Συνεχίζοντας την ανάβαση μας στις πλαγιές του
Βερτίσκου,
με τις βελανιδιές να μας συντροφεύουν, το δροσερό αέρα να μας αναζωογονεί και
τις ακτίνες του ήλιου να παίζουν το παιχνίδι του φωτός και της σκιάς, ολοκληρώνεται
η ψυχική προετοιμασία για της είσοδο στην Όσσα. Τοποθετημένη σ' ένα φυσικό σκηνικό
σπάνιας ομορφιάς, τυλιγμένη στις βελανιδιές, στις καστανιές, στις κερασιές, στις
μηλιές, στις αχλαδιές, στα βατόμουρα και τα κράνα, η Όσσα, ο παραδοσιακός ορεινός
οικισμός, συνεχίζει τη διαδρομή της μέσα στο χρόνο, παρά τις αλλαγές που οι καιροί
επιβάλλουν. Η ανάπτυξη του νεότερου οικισμού, στα δυτικά του χωριού, σύμφωνα με
τα νεοελληνικά οικοδομικά πρότυπα, δεν είναι ικανή να μεταβάλει το συναίσθημα
ευφορίας της ψυχής, που δημιουργεί η περιδιάβαση στα δρομάκια του παλαιού οικιστικού
πυρήνα, με τη χαρακτηριστική αρχιτεκτονική των σπιτιών του, που διατηρούν σημαντικά
στοιχεία τρόπου ζωής του παρελθόντος και αντανακλούν την περίοδο ακμής αυτού του
τόπου. Και η παρουσία των κατοίκων ζωντανεύει το χώρο, προσφέρει δείγματα της
Οσσαίικης φιλοξενίας, ενώ η καλόκαρδη προσέγγιση και επικοινωνία σε κάνει να αισθανθείς
την ύπαρξη ενός κόσμου, στον οποίο επιβιώνουν οι ηθικές αξίες και εκφράζονται
στις καθημερινές πρακτικές. Σήμερα, η Όσσα αποτελεί την έδρα του Δήμου.
Η πορεία του οικισμού μέσα στο χρόνο παρουσιάζεται ανάγλυφα από τις
αρχαιολογικές ανασκαφές και μνημονεύεται από την αρχαιοελληνική γραμματεία. Μνήμες
του παρελθόντος ανατρέχουν στην αρχαία Βισαλτία και στα σύνορα της με τη Μυγδονία,
περιοχή στην οποία είναι κτισμένο το σημερινό χωριό. Ο Θουκυδίδης, ο Αριστοτέλης
και ο Πτολεμαίος αναφέρουν την Όσσα, σημαντική πόλη της Βισαλτίας, η οποία κυκλοφορούσε
δικά της νομίσματα. Η εύρεση νομισμάτων και αγαλματιδίων, κατά τη διάρκεια αγροτικών
εργασιών στην περιοχή ανάμεσα στην σημερινή Όσσα και τον
Σοχό,
πιθανολογούν την ύπαρξη του αρχαίου πολιτισμού στην τοποθεσία αυτή, παρ' όλο που
δεν υπάρχουν σαφείς μαρτυρίες από συστηματικές αρχαιολογικές ανασκαφές. Εντούτοις,
ερευνητικές τομές στις προϊστορικές τούμπες Κολοκοτρώνη και συνοικισμού
Γαλήνης,
κυρίως όμως η συστηματική αρχαιολογική ανασκαφή της τοποθεσίας Κουρί, λόφου στα
βορειοδυτικά της Όσσας, έφεραν στο φως σημαντικά ευρήματα και ίχνη εγκατάστασης
από τους προϊστορικούς χρόνους.
Στην τοποθεσία Κουρί, ανακαλύφθηκαν αλλεπάλληλες οικιστικές φάσεις
της Εποχής του Σιδήρου, ενώ κεραμικά και νομίσματα της Εποχής του Μ. Αλεξάνδρου
μαρτυρούν την επανακατοίκηση του χώρου τον 4ο π.Χ. αιώνα. Στα μέσα του 3ου π.Χ.
αιώνα δημιουργείται νέος οικιστικός πυρήνας στη θέση του παλαιού, ο οποίος καταστράφηκε
από πυρκαγιά.
Η πολεοδομική διάταξη και οργάνωση του Ελληνιστικού οικισμού, καθώς
και τα αντικείμενα οικιακής και επαγγελματικής χρήσης που βρέθηκαν, μας δίνουν
σημαντικές πληροφορίες σχετικά με τη λειτουργία του οικισμού, τον τρόπο διαβίωσης
και τις λατρευτικές συνήθειες των κατοίκων, καθώς και για τις παραγωγικές δραστηριότητες
τους. Πρόκειται για γεωργοκτηνοτροφικό οικισμό, τον οποίον περιβάλλει οχυρωματικό
τείχος και διαθέτει αποχετευτικό αγωγό. Τα σπίτια είναι διώροφα, με τον ισόγειο
χώρο να χρησιμοποιείται για την αποθήκευση και επεξεργασία προϊόντων ή και για
την κατεργασία μεταλλικών αντικειμένων, όπως προκύπτει από την ανεύρεση αγγείων,
σκευών και εργαλείων. Ο δεύτερος όροφος χρησιμοποιείται για κατοικία των ανθρώπων
και τα ευρήματα παραπέμπουν στον καλλωπισμό των γυναικών, στην ενασχόληση τους
με την υφαντική και στη λατρεία ελληνικών θεοτήτων.
Η ανεύρεση οστών ζώων και φυτικών καταλοίπων αποκαλύπτει τις διατροφικές
συνήθειες των κατοίκων, καθώς και την απασχόληση τους στον τομέα της κτηνοτροφίας,
με την εκτροφή αιγοπροβάτων και βοοειδών και της γεωργίας, με την καλλιέργεια
σιταριού, κριθαριού και ιδιαίτερα κεχριού και αμπέλου. Τα ίχνη του οικισμού φθάνουν
έως τον 1ο π.Χ. αιώνα, ενώ μεταγενέστερα λείψανα ιερού εκκλησίας και νομίσματα
της εποχής του Ιουστινιανού δηλώνουν μοναστηριακή χρήση του χώρου.