gtp logo

Πληροφορίες τοπωνυμίου

Εμφανίζονται 6 τίτλοι με αναζήτηση: Ιστορία  στην ευρύτερη περιοχή: "ΚΟΜΟΤΗΝΗ Επαρχία ΡΟΔΟΠΗ" .


Ιστορία (6)

Ανάμεικτα

ΚΟΜΟΤΗΝΗ (Πόλη) ΡΟΔΟΠΗ
  Τέταρτος αιώνας μ.Χ., γύρω στα 395 μ.Χ. τις εύφορες πεδιάδες της Θράκης αλωνίζουν βάρβαροι. Οι διαβάσεις που μέσ’ απ’ τη Ροδόπη οδηγούν στην κοιλάδα του Αρδα, στις πεδιάδες της Φιλιππούπολης και στη βυζαντινή Βερόη, μένουν αφύλακτες. Ένα οχυρό χρειάζεται, στην Εγνατία πλάι, καταφύγιο σε καιρό επιδρομών, ορμητήριο κατά των εχθρών. Το κτίζει ο Θεοδόσιος ο Α μικρό "πόλισμα" στάση για ξεκούραση των ταξιδιωτών και των εμπορικών καραβανιών που διέσχιζαν την Εγνατία, τετράγωνο, χωρίς τάφρο, με δεκάξι συνολικά πύργους, με εγκαταστημένη φρουρά και καλλιμάρμαρο ναό της Παναγίας. 1207 μ.Χ. Ο θηριώδης Τσάρος των Βουλγάρων Σκυλογιάννης καταστρέφει τη Μοσυνούπολη, δεν αφήνει πέτρα πάνω στην πέτρα. Όσοι γλιτώνουν τη σφαγή βρίσκουν καταφύγιο στο μικρό φρούριο-πόλισμα στα ανατολικά. Με τον καιρό η ζωή γύρω του και μέσα του πυκνώνει. Γίνεται πολίχνη και αναφέρεται σε κείμενο για πρώτη φορά τον 14ο αιώνα. Είναι τα Κομοτηνά του Νικηφόρου Γρηγορά ή τα Κουμουτζηνά του Ιωάννη Καντακουζηνού. Ονομασία που την τυλίγουν μύθοι και θρύλοι των γιαγιάδων, των παππούδων, των παλιών αγαπημένων. Να και η αλήθεια. Κουμουτζηνά Βυζαντινό τοπωνύμιο, τα κτήματα του Κουμούτζη (Κουμούτζιν - βυζαντινή λέξη, σημαίνει "όλα μαζί") ή στρατιωτικός τίτλος του κόμητος, που από τη Ρώμη δινόταν στους επικεφαλής των βάνδων (ταγμάτων) Κομητηνά, Κουμητηνά, Κουμουτηνά, Κουμουτζηνά.
  Η βυζαντινή πολίχνη με τον καιρό αποκτά σπουδαιότητα. Σ’ αυτήν αυλίζεται ο αυτοκράτορας Ανδρόνικος ο Γ, για να αποκρούσει τον ηγεμόνα της Σμύρνης Ομούρ. Αυτή γίνεται θέατρο του εμφύλιου σπαραγμού Καντακουζηνών - Παλαιολόγων.
  Το 1361 είναι το τελευταίο έτος που τα Κουμουτζηνά ακούνε σ’ αυτό το όνομα. Υποκύπτουν στην πολιορκία του ελληνικής καταγωγής Χριστιανού εξωμότη Γαζή Εβρενός και το λαϊκό όνομα της πόλης μεταπλάθεται σε Γκουμουλζίνα - Γκιουμουρτζίνα (καρβουνότοπος - τόπος κοίλος, χαμηλός).
  Και το κρατάει η πόλη σ' όλη τη σκοτεινή περίοδο της Τουρκοκρατίας και στα χρόνια της Βουλγαρικής κατοχής που ακολουθούν και σ' αυτά του "περιέργου" σύντομου καθεστώτος της Διασυμμαχικής Διακυβέρνησης από τον Γάλλο στρατηγό Sharpy.
  Το σημερινό της όνομα, που φέρνει στο νου την Κομοτηνή, την κόρη του αρχαίου ζωγράφου Παρασσίου, το χαίρεται η πόλη από τις 14 Μάη του 1920. τότε ο αντιστράτηγος Ζυμβρακάκης και οι άνδρες του, υλοποιώντας μια διπλωματική νίκη των Χαρίσιου Βαμβακά και του Ελευθέριου Βενιζέλου, την ελευθέρωσαν και την ένωσαν με τη μητέρα-Ελλάδα.
  Όμως σ’ όλη τη διάρκεια των δύσκολων χρόνων, ο ελληνικός πληθυσμός κυριαρχούσε στην πόλη, όπως μαρτυρούν όλοι οι περιηγητές που πέρασαν και για κάποιες μέρες ή ώρες ξαπόστασαν για να συνεχίσουν το δύσκολο ταξίδι τους, της διάβασης της Εγνατίας.
  Το 1800 χτίζεται ο ιερός ναός της Κοίμησης της Θεοτόκου, μια ξυλόστεγη τρίκλιτη βασιλική που μέχρι σήμερα είναι ο Μητροπολιτικός Ναός της Κομοτηνής και πρόσφατα αναστηλώθηκε για να συμπληρώνει κι αυτός μαζί με τα άλλα μνημεία την αδιάψευστη μαρτυρία της περιπέτειας αυτού του τόπου στους αιώνες.
(κείμενο: Βίκυ Τριανταφυλλιά)
Το κείμενο (απόσπασμα) παρατίθεται τον Σεπτέμβριο 2003 από τουριστικό φυλλάδιο της Νομαρχίας Ροδόπης.

Αξιόλογες επιλογές

Οχυρό Νυμφαίας

ΝΥΜΦΑΙΑ (Χωριό) ΚΟΜΟΤΗΝΗ

Σελίδες επίσημες

ΚΟΜΟΤΗΝΗ (Πόλη) ΡΟΔΟΠΗ
  Στο κέντρο της Θράκης, η φορτωμένη με ιστορία Κομοτηνή φέρει στο ίδιο της το όνομα τη Βυζαντινή της καταγωγή.
  Η πόλη αναφέρεται από τους ιστορικούς του 14ου αιώνα. Πρώτος ο αυτοκράτορας και ιστορικός Καντακουζηνός την αναφέρει με την ονομασία «Κουμουτζηνά». Ο Νικηφόρος Γρηγοράς, ονομάζει «Κομοτηνά» την πολίχνη όπου στρατοπέδευσε ο αυτοκράτορας.
  Ο καθηγητής Στίλπων Κυριακίδης, μας έδωσε την πιο έγκυρη ετυμολογία: την εποχή εκείνη η κατάληξη «-ηνά» δήλωνε τα κτήματα κάποιου. Προφανώς ενός Κουμούτζη που είχε κτήματα στην περιοχή και προτείνει επίσης την προέλευση αυτού από το Κόμης, που είναι αξίωμα και δικαιολογεί την ιδιοκτησία.
  Στα χρόνια του Βυζαντίου αναπτύχθηκε ιδιαίτερα η γύρω περιοχή και στο όρος Παπίκιο άνθησαν μοναστικά κέντρα όπου αποσύρθηκαν προσωπικότητες όπως ο Αλέξιος, γιος του Εμμανουήλ του Α' Κομνηνού (1191) και ο Γρηγόριος Παλαμάς (1316). Όταν ο Τσάρος της Βουλγαρίας Καλογιάννης, κατέστρεψε τον 13ο αιώνα τις πιο κοντινές ανεπτυγμένες πόλεις και κυρίως τη Μοσυνούπολη, η Κομοτηνή γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη.
  Καταλαμβάνεται το 1361 από τους Οθωμανούς και μετονομάζεται σε Γκιουμουλτζίνα, που είναι παραφθορά του βυζαντινού Κουμουτζηνά. Κατά την τουρκοκρατία συνεχίζει να αναπτύσσεται και το 1899 γίνεται έδρα Διοίκησης. Στις 14 Μαΐου 1920 ενσωματώνεται οριστικά στη ελληνική επικράτεια.
  Στη νεότερη ιστορία η ανάπτυξη της Κομοτηνής ενδυναμώνεται με τον ερχομό των προσφύγων από την Ανατολική Θράκη, την Μικρά Ασία και τον Πόντο. Η θέση σχεδόν πάνω στην Εγνατία οδό την καθιστά διεθνές πέρασμα εδώ και αιώνες.
  Σήμερα είναι μία από τις πόλεις όπου λειτουργεί το Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης και έδρα των Πρυτανικών Αρχών του, ενώ βρίσκεται κοντά σε μία υπό ανάπτυξη Βιομηχανική Περιοχή και αποτελεί την έδρα της Περιφέρειας Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης.

Το κείμενο παρατίθεται τον Νοέμβριο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα της Δήμου Κομοτηνής


  Τα τεκμήρια για την ύπαρξη αρχαίου πολίσματος στην θέση της σημερινής Κομοτηνής, οδηγούν στα πρωτοχριστιανικά χρόνια: το φρούριο της, ο επιτύμβιος βωμός του 4ου αι. μ.Χ., το ελληνιστικής εποχής δωρικό κιονόκρανο και η εικονιστική κεφαλή (πορτραίτο) που χρονολογείται στο τελευταίο τέταρτο του 2ου αι. μ.Χ. Είναι όμως, πολύ πιθανό, και στο σημείο αυτό συγκλίνουν οι απόψεις αρκετών ιστορικών, να προϋπήρχε κάποιος οικισμός, έστω και ατείχιστος, ώστε, εάν σήμερα, ισχυρισθούμε ότι η Κομοτηνή έχει ιστορία δύο χιλιετιών, δεν θα ήμασταν μακριά από την ιστορική αλήθεια.
  Η θέση της πάνω στην Εγνατία οδό, η οποία συνέδεε το Δυρράχιο με την Κωνσταντινούπολη, της έδιδε προνόμια "ιδίως οικονομικού χαρακτήρα", ώστε, σταδιακά, εξελίχτηκε και εμφανίστηκε στον ορίζοντα της τοπικής ιστορίας, στην σκιά βέβαια της γειτονικής της Μαξιμιανούπολης (στα νεότερα χρόνια Μοσυνούπολης), η υπεροχή της οποίας, μέχρι την καταστροφή της από τους Βουλγάρους, ήταν αδιαμφισβήτητη.
  Οι επόμενες, χρονικά, μαρτυρίες θα καταγραφούν πολύ αργά, στον 14ο αι. μ.Χ., όταν η ακρωτηριασμένη βυζαντινή αυτοκρατορία, σπαρασσόταν από τις εμφύλιες διαμάχες και τις εχθρικές επιθέσεις στα σύνορά της. Ο ιστορικός και αυτοκράτορας Ιωάννης Στ' ο Καντακουζηνός και ο σύγχρονός του Νικηφόρος Γρήγορος αναφέρονται, ο μεν πρώτος στο "Κουμουτζηνά πόλισμα", ενώ ο δεύτερος στην πολίχνη με την ονομασία "Κομοτηνά" ή "Κομοτηνή". Η πρώτη μαρτυρία, του έτους 1331 μ.Χ., συνδέεται με το περιστατικό της συνάντησης στην σημερινή εκτεταμένη πεδιάδα "όπου η Μονή Βαθυρρύακος" των στρατευμάτων του αυτοκράτορα Ανδρόνικου Γ' και του ηγεμόνα της Σμύρνης Ομούρ, η οποία είχε αίσια κατάληξη, αφού τα στρατεύματα του δεύτερου, αποχώρησαν χωρίς να πολεμήσουν. Το έτος 1343 μ.Χ. η Κομοτηνή, όπως και οι υπερασπιστές των γειτονικών φρουρίων Ασώματος, Παραδημή, Κρανοβούνιο και Στυλάριο προσχωρούν στον Καντακουζηνό για να συμμετάσχουν στον καταστροφικό εμφύλιο πόλεμο, ο οποίος διήρκεσε έως το 1347 και ουσιαστικά προετοίμασε το έδαφος για την κατάληψη της περιοχής από τους Τούρκους.
  Στα 1363, κατά την πιθανότερη σήμερα εκδοχή, ο εξισλαμισμένος Έλληνας άρχοντας, Γαζή Εβρενός Μπέη, στην κατακτητική του πορεία από τα Ύψαλα προς την Θεσσαλονίκη, εισέρχεται στην Κομοτηνή και εγκαθιδρύει την οθωμανική κυριαρχία, η οποία επρόκειτο να διαρκέσει πεντέμισι αιώνες. Όπως μαρτυρεί οθωμανικό κατάστιχο, η διαδικασία αλλαγής του εθνικού χαρακτήρα της πόλης δεν ήταν εύκολη ούτε και σύντομη. Σύμφωνα λοιπόν με το κατάστιχο, στα 1530, δύο σχεδόν αιώνες μετά την κατάκτηση, στην πόλη λειτουργεί μόλις ένα τζαμί και μερικά μεστζίτια. Την ίδια εποχή, στα 1548, ο περιηγητής Pierre Belon, που την επισκέφτηκε μας πληροφορεί ότι κατοικείται από Έλληνες και λίγους Τούρκους, θα χρειαστεί να ακολουθήσουν στους επόμενους αιώνες μαζικοί εποικισμοί με μουσουλμάνους της Ανατολίας, καθώς και η προσχώρηση των Πομάκων στο Ισλάμ, για να αλλοιωθεί η φυσιογνωμία της Κομοτηνής.
  Οι συνθήκες ζωής των χριστιανών, κατά τις διασωθείσες μαρτυρίες, είναι αφόρητες. Ο Τούρκος περιηγητής Εβλιγιά Τσελεμπί, που επισκέπτεται την πόλη στα μέσα του 17ου αι., ενώ είναι γλαφυρότατος στην περιγραφή της, για τους Έλληνες δεν αναφέρει ούτε και αν υπάρχουν, κάτι, που μόνο έμμεσα συνάγεται!
   Σύμφωνα με περιστατικό που κατέγραψε ο Αγγλος περιηγητής Clarke (1801), ο ίδιος και η συνοδεία του λιθοβολήθηκαν στους δρόμους της Κομοτηνής από τον τουρκικό όχλο, αλλά και από τους χριστιανούς, οι οποίοι όφειλαν να συμμερίζονται τις ορέξεις των δυναστών τους. Όταν δε, εισήλθε στο κατάστημα ενός Έλληνα αργυροχόου, αυτός προς δημιουργία εντυπώσεων, ύψωσε την φωνή του και τους απέπεμψε με άσχημο τρόπο. Ψιθυρίζοντας, όμως, τους είπε ότι θα μπορούσαν να συναντηθούν στο χάνι... Τα δύο περιστατικά δίνουν μια αμυδρή και στιγμιαία μόνο εικόνα του ψυχολογικού κλίματος, μέσα στο οποίο ζούσαν οι Έλληνες.
  Αλλά, στην διάρκεια του 19ου αι. σημαντικές εξελίξεις, όπως η ελληνική επανάσταση, οι μεταρρυθμίσεις του Χάττι Χουμαγιούν και η προοδευτική εξασθένιση της οθωμανικής παντοδυναμίας, δίνουν περιθώριο προόδου στα υπόδουλα έθνη. Στο τελευταίο τέταρτο του αιώνα και στις αρχές του 20ου αι. η ελληνική αστική κοινότητα της Κομοτηνής κατέχει τα σκήπτρα του εισαγωγικού και εξαγωγικού εμπορίου, που διενεργείται πλέον μέσω του σιδηροδρόμου. Τα άφθονα προϊόντα της πεδιάδας (καπνός, σιτηρά κ.ά.) διακινούνται από Έλληνες εμπόρους, οι οποίοι πλουτίζουν σύντομα και αγοράζουν μεγάλα αγροκτήματα (τσιφλίκια), που συναπαρτίζουν εκτάσεις χιλιάδων στρεμμάτων και σημαντικό ποσοστό της συνολικής τότε καλλιεργήσιμης γης. Χτίζουν τους πρώτους ατμόμυλους, το αλεύρι των οποίων καλύπτει τις ανάγκες της περιοχής. Όμορφα αρχοντικά, "ορισμένα σώζονται ως σήμερα" ιδιοκτησίες πλουσίων της πόλης, δίνουν το μέτρο της οικονομικής προόδου.
  Αν και ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος (1877-78) προκαλεί την μαζική εγκατάσταση δεκάδων χιλιάδων μουσουλμάνων προσφύγων (τότε ιδρύονται νέες συνοικίες), εν τούτοις η πρόοδος των χριστιανών δεν αναχαιτίζεται.
  Στον πνευματικό τομέα έχουν επίσης να επιδείξουν θεαματικά αποτελέσματα. Στα 1885 λειτουργεί ο σύλλογος "ΟΜΟΝΟΙΑ" στους κόλπους του οποίου νέοι της Κομοτηνής δίνουν θεατρικές παραστάσεις και συναυλίες, ενώ παράλληλα, πολυποίκιλη δραστηριότητα ασκεί και η Αδελφότης Κυριών. Στην πόλη κυκλοφορούν αδιάλειπτα όλες οι ελληνικές εφημερίδες της Κωνσταντινούπολης. Μεγάλοι ευεργέτες φροντίζουν με δωρεές τους, για την εύρρυθμη λειτουργία των σχολείων.
  Οι φιλομαθέστεροι μαθητές συνέχιζαν τις σπουδές τους στα εκπαιδευτήρια της Αδριανούπολης και στην συνέχεια στα πανεπιστήμια της Ευρώπης. Ενδεικτικό της πνευματικής κίνησης, είναι το γεγονός ότι από την Κομοτηνή καταγόταν μια από τις πρώτες γυναίκες γιατρούς της Θράκης (μόνο στην Αδριανούπολη υπήρχε προηγούμενο). Πρόκειται για την Βικτωρία Μαργαριτοπούλου.
  Την κατάσταση καταγράφει ο διεθνής εμπορικός οδηγός Annaire de commerce Didot-Rottin του 1912, σύμφωνα με τον οποίο στην Κομοτηνή υπάρχουν 33 Έλληνες επιστήμονες, τραπεζίτες και έμποροι, 6 Αρμένιοι, 4 Ιουδαίοι, 3 Οθωμανοί και κανείς Βούλγαρος.
  Στην δεκαετία του 1910, η μακρόχρονη βουλγαρική κατοχή και το σχέδιο για τον πλήρη εκβουλγαρισμό της περιοχής, είχαν καταστρεπτικές συνέπειες στους χριστιανούς αλλά και στους μουσουλμάνους της Θράκης. Κατά την έκφραση της εποχής, η Θράκη μετετράπη σε απέραντη "κοιλάδα κλαύθμωνος".
  Το σύντομο χρονικό των γεγονότων αρχίζει με τον Α' Βαλκανικό πόλεμο (1912-13), την ήττα της Τουρκίας και την κατάληψη της Κομοτηνής από τα βουλγαρικά στρατεύματα. Οι υπερβολικές αξιώσεις της Βουλγαρίας σε βάρος των συμμάχων της οδηγούν στον Β' Βαλκανικό πόλεμο και την συντριβή της από τα ελληνικά και σερβικά στρατεύματα. Στις 14 Ιουλίου του 1913, εισέρχεται στην πόλη, μέσα σε ατμόσφαιρα ξέφρενου ενθουσιασμού, ο ελληνικός στρατός και στο Διοικητήριο της (σημερινό δικαστικό μέγαρο) κυματίζει η ιστορική σημαία της πόλης την οποία κατασκεύασαν την προηγούμενη νύχτα οι γυναίκες της Κομοτηνής. Η συνθήκη του Βουκουρεστίου (28 Ιουλίου 1913) επιδικάζει την περιοχή στην ηττημένη Βουλγαρία και την αρχική χαρά των κατοίκων της διαδέχεται η απόγνωση. Παρά τις απεγνωσμένες εκκλήσεις των Θρακών για την ανάληψη στρατιωτικής δράσης, η ελληνική κυβέρνηση επιμένει στον σεβασμό της συνθήκης. Ενώπιον του κινδύνου της επιστροφής του βουλγαρικού στρατού, οι χριστιανοί και οι μουσουλμάνοι ενωμένοι, ιδρύουν για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας την βραχύβια Δημοκρατία της Γκιουμουλτζίνας, με πρωτεύουσα την Κομοτηνή. Η βουλγαρο-τουρκική συνθήκη της Κωνσταντινούπολης στις 16 Σεπτεμβρίου 1913, αίρει και τα τελευταία εμπόδια για την στρατιωτική κατάληψη της περιοχής. Τον Οκτώβριο τα βουλγαρικά στρατεύματα εισέρχονται στην πόλη. Αλλοι κάτοικοι θα εκτοπισθούν στο εσωτερικό της Βουλγαρίας, άλλοι θα φυλακιστούν και άλλοι θα καταφέρουν να διαφύγουν στις πόλεις της ελεύθερης Ελλάδας, όπου περιπλανιόντουσαν πένητες και αβοήθητοι.

Το κείμενο παρατίθεται τον Νοέμβριο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα της Δήμου Κομοτηνής


ΜΑΡΩΝΕΙΑ (Χωριό) ΚΟΜΟΤΗΝΗ
  Για την Νέα Μαρώνεια δεν είναι βεβαιωμένο το πότε κτίστηκε. Έχουμε μόνον την γνώμη του γιατρού-ιστορικού Μελίρρυτου ο οποίος έγραψε ένα βιβλίο και το τύπωσε το 1871 στην Κωνσταντινούπολη όπου αναφέρει ότι η νέα Μαρώνεια άρχισε να κτίζεται στις αρχές του 16ου αιώνα δηλαδή πριν 500 χρόνια. Πράγμα που αμφισβητείται. Μας λέει δε εκτός των άλλων πως η Μαρώνεια είναι μικρά κώμη αλλά κομψή κατά τας οικοδομάς «εσχάτως ανανεωθείσας και ολονέν κομψευομένας» και πως έχει 2000 περίπου κατοίκους καταγινομένους εις την γεωργίαν, δενδροφυτείαν, αμπελουργίαν, κτηνοτροφίαν και μεταξουργίαν.
  Η Μαρώνεια στις αρχές του αιώνα μας είχε την εμφάνιση μιας πλούσιας και κομψής κωμοπόλεως. Στήθηκαν βρύσες, καμπαναριό ανάμεσα στις δυο εκκλησιές, το σχολείο δωρεά των αδελφών Χατζέα, και τα εμβάσματα από τους ξενιτεμένους Μαρωνίτες από χρόνο σε χρόνο περίσσευαν.
  Και ήρθαν οι βαλκανικοί πόλεμοι.
  Οκτώβρης του 1912. Η Μαρώνεια και ολόκληρη η Δυτική Θράκη καταλαμβάνεται από τους Βούλγαρους. Τον Ιούλιο του 1913 απελευθερώνεται από τον Ελληνικό Στρατό και αγήματα του Ελληνικού στόλου αποβιβάζονται στην Παλαιοχώρα στο λιμάνι της αρχαίας Μαρώνειας. Η χαρά και τα πανηγύρια κράτησαν λίγες μέρες γιατί με τη συνθήκη του Βουκουρεστίου η Δυτική Θράκη επιδικάστηκε στην Βουλγαρία και οι ελληνικές δυνάμεις αποχώρησαν. Τότε ένας μεγάλος αριθμός Ελλήνων της Θράκης, έχοντας ακόμη πικρή την γεύση της Βουλγαρικής κατοχής που προηγήθηκε, πήραν το δρόμο της προσφυγιάς. Η Μαρώνεια (όπως και η Κύρκη) ερημώθηκε τελείως. Οι περισσότεροι κατέφυγαν στη Σαμοθράκη, τη Θάσο και την Καβάλα ακόμη και τον Βόλο ή σε χώρες του εξωτερικού.
  Αρχισαν να επιστρέφουν λίγοι-λίγοι από το 1919 για να ολοκληρωθεί η παλιννόστηση με την υπογραφή της συνθήκης των Σεβρών, με την οποία η Δυτική Θράκη έγινε οριστικά μέλος της Ελληνικής Επικράτειας.
  Δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος, νέα βουλγαρική κατοχή και νέα ερήμωση της Μαρώνειας που αρχίζει να ξαναζεί από το 1950 και δώθε.
  Ο δικηγόρος Νίκος Νικολαϊδης που πέρασε τα παιδικά του χρόνια στην Μαρώνεια μαζί με τους γονείς του και τον αδελφό του Γιώργο Νικολαϊδη γνωστό γλύπτη καθηγητή της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών γράφει μεταξύ άλλων: Την Μαρώνεια την χαρακτηρίζει μια μοναδικότητα, όχι μόνο μέσα στον θρακικό αλλά και στον Πανελλήνιο χώρο.
  Πέρσες, Μακεδόνες, Ρωμαίοι, Τούρκοι και Βούλγαροι δεν κατόρθωσαν να απορροφήσουν τους κατοίκους της. Δεν κατόρθωσαν να την σβήσουν.
  Και στάθηκε όρθια μέσα στους αιώνες.
  Όμως μετά τις αλλεπάλληλες ερημώσεις και λόγω και της επέλασης της φυλλοξήρας, τα αμπέλια της καταστράφηκαν. Μόνον κάποια αγρίμια κρυμμένα στις ρεματιές εδώ κι εκεί σώθηκαν, όπου τα ανακαλύψαμε και τα αναπτύσσουμε με την νέα προσπάθεια αναβίωσης του ιστορικού αμπελώνα της Μαρώνειας.
  Με τις γνώσεις και το υψηλό αισθητήριο του Κ. Παύλου Αργυρόπουλου, τον επικεφαλής του οινολογικού τμήματος της "Ευαγγ. Τσάνταλης" αλλά και ψυχής της οινολογικής αξιολόγησης και προσαρμογής τόσο των αγριμιών αυτών όσο και των κοσμοπολίτικων ποικιλιών Chardonnay, Syrah αλλά και άλλων που ακολουθούν, ελπίζεται ότι το γλυκό άδολο θείο πιοτό που τραγούδησε ο Όμηρος, και που η γλυκιά μυρωδιά του στον κρατήρα ευωδίαζε θαυμαστή, να συνεχίσει να πλημμυρίζει πάλι τους σύγχρονους κρατήρες.
Κείμενο: Απόστολος Τάσσου και Μελίνα Τάσσου,
μέλη του Δ.Σ. της «Μαρώνεια Α.Ε. Αμπελουργική Οινοποιητική»

Το απόσπασμα παρατίθεται τον Απρίλιο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Μαρωνείας


ΜΑΡΩΝΕΙΑ (Αρχαία πόλη) ΡΟΔΟΠΗ
  Στα νοτιοανατολικά της Κομοτηνής (30 χλμ.) σε μια πεδιάδα, που την προστατεύει ο 'Ισμαρος (ύψ. 678 μ.) απ' τους βοριάδες, κρύβονται τα λείψανα της αρχαίας Μαρώνειας. Το ήμερο τοπίο, κατάφυτο από ελιές, μυγδαλιές, πεύκα και αγριοκυπαρίσσια, πουρνάρια, πλατάνια, δρυς και κέδρους, αναπαύει το βλέμμα του σημερινού επισκέπτη.
  Η περιοχή κατοικήθηκε από τα νεολιθικά ήδη χρόνια (3η χιλιετία π.Χ.). Στην περίοδο αυτή όσο και στην επόμενη, την πρωτοχαλκή, (2η χιλιετία π.Χ.), είναι αναμφισβήτητη η ύπαρξη επτά, τουλάχιστον, σημαντικών οργανωμένων οικισμών, που η οικονομία τους βασιζόταν στη γεωργία και κτηνοτροφία. Τα αρχαιολογικά δεδομένα (για πρώτη φορά οχυρωμένες ακροπόλεις, κεραμεική) δείχνουν ότι στο τέλος της 2ης χιλιετίας (13ος -12ος αι. π.Χ.) θρακικά φύλα πλημμύρισαν τη χώρα. Σύμφωνα και με την παράδοση τα φύλα αυτά διέσχισαν τη Θράκη κι έφτασαν μέχρι την Τροία. Δεκαοχτώ, τουλάχιστον, θρακικοί οικισμοί εντοπίστηκαν, κυρίως στην ενδοχώρα, με αμφίβολη διάρκεια ζωής. Μερικοί πάντως υπήρχαν και τον 7ο αι. π.Χ. όταν εμφανίστηκαν οι πρώτοι Έλληνες.
  Η πρώτη γραπτή πηγή για τη Μαρώνεια είναι ο Όμηρος. Την αναφέρει σαν πατρίδα του Μάρωνα, ιερέα του Απόλλωνα, που κατοικούσε σ' ένα ιερό άλσος του θεού, γεμάτο δένδρα, στην πόλη 'Ισμαρο. Στην Οδύσσεια αναφέρεται ότι την εποχή του Τρωϊκού πολέμου κατοικούσε εδώ το πολυάνθρωπο γένος των Θρακών Κικόνων που είχαν ιδρύσει, σύμφωνα με τον Στράβωνα, 3 πόλεις: Ξάνθη, Μαρώνεια, 'Ισμαρο. Στην Ιλιάδα εμφανίζονται σαν γενναίοι πολεμιστές να αγωνίζονται, πεζοί ή έφιπποι, στο πλευρό των συμμάχων τους Τρώων κατά των Ελλήνων.
  Μετά τον πόλεμο ο Οδυσσέας σταμάτησε στα μαρωνίτικα ακρογιάλια και φιλοξενήθηκε από τον Κύκλωπα Πολύφημο στη σπηλιά του. Για να γλυτώσει και να ξεφύγει με τους συντρόφους του, μέθυσε τον οικοδεσπότη του με το περίφημο μαρωνίτικο κρασί, που ο Όμηρος εξυμνεί το κόκκινο χρώμα και την ευωδιά του. Σήμερα μια σπηλιά ανάμεσα στα χωριά Προσκυνητές και Μαρώνεια, στην οποία συστηματικές ανασκαφές έφεραν στο φως κεραμεική από τη νεολιθική εποχή μέχρι και τα βυζαντινά χρόνια, ονομάζεται απ' τους ντόπιους «Σπηλιά του Κύκλωπα". Τον 7ο αι. π.Χ. ξεκινάει το κύμα του β' ελληνικού αποικισμού. Η ανάπτυξη αστικής τάξης στις ελληνικές πόλεις και οι αγώνες της εναντίον της αριστοκρατίας, η ανάγκη επέκτασης του εμπορίου και εξεύρεσης νέων πηγών πλούτου οδήγησαν σ' αυτόν. Οι ακτές της Θράκης, του Αιγαίου και των μικρασιατικών παραλίων, ήταν γνωστές στους Έλληνες, γιατί από εκεί προμηθεύονταν ναυπηγήσιμη ξυλεία, πολύτιμα μέταλλα, δούλους. Έτσι άποικοι από την κεντρική και τη νησιώτικη Ελλάδα εγκαθίστανται σ' όλο το μήκος της θρακιώτικης παραλίας και ιδρύουν μια σειρά από ελληνικές πόλεις.
  Η εξαιρετικά προνομιακή γεωγραφική θέση, το εύκρατο μεσογειακό κλίμα και η ευφορία της περιοχής της Μαρώνειας προσέλκυσαν τους Χίους αποίκους, που το α' μισό του 7ου αι. π.Χ. έφτασαν εδώ αναζητώντας καινούρια πατρίδα. Σαν οικιστής της νέας πόλης, που εξελίχθηκε σε μια από τις μεγαλύτερες και αξιολογότερες της Θράκης, φέρεται ο Μάρωνας, γιος του Ευάνθη.
  Η θέση του πρώτου χιώτικου οικισμού είναι μέχρι σήμερα άγνωστη. Από τον καθηγητή Γ. Μπακαλάκη έχει διατυπωθεί η άποψη ότι μία ακρόπολη στην κορυφή του Ισμάρου, Αγ. Γεώργιος, στα Α. της Μαρώνειας πιθανόν να είναι η πρώτη ακρόπολη των Χίων αποίκων. Κτισμένη σε απόκρημνη περιοχή (υψ. 461 μ.), δυνατή και απροσπέλαστη, έχει περίμετρο 1330 μ. Η πολυγωνική τοιχοδομία της Α. πλευράς τη δείχνει προπερσική, ενώ όπως δείχνει ή κεραμεική, δεν αποκλείεται ορισμένα τμήματα της να ανήκουν σε οχυρωμένο οικισμό των θρακών του 13ου-12ου αι. π.Χ. Η ακρόπολη εξακολούθησε να χρησιμοποιείται και μετά την κατασκευή του ισχυρού κλασικού περιβόλου της γειτονικής Μαρώνειας γιατί λόγω της θέσης της την προστάτευε από Α. Δύο μικρά τείχη ξεκινούν από τη μέση της Α. και Δ. πλαγιάς του Αγ. Γεωργίου και καταλήγουν στη θάλασσα, όπου θα υπήρχε λιμάνι. Στη μέση περίπου του Α. σκέλους διατηρείται μικρός περίβολος, για την ενίσχυση της άμυνας στο πεδινό και ευπρόσβλητο αυτό σημείο. Τα σκέλη του τείχους δεν φθάνουν μέχρι την ακρόπολη γιατί οι πλαγιές του λόφου είναι σχεδόν αδιάβατες, προστατευόμενες από πελώριους βράχους. Δεν είναι γνωστό αν η εγκατάσταση των καινούριων κατοίκων έγινε ειρηνικά ή ύστερα από σκληρούς αγώνες με τους Κίκονες, θα πρέπει όμως με την πάροδο του χρόνου να αναπτύχθηκαν φιλικές σχέσεις και ίσως να έγινε και εδώ, όπως στη Θάσο και στη Σαμοθράκη, μια ειρηνική ανάμειξη Ελλήνων και Θρακών. Σ' αυτό πιθανόν οφείλονται τα λίγα γνωστά θρακικά ονόματα από μεταγενέστερες επιγραφές της Μαρώνειας. Βάση της οικονομίας της νέας πόλης με τον πλούσιο ελαιώνα, τα καρπερά αμπέλια, τα δάση και τα βοσκοτόπια ήταν η γεωργία κι η κτηνοτροφία. Ομως γρήγορα οι κάτοικοι στράφηκαν και στο εμπόριο και τη θάλασσα, αφού η θέση της πόλης, κοντά σ' έναν ασφαλή για τα πλοία όρμο, ευνοούσε την ανάπτυξη και σ' αυτούς τους τομείς.
  Δυστυχώς δεν έχουμε στοιχεία για τη ζωή στα αρχαϊκά χρόνια. Μπορούμε όμως να συμπεράνουμε ότι, καθώς οι Μαρωνίτες έρχονταν από τη Χίο, όπου ήδη οι τέχνες γνώριζαν μεγάλη άνθηση, θα έφεραν μαζί τους μιαν αναπτυγμένη καλλιτεχνική παράδοση. Αψευδείς και μόνοι μάρτυρες τα όμορφα νομίσματά τους πού από το τέλος του 6ου αι. π.Χ. δίνουν μια ιδέα του επιπέδου της τέχνης τους, αλλά και της ήδη αναπτυγμένης οικονομικής ζωής. Η μόνη ιστορική πληροφορία πού έχουμε για την πόλη την περίοδο αυτή είναι η διαμάχη της με τη Θάσο στα μέσα του 7ου αι. π.Χ. για την κατοχή της αποικίας των Θασίων Στρύμης. Όπως φαίνεται, στην περίοδο των περσικών πολέμων, η Μαρώνεια ακολούθησε την τύχη των άλλων ελληνικών πόλεων της Θράκης και υποτάχτηκε στους Πέρσες. Ο Ηρόδοτος μιλώντας για την εκστρατεία του Ξέρξη κατά της Ελλάδος αναφέρει τη Μαρώνεια, γιατί απ' την περιοχή της περνάει η στρατιά του. Μετά τη συντριβή των Περσών, ιδρύεται η α' Αθηναϊκή Συμμαχία το 478/ 7. Στους φορολογικούς καταλόγους των μελών της βρίσκουμε τη Μαρώνεια να πληρώνει εισφορά 1 τάλαντο καί 3.000 δραχμές. Το ποσό αυτό αυξάνει το 437 π.Χ. σε 3 τάλαντα, ποσό που μαρτυρεί τη μεγάλη οικονομική άνθηση της πόλης. Είναι άλλωστε γνωστό ότι από την περίοδο αυτή η Μαρώνεια, μαζί με τα γειτονικά Αβδηρα καί την Αίνο (σημ. στην Τουρκία, κοντά στίς ανατ. όχθες των εκβολών του Έβρου), είναι οι τρεις σημαντικότερες καί πλουσιότερες πόλεις της Θράκης. Γύρω στα μέσα του 5ου αι. π.Χ. οι βασιλείς των θρακών Οδρυσών Τήρης και ο γιος του Σιτάλκης, υποτάσσοντας τα θρακικά φύλα της περιοχής, ίδρυσαν ισχυρό βασίλειο πού περιλάμβανε τμήμα της Ανατ. Μακεδονίας μέχρι το Στρυμόνα, τη Θράκη μέχρι το Βυζάντιο και τη σημ. Βουλγαρία. Δεν είναι εξακριβωμένο αν η Μαρώνεια, όπως οι άλλες ελληνικές πόλεις των παραλίων, αναγκάστηκε να πληρώνει φόρο στους Οδρύσες βασιλείς. Ένα είναι βέβαιο, ότι είχε στενές σχέσεις μαζί τους όπως δείχνουν τα νομίσματα των Οδρυσών που είτε κόπηκαν στο νομισματοκοπείο της Μαρώνειας, είτε έγιναν από Μαρωνίτες χαράκτες. Ο 4ος αι. είναι η εποχή της μεγάλης ακμής της Μαρώνειας. Οι ανασκαφές, που άρχισαν το 1969 και συνεχίζονται συστηματικά από το 1978, αποκαλύπτουν κάθε χρόνο καινούρια στοιχεία για να στηρίξουν αυτή την άποψη που μέχρι τώρα βασιζόταν σε ενδείξεις (αρχαίοι συγγραφείς, νομισματοκοπία, επιγραφές). Ένα ισχυρό τείχος προστάτευε την πόλη. Είχε περίμετρο 10.400 μ. περίπου καί σώζονται αρκετά τμήματα του καί πύργοι. Ξεκινάει από την ψηλότερη κορυφή του Ισμάρου, τον Αγ. Αθανάσιο, όπου και η ακρόπολη και με 2 σκέλη, που κλείνουν μια τεράστια έκταση, κατεβαίνει ως τη θάλασσα. Δεν είναι πιθανόν ότι όλο αυτό το χώρο καταλάμβανε η πόλη, πού θα πρέπει να περιοριζόταν στα πεδινά και πλησιέστερα στη θάλασσα. Μάλλον απέβλεπαν να ασφαλίσουν μία μεγάλη περιοχή, όπου στις δύσκολες ώρες των εχθρικών επιδρομών θα μπορούσε να καταφύγει ο πληθυσμός της υπαίθρου, ακόμη και τα κοπάδια. Το τείχος σώζεται, στα καλύτερα διατηρημένα τμήματα του, σε ύψος το πολύ 2μ. ενώ το πάχος του είναι 2,30-3 μ. Είχε κατά διαστήματα ορθογώνιους ή ημικυκλικούς πύργους, σε πυκνότερη διάταξη στα πεδινά μέρη που ήταν πιο ευπρόσβλητα. Στο μέσο της περιτειχισμένης περιοχής, όπου δεν έχουν εντοπιστεί λείψανα κατοίκησης, υπήρχε κάποια εγκατάσταση στρατοπέδου, της οποίας σώζονται τμήματα τείχους καί πύργος. Γνεύσιο και σαθρός γρανίτης, πετρώματα από ντόπια λατομεία, χρησιμοποιήθηκαν σαν οικοδομικό υλικό. Ητοιχοδομία είναι κατά κύριο λόγο ισοδομική, αλλά σε ορισμένα σημεία οι λιθόπλινθοι είναι πολυγωνικοί κι αλλού μικρές πέτρες γεμίζουν τα κενά των αρμών. Αποτελείται από έναν εσωτερικό τοίχο κι έναν εξωτερικό, ενώ το μεταξύ τους κενό γεμίστηκε με λιθορριπή και χώμα. Δυστυχώς δεν εντοπίστηκε μέχρι τώρα καμιά πύλη.
  Ένας μικρότερος περίβολος, του οποίου βρέθηκαν ελάχιστα αμφίβολα λείψανα, θα προστάτευε την περιοχή του λιμανιού. Στη θέση αυτή κυριαρχούν σήμερα τα επιβλητικά λείψανα της βυζαντινής οχύρωσης. Ο φυσικός όρμος παρείχε ασφάλεια από νότιους, βόρειους και ανατολικούς ανέμους. Τον 4ο αι., πιθανότατα, εποχή της μεγάλης ακμής της πόλης, δημιουργήθηκε ένα τεχνητό λιμάνι, για την καλύτερη προστασία του ισχυρού πολεμικού καί εμπορικού της στόλου. Ένας λιμενοβραχίονας ξεκινάει από την Α. άκρη του όρμου, προχωρεί γύρω στα 170 μ., έπειτα κάμπτεται και με ΒΔ κατεύθυνση προχωρεί γύρω στα 130 μ. Δεν ξέρουμε αν υπήρχε και δεύτερος βραχίονας από Δ. Είναι όμως πολύ πιθανόν γιατί έτσι θα εξασφαλιζόταν καλύτερα ο στόλος ιδίως σε πολεμικές περιόδους.
  Η ύπαρξη ισχυρού στόλου και η ανθηρή οικονομία φαίνεται από το ότι τα πληρώματα του αθηναϊκού στόλου εγκατέλειπαν, πολλές φορές, τα πλοία τους και κατατάσσονταν στο μαρωνίτικο στόλο όπου έβρισκαν καλύτερους οικονομικούς όρους. Η έκταση των τειχών όσο και η εισφορά στο ταμείο της Αθηναϊκής Συμμαχίας δείχνουν ακόμη ότι η Μαρώνεια, την περίοδο αυτή, θα πρέπει να ήταν από τις πιο πολυάνθρωπες πόλεις. Υπολογίζεται ότι θα πρέπει να είχε γύρω στους 12.000 κατοίκους. Την περίοδο αυτή οι Αθηναίοι παίζουν το ρόλο του ρυθμιστή στις τύχες των ελληνικών πόλεων των θρακικών παραλίων. Το 337 π.Χ., σε μία σύγκρουση των Μαρωνιτών με τους Αβδηρίτες παρεμβαίνει ο Αθηναίος στρατηγός Χαβρίας. Το 361 π.Χ. οι Μαρωνίτες καταλαμβάνουν τη Στρύμη, αλλά την επόμενη χρονιά η μητρόπολη της τελευταίας, η Θάσος, με τη βοήθεια των Αθηναίων την ξαναπαίρνει. Στα μέσα του 4ου αι. εμφανίζεται στην περιοχή μια άλλη μεγάλη δύναμη οι Μακεδόνες, που με τον Φίλιππο Β' επεκτείνουν ολοένα τα όρια της κυριαρχίας τους. Την άνοιξη του 353 ο Φίλιππος επετέθη στη Μαρώνεια αλλά δεν κατόρθωσε να την καταλάβει γιατί συνάντησε μεγάλη αντίσταση από το σύμμαχο της πόλης, τον θράκα ηγεμόνα Αμάδοκο, που ήταν κύριος της περιοχής ανάμεσα στον Έβρο καί το Νέστο. Κινδύνεψε μάλιστα κι από τον αθηναϊκό στόλο. Όμως ο Φίλιππος δεν το βάζει κάτω. Το 350 π.Χ. θέτει τέρμα στην ανεξαρτησία της πόλης και την προσαρτά στο βασίλειό του. Τότε σταματάει και η κυκλοφορία των αυτόνομων χρυσών (είχαν αρχίσει να κυκλοφορούν το α' μισό του 4ου αι. π.Χ.) και ασημένιων νομισμάτων. Μια σειρά από 28 ασημένια τετράδραχμα του α' μισού του 4ου αι. π.Χ. είναι εκτεθειμένα στο Νομισματικό Μουσείο. Επιτρέπουν στη Μαρώνεια να κόβει μόνο μικρά χάλκινα νομίσματα για τις εσωτερικές της ανάγκες.
  Οι ανασκαφές αποκάλυψαν, μέχρι σήμερα, από την πόλη του 4ου και 3ου αι. π.Χ. το θέατρο, ένα ιερό αφιερωμένο, κατά πάσαν πιθανότητα, στο Διόνυσο και κατοικίες.
  Στην τοποθεσία «Καμπάνα» ήταν γνωστή ή θέση του αρχαίου θεάτρου από το 1905, όταν οι Μαρωνίτες πήραν τα εδώλια και τα χρησιμοποίησαν στην κατασκευή του δημοτικού σχολείου. Η πρώτη μορφή του θεάτρου ανήκει στα Ελληνιστικά χρόνια. Τρεις σειρές εδωλίων από ασβεστόλιθο σώθηκαν στη θέση τους, ενώ είναι βέβαιη η ύπαρξη 10 σειρών πού ήταν χωρισμένες με 9 κερκίδες συνολικής χωρητικότητας πάνω από 2.500 θεατών. Πιθανή είναι και η ύπαρξη άνω διαζώματος οπότε η χωρητικότητά του θα ξεπερνούσε τους 5.000-6.000 θεατές. Στα ρωμαϊκά χρόνια έγινε μετασκευή, όπως σ' όλα τα ελληνικά θέατρα. Προστέθηκε σειρά θωρακίων για να προστατεύει τους θεατές κατά τις θηριομαχίες. Ενώ η αρχική κατασκευή, εδώλια, κλίμακες είναι πολύ επιμελημένη, η ρωμαϊκή μετασκευή είναι πρόχειρη και σε μερικές περιπτώσεις κατάστρεψε τα εδώλια της πρώτης σειράς. Η σκηνή των ρωμαϊκών χρόνων και, αυτή, δεν έχει αποκαλυφθεί ακόμη ολόκληρη, ενώ το κεντρικό της τμήμα, έχει παρασυρθεί από το χείμαρρο πού περνούσε από το θέατρο στα μεταγενέστερα χρόνια. Κιονίσκοι και επιστύλια σώθηκαν από τον αρχιτεκτονικό διάκοσμο της σκηνής καθώς και μερικοί θρόνοι, όχι όμως στη θέση τους. Το θέατρο κτίστηκε πάνω σε έναν χείμαρρο. Ένας αγωγός, βάθους 1.00 μ. και πλάτους 6,30 μ., συγκέντρωνε τα νερά του χειμάρρου που μέσω του αγωγού της ορχήστρας χύνονταν πίσω από τη σκηνή όπου συνεχιζόταν ο αγωγός. Η ορχήστρα πιθανότατα ήταν από πατημένη γη αρχικά και δεν είμαστε βέβαιοι για τη ρωμαϊκή της φάση, γιατί δεν έχει αποκαλυφθεί ολόκληρη. Επιγραφές σώθηκαν στα εδώλια, όπως της αρχαίας πόλης Τοπείρου πού δεν έχει εντοπιστεί, και της Γερουσίας.
  Τα λίγα ιστορικά στοιχεία που έχουμε για τη Μαρώνεια που βρισκόταν στην περιφέρεια του ελληνικού κόσμου πλουτίζονται από τα αρχαιολογικά ευρήματα. Πενιχρά είναι τα λείψανα ενός ιερού, ίσως του Διονύσου, που αναφέρεται στις επιγραφές. Η ταράτσα του όμως στηριζόταν σε ένα ωραιότατο ανάλημμα που μας δείχνει πώς θα ήταν τα πάνω μέρη του Ιερού, αν σωζόταν. Ένας πλατύς πρόδομος με σηκό και εστία ή βάση αγάλματος μαζί με συμπληρωματικούς χώρους στις δύο πλευρές συγκροτούν μία μορφή ενός τυπικού επαρχιακού Ιερού του 4ου αι. π.Χ. Πρόσφατα μακρόστενοι χώροι με χωρίσματα ανασκάφτηκαν κοντά στο Ιερό και θα χρησίμευαν για τις λειτουργίες του. Μια ιδέα για το επίπεδο ζωής των κατοίκων της ελληνιστικής Μαρώνειας μας δίνει ένα σπίτι των αρχών του 3ου αι. π.Χ. Το μέγεθος του κτιρίου - 450 μ2 περίπου -, η επιμελημένη τοιχοδομία που καλύπτεται με κονιάματα, το ψηφιδωτό που λαμπρύνει τον ανδρώνα, όλα δείχνουν ότι οι Μαρωνίτες εκτιμούσαν και στην ιδιωτική τους ζωή την πολυτέλεια και την άνεση, που τους επέτρεπε η οικονομική τους επιφάνεια. Το σπίτι ήταν προσιτό από μία περίστυλη, λιθόστρωτη αυλή, ενώ δίπλα σ' αυτήν υπάρχει μια δεύτερη ανοιχτή, πλακοστρωμένη. Αποτελείται από δύο μικρά δωμάτια, ίσως κοιτώνες, ένα λουτρό (;), ένα μεγάλο δωμάτιο πού η εστία στο κέντρο δείχνει ότι πρέπει να προοριζόταν για λατρεία, έναν ευρύχωρο ανδρώνα με ψηφιδωτό δάπεδο με φυτική διακόσμηση και ένα τελευταίο, μεγάλο επίσης, δωμάτιο, όπου το πλήθος των αγνύθων υποδεικνύει την ύπαρξη στο χώρο αυτό αργαλειών.
  Στα ελληνιστικά χρόνια αλλάζει συχνά επικυρίαρχο, από το Λυσίμαχο της Θράκης στον Πτολεμαίο Γ' της Αιγύπτου για να κατακτηθεί από τον Φίλιππο Ε' και λίγα χρόνια αργότερα να περιέλθει στον Αντίοχο Γ' της Συρίας (197 - 189 π.Χ.). Την περίοδο αυτή τη Μαρώνεια και τη γειτονική της Αίνο διεκδικούν ο Ευμενής της Περγάμου και ο Φίλιππος Ε' της Μακεδονίας. Τότε στα πράγματα της Ελλάδας επεμβαίνουν κάθε τόσο οι Ρωμαίοι, με πρόσκληση μάλιστα των ίδιων των ελληνικών πόλεων. Έτσι κι αυτή τη φορά η ρωμαϊκή Σύγκλητος, για να αποσοβήσει τη σύγκρουση των δύο βασιλέων, κηρύσσει ανεξάρτητες την Αίνο και τη Μαρώνεια. Την προστασία όμως της Ρώμης η Μαρώνεια την πλήρωσε ακριβά. Μένοντας μόνη ήταν περισσότερο εκτεθειμένη στις επιθέσεις των θρακικών φύλων, χωρίς και να πάψει να σπαράσσεται από εμφύλιες διαμάχες ανάμεσα στο φιλομακεδονικό και φιλοπεργαμινό κόμμα.
  Οι αρχαιότερες και σημαντικότερες λατρείες της πόλης πρέπει να ήταν του Απόλλωνα και του Διονύσου. Και για τον Απόλλωνα έχουμε το χωρίο του Ομήρου, που αναφέρθηκε στην αρχή, ενώ για το Διόνυσο μαρτυρεί η εικόνα του θεού και το σύμβολό του, το σταφύλι, που αποτελούν δύο από τους κύριους νομισματικούς τύπους. Αργότερα προστέθηκε και η λατρεία του μυθικού οικιστή της πόλης Μάρωνα. Παράλληλα, από επιγραφές γνωρίζουμε ότι λατρεύονταν ο Δίας, ο Ποσειδώνας, ο Ερμης και ο Ασκληπιός. Από τα ελληνιστικά, όπως φαίνεται, χρόνια εισάγονται στην πόλη οι αιγύπτιοι θεοί 'Ισις, Σέραπις, Ανουθις και Αρποκράτης. Στα ρωμαϊκά χρόνια προστίθεται και η λατρεία της Ρώμης. Από αναθηματικές μάλιστα επιγραφές φαίνεται ότι ο Διόνυσος, ο Μάρων, ο Ζευς κι η Ρώμη είχαν κοινό ιερέα. Για το πολίτευμα της πόλης στοιχεία δίνουν επιγραφές της ελληνιστικής και ρωμαϊκής περιόδου. Υπάρχει Βουλή, Δήμος και, από επιγραφή στο θέατρο, φαίνεται ότι υπήρχε και Γερουσία. Το πολίτευμα ήταν δημοκρατικό και, όπως φαίνεται, οι απόγονοι των πρώτων οικιστών αποτελούσαν την αριστοκρατική τάξη. Μετά την υποδούλωση της Ελλάδας στους Ρωμαίους, η Μαρώνεια από καιρό ευνοούμενή τους, αποκτά την ελευθερία της και γνωρίζει μια νέα εμπορική και οικονομική άνθηση. Μάρτυρες τα ασημένια τετράδραχμα που έθεσε σε κυκλοφορία λίγο μετά το 148 π.Χ. και που μαζί με τα σχεδόν όμοια θασίτικα ήταν, την περίοδο αυτή, τα κυριότερα νομίσματα της Θράκης. Μια επιγραφή πού μνημονεύει συνθήκη μεταξύ Μαρώνειας και Ρώμης το 127-129 μ.Χ., και ένα εγκώμιο, σε επιγραφή επίσης, στην 'Ισιδα του 1ου αι. μ.Χ. δείχνουν και τη δύναμη της πόλης και τις διεθνείς της σχέσεις με Ρώμη και Αίγυπτο. Μια διπλή μνημειακή πύλη με τρία ανοίγματα σε κάθε πλευρά, ίσως κτίστηκε προς τιμή του αυτοκράτορα Αδριανού όταν πιθανολογείται ότι επισκέφθηκε τη Μαρώνεια το 124/25 μ.Χ. Τμήμα πιθανώς υστερορωμαϊκού αποχετευτικού αγωγού καλής κατασκευής δείχνει επίσης ότι η πόλη σ' αυτήν την περίοδο παρέμενε ακόμη σε ακμή.
  Η πόλη συνέχισε τη ζωή της και στα βυζαντινά χρόνια. Ήταν μάλιστα έδρα επισκόπου. Σώζονται στην παραλία Αγ. Χαράλαμπος τμήματα του βυζαντινού τείχους και πύργοι, ερείπια παλαιοχριστιανικής βασιλικής και ψηφιδωτό δάπεδο της ίδιας εποχής, θεμέλια βυζαντινής εκκλησίας και κτιρίων. Στα μεσαιωνικά χρόνια ο φόβος των πειρατικών επιδρομών ανάγκασε τους κατοίκους να αποτραβηχτούν στο εσωτερικό, όπου ίδρυσαν το ομώνυμο (σήμερα) με την αρχαία πόλη χωριό στα ΒΔ από την κορυφή Αγ. Αθανάσιο του Ισμάρου. Στην ίδια εποχή οι κάτοικοι κατάστρεψαν το λιμάνι και το κατάχωσαν για να μη βρίσκουν καταφύγιο οι πειρατές. Τα αρχαιολογικά ευρήματα, για μια πόλη σαν τη Μαρώνεια, είναι ακόμη λίγα. Δεν βρέθηκε ή αγορά - πιθανότατα είναι κρυμμένη κάτω από τα βυζαντινά ερείπια - και τα ιερά της. Όλες οι ενδείξεις μας πείθουν ότι η γη της Μαρώνειας κρύβει ακόμη σπουδαία ευρήματα πού με την πρόοδο των ερευνών δε θ' αργήσουν να αποκαλυφθούν.
Κείμενο:
Μαρία Σαρλά - Πεντάζου
Επιμελήτρια αρχαιοτήτων,
Βαγγέλης Πεντάζος
Έφορος Αρχαιοτήτων Δελφών

Το κείμενο παρατίθεται τον Απρίλιο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Μαρωνείας


Έχετε τη δυνατότητα να δείτε περισσότερες πληροφορίες για γειτονικές ή/και ευρύτερες περιοχές επιλέγοντας μία από τις παρακάτω κατηγορίες και πατώντας το "περισσότερα":

GTP Headlines

Λάβετε το καθημερινό newsletter με τα πιο σημαντικά νέα της τουριστικής βιομηχανίας.

Εγγραφείτε τώρα!
Greek Travel Pages: Η βίβλος του Τουριστικού επαγγελματία. Αγορά online

Αναχωρησεις πλοιων

Διαφημίσεις

ΕΣΠΑ