Η μυκηναϊκή ακρόπολη της Τίρυνθας δεσπόζει πάνω σε ένα βραχώδη λόφο, στο μυχό του αργολικού κόλπου και σε μικρή απόσταση από το Ναύπλιο. Με το ανακτορικό της συγκρότημα που περικλείεται μέσα στα ισχυρά επιβλητικά της τείχη, για τα οποία ο Όμηρος τη χαρακτηρίζει «τειχιόεσσα», η Τίρυνθα αντιπροσωπεύει, μαζί με τις Μυκήνες και το ανάκτορο του Νέστορα, το απόγειο του μυκηναϊκού πολιτισμού, του θεμέλιου λίθου της αρχαίας Ελλάδας.
Ο λόφος της Τίρυνθας πρωτοκατοικήθηκε στη Νεολιθική περίοδο, περίπου από το 5000 π.Χ. και έκτοτε παρουσιάζει αδιάλειπτη συνέχεια στην κατοίκηση, όπως μαρτυρούν οι αλλεπάλληλοι οικισμοί της Εποχής του Χαλκού. Αν και τα μεγάλης κλίμακας έργα της Μυκηναϊκής εποχής κατέστρεψαν σχεδόν ολοσχερώς τα προγενέστερα κατάλοιπα, διασώθηκε εντούτοις στο ψηλότερο σημείο του λόφου ένα τεράστιο κυκλικό κτίριο διαμέτρου 28 μ., που χρονολογείται στο α΄ μισό της 3ης χιλιετίας π.Χ. και αποτελεί ένα σπάνιο όσο και αινιγματικό εύρημα.
Η οχύρωση του λόφου ξεκίνησε το 14ο αι. και ολοκληρώθηκε στα τέλη του επόμενου. Τα ισχυρά τείχη, που η περίμετρός τους αγγίζει τα 750 μ. και το πλάτος τους κυμαίνεται από 4.5 έως 7 μ., περιέτρεχαν το λόφο, με μια διάταξη που διαιρούσε το χώρο σε τρία επίπεδα διαμόρφωσης: την άνω, μέση και κάτω ακρόπολη. Παλαιότερο από αυτό των Μυκηνών και το επιβλητικότερο των μυκηναϊκών ακροπόλεων, το οχυρωματικό τείχος της Τίρυνθας θυμίζει εύγλωττα το χαρακτηρισμό κυκλώπεια τείχη, που οι αρχαίοι Έλληνες απέδωσαν στη μυκηναϊκή τοιχοδομία: μόνο οι μυθικοί Κύκλωπες θα μπορούσαν να έχουν την τιτάνια δύναμη που χρειαζόταν για να μετακινηθούν οι τεράστιοι ογκόλιθοι των τειχών αυτών.
Η περιτειχισμένη περιοχή περιέκλειε το τοιχογραφημένο ανάκτορο και τους δημόσιους χώρους, ενώ η πόλη, οργανωμένη σε οικοδομικά τετράγωνα συνολικής έκτασης περίπου 250 στρεμμάτων, εκτεινόταν εκτός των τειχών και γύρω από την ακρόπολη. Ειδικά διαμορφωμένοι διάδρομοι, οι λεγόμενες σύριγγες, οδηγούσαν στους αποθηκευτικούς και εργαστηριακούς χώρους και διευκόλυναν την επικοινωνία εντός και εκτός των τειχών, ενώ ειδικά σχεδιασμένες εγκαταστάσεις εξασφάλιζαν ασφαλή και συνεχή ανεφοδιασμό σε νερό. Τα χαρακτηριστικά αυτά, που απαντούν και στις Μυκήνες, καθιστούσαν τις δύο μεγαλύτερες ακροπόλεις της Αργολίδας πραγματικά απόρθητα φρούρια, ικανά να αντέξουν μακροχρόνιες πολιορκίες, αποθαρρύνοντας τυχόν επίδοξους εισβολείς.
Η τύχη της Τίρυνθας ακολούθησε εκείνη των Μυκηνών· μετά την πτώση του μυκηναϊκού ανακτορικού πολιτισμού γύρω στα 1200 π.Χ., η ακρόπολη της Τίρυνθας μετατράπηκε σε χώρο λατρείας. Όταν ο περιηγητής Παυσανίας επισκέφτηκε την Τίρυνθα το 2ο αι.μ.Χ., αντίκρισε σωρούς ερειπίων σε μια ερημωμένη περιοχή.