Είναι το δεύτερο σε μέγεθος νησί του
Αιγαίου
μετά την
Κρήτη. Το επίμηκες
νησί της Εύβοιας, μήκους 175 χιλιομέτρων βρίσκεται αντίκρυ στη
Στερεά
Ελλάδα, σε όλο το μήκος των ανατολικών ακτών της, από το ακρωτήριο Κήναιο,
που εισχωρεί στον
Μαλιακό κόλπο
και το ακρωτήριο Αρτεμίσιο, που βλέπει την είσοδο του
Παγασητικού
κόλπου, μέχρι τον
όρμο της
Καρύστου που, μαζί με το νότιο άκρο της
Αττικής,
αποτελούν τις πύλες που οδηγούν στο αρχιπέλαγος των
Κυκλάδων.
Στο μήκος της οφείλει και το όνομα "Μάκρις", ένα από τα ονόματα με το
οποίο, σύμφωνα με τον Στράβωνα, ήταν γνωστή στην αρχαιότητα. Την Εύβοια και τη
Στερεά τη χωρίζουν ο
βόρειος
και ο
νότιος Ευβοϊκός κόλπος,
οι οποίοι στο ύψος της
Χαλκίδας
στενεύουν σχηματίζοντας τον
πορθμό
του Ευρίπου, γέφυρα ανάμεσα στον νησί και την ηπειρωτική
Ελλάδα
και αντικείμενο θαυμασμού και έρευνας ήδη από τους πρώτους ιστορικούς χρόνους
εξαιτίας του φαινομένου της παλίρροιας.
Η Εύβοια χωρίζεται σε μικρές φυσικές απομονωμένες περιφέρειες από
τους μεγάλους και απότομους ορεινούς όγκους που καταλαμβάνουν τη μεγαλύτερη έκτασή
της: το
Τελέθριο προς βορράν,
τη
Δίρφη στο κεντρικό τμήμα
της και την
Όχη προς νότον.
Ανάμεσά τους αναπτύσσονται εύφορες πεδιάδες, όπως αυτές του
Λήλαντα
και των
Ψαχνών, μικρές κοιλάδες
και παράκτιες λωρίδες ορμίσκων (
όρμος
Καρύστου,
Στύρα κ.α.)
αποτέλεσαν ιδεώδεις χώρους για την πρώτη εγκατάσταση του ανθρώπου και την ανάπτυξη
οικισμών και κάθε είδους δραστηριοτήτων, όπως η γεωργία, η υλοτομία, η αλιεία
και το εμπόριο. Το ίδιο το πέτρωμα της Εύβοιας (ασβεστολιθικά πετρώματα στο βόρειο
τμήμα, σχιστόλιθος και αμίαντος στην περιοχή της
Καρυστίας
κ.α.) στάθηκε, όπως φαίνεται, η αφορμή για την ανάπτυξη μιας πρώτης μορφής εμπορικής
δραστηριότητας των κατοίκων με σκοπό τη διάθεση οικοδομικού υλικού. Παράλληλα
η μικρή απόσταση από τις ακτές της
Στερεάς
Ελλάδας, αλλά και η απομόνωση των όρμων στις ανατολικές ακτές του νησιού οδήγησαν
στην ανάπτυξη του εμπορίου με αποτέλεσμα την ανάπτυξη της ναυτιλίας και αργότερα
τη δημιουργία αποικιών ανά τη Μεσόγειο.
Όπως έχουν δείξει οι επιφανειακές έρευνες των τελευταίων χρόνων, η
πρώτη διαπιστωμένη παρουσία του ανθρώπου στην Εύβοια τοποθετείται στη μέση παλαιολιθική
περίοδο, 100.000 έως 40.000 χρόνια από σήμερα, ενώ η αρχαιολογική σκαπάνη έχει
αποδείξει την αδιάλειπτη κατοίκηση της Εύβοιας σε όλες τις περιόδους της ιστορίας
(παλαιολιθική, μεσολιθική, νεολιθική, εποχή του χαλκού, προωτοελλαδική, ελλαδική,
μυκηναϊκή, κ.λ.π.). Τέλος, έχει πλέον διαπιστωθεί από την αρχαιολογική και ιστορική
έρευνα ότι, η Εύβοια διαδραμάτισε σημαντικότατο ρόλο από την απώτατη προϊστορία
μέχρι και τους τελευταίους αιώνες της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. Η σπουδαιότητά
της οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στη γεωγραφική θέση και στη γεωμορφολογία του νησιού.
Η Εύβοια έχει έντονο το στοιχείο του δυϊσμού στη φυσική της γεωγραφία.
Είναι νησί, το τρίτο σε έκταση της Ανατολικής Μεσογείου, ταυτόχρονα όμως συνδέεται
με δύο γέφυρες με τη
Στερεά Ελλάδα.
Έτσι είναι ιδανική για να "δραπετεύει" κανείς σε σύντομο χρόνο από την
πολύβουη πρωτεύουσα της
Ελλάδας,
την
Αθήνα, από την οποίαν τη
χωρίζουν 80 χιλιόμετρα.
Το κείμενο (απόσπασμα) παρατίθεται τον Ιούλιο 2003 από τουριστικό φυλλάδιο
(1997) της Νομαρχίας
Εύβοιας.