτυρά η επιβλητική νεκρόπολη των 300 και πλέον χωμάτινων τύμβων με συστάδες πλούσια κτερισμένων τάφων. Η πόλη φτάνει στη μεγαλύτερη ακμή της στα αρχαϊκά (7ος - 6ος αιώνας π.Χ.) και κλασικά χρόνια (5ος και 4ος αιώνας π.Χ.), οπότε αποτελούσε το σημαντικότερο αστικό κέντρο της περιοχής και έδρα των Μακεδόνων βασιλέων. Όταν στα τέλη του 5ου αι. ο βασιλιάς Αρχέλαος μετέφερε την πρωτεύουσα του κράτους στην Πέλλα, οι Αιγές διατήρησαν την ιστορική τους αίγλη, ως τόπος ταφής των βασιλιάδων και διεξαγωγής των επίσημων τελετών του κράτους.
Χάρη στις Αιγές, η ελληνική αρχαιολογία έγραψε ένα από τα ενδοξότερα κεφάλαια της ιστορίας της. Οι ανασκαφές στην περιοχή άρχισαν στα μέσα του 19ου αι., ενώ το 1938 εγκαινιάστηκε η συστηματική ανασκαφική έρευνα στην περιοχή από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, έρευνα που συνεχίζεται αδιάλειπτα μέχρι σήμερα. Το 1976 ο καθηγητής Μανώλης Ανδρόνικος άρχισε την ανασκαφή της Μεγάλης Τούμπας, που έφερε στο φως τους βασιλικούς τάφους, μεταξύ αυτών τον περίφημο τάφο του Φιλίππου Β΄ που αποκαλύφθηκε ένα χρόνο μετά την έναρξη των ανασκαφών. Ακολούθησε η ανασκαφή του ανακτόρου, ενώ τα τελευταία χρόνια η έρευνα έχει επικεντρωθεί στην αποκάλυψη της αρχαίας πόλης και των νεκροταφείων της.
Οι βασιλικοί τάφοι απέδωσαν ένα θησαυρό εξαιρετικών ευρημάτων: χρυσά στεφάνια τυλιγμένα σε ασημένια αγγεία, οπλισμοί, χρυσελεφάντινα αντικείμενα και φυσικά οι μοναδικές τοιχογραφίες συνόδευσαν στην τελευταία κατοικία τους τα μέλη της μακεδονικής δυναστείας. Για την προστασία των αρχιτεκτονικών μνημείων όσο και των ευρημάτων τους, κατασκευάστηκε το προστατευτικό κέλυφος με τη μορφή χωμάτινου τύμβου, που εγκιβωτίζει τα μνημεία, εξασφαλίζοντας σταθερές συνθήκες θερμοκρασίας και υγρασίας, ενώ εναρμονίζεται απόλυτα με τον περιβάλλοντα χώρο.
Οι βασιλικοί τάφοι της Μεγάλης Τούμπας
Ο τάφος του Φιλίππου Β΄, είναι ένας μεγάλος διθάλαμος μακεδονικός τάφος με ναόσχημη πρόσοψη που συνδυάζει στοιχεία του δωρικού και ιωνικού ρυθμού. Η ιωνική ζωφόρος φέρει τοιχογραφία με παράσταση βασιλικού κυνηγιού, από τα εξαιρετικά σπάνια δείγματα αρχαίας ελληνικής ζωγραφικής. Η μία από τις κεντρικές μορφές της σκηνής ταυτίζεται με τον Μ. Αλέξανδρο. Από τον πλούτο των ευρημάτων που απέδωσε ο ανέπαφος τάφος ξεχωρίζουν οι δύο χρυσές λάρνακες που περιείχαν τα οστά των νεκρών του τάφου, του Φιλίππου και της συζύγου του.
Δίπλα στον τάφο του Φιλίππου κατασκευάστηκε περίπου 30 χρόνια αργότερα ο τάφος του Πρίγκιπα (τάφος Αλεξάνδρου Δ΄)· περιείχε τα οστά ενός νεαρού εφήβου που ταυτίστηκε με το γιο του Μ. Αλεξάνδρου και της Ρωξάνης, τον Αλέξανδρο Δ΄, ο οποίος δολοφονήθηκε μαζί με τη μητέρα του από τον σφετεριστή του θρόνου Κάσσανδρο. Ο λεγόμενος τάφος της Περσεφόνης χρονολογείται γύρω στο 350 π.Χ. και αποδίδεται με μεγάλη πιθανότητα στη Νικησίπολη, μία από τις συζύγους του Φιλίππου Β΄ και μητέρα της Θεσσαλονίκης. Η συμβατική ονομασία του μνημείου οφείλεται στην τοιχογραφία που περιέτρεχε τα τοιχώματα και αναπαριστά την αρπαγή της Περσεφόνης από τον Πλούτωνα. Μαζί με την τοιχογραφία του κυνηγιού από τον τάφο του Φιλίππου αποτελούν τα δύο σημαντικότερα πρωτότυπα σύνολα αρχαίας ελληνικής ζωγραφικής που έχουν διασωθεί. O τάφος με τους ελεύθερους κίονες είναι ο τρίτος μακεδονικός τάφος της μεγάλης τούμπας. Χρονολογείται στον 3ο αι. π.Χ. και πιθανώς να δέχτηκε το λείψανο του Αντίγονου Γονατά.
Το ανάκτορο και το θέατρο
Τα δύο πολύ σημαντικά αυτά μνημεία είναι ενταγμένα στο ίδιο οικοδομικό σύνολο, που χρονολογείται στον 4ο αιώνα π.Χ. Το ανάκτορο δέσποζε στα δυτικά της αρχαίας πόλης, κτισμένο σε ψηλό, περίοπτο σημείο.
Το συγκρότημα οργανώνεται γύρω από μεγάλη περίστυλη αυλή και περιλαμβάνει ιερό αφιερωμένο στον Ηρακλή Πατρώο και πολυτελείς χώρους συμποσίων για τον βασιλιά και τους αξιωματούχους. Σε έναν από αυτούς σώζεται μωσαϊκό δάπεδο. Πρόκειται για το μοναδικό σωζόμενο ανάκτορο της κλασικής εποχής, προπομπό των ελληνιστικών διαδόχων του. Δίπλα στο ανάκτορο, σε μια κατηφορική πλαγιά κατασκευάστηκε το θέατρο των Αιγών. Στο θέατρο αυτό δολοφονήθηκε ο Φίλιππος το καλοκαίρι του 336 π.Χ. και εδώ ο Μ. Αλέξανδρος ανακηρύχθηκε βασιλιάς.
H πόλη και τα ιερά της
Κτισμένη σε κλιμακωτά άνδηρα και προστατευμένη από ισχυρά οχυρωματικά τείχη, η πόλη των Αιγών έρχεται σιγά σιγά στο φως με τα δημόσια οικοδομήματά της, τις ιδιωτικές οικίες και τα εργαστήριά της που συμπληρώνουν μια γλαφυρή εικόνα για τον πολεοδομικό σχεδιασμό και την οικιστική ανάπτυξη μιας τόσο ακμαίας αρχαίας πόλης.
Ο δημόσιος πυρήνας, η αγορά, εντοπίστηκε κάτω από το ανάκτορο και το θέατρο. Εδώ βρέθηκε το ιερό της Εύκλειας, της θεότητας που τα ιερά της βρίσκονται στην καρδιά των αρχαίων ελληνικών πόλεων, στην αγορά. Ιδιαίτερα σημαντικό εύρημα αποτελούν οι ενεπίγραφες βάσεις δύο αγαλμάτων, αναθήματα της βασίλισσας Ευρυδίκης, μητέρας του Φιλίππου Β΄. Η πλειοψηφία των αρχιτεκτονικών καταλοίπων χρονολογείται κατά την περίοδο της βασιλείας του Φιλίππου (359-336 π.Χ.) και του Αλεξάνδρου (336-323 π.Χ.). Το δεύτερο μεγάλο ιερό της αγοράς των Αιγών, το ιερό της Μητέρας των Θεών (Μητρώο), είναι από τα σπουδαιότερα που ανακαλύφθηκαν στον ελληνικό χώρο. Πρόκειται για την πανελλήνια πανάρχαιη θεότητα, που ήδη από τον 6ο αι. π.Χ. συσχετίστηκε με τη φρυγική θεότητα Κυβέλη.
Το 167 π.Χ. το βασίλειο της Μακεδονίας καταλύθηκε από τους Ρωμαίους και, όπως συνέβη με την υπόλοιπη Ελλάδα, μετατράπηκε σε επαρχία της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Η Ρωμαιοκρατία σηματοδοτεί για τις Αιγές μια περίοδο βαθμιαίας παρακμής και συρρίκνωσης, ωσότου στα μέσα του 1ου αι. μ.Χ., η πόλη εγκαταλείπεται οριστικά από τους κατοίκους της.