Εμφανίζονται 40 τίτλοι με αναζήτηση: Ιστορία στην ευρύτερη περιοχή: "ΚΟΡΙΝΘΙΑ Νομός ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ" .
ΙΣΘΜΟΣ ΚΟΡΙΝΘΟΥ (Ισθμός) ΛΟΥΤΡΑΚΙ ΠΕΡΑΧΩΡΑΣ
Εκείνο που θα ξένιζε ένα σύγχρονο άνθρωπο αν αντίκριζε τον Ισθμό της
Κορίνθου όπως η Φύση τον είχε παραδώσει στους προγόνους, θα ήταν σίγουρα ο κόπος
και ο πόνος όσων επιθυμούσαν με ασφάλεια να συνεχίσουν τη ναυτική τους πορεία
και γι' αυτό επιχειρούσαν να περάσουν από το Σαρωνικό στον Κορινθιακό κόλπο διασχίζοντας
με τα πλοία τους την ξηρά, τον περίφημο "Δίολκο" της "διθάλασσης
Κορίνθου".
Αυτή η καθημερινή αγωνία συνέθετε εικόνες από κάτεργο, σε μια εποχή
όπου ο άνθρωπος, αδύναμος εξαιτίας της νηπιακής κατάστασης της τεχνικής, προσπάθησε
τουλάχιστον να χρησιμοποιήσει την ευστροφία και την επινοητικότητα του για να
εκμεταλλευθεί το θείο δώρο, που σαν κουτί της Πανδώρας έπεσε στα πόδια του αλλά
δεν μπορούσε να το χαρεί: Το στενό κομμάτι γης που ένωνε την Πελοπόννησο με τη
Στερεά.
Ευλογία και κατάρα μαζί.
Βέβαια, η σκέψη να κοπεί ο Ισθμός απασχόλησε πολλούς, οι οποίοι αποφάσισαν
να παραβλέψουν τα τεράστια τεχνικά εμπόδια και να κάνουν το παράδοξο, λογικό.
Δεν αρκούσε όμως η βουλή του ανθρώπου για ένα τέτοιο έργο.
602 π.Χ. - 44 π.Χ.
Από μαρτυρίες αρχαίων συγγραφέων προκύπτει ότι ο πρώτος που σκέφθηκε
την διάνοιξη του Ισθμού ήταν ο τύραννος της Κορίνθου Περίανδρος, ένας από τους
επτά σοφούς της αρχαιότητας, γύρω στο 602 π.Χ. Γρήγορα όμως εγκατέλειψε το σχέδιό
του, από το φόβο ότι θα προκαλούσε "την οργή των θεών", ύστερα από το
χρησμό της Πυθίας που έλεγε "Ισθμόν δε μη πυργούτε μηδ' ορύσσετε. Ζευς γαρ
έθηκε νήσον ή κ' εβούλετο". Το πιθανότερο είναι ότι ο χρησμός προκλήθηκε
από τους ιερείς των διαφόρων ναών, που φοβήθηκαν ότι, διανοίγοντας τον Ισθμό,
θα έχαναν τα πλούσια δώρα και αφιερώματα των εμπόρων, που δε θα είχαν πια λόγο
να μένουν στη Κόρινθο. Ο βασικός όμως λόγος που ανάγκασε τον Περίανδρο να εγκαταλείψει
το σχέδιό του δεν ήταν η θεϊκή οργή αυτή καθεαυτή, αλλά οι τεράστιες τεχνικές
δυσκολίες εκτελέσεως του έργου και τα οικονομικά συμφέροντα της Κορίνθου, που
επιθυμούσε να διατηρήσει την προνομιούχο θέση της ως "κλειδούχος" του
διαμετακομιστικού εμπορίου της Μεσογείου. Αλλωστε, η συνέχιση του "περάσματος"
των πλοίων δια της "Διόλκου" δεν παρουσίαζε ιδιαίτερα προβλήματα στην
Κόρινθο, διότι τα τότε πλοία ήταν μικρών διαστάσεων (τριήρεις) και η μυϊκή δύναμη
των δούλων και των ζώων της εποχής ήταν επαρκής για το σκοπό αυτό.
Τρεις αιώνες μετά τον Περίανδρο. Το 307 π.Χ., ο Δημήτριος ο Πολιορκητής
επιχείρησε να θέσει σε εφαρμογή το ίδιο σχέδιο τομής του Ισθμού, αλλά εγκατέλειψε
την ιδέα, όταν οι Αιγύπτιοι μηχανικοί, που έφερε για αυτό το σκοπό, τον διαβεβαίωσαν
ότι η διαφορά της στάθμης του Κορινθιακού από τον Σαρωνικό ήταν τέτοια που, με
την τομή, τα νερά του Κορινθιακού που θα χύνονταν στον Σαρωνικό θα τον πλημμύριζαν,
με συνέπεια την καταπόντιση της Αίγινας και των γειτονικών νησιών και ακτών.
Κατά την Ρωμαϊκή εποχή, δηλαδή μετά από 2 ½ αιώνες, ο Ιούλιος Καίσαρ
το 44 π.Χ. και ο Καλιγούλας το 37 π.Χ. κάνουν σχέδια τομής του Ισθμού, τα οποία
όμως εγκαταλείφθηκαν για πολιτικούς και στρατιωτικούς λόγους.
Στα σχέδια αυτά βασίσθηκε ο Νέρων, όταν αποφάσισε το 66 π.Χ. να πραγματοποιήσει
το έργο. Οι εργασίες άρχισαν το 67 μ.Χ. και από τις δυο άκρες (Κορινθιακό - Σαρωνικό),
και χρησιμοποιήθηκαν τότε χιλιάδες εργάτες, μεταξύ των οποίων 6.00 Εβραίοι κατάδικοι
από την Γαλιλαία. Την έναρξη των εργασιών έκανε ο ίδιος ο αυτοκράτορας στις 28
Νοεμβρίου, δίδοντας το πρώτο χτύπημα στη γη του Ισθμού με χρυσή αξίνα.
Οι εργασίες εκσκαφής είχαν προχωρήσει σε μήκος 3.300 μ., σταμάτησαν
όμως, όταν ο Νέρων αναγκάστηκε να γυρίσει στη Ρώμη για να αντιμετωπίσει την εξέγερση
του στρατηγού Γάλβα. Τελικά, με το θάνατο του Νέρωνα - που συνέβη λίγο μετά την
επιστροφή - το έργο εγκαταλείφθηκε. Τότε κυκλοφόρησαν και διάφορες φήμες, ότι
δήθεν, σκάβοντας τον Ισθμό, αναπήδησε ανθρώπινο αίμα, που ήταν, κατά την παράδοση,
της μητέρας του Νέρωνα, την οποία είχε δολοφονήσει. Το πιθανότερο γι' αυτό το
φαινόμενο είναι ότι τα υπόγεια νερά, περνώντας από διάφορα στρώματα, παίρνουν
κόκκινη απόχρωση, αφού, και όταν ύστερα από χρόνια που προσπάθησαν οι Ενετοί να
κόψουν τον Ισθμό, παρουσιάσθηκε το ίδιο φαινόμενο. Το πόσο σοβαρή και μελετημένη
ήταν η προσπάθεια του Νέρωνα αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι κατά την οριστική
διάνοιξη της διώρυγας, στους νεότερους χρόνους, βρέθηκαν 26 δοκιμαστικά πηγάδια
βάθους 10 μέτρων το καθένα και διάφοροι τάφροι της εποχής του. Μια ανάγλυφη πλάκα,
που φαίνεται και σήμερα εντοιχισμένη στο πρανές της διώρυγας, κοντά στην Ποσειδωνία,
στην πλευρά της Πελοποννήσου, αποδίδεται στην εποχή του Νέρωνα.
Μετά τον Νέρωνα, ο Ηρώδης ο Αττικός προσπάθησε να διανοίξει τη διώρυγα,
αλλά οι προσπάθειες του, όσο και των βυζαντινών αργότερα, σταμάτησαν αμέσως.
Μετά από αιώνες, οι Ενετοί προσπάθησαν να διανοίξουν τον Ισθμό ξεκινώντας
τις εκσκαφές του από τον Κορινθιακό αυτή τη φορά. Οι μεγάλες όμως δυσκολίες που
συνάντησαν - και οι οποίες μεταφράστηκαν από τη λαϊκή αντίληψη ως "κακά σημάδια"
- οδήγησαν σχεδόν αμέσως στη διακοπή των εργασιών.
1830 μ.Χ. - 1893 μ.Χ
Όταν ο κόσμος και η φύση άρχισαν να παραδίνονται αμαχητί στα χέρια
του ανθρώπου, ο οποίος είχε καταφέρει με την αλματώδη ανάπτυξη στο χώρο της τεχνικής
και της επιστήμης να αποκτήσει ανεπίγνωστη δύναμη, η διάνοιξη του Ισθμού φάνταζε
πρόσκληση σε μονομαχία τρομερή της Φύσης και του Ανθρώπινου νου.
Και πάλι όμως η πρόκληση ήταν ιδιαίτερα μεγάλη για μια Ελλάδα που
μόλις είχε ξεφύγει από την Οθωμανική κυριαρχία. Οι τεράστιες οικονομικές δαπάνες
που προαπαιτούνταν για τη διόρυξη του Ισθμού ήταν μάλλον απαγορευτικές και έτσι
ο εμπνευστής μιας ανάλογης πρωτοποριακής μελέτης, ο Κυβερνήτης Καποδίστριας, εγκατέλειψε
αυτή του την προσπάθεια. Την ίδια τύχη είχαν και άλλα σχέδια ή μελέτες που υποβάλλονταν
κατά καιρούς στο Ελληνικό Κράτος, αλλά για διάφορους λόγους κρίνονταν ανεδαφικές
και απορρίπτονταν.
Ήδη, βέβαια, κάπου αλλού οι προκλήσεις της Φύσης είχαν γίνει αποδεκτές
και προσδιόριζαν με νέα μέτρα τις σχέσεις του ανθρώπου με το περιβάλλον του. Η
έναρξη λειτουργίας της Διώρυγας του Σουέζ (1869) είχε δημιουργήσει νέους ορίζοντες
για την εξέλιξη των συγκοινωνιών στη Μεσόγειο.
Αυτό το γεγονός μάλλον κίνησε πιο γρήγορα τους μοχλούς της ελληνικής
διοικητικής μηχανής, με αποτέλεσμα τη λήψη ευνοϊκών, για τη σύσταση εταιρειών
που θα αναλάμβαναν το έργο αυτό, αποφάσεων. Έτσι, η κυβέρνηση του Θρ. Ζαϊμη τον
Νοέμβριο του 1869 έλαβε απόφαση και ψήφισε σχετικό νόμο "Περί διορύξεως του
Ισθμού". Με τη ρύθμιση αυτή είχε δικαίωμα η κυβέρνηση να παραχωρήσει σε εταιρεία
ή ιδιώτη το προνόμιο κατασκευής και εκμεταλλεύσεως της Διώρυγας της Κορίνθου.
Για το σκοπό αυτό υπέγραψε το 1870 Σύμβαση με τους Γάλλους E.Piat και M. Chollet.
Ο ζωντανός ιστορικός χρόνος όμως, το ιστορικό γίγνεσθαι, η πραγματική
ζωή προχωρούσε στο μέλλον με βήματα αργά. Η σύμβαση αυτή ατόνησε και μόνο μετά
από 12 χρόνια (1881) έγινε δυνατόν να συσταθεί η "Διεθνής Εταιρεία της Θαλασσίου
Διώρυγος της Κορίνθου" από τον Ούγγρο στρατηγό Στέφανο Τύρρ, επίτιμο υπασπιστή
του βασιλιά της Ιταλίας Βίκτωρος Εμμανουήλ. Η έναρξη των εργασιών, που αν ολοκληρωνόνταν
θα προδίκαζαν την τύχη των ακτοπλοϊκών συγκοινωνιών της Ελλάδος αλλά και της Ανατολικής
Μεσογείου, του Ευξείνου και της Αδριατικής, έγινε στις 23.04.1882 με την παρουσία
του βασιλιά Γεωργίου Α' και πολλών επισήμων.
Ως πιο οικονομική και συμφέρουσα κρίθηκε η χάραξη που είχε εφαρμόσει
ο Νέρωνας, με μήκος 6.300 μ. Η Ιστορία είχε κάνει και πάλι το θαύμα της.
Το έργο ολοκληρώνεται το 1893, ενώ ήδη η εξάντληση όλων των κεφαλαίων
της αρχικής εταιρείας είχε οδηγήσει στην ανάληψη του έργου από Ελληνική εταιρεία
υπό τον Ανδρέα Συγγρό. Τελικά, στις 25.07.1893 γίνονται με ιδιαίτερη λαμπρότητα
τα εγκαίνια.
Έτσι δικαιώθηκαν προσδοκίες και οράματα αιώνων και ανθρώπων. Προσπάθειες
που ξεκινούν από τα βάθη της Ιστορίας και ολοκληρώνονται 2.493 (602 π.Χ., Περίανδρος
- 1893 μ.Χ.) χρόνια μετά, οφείλουν όχι μόνο να συγκινήσουν αλλά και να ανακινήσουν
στους σύγχρονους ανθρώπους σκέψεις που δε θα τους αφήσουν να βουλιάξουν στη φρεναπάτη
της παντοδυναμίας που καλλιεργεί συστηματικά το λογικό τους, ότι δηλαδή μόνο το
κράτος της τεχνικής και όχι το όνειρο, το όραμα, μπορεί να έχει θέση στο κόσμο
του μέλλοντος. Τέτοια έργα μας θυμίζουν ότι τίποτα σύγχρονο δεν οφείλεται αποκλειστικά
στο σήμερα, αντίθετα κυοφορείται από το παρελθόν, εμπνέει το παρόν και κάνει εντονότερη
την εμφάνισή του στο μέλλον.
1923 μ.Χ. - Σήμερα
Η διώρυγα κόβει σε ευθεία γραμμή τον Ισθμό της Κορίνθου, σε μήκος
6.346 μ. Το πλάτος της Διώρυγας στην επιφάνεια της θάλασσας είναι 24,6 μ. και
στο βυθό της 21,3 μ., ενώ το βάθος της κυμαίνεται μεταξύ 7,50 έως 8 μ. Ο συνολικός
όγκος των χωμάτων που εξορύχθηκαν για την κατασκευή της Διώρυγας έφθασε τα 12
εκατομμύρια κυβικά μέτρα.
Η γεωλογική σύσταση των πρανών της Διώρυγας είναι ανομοιόμορφη, με
ποικιλία γεωλογικής συστάσεως εδαφών, που κόβονται από δεκάδες ρήγματα με κατεύθυνση
από Ανατολών προς Δυσμάς και με οξεία γωνία σχετικά με τον άξονα της Διώρυγας.
Αυτή η ιδιόμορφη γεωλογική σύσταση είχε σαν συνέπεια καταπτώσεις κατά καιρούς
μεγάλων όγκων χωμάτων, με αποτέλεσμα να παραμείνει η Διώρυγα κλειστή για μεγάλα
χρονικά διαστήματα. Συνολικά, από την έναρξη λειτουργίας της μέχρι το 1940, οι
διάφορες καταπτώσεις προκάλεσαν το κλείσιμο της Διώρυγας για διάστημα 4 χρόνων.
Η σημαντικότερη από τις καταπτώσεις αυτές έγινε το 1923 οπότε κατέπεσε όγκος χωμάτων
41.000 κυβικών μέτρων - και κράτησε τη Διώρυγα κλειστή για 2 χρόνια.
Επίσης μεγάλη διακοπή της λειτουργίας της Διώρυγας έγινε το 1944 και
οφείλεται σε ανατίναξη των πρανών που προκάλεσαν οι Γερμανοί φεύγοντας. Κατέπεσε
τότε όγκος 60.000 κυβικών μέτρων χωμάτων, οι δε εργασίες εκφράξεως κράτησαν 5
χρόνια (1944-1949). Ας σημειωθεί ότι πριν από την ανατίναξη οι Γερμανοί έριξαν
στη Διώρυγα σημαντικό αριθμό σιδηροδρομικών οχημάτων, για να δυσχεράνουν το έργο
της έκφραξης, η οποία, όπως προαναφέρθηκε, διήρκεσε 5 χρόνια.
Τα θαλάσσια ρεύματα μέσα στη Διώρυγα αλλάζουν κατεύθυνση περίπου κάθε
έξι ώρες και στην αλλαγή αυτή η στάση των υδάτων είναι αισθητής διαρκείας. Η συνηθισμένη
ταχύτητα των θαλασσίων ρευμάτων φθάνει τους 2,5 κόμβους και σπάνια ξεπερνά τους
3 κόμβους. Η στάθμη των υδάτων στη Διώρυγα δεν είναι σταθερή αλλά μεταβάλλεται
αργά χωρίς σταθερή χρονική περίοδο. Η διαφορά μεταξύ της ανωτάτης στάθμης και
της κατωτάτης (ρηχής) είναι το πολύ 60 εκατοστά του μέτρου.
Στη Διώρυγα λειτουργούν δυο βυθιζόμενες γέφυρες, μια στην Ποσειδωνία
και μια στην Ισθμία, που εξυπηρετούν στην επικοινωνία μεταξύ Στερεάς και Πελοποννήσου.
Ασφάλεια και οικονομία. Αυτοί οι δυο στόχοι που χαρακτηρίζουν τις οικονομικές
και επιχειρηματικές κινήσεις του αιώνα μας, προσφέρονται με τον καλύτερο τρόπο
από τη Διώρυγα της Κορίνθου σε όσους εξαρτούν τα εμπορικά συμφέροντά τους από
τις θάλασσες του Ευξείνου και της Μεσογείου.
Τουρισμός. Η άλλη όψη της σύγχρονης Διώρυγας της Κορίνθου. Ανθρωποι
κάθε εθνικότητας και φυλής περιηγούνται συμφιλιωμένοι, χωρίς διαφορές, τα όσα
θαυμαστά δημιούργησε το ανθρώπινο χέρι και συμβάλλουν τόσο στην αναβάθμιση της
μείζονος περιοχής όσο και στη συναδέλφωση των λαών.
Το κείμενο παρατίθεται τον Νοέμβριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, της Διαχείρισης Διώρυγας Κορίνθου Περίανδρος Α.Ε.
The favourable position of Corinth for commerce could not have escaped
the notice of the Phoenicians, who had settlements on other parts of the Grecian
coast. There can be little doubt that a Phoenician colony at an early period took
possession of the Acrocorinthus. If there were no other evidence for this fact,
it would have been sufficiently proved by the Oriental character of the worship
of Aphrodite in this city, of which a further account is given below. But in addition
to this, the recollection of the early Phoenician settlement was perpetuated by
the Corinthian mountain called Phoenicaeum (Phoinikaion, Ephor. ap. Steph. B.
s. v.), and by the worship of the Phoenician Athena (Phoinike he Athena en Korinthoi,
Tzetzes, ad Lycophr. 658.)
Thucydides mentions (iv. 42) Aeolians as the inhabitants of Corinth
at the time of the Dorian invasion; but there can be no doubt that Ionians also
formed a considerable part of the population in the earliest times, since Ionians
were in possession of the coasts on either side of the Isthmus, and on the Isthmus
itself was the most revered seat of Poseidon, the chief deity of the Ionic race.
Still the earliest rulers of Corinth are uniformly represented as Aeolians. The
founder of this dynasty was Sisyphus, whose cunning and love of gain may typify
the commercial enterprise of the early maritime population, who overreached the
simple inhabitants of the interior. Under the sway of Sisyphus and his descendants
Corinth became one of the richest and most powerful cities in Greece. Sisyphus
had two sons, Glaucus and Ornytion. From Glaucus sprang the celebrated hero Bellerophon,
who was worshipped with heroic honours at Corinth, and whose exploits were a favoutite
subject among the Corinthians down to the latest times. Hence we constantly find
upon the coins of Corinth and her colonies the figure of the winged horse Pegasus,
which Bellerophon caught at the fountain of Peirene on the Acrocorinthus. Bellerophon,
as is well known, settled in Lycia; and the descendants of Ornytion continued
to rule at Corinth till the overthrow of the Sisyphid dynasty by the conquering
Dorians.
The most ancient name of the city was Ephyra (Ephure). At what time
it exchanged this name for that of Corinth is unknown. Muller, relying upon a
passage of Velleius Paterculus (i. 3) supposes that it received the name of Corinth
upon occasion of the Dorian conquest; but Homer uses both names indiscriminately.
(Ephure, Il. vi. 152, 210; Korinthos, ii. 570, xiii. 664.) According to the Corinthians
themselves Corinthus, from whom the city derived its name, was a son of Zeus;
but the epic poet Eumelus, one of the Corinthian Bacchiadae, gave a less exalted
origin to the eponymous hero. This poet carried up the history of his native place
to a still earlier period than the rule of the Sisyphids. According to the legend,
related by him, the gods Poseidon and Helios (the Sun) contended for the possession
of the Corinthian land. By the award of Briareus Poseidon obtained the Isthmus;
and Helios the rock, afterwards called the Acrocorinthus, and then Ephyra, from
Ephyra, a daughter of Oceanus and Tethys, and the primitive inhabitant of the
country. Helios had two sons Aeetes and Aloeus: to the; former he gave Ephyra,
to the latter Asopia (Sicyon). Aeetes, going to Colchis, left his country under
the government of Bunus, a son of Hermes; upon whose death Epopeus, the son of
Aloeus, obtained Ephyra as well as Asopia. Marathon, the son of Epopeus, who had
left the country during his lifetime, returned at his death, and divided his territory
between his sons Corinthus and Sicyon, from whom the two towns obtained their
names. Corinthus dying without children, the Corinthians invited Medea from Iolcos,as
the daughter of Aeetes; and thus her husband Jason obtained the, sovereignty of
Corinth. Medea afterwards returned to Iolcos, leaving the throne to Sisyphus,
with whom she is said to have been in love. (Paus. i. 1. § 2, i. 3. § 10; Schol.
ad Pind. Ol. xiii. 74.) Upon this legend Mr. Grote justly remarks, that the incidents
in it are imagined and arranged with a view to the supremacy of Medea; the emigration
of Aeetes, and the conditions under which he transferred his sceptre being so
laid out as to confer upon Medea an hereditary title to the throne. . . We may
consider the legend of Medea as having been originally quite independent of that
of Sisyphus, but fitted on to it, in seeming chronological sequence, so as to
satisfy the feelings of those Aeolids of Corinth who passed for his descendants.
: (Hist. of Greece, vol. i. p. 165, seq.)
The first really historical fact in the history of Corinth is its
conquest by the Dorians. It is said that this conquest was not effected till the
generation after the return of the Heracleidae into Peloponnesus. When the Heracleidae
were on the point of crossing over from Naupactus, Hippotes, also a descendant
of Hercules, but not through Hyllus, slew the prophet Carnus, in consequence of
which he was banished for ten years, and not allowed to, take part in the enterprise.
His son Aletes, who derived his name from his long wanderings, was afterwards
the leader of the Dorian conquerors of Corinth, and the first Dorian king of the
city. (Paus. ii. 4. § 3.) It appears from the account of Thucydides (iv. 42) that
the Dorian invaders took. possession of the hill called Solygeius, near the Saronic
gulf, from which they carried on war against the Aeolian inhabitants of Corinth
till they reduced; the city.
The Dorians, though the ruling class, appear, to have formed only
a small proportion of the population of Corinth. The non. Dorian inhabitants,
must have been admitted at an early period to the citizenship,; since we find
mention of eight Corinthian tribes (panta okto, Phot., Suidas), whereas three
was the standard number in all purely Doric states. It was impossible to preserve
in a city like Corinth the regular Doric institutions; since the wealth acquired
by commerce greatly exceeded the value of landed property, and necessarily conferred
upon its possessors, even though not Dorians, great influence and power. Aletes
and his descendants held the royal power for 12 generations. Their names and the
length of their reign are thus given: Years. Aletes reigned 38, Ixion reigned
38, Agelas reigned 37, Prymnis reigned 35, Bacchis reigned 35, Agelas reigned
30, Eudemus reigned 25, Aristodemes reigned 35, Agemon reigned 16, Alexander reigned
25, Telestes reigned 12, Automenes reigned 1.
Pausanias speaks as if Prymnis was the last descendant of Aletes,
and Bacchis, the founder of a new, though still an Heracleid dynasty; but Diodorus
describes all these kings as descendants of Aletes, but in consequence of the
celebrity of Bacchis, his successors took the name of Bacchidae in place of that
of Aletiadae or Heracleidae. After Automenes had reigned one year, the Bacchiad
family, amounting to about 200 persons, determined to abolish royalty, and to
elect out of their own number an annual Prytanis. The Bacchiad oligarchy had possession
of the government for 90 years, until it was overthrown by Cypselus, with the
help of the lower classes, in B.C. 657. (Diod. vi. fragm. 6, p. 635, Wess.; Paus.
ii. 4. § 4; Herod. v. 92.) Strabo says (viii. p. 378) that the Bacchiad oligarchy
lasted nearly 200 years; but he probably included within this period a portion
of the time that the Bacchiads possessed the royal power. The Bacchiads, after
their deposition by Cypselus, were for the most part driven into exile, and are
said to have taken refuge in different parts of Greece, and even in Italy. (Plut.
Lysand. 1; Liv. i. 34.) According to the mythical chronology the return
of the Heracleidae took place in B.C. 1104. As the Dorian conquest of Corinth
was placed one generation (30 years) after this event, the reign of Aletes commenced
B.C. 1074. His family therefore reigned from B.C. 1074 to 747; and the Bacchiad
oligarchy lasted from B.C. 747 to 657.
Under the Bacchiadae the Corinthians were distinguished by great commercial
enterprise. They traded chiefly with the western part of Greece; since the eastern
sea was the domain of the Aeginetans. The sea, formerly called the Crissaean from
the town of Crissa, was now named the Corinthian after them; and in order to secure
the strait which led into the western waters, they founded Molycria opposite the
promontory of Rhium (Thuc. iii. 102.) It was under the sway of the Bacchiadae
that the important colonies of Syracuse and Corcyra were founded by the Corinthians
(B.C. 734), and that a navy of ships of war was created for the first time in
Greece; for we have the express testimony of Thucydides that triremes were first
built at Corinth. (Thuc. i. 13.) The prosperity of Corinth suffered no diminution
from the revolution, which made Cypselus despot or tyrant of Corinth. Both this
prince and his son Periander, who succeeded him, were distinguished by the vigour
of their administration and by their patronage of commerce and the fine arts.
Following the plans of colonization, which had been commenced by the Bacchiadae,
they planted numerous colonies upon the western shores of Greece, by means of
which they exercised a sovereign power in these seas. Ambracia, Anactorium, Leucas,
Apollonia and other important colonies, were founded by Cypselus or his son. Corcyra,
which had thrown off the supremacy of Corinth, and whose navy had defeated that
of the mother country in B.C. 665, was reduced to subjection again in the reign
of Periander. It has been noticed by Miller that all these colonies were sent
out from the harbour of Lechaeum on the Corinthian gulf; and that the only colony
despatched from the harbour of Cenchreae on the Saronic gulf was the one which
founded Potidaea, on the coast of Chalcidice in Macedonia. (Muller, Dor. i. 6.
§ 7.)
Cypselus reigned 30 years (B.C. 657-627), and Periander 44 years (B.C.
627-583). For the history of these tyrants the reader is referred to the Dict.
of Biogr. s. vv. Periander was succeeded by his nephew Psammetichus, who reigned
only three years. He was without doubt overthrown by the Spartans, who put down
so many of the Grecian despots about this period. The government established at
Corinth, under the auspices of Sparta, was again aristocratical, but apparently
of a less exclusive character than that of the hereditary oligarchy of the Bacchiadae.
The gerusia was probably composed of certain noble families, such as the Oligaethidae
mentioned by Pindar, whom he describes as oikos hameros astois. (Pind. Ol. xiii.
2, 133.) From the time of the deposition of Psammetichus Corinth became an ally
of Sparta, and one of the most powerful and influential members of the Peloponnesian
confederacy. At an early period the Corinthians were on friendly terms with the
Athenians. They refused to assist Cleomenes, king of Sparta, in restoring Hippias
to Athens, and they lent the Athenians 20 ships to carry on the war against Aegina
(Herod. v. 92; Thuc. i. 41); but the rapid growth of the Athenian power after
the Persian war excited the jealousy of Corinth; and the accession of Megara to
the Athenian alliance was speedily followed by open hostilities between the two
states. The Corinthians marched into the territory of Megara, but were there defeated
with great loss by the Athenian commander, Myronides, B.C. 457. (Thuc. i. 103-106.)
Peace was shortly afterwards concluded; but the enmity which the Corinthians felt
against the Athenians was still further increased by the assistance which the
latter afforded to the Corcyraeans in their quarrel with Corinth. This step was
the immediate cause of the Peloponnesian war; for the Corinthians now exerted
all their influence to persuade Sparta and the other Peloponnesian states to declare
war against Athens.
In the Peloponnesian war the Corinthians at first furnished the greater
part of the Peloponnesian fleet. Throughout the whole war their enmity against
the Athenians continued unabated; and when the Spartans concluded with the latter
in B.C. 421 the peace, usually called the peace of Nicias, the Corinthians refused
to be parties to it, and were so indignant with Sparta, that they endeavoured
to form a new Peloponnesian league with Argos, Mantineia and Elis. (Thuc. v. 17,
seq.) But their anger against Sparta soon cooled down (Thuc. v. 48); and shortly
afterwards they returned to the Spartan alliance, to which they remained faithful
till the close of the war. When Athens was obliged to surrender to the Spartans
after the battle of Aegospotami, the Corinthians and Boeotians urged them to raze
the city to the ground. (Xen. Hell. ii. 2. 19)
But after Athens had been effectually humbled, and Sparta began to
exercise sovereignty over the rest of Greece, the Corinthians and other Grecian
states came to be jealous of her increasing power. Tithraustes, the satrap of
Lydia, determined to avail himself of this jealousy, in order to stir up a war
in Greece against the Spartans, and thus compel them to recall Agesilaus from
his victorious career in Asia. Accordingly he sent over Timocrates, the Rhodian,
to Greece with the sum of 50 talents, which he was to distribute among the leading
men in the Grecian states, and thus excite a war against Sparta, B.C. 395. (Xen.
Hell. iii. 5. 2) Timocrates had no difficulty in executing his commission; and
shortly afterwards the Corinthians united with their old enemies the Athenians
as well as with the Boeotians and Argives in declaring war against Persia. Deputies
from these states met at Corinth to take measures for the prosecution of the war,
which was hence called the Corinthian war. In the following year, B.C. 394, a
battle was fought near Corinth between the allied Greeks and the Lacedaemonians,
in which the latter gained the victory (Xen. Hell. iv. 2. 9, seq.) Later in the
same year the Corinthians fought a second battle along with the other allies at
Coroneia in Boeotia, whither they had marched to oppose Agesilaus, who had been
recalled from Asia by the Persians, and was now on his march homewards. The Spartans
again gained the victory, but not without much loss on their own side. (Xen. Hell.
3 § 15, seq., Ages. ii. 9. seq.)
In B.C. 393 and 392 the war was carried on in the Corinthian territory,
the Spartans being posted at Sicyon and the allies maintaining a line across the
Isthmus from Lechaeum to Cenchreae, with Corinth as the centre. A great part of
the fertile plain between Sicyon and Corinth belonged to the latter state; and
the Corinthian proprietors suffered so much from the devastation of their lands,
that many of them became anxious to renew their old alliance with Sparta. A large
number of the other Corinthians participated in these feelings, and the leading
men in the government, who were violently opposed to Sparta, became so alarmed
at the wide-spread disaffection among the citizens, that they introduced a body
of Argives into the city during the celebration of the festival of the Eucleia,
and massacred numbers of the opposite party in the market-place and in the theatre.
The government, being now dependent upon Argos, formed a close union with this
state, and is said to have even incorporated their Corinthian territory with that
of Argos, and to have given the name of Argos to their own city. But the opposition
party at Corinth, which was still numerous, contrived to admit Praxitas, the Lacedaemonian
commander at Sicyon, within the long walls which connected Corinth with Lechaeum.
In the space between the walls, which was of considerable breadth, and about 1
1/2 mile in length, a battle took place between the Lacedaemonians and the Corinthians,
who had marched out of the city to dislodge them. The Corinthians, however, were
defeated, and this victory was followed by the demolition of a considerable part
of the long walls by Praxitas. The Lacedaemonians now marched across the Isthmus,
and captured Sidus and Crommyon. These events happened in B.C. 392. (Xen. Hell.
iv. 4. 1, seq.)
The Athenians, feeling that their own city was no longer secure from
an attack of the Lacedaemonians, marched to Corinth in the following year (B.C.
391), and repaired the long walls between Corinth and Lechaeum; but in the course
of the same summer Agesilaus and Teleutias not only retook the long walls, but
also captured Lechaeum, which was now garrisoned by Lacedaemonian troops. (Xen.
Hell/ iv. 4. 18, 19; Diod. xiv. 86, who erroneously places the capture of Lechaeum
in the preceding year; see Grote, Hist. of Greece, vol. ix. p. 471, seq.) These
successes, however, of the Lacedaemonians were checked by the destruction in the
next year (B.C. 390) of one of their morae by Iphicrates, the Athenian general,
with his peltasts or light-armed troops. Shortly afterwards Agesilaus marched
back to Sparta; whereupon Iphicrates retook Crommyon, Sidus, Peiraeum and Oenoe,
which had been garrisoned by Lacedaemonian troops. (Xen. Hell. iv. 5. 1, seq.)
The Corinthians appear to have suffered little from this time to the end of the
war, which was brought to a conclusion by the peace of Antalcidas in B.C. 387.
The effect of this peace was the restoration of Corinth to the Lacedaemonian alliance:
for as soon as it was concluded, Agesilaus compelled the Argives to withdraw their
troops from the city, and the Corinthians to restore the exiles who had been in
favour of the Lacedaemonians. Those Corinthians who had taken an active part in
the massacre of their fellow-citizens at the festival of the Eucleia fled from
Corinth, and took refuge, partly at Argos, and partly at Athens. (Xen. Hell. v.
1. 34; Dem. c. Lept. p. 473.)
In the war between Thebes and Sparta, which soon afterwards broke
out the Corinthians remained faithful to the latter; but having suffered much
from the war, they at length obtained permission from Sparta to conclude a separate
peace with the Thebans. (Xen. Hell. vii. 4. 6, seq.) In the subsequent events
of Grecian history down to the Macedonian period, Corinth took little part. The
government continued to be oligarchical; and the attempt of Timophanes to make
himself tyrant of Corinth was frustrated by his murder by his own brother Timoleon,
B.C. 344. (Diod. xvi. 65; Plut. Tim. 4; Cornel. Nep. Tim. 1; Aristot. Polit. v.
5. § 9.) From the time of the battle of Chaeroneia, Corinth was held by the Macedonian
kings, who always kept a strong garrison in the important fortress of the Acrocorinthus.
In B.C. 243 it was surprised by Aratus, delivered from the garrison of Antigonus
Gonatas, and annexed to the Achaean league. (Pol. ii. 43.) But in B.C. 223 Corinth
was surrendered by the Achaeans to Antigonus Doson, in order to secure his support
against the Aetolians and Cleomenes. (Pol. ii. 52, 54.) It continued in the hands
of Philip, the successor of Antigonus Doson; but after the defeat of this monarch
at the battle of Cynoscephalae, B.C. 196, Corinth was declared free by the Romans,
and was again united to the Achaean league. The Acrocorinthus, however, as well
as Chalcis and Demetrias, which were regarded as the three fortresses of Greece,
were occupied by Roman garrisons. (Pol. xviii. 28, 29; Liv. xxxiii. 31.)
When the Achaeans were mad enough to enter into a contest with Rome,
Corinth was the seat of government of the Achaean league, and it was here that
the Roman ambassadors were maltreated, who had been sent to the League with the
ultimatum of the senate. The Achaean troops were at once defeated, and L. Mummius
entered Corinth unopposed. The vengeance which he took upon the unhappy city was
fearful. All the males were put to the sword, and the women and children sold
as slaves. Corinth was the richest city in Greece, and abounded in statues, paintings,
and other works of art. The most valuable works of art were carried to Rome; and
after it had been pillaged by the Roman soldiers, it was at a given signal set
on fire; and thus was extinguished what Cicero calls the lumen totius Graeciae
(B.C. 146). (Strab. viii. p. 381; Pol. xl. 7; Pans. ii. 1. § 2, vii. 16. § 7;
Liv. Epit. 52; Flor. ii. 16; Oros. v. 3; Vell. Pat. i. 13: Cic. pro Leg. Man.
5)
Corinth remained in ruins for a century. The site on which it had
stood was devoted to the gods, and was not allowed to be inhabited (Macrob. Sat.
iii. 9); a portion of its territory was given to the Sicyonians, who undertook
the superintendence of the Isthmian games (Strab. viii. p. 381); the remainder
became part of the ager publicus, and was consequently included in the vectigalia
of the Roman people. (Lex Thoria, c. 50; Cic. de Leg. Agr. i. 2, ii. 19.) The
greater part of its commerce passed over to Delos. In B.C. 46 Julius Caesar determined
to rebuild Corinth, and sent a numerous colony thither, consisting of his veterans
and freedmen. (Strab. viii. p. 381; Paus. ii. 1. § 2; Plut. Caes. 57; Dion Cass.
xliii. 50; Diod. Excerpt. p. 591, Wess.; Plin. iv. 4. s. 5.) Henceforth it was
called on coins and inscriptions COLONIA IVLIA CORINTHVS, also LAYS IVLI CORINT.,
and C. I. C. A., i. e., Colonia Julia Corinthus Augusta. The colonists were called
Corinthienses, and not Corinthii, as the ancient inhabitants had been named. (Festus,
p. 60, ed. Muller.) It soon rose again to be a prosperous and populous city; and
when St. Paul visited it about 100 years after it had been rebuilt by the colony
of Julius Caesar, it was the residence of Junius Gallio, the proconsul of Achaia.
(Acta Apost. xviii. 12.) St. Paul founded here a flourishing Christian church,
to which he addressed two of his epistles. When it was visited by Pausanias in
the second century of the Christian era, it contained numerous public buildings,
of which he has given us an account; and at a still later period it continued
to be the capital of Achaia. (Hierocl. p. 646; Bockh, Inscr. Graec. no. 1086.)
This extract is from: Dictionary of Greek and Roman Geography (1854) (ed. William Smith, LLD). Cited June 2004 from The Perseus Project URL below, which contains interesting hyperlinks
ΚΟΡΙΝΘΟΣ (Αρχαία πόλη) ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ
(misthotoi, misthophoroi, xenoi, and collectively to xenikon).
Mercenary troops. Apart from a few earlier examples of the employment of mercenaries,
a regular organization of such troops was formed among the Greeks in the course
of the Peloponnesian War. . . One of the chief recruiting places in the fourth
century was Corinth, and afterwards for a time the district near the promontory
of Taenarum in Lacedaemon.
This text is from: Harry Thurston Peck, Harpers Dictionary of Classical Antiquities. Cited Nov 2002 from The Perseus Project URL below, which contains interesting hyperlinks
ΚΟΡΙΝΘΟΣ (Αρχαία πόλη) ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ
Ο Μόμμιος κατέλαβε την Κόρινθο (το 146 π.Χ), έδιωξε από την πόλη τους Κορίνθιους και αφιέρωσε γι' αυτή του τη νίκη είκοσι μία επίχρυσες ασπίδες στο Ναό του Δία στην Ολυμπία (Παυσ. 5,10,5).
ΣΙΚΥΩΝ (Αρχαία πόλη) ΚΟΡΙΝΘΙΑ
Ο σεισμός αυτός, πιθανώς το 23 μ.Χ, κατέστρεψε την πόλη και την ερήμωσε από τους κατοίκους της, οι οποίοι βρίσκονταν ούτως ή άλλως σε περίοδο παρακμής (Παυσ, 2,7,1).
ΗΡΑΙΟΝ (Αρχαίο ιερό) ΛΟΥΤΡΑΚΙ ΠΕΡΑΧΩΡΑΣ
ΔΕΡΒΕΝΑΚΙΑ (Οικισμός) ΝΕΜΕΑ
Το καλοκαίρι του 1822 οργανώθηκε τουρκική εκστρατεία για κατάπνιξη
της επανάστασης στην Πελοπόννησο. Ο Μαχμούτ πασάς Δράμαλης με τεράστιες δυνάμεις
πέρασε τον Ισθμό, πυρπόλησε
την Κόρινθο κι έφτασε
στο Aργος. Με οργανωμένο
σχέδιο του Κολοκοτρώνη οι Έλληνες συνέτριψαν τις δυνάμεις του Δράμαλη στα στενά
των Δερβενακίων (26 Ιουλίου) και τον ανάγκασαν να γυρίσει στην Κόρινθο με τα απομεινάρια
του στρατού του (περίπου 4.000 άντρες). Εκεί ο Δράμαλης πέθανε από τη στενοχώρια
του, ενώ ο Χουρσίτ πασάς πικραμένος κι αυτός από την καταστροφή αυτοκτόνησε. Τα
λείψανα της στρατιάς του Δράμαλη κατευθύνθηκαν προς την Πάτρα.
Στην Ακράτα
όμως οι Αχαιοί οπλαρχηγοί (Πετμεζαίοι, Ζαΐμηδες, Ανδρέας Λόντος, Σ. Θεοχαρόπουλος,
Δ. Μελετόπουλος, Ν. Σολιώτης κι άλλοι), βοηθούμενοι κι από δυνάμεις Κορινθίων,
κατέλαβαν τα στενά και περικύκλωσαν τους Τούρκους. Για πολλές ημέρες οι αποκλεισμένοι
Τούρκοι δέχονταν τα πυρά των Ελλήνων κι αποδεκατίστηκαν.
Οι ελάχιστοι που απόμειναν, ενώ ετοιμάζονταν να παραδοθούν, σώθηκαν
την τελευταία στιγμή από τον Γιουσούφ πασά που τους παρέλαβε με τέσσερα πλοία
και τους μετέφερε σε άθλια κατάσταση στην Πάτρα (8 Φεβρουαρίου 1823).
Το κείμενο παρατίθεται τον Οκτώβριο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Ακράτας
ΚΟΡΙΝΘΟΣ (Αρχαία πόλη) ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ
Ο Σικυώνιος Αρατος νίκησε σε μάχη τους Μακεδόνες του Αντίγονου μετά από αιφνιδιαστική επίθεση απελευθερώνοντας, έτσι, την Κόρινθο (Παυσ. 2,8,4).
Xenophon, Hellenica
ΛΕΧΑΙΟΝ (Αρχαίο λιμάνι) ΚΟΡΙΝΘΙΑ
Οι Θηβαίοι με αρχηγό τον Επαμεινώνδα έκαναν επίθεση και νίκησαν τους Λακεδαιμόνιους στην περιοχή του Λεχαίου (Παυσ. 9,15,4).
ΠΕΛΛΑΝΑ (Αρχαία πόλη) ΞΥΛΟΚΑΣΤΡΟ
Οι Λακεδαιμόνιοι με το βασιλιά Αγι επικεφαλής κατέλαβαν με αιφνιδιαστική επίθεση την Πελλήνη, αλλά δεν την κράτησαν για πολύ γιατί ο Αρατος τους νίκησε σε μάχη και την ελευθέρωσε (Παυσ. 2,8,5).
Οι Λακεδαιμόνιοι βρίσκονταν σε μόνιμη έχθρα με τους Αχαιούς και άρχισαν πόλεμο εναντίον τους με αρχηγό το βασιλιά της Σπάρτης Αγι. Κατά τη διάρκεια αυτού του πολέμου κατέλαβαν την Πελλήνη αλλά τους απομάκρυνε ο Αρατος με τους Σικυώνιους (Παυσ. 7,7,3).
ΚΟΡΙΝΘΟΣ (Αρχαία πόλη) ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ
It was south of Epidamnos, in proximity to the river Aous. Strabo & Thucidides makes it simply a Korinthian foundation (cp. Plutarch Mor. 552 F, who puts the foundation in the reign of Periander, i.e. before 585 B.C.)
391 - 390
Thomas R. Martin, An Overview of Classical Greek History from Homer to Alexander
ΕΒΡΩΣΤΙΝΑ (Δήμος) ΚΟΡΙΝΘΙΑ
Κατά τη μυθολογία, στο Μαύρο
όρος, που είναι τα Χελυδορέα Όρη των αρχαίων Ελλήνων, οδήγησε ο νεαρός Ερμής
τα κλεμμένα βόδια του θεού Απόλλωνα και σ’ αυτό βρήκε τη χελώνα, στο κέλυφος
(χέλυς) της οποίας τέντωσε χορδές, κατασκευάζοντας έτσι την πρώτη λύρα, την οποία
τελικά προσέφερε στον Απόλλωνα, ώστε να εξιλεωθεί για την κλοπή.
Η Ιστορία της περιοχής της Ευρωστίνης ξεκινάει από τους προϊστορικούς
χρόνους με την έλευση των Πελασγών , όπως και σε ολόκληρη τη Πελοπόννησο
και για 500 περίπου έτη. Αργότερα ήρθαν οι Ίωνες οι οποίοι δημιούργησαν αρκετές
πόλεις και τους οποίους διαδέχθηκαν οι Αχαιοί, που δημιούργησαν τον μεγάλο Μυκηναϊκό
πολιτισμό. Οι Αχαιοί αφού απέκρουσαν και τις επιθέσεις των Δωριέων, οργάνωσαν
και οχύρωσαν τις πόλεις που βρήκαν από τους Ίωνες και έδωσαν το όνομα Αχαΐα
στην περιοχή στην οποία ανάμεσα σε άλλες πόλεις ήταν η Αίγειρα
και η Πελλήνη. Σύμφωνα με
τον Παυσανία η περιοχή της Ευρωστίνης ήταν μοιρασμένη ανάμεσα σε αυτές τις Αχαϊκές
πόλεις. Είναι πιθανόν ότι η Αίγειρα
κατείχε την παραλιακή ζώνη ανεβαίνοντας ως τη Ζάχολη και τους πρόποδες του Πιτσαδαίκου
βουνού και η Πελλήνη το υπόλοιπο
ορεινό τμήμα του Δήμου. Η σημερινή
Αχαΐα τελειώνει μετά την Αιγείρα
και πριν τα Μαύρα Λιθάρια.
Στην Αρχαιότητα η περιοχή από την Αιγείρα
μέχρι και το ποτάμι του Ξυλοκάστρου και τις πόλεις Φελλόη
(Ζάχολη), Δονούσα και Πελλήνη,
υπάγονταν στην Αχαΐα. Κατά
τους Τρωικούς πολέμους οι Αχαϊκές αυτές πόλεις έλαβαν μέρος στην εκστρατεία κατά
της Τροίας υπό τον Αγαμέμνονα
όπως αναφέρεται στον Όμηρο (Β.573). Τα πλοία ξεκίνησαν από το αρχαίο λιμάνι στα
Μαύρα Λιθάρια και το λιμάνι
Αριστοναύται. Την ύπαρξη
επιβεβαιώνουν αρχαιολογικά ευρήματα σε ανασκαφές που έχουν γίνει στα Λιμάνια (Μαύρα
Λιθάρια), στην Αρχαία Αίγειρα
(Παλιόκαστρο) και στο Δερβένι.
Ο Παυσανίας στα Αχαϊκά του γράφει ότι στο δρόμο που οδηγεί από την
αρχαία Αιγείρα προς το επίνειο
υπήρχε το ιερό της Αγροτέρας Αρτέμιδος. Η τοπική παράδοση αναφέρει ότι οι κάτοικοι
της Υπερησίης, για να αποτρέψουν εισβολή των Σικυωνίων στην περιοχή τους, συγκέντρωσαν
μεγάλο αριθμό αιγών, έδεσαν στα κέρατά τους αναμμένα δαδιά και τις άφησαν νύχτα
να κινηθούν προς το εχθρικό στρατόπεδο. Οι Σικυώνιοι, βλέποντας τόσα φώτα, υπέθεσαν
ότι είχαν φθάσει σημαντικές ενισχύσεις στους αντιπάλους τους, εγκατέλειψαν την
προσπάθειά τους και γύρισαν πίσω. Έκτοτε οι κάτοικοι μετονόμασαν την πόλη τους
από Υπερησία σε Αιγείρα και
στο σημείο όπου η μεγαλύτερη αίγα, κουρασμένη, κάθισε οκλαδόν, έκτισαν ιερό της
Αγροτέρας Αρτέμιδος. Υπολογίζεται ότι το ιερό αυτό ήταν δυτικά του οδικού κόμβου
Δερβενίου και επάνω από τη
σιδηροδρομική γραμμή, στη θέση Σπυρουλέικα.
Κατά τους Ρωμαϊκούς χρόνους οι Αχαϊκές πόλεις τιμωρήθηκαν σκληρά από
τους Ρωμαίους. Η Κόρινθος
μετά την καταστροφή της το 146 π.Χ. ξανακτίστηκε από τον Ιούλιο Καίσαρα το 44
π.Χ. οπότε και καταστράφηκε επανειλημμένα από σεισμούς το 77 μ.Χ. και το 376 μ.Χ.
Η Σικυώνα καταστράφηκε το 227 π.Χ. από μεγάλο σεισμό. Το Αίγιο
παρουσίασε κάποια ακμή τους πρώτους χρόνους της Αυτοκρατορίας. Οι Αιγές εγκαταλείφθηκαν,
η Ελίκη καταποντίσθηκε από σεισμό το 373 π.Χ. , η Αιγείρα
διατηρήθηκε μαζί με την Φελλόη
(Ζάχολη) και το επίνειο της, τα σημερινά Μαύρα
Λιθάρια και οι υπόλοιπες Αχαϊκές πόλεις φυτοζωούσαν.
Η επιδρομή των Γότθων υπό τον Αλάριχο το 396 μ.Χ. σκόρπισε παντού
τον όλεθρο. Η Αιγείρα, η
Φελλόη, η Πελλήνη
και οι άλλες Αρχαϊκές πόλεις γνώρισαν την λεηλασία και την καταστροφή.
Κατά τους πρώτους βυζαντινούς χρόνους η Κόρινθος
ήταν πρωτεύουσα της επαρχίας «Αχαΐας», που περιλάμβανε την Πελοπόννησο,
την κεντρική Ελλάδα και τα νησιά. Για να επικοινωνεί με την μεγάλη αυτή περιφέρεια
η Κόρινθος είχε αξιόλογους
χερσαίους και θαλάσσιους δρόμους. Ένας από αυτούς όπως και σήμερα ακολουθούσε
την παραλία του Κορινθιακού
συναντούσε τον Δήμο Ευρωστίνης και κατέληγε στη Πάτρα.
Στα χρόνια που ακολούθησαν με την Ενετοκρατία και Φραγκοκρατία χρησιμοποιήθηκαν
τα λιμάνια της Πάτρας, της
Ναυπάκτου, Μεθώνης
και Κορώνης και με την δυσκολία
να περάσουν μεγάλα πλοία από τον δίολκο της Κορίνθου
τα λιμάνια της Αιγείρας (Μαύρα
Λιθάρια), Αριστοναύται,
Σικυώνος και άλλα , έπαψαν
να παίζουν ουσιαστικό ρόλο, και χρησιμοποιούνταν για την τοπική εξυπηρέτηση.
Η μεγαλύτερη αλλαγή της φυσιογνωμίας και του τρόπου ζωής των κατοίκων
ήρθε με την ίδρυση της Εκκλησίας της Κορίνθου το 50 μ.Χ. από τον Απόστολο Παύλο
και την διάδοση του Χριστιανισμού. Σε δημοσίευμα στα «ΝΕΑ» 12.2.79 ανακοινώθηκε
ότι στα Μαύρα Λιθάρια αποκαλύφθηκε
παλαιοχριστιανική βασιλική του 5ου αιώνα.
Κατά την Βυζαντινή περίοδο για την οχύρωση και με τον φόβο επιδρομών
των βαρβάρων οχυρώνονται οι μεγάλες πόλεις και ανάμεσα τους και το ορεινότερο
χωριό της περιοχής, το Σαραντάπηχο
όπου παρατηρήθηκαν ίχνη οχυρών, λόγω της στρατηγικής του θέσης και της διάβασης
προς τον κάμπο του Φενεού. Ακολούθησαν οι κάθοδοι των Σλάβων και όπως βλέπουμε
από διάφορα ονόματα και τοπωνύμια με σλαβική κατάληξη ή ρίζα π.χ. Ζάχολη, Λόυζι,
Ρουζενά κ.λ.π. μας πείθουν ότι η περιοχή δέχθηκε Σλαβικά φύλα που εγκαταστάθηκαν
και αφομοιώθηκαν ή αποχώρησαν αργότερα. Συχνά Σαρακηνοί και Νορμανδοί πειρατές
λεηλατούσαν τις ακτές του Κορινθιακού
και σε μία τέτοια επιδρομή Σαρακηνών το 883 ο Ναύαρχος πέρασε μέσα σε μια νύχτα
τον στόλο του από την δίολκο και αιφνιδίασε τους Σαρακηνούς καταστρέφοντας τον
στόλο τους.
Το 1205 η Κορινθία
μαζί με άλλες περιοχές καταλαμβάνεται από τους Φράγκους και για 185 χρόνια μέχρι
το 1390 όποτε περνάει πάλι στην Βυζαντινή επικράτεια του δεσποτάτου του Μιστρά.
Οι Φράγκοι δήμευαν μόνο τα δημόσια, τα εκκλησιαστικά και εγκαταλελειμμένα κτήματα
και άφηναν τα κτήματα των πολιτών. Έτσι οι κάτοικοι της Ζάχολης διατήρησαν τα
κτήματα τους. Οι Φράγκοι κατασκεύασαν φρούρια και πύργους για να εκμεταλλευτούν
με άνεση τους πόρους της περιοχής.
Από τους ξένους πληθυσμούς που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή, οι Φράγκοι,
οι Εβραίοι και οι Ενετοί ήσαν οι πιο ολιγάριθμοι. Οι Σλάβοι αφομοιώθηκαν με τους
ντόπιους και μόνο οι Αλβανοί είχαν μονιμότερη εγκατάσταση που ενισχύθηκαν κατά
την Τουρκοκρατία. Το 1395, την εποχή που ο Θεόδωρος κυβερνούσε το Δεσποτάτο, δέκα
χιλιάδες περίπου Αλβανοί με τις οικογένειες τους και τα κοπάδια τους φθάνουν στη
Κορινθία και ο Θεόδωρος τους
δέχθηκε για πολιτικούς λόγους. Με τον καιρό οι Αλβανοί έποικοι εγκαταστάθηκαν
και στην Κορινθία με αποτέλεσμα
την ονομασία πολλών χωριών με Αλβανικά τοπωνύμια.
Το 1402 γίνεται ένας φοβερός σεισμός στον Κορινθιακό,
ο οποίος έπληξε τις παράκτιες περιοχές με αποτέλεσμα να αποκοπούν μεγάλα τμήματα
εδάφους, να καταρρεύσουν βουνά, να καταποντιστούν εκτάσεις παρασύροντας ζώα, σπαρτά
και σπίτια και κατάστρεψε τα φρούρια της Βοστίτσας,
του Διακοπτού, του Ξυλοκάστρου
και της Ζάχολης (Sachuli όπως αναφέρεται σε μαρτυρία της εποχής).
Από το 1387 άρχισαν αλλεπάλληλες επιδρομές των Τούρκων σ’ ολόκληρο
το Δεσποτάτο του Μυστρά και
την Πελοπόννησο με αποτέλεσμα
ο πληθυσμός να αποτραβηχτεί στα ορεινά μέρη και τα κάστρα. Το 1458 ο ίδιος ο σουλτάνος
Μωάμεθ Β´, επικεφαλής μεγάλης Τουρκικής στρατιάς, αποφάσισε να δώσει το
τελευταίο χτύπημα εναντίων του δεσποτάτου του Μυστρά
που αντιστεκόταν παρά την πτώση της Κωνσταντινούπολης.
Έτσι το 1460 ο Σουλτάνος κατόρθωσε να εξουσιάσει ολόκληρη την Πελοπόννησο
εκτός από τα κάστρα που ανήκαν στους Ενετούς.
Οι πόλεμοι μεταξύ Ενετών και Τούρκων για την Πελοπόννησο
κράτησαν πολλά χρόνια και οι Μοραΐτες ήσαν τα πρώτα θύματα αυτής της διαμάχης.
Κάθε φορά που οι Ενετοί εκστράτευαν εναντίων των Τούρκων στην Πελοπόννησο
οι υπόδουλοι Έλληνες πλαισίωσαν τις δυνάμεις τους με αποτέλεσμα τη συνθήκη ειρήνης
Τουρκίας-Ενετίας το 1699 και την εγκαθίδρυση της Ενετικής Δημοκρατίας της Πελοποννήσου.
Οι Ενετοί έδωσαν το δικαίωμα στους άρχοντες να εισπράττουν τον φόρο της δεκάτης
και να εμπορεύονται με αποτέλεσμα να θησαυρίζουν σε βάρος των φτωχών. Επιδόθηκαν
στην ανασυγκρότηση του τόπου, φρόντισαν για την επιστροφή των προσφύγων και ενδιαφέρθηκαν
για την ανάπτυξη της γεωργικής παραγωγής. Έβαλαν τους ιδιοκτήτες να φυτέψουν χέρσες
εκτάσεις, εισήγαγαν νέες καλλιέργειες, και επέκτειναν την παραγωγή της σταφίδας
που την εξαγωγή ανέλαβαν οι ίδιοι. Έτσι μέσω των λιμανιών της περιοχής έγινε γνωστή
ή Κορινθιακή σταφίδα μέχρι τις μέρες μας. Την εποχή αυτή ερχόμενη από την Κωνσταντινούπολη
η οικογένεια Μαμωνά, καμήλες τους σταματούν στην περιοχή του Κούτου (´Ανω
Χελιδόρι) και κατασκευάζουν εκεί το αρχοντικό τους. Ήταν μια αρχοντική οικογένεια
που διακρίνονταν για τον πλούτο, την υπεροχή της και την αφοσίωση τους στους Ενετούς.
Η περιοχή από τον Κούτο, τον Πύργο
και ως την παραλία του Κορινθιακού
ήταν ιδιοκτησία των Μαμωνάδων.
Το 1715 οι Τούρκοι εισέβαλαν στην Πελοπόννησο
και οι Έλληνες δεν κινήθηκαν εναντίον τους δυσαρεστημένοι από τους φόρους, την
αυστηρότητα των νόμων και την διαφορά του δόγματος των Ενετών και το 1718 αναγνωρίζεται
η κυριαρχία των Τούρκων στη Πελλοπόννησο.
Η περιοχή της Ευρωστίνης ανήκε πλέον στο Βιλαέτι των Καλαβρύτων.
Τα χωριά διοικούνταν από τους δημογέροντες, οι πόλεις από τους προεστούς και οι
διοικητές των επαρχιών από τους κοτζαμπάσηδες που ήταν όργανα των Τούρκων. Η πιο
μαύρη εποχή ξεκινούσε σε μια χώρα που είχε μεταβληθεί σε ερείπια από τους συνεχείς
πολέμους, πολλοί κάτοικοι μεταφέρθηκαν αιχμάλωτοι στη εξορία, παιδιά έγιναν γενίτσαροι
και φόροι καταδυνάστευαν τους κατοίκους. Παρ’ όλα αυτά είχε και τα πνευματικά
της κέντρα που αγωνίστηκαν για να διατηρήσουν την εθνική ταυτότητα. Ένα τέτοιο
κέντρο ήταν η Μονή του Προφήτη Ηλία στο Κούτο.
Το απόσπασμα παρατίθεται τον Μάιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Ευρωστίνης
ΚΟΡΙΝΘΟΣ (Πόλη) ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ
Προελληνικά Φύλλα
Η στρατηγικής σημασίας περιοχή της Κορίνθου και του Ισθμού κατοικήθηκε
απο το 5.500 π.Χ. Ο πρώτος νεολιθικός συνοικισμός είναι του " Κοράκου" που ανασκάφηκε
το 1915 απο τον Blegen ενώ εντοπίστηκαν και αρκετοί άλλοι προϊστορικοί οικισμοί,
μερικοί εκ των οποίων ανασκάφηκαν, όπως ο Αγ.Γεράσιμος στο σημερινό χωριό Λέχαιο
, ό Μύλος Χελιώτη, κοντά στον αρχαϊκό Ναό του Απόλλωνα, η Αετόπετρα, 2 χιλ. Δυτικά
της αρχαίας πόλης, η Αραπίτσα 1,5 χιλ. Ανατολικά της αρχαίας πόλης, η Περδικαριά
, στο μέσο περίπου της διαδρομής απο την αρχαία πόλη προς τις Κεγχρεές. Ακόμη
προϊστορικός οικισμός ήταν αυτός της Ακροκορίνθου που οριοθετείται χρονικά γύρω
στο 4.000 π.Χ
Οι δημιουργοί αυτών των οικισμών σύμφωνα με τους αρχαίους συγγραφείς
ονομάζονταν πελασγοί και τα περισσότερα τοπωνύμια της περιοχής προέρχονται απο
την πελασγική γλώσσα, όπως Κόρινθος που σημαίνει ζεύξη και πραγματικά η πόλη ήταν
χτισμένη στο μέρος όπου γίνεται η ζεύξη των δυο θαλασσών και δυο στεριών και Εφύρα
( η αρχική ονομασία της πόλης) που σημαίνει βίγλα, σκοπιά και δόθηκε αυτή η ονομασία
επειδή η περιοχή κυριολεκτικά κατοπτεύει μια τεράστια έκταση. Οι κύριες ασχολίες
των πελασγών ήταν η γεωργία, η αλιεία και η κτηνοτροφία μετέπειτα και κάτω απο
την επίδραση που δέχτηκαν απο τους Φοίνικες εμπόρους οι οποίοι εισήγαγαν και τη
λατρεία της Αφροδίτης ( Αστάρτη) στην Κόρινθο.
Γύρω στο 2.000 π.Χ τα ισχυρά πρωτοελληνικά φύλλα των Αχαιών και των
Αιολιέων εγκαταστάθηκαν στην περιοχή και απορρόφησαν τους αυτόχθονες.
Περίπου στο 1200 π.Χ η Κόρινθος ευρισκόμενη τότε κάτω απο την επικυριαρχία
των Μυκηνών, λαμβάνει μέρος στον Τρωϊκό Πόλεμο. Μάλιστα ένας Κορίνθιος ονομαστής
γενιάς , γιός του μάντη Πολύιδου , ο Ευχήνορας, συμμετείχε στον πόλεμο αν και
γνώριζε οτι θα πεθάνει αν έπαιρνε μέρος στην εκστρατεία. Πράγματι ο Ευχήνορας
τοξεύτηκε απο τον Πάρη και σκοτώθηκε ( Ιλιάδα Ν΄663-672).
Μετά τον Τρωϊκό Πόλεμο υπήρξε μια μακρά περίοδος αναστατώσεων και
μετακινήσεων φύλων στον Ελλαδικό χώρο, η οποία επηρέασε άμεσα την Κόρινθο. Γύρω
στο 1000 π.Χ η πόλη που έως τότε είχε αντισταθεί, καταλήφθηκε απο τους Δωριείς
που είχαν αρχηγό τον Αλήτη, γιό του Ιππότη, δισέγγοντο του Ηρακλή , ο οποίος έγινε
βασιλιάς της καταλύοντας τη δυναστεία των Σισυφιδών που γενάρχης της ήταν ο πολυμήχανος
Σίσυφος.
Ο Σίσυφος είχε καταφέρει να εκμεταλλευτεί στο έπακρο τα πλεονεκτήματα
της Κορίνθου και να την καταστήσει πλούσια και δυνατή. ΄Ηταν τόσες οι ικανότητές
του ώστε οι μύθοι για το πρόσωπό του είναι πάμπολλοι. Ο πιο γνωστός αφορά το κατόρθωμά
του να δέσει τον ίδιο το Θάνατο που, μετά απο διαταγή του Δία επειδή ο Σίσυφος
τον είχε καταδόσει ως απαγωγέα της κόρης του Ασωπού ποταμού Αίγινας, προσπάθησε
να τον οδηγήσει στον ΄Αδη.
Το ίδιο ικανοί διάδοχοι του Σισύφου ήταν οι Δωριείς Βακχίδες, απόγονοι
του Αλήτη, οι οποίοι στερέωσαν την ισχύ της Κορίνθου απο το 900 ως το 657 π.Χ
Μέσα στο διάστημα αυτό κατόρθωσαν να κάνουν την Κόρινθο ισχυρότατη οικονομική,
τεχνολογική , ναυτική και αποικιακή δύναμη. Χάρη στην οξυδερκή πολιτική τους η
Κόρινθος στράφηκε προς τη θάλασσα, αξιοποιώντας την προηγούμενη παράδοσή της και
εξαπλώθηκε σ΄ολόκληρο το γνωστό τότε κόσμο. Οι Βακχίδες ή Βακχιάδες ξεκαθάρισαν
τον Κορινθιακό Κόλπο απ΄τους Κρισσαίους πειρατές και οχύρωσαν το Μολύκρειο και
το Αντίρριο, καθιστώντας τον κλειστή κορινθιακή λίμνη. Ετσι πήρε και την σημερινή
του ονομασία αφού έως τότε ονομαζόταν Κρισσαίος Κόλπος. Ταυτόχρονα αποίκισαν την
απέναντι παραλία της Στερεάς Ελλάδας , όπου η Φωκίδα πήρε τ΄όνομά της απο τον
Βακχιάδη Φώκο, επικεφαλής της αποικιακής αποστολής και σιγά - σιγά άρχισαν να
εξαπλώνονται προς τη Δύση αλλά και την Ανατολή, ιδιαίτερα στον Εύξεινο Πόντο σε
συνεργασία με τους Μιλήσιους. Απότοκος της προσπάθειας ήταν η ίδρυση της Κέρκυρας
απ΄τον Χερσικράτη και λίγο αργότερα των Συρακουσών απ΄τον Αρχία που στη συνέχεια
έγινε δεσπόζουσα πόλη της Σικελίας.
Οι ναυτικοί δρόμοι όμως που δημιούργησαν η ευφυϊα των Βακχιδών δέχονταν
πειρατικές παρενοχλήσεις και όπως ήταν φυσικό απώλειες. Γι΄αυτό η επινοητικότητα
των Βακχιαδών οδήγησε στην εφεύρεση ενός νέου αξιοθαύμαστου πλοίου , με καταπληκτικές
επιδόσεις που ακόμα και σήμερα μαγεύουν τους ασχολούμενους μ΄αυτό ειδικούς. Το
πλοίο αυτό ήταν η τριήρης.Μέχρι τότε οι θάλασσες γνώριζαν τους πεντηκόντορους,
που περισσότερο ήταν δόκιμε για μεταφορά στρατευμάτων. Τώρα όμως ο Βακχιάδης Αμεινοκλής
γνώστης όλης της τεχνογνωσίας που είχε αναπτυχθεί στην Κόρινθο στους κρίσιμους
τομείς της μεταλλουργίας, αρχιτεκτονικής, οπλουργίας, ναυπηγικής κλπ δημιούργησε
ένα πλοίο που χωρίς να είναι αισθητά μακρύτερο απ΄τα προγενέστερα, είχε μεγάλη
ταχύτητα , ευελιξία , χάρη και δύναμη. Ενα πολεμικό πλοίο που κινούνταν απο 170
κωπηλάτες , τοποθετημένους σε τρεις επάλληλες σειρές. Η τρίτη σειρά κωπηλατών
ήταν το ευφυές εφεύρημα του Αμεινοκλή που κι επαύξησε τον συνολικό αριθμό κωπηλατών
του σκάφους κι έδωσε πρόσθετη δύναμη μοχλού στα κουπιά που αυτή η σειρά χειρίζονταν,
επειδή κωπηλατούσαν αποπάγκο που δεν ήταν στην ίδια κάθετη γραμμά με τους άλλους
δυο, παρά με αισθητή απόκλιση προς την εξωτερική πλευρά του πλοίου. Η πηδαλιούχηση
της τριήρους: Ο πηδαλιούχος κάθεται ακριβώς μπροστά απ' τον κυβερνήτη, που αποφασίζει
για την πορεία του πλοίου Η τριήρης χαρακτηρίστηκε δίκαια ως " το αριστούργημα
της αρχαίας ελληνικής ναυπηγικής" και απετέλεσε οριακό σημείο ναυπηγικής εξέλιξης
των αρχαίων πολεμικών πλοίων , κυριαρχώντας για 1000 περίπου χρόνια στη Μεσόγειο.
Σήμερα έχει ανακατασκευαστεί και οι Κορίνθιοι περιμένου την ελευσή του στην πόλη
όπου πρωτοκατασκευάστηκε. Αυτό το πλοίο λοιπόν συνόδευε τα εμπορικά Κορινθιακά
πλοία ( ολκήδες) στις αποικίες και τα διάφορα λιμάνια τους και ως όπλο τεχνολογικής
αιχμής συνέβαλε τα μέγιστα στην επικράτηση του Ελληνισμού επι των Φοινίκων και
Περσών αντιπάλων του.
Θα πρέπει να σημειωθεί εδώ , σχετικά με τη φήμη των αρχαίων Κορινθίων
ως εξαιρετικής τέχνης και ικανότητας ναυπηγών οτι στα μυθολογικά έπη ξεχωριστή
θέση έχει η έλευση του Ιάσωνα στην Κόρινθο, όπου μάλιστα γίνεται βασιλιάς της,
φέρνοντας μαζί του και το πιο διάσημο Ελληνικό πλοίο την Αργώ, την οποία ο ίδιος
, ακολουθώντας θεϊκές οδηγίες ναυπήγησε και η οποία φέρει στην πρύμνη ένα μαγικό
ομιλών ξόανο , δώρο της Αθηνάς που συμβούλευε τους Αργοναύτες κατά την Αργοναυτική
Εκστρατείας. Αυτό αφού πια είναι διαπιστωμένο οτι υπάρχει ιστορικός πυρήνας στους
μύθους , σημαίνει πως απο τα παλιά χρόνια οι Κορίνθιοι είχαν αναπτύξει μια σημαντική
ναυπηγική τεχνολογία.
Η τριήρης φυσικά δεν ήταν το μόνο τεχνολογικό επίτευγμα των Κορινθίων.
Η χαλκουργία γνώρισε πολύ μεγάλη ανάπτυξη και ο κορινθιακός διάπυρος χαλκός που
δεν σκούριαζε χάρη στην ανάμιξή του με χρυσό , και τα χαλκουργήματα και τα όπλα
- ιδιάιτερα το Κορινθιακό Κράνος - από αυτόν ήταν περιζήτητα. Επίσης σε υψηλά
επίπεδα έφτασε η κεραμευτική και η ζωγραφική, τόσο που οι αρχαίοι συγγραφείς αποδίδουν
την εφεύρεση του κεραμευτικού τροχού και της επιτοίχιας ζωγραφικής στον Κορίνθιο
Υπέρβιο και την Κορίνθια Διβυτάβη. Το ίδιο αναπτύχθηκε η υφαντουργία. Η αρχιτεκτονική
δέχθηκε ισχυρές επιδράσεις από τους Κορίνθιους αρχιτέκτονες και τεχνίτες οι οποίοι
πρωτοεφάρμοσαν το επικλινές αέτωμα στην δόμηση των ναών και τα ειδικά κεραμίδια
στην επικάλυψη των στεγών τους.
Αλλά αυτά που παραμένουν ως σήμερα ορατά είναι τ΄απίστευτα τεχνικά
έργα : Το " χωστό " λιμάνι του Λεχαίου , το οποίο είναι τεχνητό εξ ολοκλήρου και
κατασκευάστηκε στο σύνολό του του σχεδόν στην ξηρά ενώ ταυτόχρονα επιχωματώθηκαν
για την καλύτερη λειτουργία του κάπου 90 στρέμματα θάλασσας όπου διαμορφώθηκαν
λιμενοβραχίονες, προλιμένες, προβλήτες συνολικού μήκους 7 χιλ. Και ο Δίολκος ,
μια λιθόστρωτη οδός, πλάτους 3,5 - 5 μ. Που στο μέσον του είχε δυο βαθιές παράλληλες
αυλακώσεις, η οποία διέτρεχε τον ισθμό απ΄τον Κορινθιακό έως τον Σαρωνικό Κόλπο.
Πάνω στις αυλακώσεις αυτές - πρώτο παγκόσμιο δείγμα μεταφορικού μέσου σταθερής
τροχιάς- κινούνταν οι ειδικές καρότσες ( ολκοί) που έφερναν τα πλοία από τη μια
θάλασσα στην άλλη.
Ένα ακόμα εντυπωσιακό - όχι πολύ γνωστό δυστυχώς- επίτευγμα των Κορινθίων
μηχανικών ήταν η μετατροπή της Λευκάδας σε νησί από χερσόνησος που ήταν. Αυτό
έγινε το 625 π.Χ σύμφωνα με τον Σκύλακα τον Καρυανδέα και αρχηγός του εγχειρήματος
ήταν ο Γόργος.
Τα περισσότερα απο τα πιο πάνω επιτεύγματα έγινα στον καιρό των Κυψελιδών
( 657-582 π.Χ) οι οποίοι πήραν την εξουσία απ΄τους Βακχιάδες που είχαν εξελιχθεί
σε μια κλειστή εξουσιαστική κάστα. Πρώτος της δυναστείας ήταν ο Κύψελος, ο οποίος
δήμευσε τα κτήματα των πλουσίων της πόλης και τα μοίρασε στους ακτήμονες ενώ έλαβε
σημαντικά νομοθετικά μέτρα για να τονώσει το εξαγωγικό εμπόριο της πόλης κι έκανε
μεγάλα δημόσια έργα που λάμπρυναν την πόλη. Στους Δελφούς έχτισε έναν από τους
ομορφότερους "θησαυρούς" του ιερού χώρου, ένα ναϊσκόμορφο κτίσμα όπου οι ελληνικές
πόλεις εναπόθεταν αφιερώματα στον Απόλλωνα. Ακόμα ξεκίνησε και πάλι την αποικιακή
πολιτική που τη συνέχισε ο γιός του ο Περίανδρος ένας από τους επτά σοφούς της
Αρχαίας Ελλάδας.
Μια συνέπεια της αναρρίχησης στην εξουσία του Κύψελου ήταν η αποδημία
ενός τμήματος της οικογένειας των Βακχιαδών στην Ιταλία και δη την Ετρουρία ,όπου
η συγχώνευσή τους με τους Ετρούσκους οδήγησε στην υιοθέτηση απο τους τελευταίους
γραμμάτων του κορινθιακού αλφάβητου και συγκεκριμμένα του κόππα (Q) και του διγράμματος
(F) που στη συνέχεια περιλήφθηκαν στο λατινικό αλφάβητο.
Με το θάνατο του Κύψελου το 628 π.Χ ο Περίανδρος ξεκινά μια εκπληκτική
πορεία που παρά τις προσωπικές του τραγωδίες θα οδηγήσει την Κόρινθο στον κολοφώνα
της ισχύος και της δόξας της. Νόμισμα της Κορίνθου Θα εισάγει νομισματικό σύστημα
στην πόλη και τις αποικίες της, θα καταργήσει τη δουλεία και θ΄απαγορεύσει την
αγοραπωλησία των δούλων. Θα σχεδιάσει την τομή του ισθμού αλλά δεν θα μπορέσει
να την πραγματοποιήσει προφανώς για τεχνικούς και οικονομικούς λόγους. Θα ιδρύσει
άπειρες αποικίες στη Δύση ( Μέσμη, Ρήγιο, Τέρινα στη ΝΑ Ιταλία, Ερικα και Λεοντίνοι
στη Σικελία, η Απολλωνία, η Επίδαμνος και το Δυρράχιο στην Ιλλυρία , η Αμβρακία
στην ΄Ηπειρο το Ανακτόριο, το ΄Αργος Αμφιλοχικό, ο Αστακός, η Φυτία, ο Στράτος,
το Θύριο ο Μεθεών στην Ακαρνανία , η Λευκάδα) και στην Ανατολή ( Ποτείδαια με
οικιστή το νόθο γιό του Ευαγόρα). Θα πει το περίφημο " Μια πόλη δεν πρέπει μόνο
να ζει αλλά και να ευημερεί " που δείχνει τη συγκρότηση της προσωπικότητάς του.
Ακόμα θα διοργανώσει το περίφημο συμπόσιο των επτά σοφών στην έπαυλή του στο Λέχαιο
και θα ενισχύσει τον κιθαρωδό Αρίωνα , επινοητή του διθύραμβου " πατέρα " της
τραγωδίας. Τραγωδία που βίωσε ο ίδιος ο Περίανδρος στην προσωπική του ζωή.
Στην αρχή του 5ου αιώνα η Ελλάδα βρέθηκε αντίκρυ στην περσική επιβουλή.
Οι Αθηναίοι αποκρούουν την πρώτη περσική απόπειρα στον Μαραθώνα. Ο οξυδερκής Θεμιστοκλής
διείδε οτι οι Πέρσες δεν είχαν απογοητευθεί και επωφελούμενος της ανακάλυψης νέου
κοιτάσματος ασημιού στο Λαύριο θα ναυπηγήσει κάπου 200 τριήρεις , αντίγραφα των
20 κορινθιακών που κατά την διάρκεια του πολέμου με την Αίγινα απέκτησε η Αθήνα
( Θουκ, 41.1). Αυτές οι τριήρεις μαζί με τις 40 κορινθιακές , τις 13 της Σικυώνας
και άλλες 125 των υπολοίπων ελληνικών πόλεων θα καταναυμαχήσουν τον πανίσχυρο
περσικό στόλο στη σαλαμίνα στις 29/9/480 π.Χ και θα σώσουν την Ελλάδα απο την
κατάκτηση.
Οι Κορίνθιοι θ΄αγωνιστούν με αυτοθυσία και θα τιμηθούν με δυο επιγράμματα
του διάσημου Σιμωνίση " Ξένε καταγόμαστε απ΄τη δροσερή πόλη της Κορίνθου και τώρα
βρισκόμαστε στην άμμο του νησιού του Αίαντα . Εδώ υπερασπιστήκαμε την Ιερή Ελλάδα
απ΄τα φοινικικά πλοία των Περσών και των Μήδων" και " Στην ακμή μας δώσαμε τα
πάντα στην Ελλάδα , μην αντέχοντας να υποδουλωθούμε. Νικήσαμε τους Πέρσες έχοντας
πια αιώνιο μνημείο τον τόπο της Ναυμαχίας. Τα οστά μας είναι εδώ στην άμμο της
Σαλαμίνας και η πατρίδα μας η Κόρινθος μας τίμησε ξεχωριστά αφήνοντάς μας στο
πιο ακριβό μνήμα "
Το ίδιο γενναία πολέμησαν οι Κορίνθιοι και στη μάχη των Πλαταιών
στις 7 Αυγούστου 479 π.Χ που έληξε με ολοκληρωτική ήττα των Περσών και θάνατο
του Μαρδόνιου. Μάλιστα δίδαξαν ήθος αφού με την παρέμβαση του Κορίνθιου Κλεόκριτου
αποφεύχθηκε η διαμάχη μεταξύ Αθηναίων και Σπαρτιατών και το Αριστείο της μάχης
δόθηκε στους Πλαταιείς. Το όνομα της Κορίνθου γράφτηκε τρίτο στον χρυσό τρίποδα
που αφιερώθηκε στον δελφικό Απόλλωνα σε ανάμνηση της μάχης.
Η εμπλοκή της Κορίνθου στον πελοποννησιακό πόλεμο ήταν πρωταγωνιστική
ενώ η αφορμή του ήταν μια κορινθιακή αποικία, η Επίδαμνος. Κατά τη διάρκεια του
καταστροφικού πολέμου οι Κορίνθιοι ναυπηγοί θ΄αποδείξουν οτι κατέχουν μόνο αυτοί
τα μυστικά της τριήρους και θα επιφέρουν την καταστροφή στον Αθηναϊκό στόλο που
θα εκστρατεύσει κατά των Συρακουσών, ενισχύοντας στο έπακρο ένα τμήμα του πλοίου,
τις επωτίδες και εκμηδενίζοντας έτσι την ανώτερη επιδεξιότητα των καλοασκημένων
αθηναϊκών πληρωμάτων. Για να ενισχύσουν έγκαιρα μάλιστα τις παραπαίουσες Συρακούσες
, οι Κορίνθιοι ναυτικοί θα επιτελέσουν ένα μοναδικό για την αρχαία ναυσιπλοΐα
κατόρθωμα : θα πλεύσουν προς τη Σικελία όχι γιαλό-γιαλό , όπως γινόταν παρά κατευθείαν
στο ανοιχτό πέλαγος και η προσπάθεια τους θα στεφθεί με επιτυχία.
Μετά το τέλος του πολέμου η κορινθιακή οικονομία βρίσκεται σε κακή
κατάσταση και θα βρεθεί για σύντομο διάστημα ( 395-387 π.Χ) κάτω από την ηγεμονία
του Άργους και θα εμπλακεί στον Κορινθιακό και τον Βοιωτικό Πόλεμο ( 369-366 π.Χ)
ενώ θα γίνει απόπειρα εγκαθίδρυσης τυραννίας απ΄ τον Τιμοφάνη που τελικά θα εκτελεστεί.
Το 345 π.Χ η Κόρινθος έχει ανακτήσει μερικά την ισχύ της και στέλνει
τον Τιμολέοντα , μετά από αίτηση των Συρακουσών στην Σικελία για ν΄ αποκρούσει
τους Καρχηδόνιους που επιβουλεύονται το νησί . Ο Τιμολέων αποτελεί παράδειγμα
ανθρώπου αφοσιωμένου στο δημοκρατικό πολίτευμα. Ο Πλούταρχος που έγραψε τη βιογραφία
του αναφέρεται με έκδηλο σεβασμό γι΄ αυτόν. Έφτασε στη Σικελία με μόλις 1000 οπλίτες
και 10 τριήρεις και κατάφερε να συντρίψει εκπληκτικά υπέρτερες εχθρικές δυνάμεις
και ν΄ αποκαταστήσει τη Δημοκρατία στις σικελικές πόλεις. Αποκορύφωμα των επιτυχιών
του ήταν η συντριβή του αποτελούμενου από 70.000 άνδρες καρχηδονιακού στρατού
, στο Λιλύβαιο τον Ιούνιο του 341 π.Χ έχοντας στην διάθεσή του 5000 πεζούς και
1000 ιππείς. Δεν χρησιμοποίησε την τεράστια φήμη και δύναμη που απέκτησε για ιδιοτελείς
σκοπούς παρά ως το τέλος της ζωής του αναλώθηκε στην στερέωση της Δημοκρατίας
στη Σικελία με αποτέλεσμα ακόμα και όταν τυφλώθηκε να στέλνουν ειδική άμαξα οι
Συρακούσιοι για να έρχεται στην Εκκλησία του Δήμου. Τάφηκε στην αγορά των Συρακουσών
και γύρω απ΄τον τάφο του οικοδομήθηκε γυμναστήριο που ονομάστηκε " Τιμολεόντειο",
δείγμα της τιμής και του σεβασμού των Συρακουσίων.
Το 334 π.Χ γίνεται στην Κόρινθο το Συνέδριο που ονομάζει αυτοκράτορα
τον Μ. Αλέξανδρο και ναυπηγούνται 160 τριήρεις στα ναυπηγεία του Λεχαίου που ακολουθούν
τον ελληνικό στρατό ως τον ποταμό Ινδό. Ενας Κορίνθιος ο Δημάρατος σώζει στη μάχη
του Γρανικού τον Αλέξανδρο, δίνοντας το δόρυ με το οποίο ο Αλέξανδρος αποκρούει
την επίθεση του Πέρση σατράπη.
Το 146 π.Χ. η Κόρινθος θα γνωρίσει την βάρβαρη, απολίτιστη Ρωμαϊκή
εκδίκηση για την αντίστασή της στην Ρωμαϊκή βουλιμία: θα καταστραφεί συθέμελα.
Οι άπειροι καλλιτεχνικοί θησαυροί της θα λεηλατηθούν, άλλοι θα καταστραφούν και
η γη της θα μεταβληθεί σε AGER PUBLICUS. Η Ελλάδα θα πάψει να υπάρχει ελεύθερη.
Το τελευταίο προπύργιο ανεξαρτησίας παύει να υπάρχει και μαζί παύει να υπάρχει
μια από τις πιο ένδοξες ελληνικές πόλεις.
Το 44 π.Χ. όμως, η πόλη, με προσωπική παρέμβαση του Καίσαρα, ανοικοδομείται
και σύντομα αρχίζει να πλησιάζει - οικονομικά - την λαμπρότητα του παρελθόντος.
Το 10 μ.Χ. ο θεμελιωτής του Χριστιανισμού Παύλος, θα περπατήσει και
θα ζήσει στην Κόρινθο, την οποία θα αγαπήσει και θα απευθύνει στους Κορίνθιους
πιστούς δύο από τις πιο εμπνευσμένες επιστολές του και θα γίνει ο πολιούχος Άγιος
της πόλης. Εδώ θα οικοδομηθεί και ένας από τους ωραιότερους ναούς προς τιμήν του,
μετά τον καταστροφικό σεισμό του 1928.
Η Κόρινθος την περίοδο αυτή είναι, μαζί με την Πάτρα και την Θήβα,
ένα από τα σημαντικότερα κέντρα μεταξουργίας και ύφανσης μεταξωτών υφασμάτων.
Η όλη δραστηριότητα των υφαντουργικών αυτών εργαστηρίων είναι υπό τον άγρυπνο
έλεγχο αυτοκρατορικών αξιωματούχων και αρκετά αποτελούν αυτοκρατορική (δημόσια)
περιουσία. Για να αποφευχθούν οι διάφορες βαρβαρικές εισβολές τειχίστηκε με ισχυρό
τείχος ο Ισθμός το 546 από τον Ιουστινιανό. Παρόλα αυτά δέχτηκε πολλές επιδρομές
από Σλάβους, Γότθους και Άραβες. Τους τελευταίους εξόντωσε το 883 μ.Χ. ο ναύαρχος
του Βυζαντινού Στόλου Ωορύφας που μετέφερε ολόκληρο τον στόλο του από τον Σαρωνικό
στον Κορινθιακό κόλπο μέσω του Δίολκου εντός μιάς νύκτας!
Το 1147 όμως η πόλη κουρσεύτηκε από τους Νορμανδούς που απήγαγαν
όλους σχεδόν τους υφαντουργούς της και τους μετέφεραν στην Σικελία. Έκτοτε η πόλη
ακολουθεί καθοδική πορεία και πέφτει στα χέρια των Φράγκων. Μιά αναλαμπή ήταν
η Δεσποτεία του Λέοντα Σγουρού που αντιμετώπισε τους Φράγκους και βρήκε ηρωικό
θάνατο. Το 1395 θα περιέλθει στο Δεσποτάτο της Πελοποννήσου, αλλά το 1397 θα πουληθεί
στους Ιωαννίτες Ιππότες.
Το 1459 έπεσε στα χέρια των Τούρκων και παρέμεινε στην κατοχή τους
ως το 1823 οπότε απελευθερώθηκε και για σύντομο χρονικό διάστημα έγινε η πρώτη
πρωτεύουσα του νέου ελληνικού κράτους, και στα δημόσια κτίριά της κυμάτισε για
πρώτη φορά η ελληνική σημαία, με τον Σταυρό και τις 9 γαλάζιες και άσπρες λουρίδες,
η οποία και σήμερα είναι η επίσημη σημαία της Ελλάδας.
Το 1858, στις 9 Φεβρουαρίου, ισχυρός σεισμός με επίκεντρο μόλις 1000
μέτρα από τον Ακροκόρινθο, ερείπωσε ολόκληρη την πόλη της Κορίνθου, προξενώντας
19 θανάτους. Ηταν η αφορμή για να κτιστεί στο ΝΑ μέρος του Αρχαίου Λιμανιού του
Λεχαίου, στη θέση Σχοινιάς, η νέα πόλη της Κορίνθου με πρωτοποριακό πολεοδομικό
σχέδιο.
Στις 22/4/1928 νέος καταστρεπτικός σεισμός χτύπησε την νέα πόλη. Ευτυχώς
του κυρίου σεισμού, ο οποίος συνοδευόταν από υποχθόνια βουή, προηγήθηκαν ισχυρές
προσεισμικές δονήσεις και έτσι οι κάτοικοι είχαν βγεί από τα σπίτια τους. Πάντως
είκοσι άνθρωπο σκοτώθηκαν. Η πόλη μεταβλήθηκε σε ερείπια. Ανοικοδομήθηκε με τους
πιό πλήρεις αντισεισμκούς κανόνες υπό την επίβλεψη του ΑΟΣΚ (Αυτόνομος Οργανισμός
Σεισμοπαθών Κορίνθου) που σύστησε η κυβέρνηση του Ελ. Βενιζέλου και προικοδότησε
με 75 εκ. δραχμές, τα έσοδα του τότε Καζίνο Λουτρακίου, και ετήσια επιπλέον επιχορήγηση
5 εκατ. Η πληρότητα των αντισεισμικών αυτών κτισμάτων αποδείχτηκε στον μεγάλο
σεισμό του 1981 οπότε κανένα από τα κτίσματα του Οργανισμού δεν έπαθε ζημιές.
Αυτή η γενναιόδωρη συμπεριφορά του Βενιζέλου, παρά τον διχασμό που υπήρχε, ήταν
αποτέλεσμα των άοκνων πιέσεων των Κορίνθιων συνεργατών του, Δημ. Ζαμπάνη, Δημ.
Πετρίδη (υπουργού) και Γεώργιου Ηλιόπουλου, Δημάρχου Κορινθίων. Ακόμα υπάρχει
στην Κόρινθο ένα μοναδικό δείγμα αντισεισμικού κτιρίου όπου εφαρμόστηκε ο αντισεισμικός
κανονισμός της Καλιφόρνιας του 1907. Το κτίριο δομήθηκε το 1932 από τον διάσημο
Αμερικανό αρχιτέκτονα T. Bronderick κατόπιν πρόσκλησης του ιδιοκτήτη Δημ. Ζαμπάνη
Το παρατίθεται τον από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Κορινθίων
ΛΟΥΤΡΑΚΙ (Πόλη) ΚΟΡΙΝΘΙΑ
Ιστορική μαρτυρία για την παρουσία του Λουτρακίου στην αρχαιότητα έχουμε από τον ιστορικό Ξενοφώντα τον Αθηναίο (431-351 π.χ.), ο οποίος στο έργο του «Ελληνικά», αναφερόμενος στο βασιλιά της Σπάρτης Αγησίλαο και στην εκστρατεία του κατά της Περαίας (σημερινής Περαχώρας) κατά τον Κορινθιακό Πόλεμο (395-387 π.χ.), καταγράφει το γεγονός ότι ο Αγησίλαος στρατοπέδευσε και διανυκτέρευσε στα Θερμά. Οι περιγραφές των χώρων, συνδυασμένες με τα ιστορικά γεγονότα και τα αρχαιολογικά ευρήματα, δεν αφήνουν καμία αμφιβολία ότι πρόκειται για την περιοχή του σημερινού Λουτρακίου. Κατά την περίοδο της Ρωμαιοκρατίας εξάλλου, οι ιστορικές πηγές αναφέρουν ότι με τα ιαματικά νερά του Λουτρακίου γιατρεύτηκε ο στρατηγός Σύλλας. Τη σημαντικότητα της περιοχής, μαρτυρεί και η ανέγερση εκκλησιών γύρω από τις ιαματικές πηγές στη Βυζαντική περίοδο.
Στα νεώτερα χρόνια, τα νερά του Λουτρακίου έχουν συγκεντρώσει διεθνώς το ενδιαφέρον του Ιατρικού κόσμου, αφού θεωρούνται εφάμιλλα με τα διάσημα νερά του Vichi, του Evian, και του Perrie. Αφήνοντας πίσω το κοσμοπολίτικο Λουτράκι, σε απόσταση μόνο 12 χλμ. συναντάμε το ιστορικό και όμορφο χωριό της Περαχώρας, που φημίζεται για τα καλά κρασιά της και τα γραφικά ταβερνάκια της. Στην αρχαιότητα ονομαζόταν «Περαία» και είχε κατοικηθεί ήδη από τους προϊστορικούς χρόνους, όπως μαρτυρούν μεσοελλαδικοί και υστεροελλαδικοί χώροι που έχουν ανασκαφεί στην ευρύτερη περιοχή. Αρχικά η περιοχή αυτή ανήκε στους Μεγαρείς από τους οποίους την απέσπασαν οι Κορίνθιοι οπότε και άρχισε η μεγάλη ακμή της Περαίας, αδιάψευστοι μάρτυρες της οποίας αποτελούν τα ερείπια της οχύρωσης της Αρχαίας Οινόης (Σχοίνος) καθώς και τα ερείπια της οχύρωσης αλλά και των κλασικών τάφων του Περαίου (περιοχή Ασπροκάμπου).
Η σημαντικότερη όμως εγκατάσταση σημειώθηκε βορειοδυτικά της Περαχώρας, στη Λίμνη της Βουλιαγμένης η «Εσχατιώτις» όπως ονομαζόταν τότε. Εκεί υπάρχει το περίφημο Ηραίον, με τον αρχαίο οικισμό του και τα δύο ιερά της Ήρας Ακραίας και Ήρας Λιμενίας (9ος και 8ος αι. αντίστοιχα), στα οποία αποκαλύφθηκαν σημαντικότατα ευρήματα, όπως ομοιώματα ναών, είδη κεραμικής τέχνης, αργυρά και χρυσά νομίσματα, χάλκινα σκεύη και πολλές σφραγίδες. Τη σημαντικότητα του χώρου μαρτυρούν οι κρήνες, οι δρόμοι και οι δεξαμενές που υποδηλώνουν την ύπαρξη εξελιγμένου υδροσυλλεκτικού συστήματος.
Αλλά και στη νεώτερη Ελληνική Ιστορία η σημερινή περιοχή του Δήμου Λουτρακίου-Περαχώρας διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο, τόσο κατά την Επανάσταση του 1821 όσο και μετά τη σύσταση του Ελληνικού κράτους. Η συμμετοχή των κατοίκων της περιοχής στον Αγώνα ήταν πολύτιμη ενώ η γεωγραφική θέση της περιοχής βοήθησε σημαντικά. Οι κάτοικοι της περιοχής με όνομα Δερβενοχωρίτες, πήραν μέρος σε όλες τις μάχες της περιοχής και συνέτριψαν τη στρατιά του Δράμαλη στην ονομαστή μάχη της Περαχώρας (25-27 Σεπτεμβρίου 1822). Μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια (27.9.1831) τα γεγονότα που ακολούθησαν είχαν ως επίκεντρο την Περαχώρα και το Λουτράκι, ενώ οι αντιπολιτευόμενοι έκαναν την Περαχώρα κέντρο της αντιπολιτευόμενης δραστηριότητάς τους υπό τον Ι. Κωλέττη. Στα όριά του ο Δήμος περιλαμβάνει και την περιοχή της Ισθμίας στις ακτές του Σαρωνικού, πόλη ονομαστή από την αρχαιότητα για τους περίφημους αγώνες που οργανώνονταν εκεί, τα «Ίσθμια».
ΚΟΡΙΝΘΟΣ (Αρχαία πόλη) ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ
. . . Next to these in the line were five thousand Corinthians, at whose desire Pausanias permitted the three hundred Potidaeans from Pallene then present to stand by them.
The following took part in the war: from the Peloponnese, … the Corinthians the same number (of ships) as at Artemisium
The Corinthians furnished forty ships
The Hellenes who awaited the Persians in that place were these: three hundred Spartan armed men; one thousand from Tegea and Mantinea, half from each place; one hundred and twenty from Orchomenus in Arcadia and one thousand from the rest of Arcadia; that many Arcadians, four hundred from Corinth, two hundred from Phlius, and eighty Mycenaeans. These were the Peloponnesians present; from Boeotia there were seven hundred Thespians and four hundred Thebans.
This extract is from: Herodotus, with an English translation by A. D. Godley. Cambridge. Harvard University Press
Cited Sept 2002 from Perseus Project URL below, which contains comments & interesting hyperlinks.
ΣΙΚΥΩΝ (Αρχαία πόλη) ΚΟΡΙΝΘΙΑ
. . . Next to these were six hundred Arcadians from Orchomenus, and after them three thousand men of Sicyon.
The following took part in the war: from the Peloponnese, … the Sicyonians furnished fifteen ships
The Sikyonians furnished twelve ships
ΦΛΙΟΥΣ (Αρχαία πόλη) ΝΕΜΕΑ
. . . then four hundred from Mycenae and Tiryns, and next to them one thousand from Phlius. By these stood three hundred men of Hermione.
The Hellenes who awaited the Persians in that place were these: three hundred Spartan armed men; one thousand from Tegea and Mantinea, half from each place; one hundred and twenty from Orchomenus in Arcadia and one thousand from the rest of Arcadia; that many Arcadians, four hundred from Corinth, two hundred from Phlius, and eighty Mycenaeans. These were the Peloponnesians present; from Boeotia there were seven hundred Thespians and four hundred Thebans.
Λάβετε το καθημερινό newsletter με τα πιο σημαντικά νέα της τουριστικής βιομηχανίας.
Εγγραφείτε τώρα!