gtp logo

Πληροφορίες τοπωνυμίου

Εμφανίζονται 100 (επί συνόλου 1493) τίτλοι με αναζήτηση: Ιστορία  στην ευρύτερη περιοχή: "ΕΛΛΑΔΑ Χώρα ΕΥΡΩΠΗ" .


Ιστορία (1493)

Ανάμεικτα

ΑΜΦΙΣΣΑ (Πόλη) ΠΑΡΝΑΣΣΙΔΑ
  Η Αμφισσα, αρχαιότατη πόλη των Εσπερίων ή Οζολών Λοκρών, ήταν χτισμένη στη θέση που βρίσκεται σήμερα, στους πρόποδες του όρους Έλατος, κάτω από τον όγκο του ιστορικού και θρυλικού Κάστρου των Σαλώνων.
  Η μυθική Αμφισσα, ερωμένη του Απόλλωνα, ήταν κόρη του Μάκαρος και εγγονή του Αιόλου. Κατά τον Αριστοτέλη "Αμφισσα ονομάσθη δια το όρεσιν περιέχεσθαι". Η ερμηνεία αυτή πρέπει να θεωρηθεί σωστή, γιατί η πόλη περιβάλλετο από πλήθος βουνών και λόφων μεταξύ Γκιώνας και Παρνασσού. Η Αμφισσα κατοικείτο από τους πανάρχαιους χρόνους, όπως φανερώνουν τα λείψανα των κυκλώπειων τειχών της ακροπόλεώς της. Ο Παυσανίας κατονομάζει δύο τάφους : της ηρωίδος Αμφίσσης και του Ανδραίμονος, που ήταν γιός του βασιλιά των Αιτωλών και ήρωα του Τρωικού Πολέμου Θόαντος.
  Ανασκαφικά ευρήματα αποκαλύπτουν πως η Αμφισσα από το τέλος του 8ου αι. π.Χ. διατηρούσε εμπορικές σχέσεις με τη Κόρινθο και τις πόλεις της ΒΔ Πελοποννήσου.
  Κατά τον 7ο αι. π.Χ. η Αμφισσα οργανώνεται ως πόλη-κράτος με ανάπτυξη στις τέχνες και το εμπόριο, ακμή που διαρκεί επί τρεις τουλάχιστον αιώνες. Ένα μέρος των κατοίκων της πόλεως μεταναστεύει στην Κάτω Ιταλία το 653 π.Χ. και ιδρύει την αποικία Λοκροί Επιζεφύριοι.
  Στη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου (431-404 π.Χ.) οι Αμφισσείς τάσσονται με το μέρος των Σπαρτιατών, εναντίον των Αθηναίων.
  Ο βασιλιάς της Μακεδονίας Φίλιππος το 338 π.Χ. καλεσμένος από τους Αμφικτίονες κατά των Γ' Ιερό πόλεμο, κατέστρεψε την αρχαία ακρόπολη και κατέσκαψε εκ θεμελίων την Αμφισσα για να τιμωρήσει τους Αμφισσείς, επειδή καλλιέργησαν κτήματα του Κρισσαίου Πεδίου που ανήκαν στη δικαιοδοσία του Αμφικτιονικού Συνεδρίου.
  Η Αμφισσα οικοδομήθηκε εκ νέου για να αποτελέσει μέλος της πανίσχυρης Αιτωλικής Συμπολιτείας και (μαζί με τη Ναύπακτο) μια από τις σπουδαιότερες πόλεις της.
  Στις αρχές του 2ου π.Χ. αιώνα η Αμφισσα βρισκόταν στη μέγιστη ακμή της. Σύμφωνα με το δόγμα της Ρωμαϊκής Συγκλήτου αποτέλεσε πόλη-κράτος και πρωτεύουσα των Εσπερίων (ή Οζολών) Λοκρών. Είχε Βουλή, Εκκλησία του Δήμου και έκοψε τα δικά της νομίσματα.
  Την άνοιξη του 190 π.Χ. η Αμφισσα αντιστάθηκε σθεναρά στο Ρωμαίο ύπατο Μάνιο Ακίλιο Γλαβρίωνα, που δεν κατάφερε να την εκπορθήσει.
  Κατά την περίοδο 174-160 π.Χ. η πόλη γνώρισε τις καταστροφικές συνέπειες του πολέμου μεταξύ φιλορωμαίων Αιτωλών και Εθνικιστών, και πολλά κτίριά της πυρπολήθηκαν.
  Όταν ο Οκτάβιος Αύγουστος, σε ανάμνηση της νίκης του στο Ακτιο, ίδρυσε τη Νικόπολη το 27 π.Χ., πολλοί Αιτωλοί δεν υπάκουσαν να στη διαταγή του να εποικίσουν τη νέα πόλη, παρά προτίμησαν να μετοικήσουν στην Αμφισσα, όπως τους υπαγόρευαν αρχαιότατοι συγγενικοί δεσμοί. Τότε η Αμφισσα γίνεται πολυάνθρωπη και μια από τις πλέον ακμάζουσες πόλεις της Ελλάδος των αυτοκρατορικών ρωμαϊκών χρόνων, ακμή που κράτησε για τουλάχιστον δύο αιώνες.
  Ακολουθεί η περίοδος της βυζαντινής χιλιετίας. Το μόνο ιστορικό τεκμήριο που διαθέτουμε για την ιστορία της πόλης είναι το "Χρονικό του Γαλαξειδίου", γραμμένο από τον Ιερομόναζο Ευθύμιο, που βρήκε, αποκατέστησε και δημοσίευσε ο Κωνσταντίνος Σάθας. Κατά το Χρονικό η πόλη ερημώθηκε από τις ορδές των Βουλγάρων του Σαμουήλ, στα τέλη του 10ου αιώνα. Αργότερα πιθανόν εποικίστηκε από Δαλματούς του Σάλωνα, που της έδωσαν το όνομα Σάλωνα, σε ανάμνηση της δικής τους πατρίδας. Τότε επέστρεψαν και εγκαταστάθηκαν όσοι κάτοικοι είχαν γλυτώσει από τη σφαγή των Βουλγάρων.
  Στο Μεσαίωνα οι Φράγκοι ίδρυσαν τη Βατωνία ή Αυθεντία των Σαλώνων με τη δυναστεία των Στρομονκρούρ, που κράτησε σχεδόν 100 χρόνια. Ύστερα ήρθαν οι Καταλανοί. Τα ταραγμένα εκείνα χρόνια κυβερνούσε την πόλη για λογαριασμό της χήρας του τελευταίου Καταλανού κόμη Ελένης Κατακουζηνής, ένας Φράγκος ιερέας, με την ονομασία Στράτος, τυραννικός και φιλοχρήματος. Κάποτε άρπαξε την ωραιότατη ανηψιά του Επισκόπου Σεραφείμ, τη φυλάκισε στο Κάστρο και τη σκότωσε. Η παράδοση λέει πως το Κάστρο ονομάστηκε "Κάστρο της Ωργιάς", για να τιμηθεί η όμορφη και αδικοχαμένη Αρετή. Ο Σεραφείμ κάλεσε σε βοήθεια τους Τούρκους, που κατέλαβαν την πόλη για να την κρατήσουν σκλαβωμένη για 460 ολόκληρα χρόνια.
  Το σπουδαιότερο ιστορικό γεγονός της Αμφισσας κατά τους νεώτερους χρόνους είναι η αποφασιστική συμβολή της στην Επανάσταση του 1821. Εδώ στα Σάλωνα, δόθηκε στις 25 Μαρτίου το σύνθημα του ξεσηκωμού στη Ρούμελη. Εδώ ο Διάκος, ο Πανουργιάς, ο Γιαγτζής, ο Δυοβουνιώτης, με το φλογερό Δεσπότη Σαλώνων Ησαΐα ζώστηκαν τ' άρματα και χτύπησαν. Στις 27 Μαρτίου 1821 τα παληκάρια του Πανουργιά, του Μανίκα και του Τράκα κατέλαβαν την πόλη και στις 10 Απριλίου, ανήμερα το Πάσχα, αλώθηκε το Κάστρο των Σαλώνων, το πρώτο κάστρο που έπεφτε σε χέρια ελληνικά. Οι 600 έγκλειστοι Τούρκοι εξοντώθηκαν και με τα όπλα του οπλίστηκαν τα παλληκάρια του Πανουργιά, για να κρατήσουν ένα χρόνο ελεύθερη τη Ρούμελη, αναχαιτίζοντας τις ορδές των Τούρκων από το Βορρά.

Το κείμενο παρατίθεται τον Σεπτέμβριο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Αμφίσσης


ΑΡΑΧΩΒΑ (Κωμόπολη) ΒΟΙΩΤΙΑ
  Η Αράχωβα είναι χτισμένη στα ψηλώματα του Παρνασσού, στις μεσημβρινές πλαγιές του και σε υψόμετρο από 900-1000 μέτρα.
  Η ιστορία της χάνεται στα βάθη των αιώνων. Έλαβε σαν Ανεμώρια τότε, μέρος στον Τρωικό πόλεμο και αργότερα σαν Δωρική πόλη, σύνδεσε την ιστορία της με το γειτονικό Μαντείο των Δελφών, του οποίου είναι και η ανατολική φυσική πύλη.
  Κατεδαφίστηκε από τον Φίλιππο το Μακεδόνα και ξαναχτίστηκε στις ράχες του Παρνασσού απ’ όπου πήρε και το όνομά της. Το σκοτάδι του Μεσαίωνα σκεπάζει και την Αράχωβα, μέχρι που εντυπωσιακή προβάλλει στα απομνημονεύματα των περιηγητών.
  Στην Επανάσταση του ’21 είναι μπαρουταποθήκη της Ρούμελης. Πήρε δυναμικά μέρος προσφέροντας άφθονο αίμα με αποκορύφωμα το αμάραντο στεφάνι που της χάρισε ο Μεγάλος Καραϊσκάκης το Νοέμβριο του 1826.
  Το 1856 έβαλε τέλος στη Ληστοκρατεία εξοντώνοντας τους Νταβελαίους. Στους πολέμους της Χώρας μας πολλοί Αραχωβίτες πήραν μέρος και στο Αλβανικό έπος και την Αντίσταση τα παλικάρια της έγραψαν σελίδες άφατου μεγαλείου.
  Σήμερα έχει μπει δυναμικά στο στίβο της ειρήνης κι αποτελεί πρότυπο αλώβητου βουνίσιου παραδοσιακού Ελληνικού χωριού.
(κείμενο: Ηλία Λιάκου)
Το κείμενο (απόσπασμα) παρατίθεται τον Αύγουστο 2003 από τουριστικό φυλλάδιο του Δήμου Αράχωβας (1996).

(Αρχαία γεωγραφία και ιστορία)

ΑΡΓΟΣ ΑΜΦΙΛΟΧΙΚΟΝ (Αρχαία πόλη) ΑΙΤΩΛΟΑΚΑΡΝΑΝΙΑ
  Πρωτεύουσα του αρχαίου κράτους της Αμφιλοχίας που βρίσκεται πάνω απ’ το Ν.Α. τμήμα του μυχού του Αμβρακικού κόλπου στις όχθες του ποταμού Ινάχου.
   Κατά τη μυθική παράδοση ήταν αποικία του Πελοποννησιακού Αργους, που ιδρύθηκε μετά την άλωση του Ιλίου από Φυγάδες Αργείους υπό τον Αμφίλοχο, γυιό του Αμφιαράου, ο οποίος και έδωσε το όνομα της ιδιαίτερης πατρίδας του στην πόλη (Θουκυδ. Β’ 68. Παυσ. Β’ 18,5*. Απολλόδ. Γ' 7,7. Στέφ. Βυζ. Εν. Λ. «Αμφιλοχίοι») ή από τον αδελφό του Αμφιλόχου Αλκμαίωνα («Έφορος» Στράβ. Ζ' 325 κ. εξ.).
   Κατ’ άλλη άποψη, πιθανώς επειδή η πεδιάδα ήταν από αρχαιοτάτων χρόνων παραθαλάσσια να καλείτο Αργος και να κατοικήθηκε για πρώτη φορά από κατοίκους της γειτονικής Αμβρακίας, αποικίας των Κορινθίων. Αυτό συμπεραίνεται ίσως και από μαρτυρία του Θουκυδίδη σύμφωνα με την οποία, πολλές γενιές μετά την ίδρυση του Αμφιλοχικού Αργους εγκαταστάθηκαν σ’ αυτό και αναμίχτηκαν με τους κατοίκους του, Αμβρακιώτες, που προσκλήθηκαν απ’ τους Αμφιλόχους σαν «συγκάτοικοι» για την αντιμετώπιση προφανώς εχθρικού κινδύνου κατά της χώρας. Απ’ τη συνύπαρξη αυτή οι Αργείοι εξελίχθηκαν χρησιμοποιούντες έκτοτε τη Δωρική διάλεκτο, σε αντίθεση με τους υπόλοιπους Αμφιλόχους, - Ηπειρώτες στην καταγωγή - που μνημονεύονται σαν Βάρβαροι ή σαν μη Έλληνες, προφανώς επειδή η διάλεκτός τους ήταν για τους άλλους Έλληνες ακατανόητη. Νωρίς όμως οι νέοι άποικοι έδιωξαν τους παλαιούς κατοίκους της πόλης και έγιναν μόνοι κύριοι αυτής.
   Οι Αργείοι τότε έθεσαν τους εαυτούς τους κάτω από την προστασία των Ακαρνάνων και ζήτησαν τη βοήθεια των Αθηναίων, οι οποίοι έστειλαν ναυτικές δυνάμεις υπό τον Φορμίωνα. Μετά την άφιξη αυτού το Αργος κυριεύτηκε, οι Αμβρακιώτες κάτοικοί του πουλήθηκαν σαν δούλοι και εγκαταστάθηκαν σ’ αυτό Αμφίλοχοι και Ακαρνάνες μαζί, των οποίων οι σχέσεις έγιναν στενότερες. Πιθανόν τότε να ορίστηκε να συνέρχονται σε κοινό δικαστήριο που έδρευε στις Όλπες (αρχαία πόλη κοντά στη σημερινή Μπούκα, Θέση Αγριλοβούνι) για την επίλυση των διαφορών τους (πρβλ. Θουκυδ. Γ. 105, 1).
   Το καλοκαίρι του 430 π.Χ. οι Αμβρακιώτες βοηθούμενοι από Χάονες και άλλους Βαρβάρους, εισέβαλαν στην Αμφιλοχία και έγιναν κύριοι της υπαίθρου φτάνοντας μέχρι το Αργος. Δεν μπόρεσαν όμως να καταλάβουν την πόλη και επέστρεψαν στην πατρίδα τους. (Θουκυδ. Β’ 68,9).
   Το ίδιο επαναλήφθηκε λίγα χρόνια αργότερα το 426 π.Χ. Οι Αμβρακιώτες εκστράτευσαν εναντίον του Αργους και κατέλαβαν τις οχυρωμένες Όλπες, όπου οι δυνάμεις τους ενισχύθηκαν απ’ το στρατηγό των Λακεδαιμονίων Ευρύλοχο. Τους Ακαρνάνες και Αμφιλόχους έσωσε τότε η επέμβαση του Αθηναίου στρατηγού Δημοσθένη στον οποίο ανατέθηκε και αρχηγία του στρατού.
   Αυτός νίκησε πρώτα τους ενωμένους αντιπάλους στις Όλπες - όπου σκοτώθηκε ο Ευρύλοχος - και ακολούθως τους Αμβρακιώτες στο στενό της Ιδομένης.
   Κατά τον Θουκυδίδη - που περιγράφει τα γεγονότα αυτά λεπτομερώς - θα επιτυγχάνονταν απ' το Δημοσθένη και αυτή η άλωση της ίδιας της Αμβρακίας. Όμως οι Ακαρνάνες και οι Αμφίλοχοι φοβούμενοι τυχόν εγκατάσταση σ' αυτήν των ισχυρών Αθηναίων, υπόγραψαν συμφωνία μετά τη λήξη των εχθροπραξιών με τους Αμβρακιώτες τους οποίους και θεωρούσαν λιγότερο επικίνδυνους γείτονες (πρβλ. Θουκυδ. Γ’ 114, 3).
   Οι γνώσεις για την ιστορία του Αμφιλοχικού Αργους και της Αμφιλοχίας κατά τους δύο επόμενους αιώνες (4ο και 3ο π.Χ.) είναι λίγες. Γύρω στο 390 π.Χ. αναφέρεται συμμαχία Ακαρνάνων, Αιτωλών και Αργείων (Αμφιλόχων) προς τη Σπάρτη (πρβλ. Ξενοφ. Αγησ. Β’ 20).
   Ακολούθως φαίνεται πως ο εκ των διαδόχων του Μ. Αλεξάνδρου, βασιληάς της Μακεδονίας Κάσσανδρος υπόταξε του Αμφιλόχους και τους Αμβρακιώτες. Λίγο αργότερα ο γυιός του Κασσάνδρου, Αλέξανδρος, επειδή ήλθε σε σύγκρουση με τον αδελφό του Αντίπατρο, ζήτησε τη βοήθεια του βασιληά της Ηπείρου Πύρρου, ο οποίος πήρε σαν «μισθό» τις Συμφαία και Παραναία της Μακεδονίας και «των επικτήτων εθνών Αμβρακίαν, Ακαρνανίαν, Αμφιλοχίαν» (Πλουτ. Πύρρ. 6).
   Απ’ τους τελευταίους χρόνους του γ’ π.Χ. αιώνα οι Αργείοι μαζί με τους άλλους Αμφιλόχους ανήκουν στη Αιτωλική Συμμαχία.
   Γύρω στο 190 π.Χ. η Αμφιλοχία καταλαμβάνεται απ’ τον Φίλιππο το Γ’, αλλά παρέμεινε Μακεδονική για ελάχιστο διάστημα, καθότι τον επόμενο χρόνο (189 π.Χ) απελευθερώνεται απ’ τον στρατηγό των Αιτωλών Νίκανδρο και επανασυνδέεται με την Αιτωλική Συμμαχία (Πολύβ. ΚΑ’ 25, 3 Λίβ. ΧΧΧΧΙΙΙ 3,3 Κ. εξ.).
   Συγχρόνως μνημονεύεται λεηλασία της χώρας απ’ τον Περσέα. Την ίδια χρονιά επίσης (189 π.Χ.) ο Ρωμαίος ύπατος, Φούλβιος Νοβιλίωρ, μετά τη κατάληψη της Αμβρακίας έφτασε μέχρι το Αμφιλοχικό Αργος και στρατοπέδευσε κοντά σ’ αυτό. Όμως τελικά άφησε την πόλη και την υπόλοιπη χώρα στους Αιτωλούς - οι οποίοι στο μεταξύ είχα αποδεχτεί τους όρους ειρήνης των Ρωμαίων - και επέστρεψε στην Αμβρακία. Οι Αργείοι και άλλοι Αμφίλοχοι παρέμειναν στην Αιτωλική Συμμαχία μέχρι το 167 π.Χ. οπότε και αποσκίρτησαν, αφού πιθανώς συγκρότησαν δική τους αυτόνομη πολιτική κοινότητα. (πρβλ. Διόδ. ΧΧΧΙ 8,6 εκδ. Dind.). Με την ίδρυση της Νικόπολης απ’ τον Οκταβιανό Αύγουστο - σε ανάμνηση της νίκης το 31 π.Χ. στο Ακτιο - το Αμφιλοχικό Αργος παρακμάζει και ερημώνεται, επειδή οι κάτοικοί του καθώς και άλλων περιοχών της Β.Δ. Ελλάδας μετώκησαν στη νέα πόλη. (Παλατ. Ανθολ. Ζ’ 553). Παρ' όλα αυτά η πρωτεύουσα των Αμφιλόχων Αργος, μνημονεύεται και από μερικούς μεταγενέστερους συγγραφείς (Πλίν. Nat. Hist IX, 5’ Πτολεμ. Γεωργ. Γ’ 14, 6).
Το κείμενο (απόσπασμα) παρατίθεται τον Αύγουστο 2003 από τουριστικό φυλλάδιο του Δήμου Αμφιλοχίας (1997, Β Έκδοση).

ΑΦΥΤΙΣ (Αρχαία πόλη) ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ
  The area of Athytos has been uninterruptedly settled for at least 5000 years. Around the middle of the 8th century B.C. settlers from Euboea arrived. Aphytis, one of the most significant cities in Pallini (the ancient name of Cassandra), is mentioned by the ancient writers Herodotus, Thucydides, Xenophon, Aristotle, Pausanias, and Strabo among others.
  The city became well known for its Temple of Dionysus, which appears to have been built in the second half of the 8th century B.C. In the same area stood the Temple of Ammon Zeus, whose few remaining ruins date to the 4th century B.C. structure.
  The Temple of Dionysus, which dates to the Euboean settlement, and the growth of Aphytis are mentioned for the first time by Xenophon in his "Hellenica". In 381 B.C. Agesipolis, king of the Lacedaemonians, besieged Torone. During the siege he suffered serious burns, and asked to be taken to the "shady lodgings and sparkling waters" of the Temple of Dionysus, where, according to Xenophon, Agesipolis died a week later. He was placed in a storage jar full of honey and taken to his homeland for the official burial.
  During archaic and classical times Aphytis was a prosperous city, minting its own coins, which depicted the head of its patron, Ammon Zeus, the city's economy appears to have been mainly based on farming and vine-culture. Aristotle mentions the "agricultural law" of the Aphytians, a special, singular and interesting chapter in the history of ancient Greek public finances.
  Shipping must have played an important role in the economy of Aphytis if one is to judge by the size of its port, now silted up, which lies in the area of the small pine forest along the beach.
  According to Herodotus, during the Persian Wars (5th cent. B.C.) Aphytis was forced to support Xerxes sending soldiers and ships, as did other cities in Chalkidiki. However, it revolted against the Persians after the Battle of Plataea (479 B.C.) and joined the Athenian Confederacy. As a member of the Confederacy, Aphytis paid three talents annually to the Temple of Delos, a substantial sum for that time.
  An Athenian "resolution" found in Athytos gives a picture of the relations between Aphytis and Athens. This resolution, dated 423 B.C. gave directions concerning the minting of cons and currency relations in general.
  As a result of joining the Athenian Confederacy, Aphytis was besieged during the Peloponnesian War by the Lacedaemonian general Lysander. According to Pausanias, the patron of Aphytis, Ammon Zeus, appeared in a dream to Lysander and urged him to raise the siege, which he did.
  It is likely that Aphytis was destroyed by Philip of Macedon in 348 B.C., as were the rest of the cities in Chalkidiki. However, the construction of the Temple of Ammon Zeus during the second half of the 4th cent. B.C. implies that the city was prosperous. It has also been suggested that the Macedonian kings contributed to the construction of the temple. During Hellenistic and Roman times the city minted coins again; an event possibly related to the fame of the Temple of Ammon Zeus. Strabo mentions Aphytis among the five cities, which existed in Pallini in the first century B.C. (Cassandrea, Aphytis, Mendi, Scioni and Sani).
(text: Gerakina N. Mylona)
This text (extract) is cited November 2003 from the Community of Athytos tourist pamphlet (1994).

ΑΦΥΤΟΣ (Χωριό) ΧΑΛΚΙΔΙΚΗ
  Strabo mentions Aphytis among the five cities, which existed in Pallini in the first century B.C. (Cassandrea, Aphytis, Mendi, Scioni and Sani).
  A long interim period followed for which we have on records of Aphytis. Traces of the Mediefal wall in the citadel. The present "Koutsomylos", as well as the continuous use of the same name prove that there was uninterrupted life in Aphytos also during the Middle Ages. The first written information about Aphytos comes from Mount Athos documents of the 14th century in which it is mentioned as "Aphetos".
  In 1307-1309, it appears that the village was destroyed by the Catalans, and for a while its people settled in their farms.
  The chapel of the Archangels, frescoed in 1647 (demolished in 1954) indicated that Athytos was flourishing financially at that time.
  Athytos participated in the Revolution of 1821, sending men and suffering casualties. However, it also met the same fate as the rest of Cassandra: it was burnt. After the destruction, its people scattered to various parts of the country, mainly Skopelos, Skiathos and Atalanti.
  Around the year 1827 the refugees started returning, and Aphytos, mainly due to its position, was a long time the principal village of Cassandra. In Aphytos settled Captain Anastasis, who ruled the peninsula up to 1834.
(text: Gerakina N. Mylona)
This text (extract) is cited November 2003 from the Community of Athytos tourist pamphlet (1994).

Μυθικά χρόνια

ΒΕΡΟΙΑ (Αρχαία πόλη) ΒΕΡΟΙΑ
  Πότε χτίστηκε η Βέροια, είναι μάλλον και θα μείνει μια μάλλον αναπάντητη ερώτηση, γιατί ο χρόνος της ίδρυσής της τοποθετείται στην εποχή των μύθων, στην προϊστορία. Τα ευρήματα της περιοχής μαρτυρούν για ζωή ξεκινώντας από τη Νεολιθική εποχή (7.000-5.000 π.Χ.). Οι αρχαιολόγοι και οι άλλοι επιστήμονες που ασχολούνται με το παρελθόν, όταν κάποτε μας παρουσιάζουν όλα τα πορίσματά τους από τα ευρήματα μέσα και έξω από την πόλη, σίγουρα θα μας μάθουν πράματα που σήμερα πολλά απ’ αυτά ούτε καν υποψιαζόμαστε.
  Την απουσία ιστορικών πηγών για την ίδρυση της Βέροιας την καλύπτει, ως ένα σημείο φυσικά, η μυθοπλαστική ικανότητα των αρχαίων Ελλήνων που δεν συμπαθούσαν τα ιστορικά κενά. Η Βέροια λοιπόν είναι από τις λίγες πόλεις της μυθικής εποχής, που από την ώρα που μπήκαν στην ιστορία, είχαν ένα διαρκές και εντονότατο παρόν και μάλιστα με το πρώτο τους όνομα. Αυτό το τελευταίο δεν είναι χωρίς σημασία, γιατί ακόμη και σήμερα όταν βλέπεις τον τόπο της Βέροιας καταπράσινο χάρη στα άφθονα νερά, που είτε πηγάζουν από το κοντινό της Βέρμιο, είτε, όπως ο Αλιάκμονας, περνούν από δίπλα της ξεκινώντας από μακριά, σε αναγκάζουν να την ονομάσει τόπο νερών, πράγμα που τονίζουν και οι δύο τελευταίες συλλαβές του ονόματός της Βε-ροϊ-α/, Βέροια-ρέω/παλίρροια.
  Δεν θα επιμείνουμε στην ετυμολογία του ονόματος της πόλης μας, γιατί οι ερμηνείες που επιχειρήθηκαν είναι αρκετές και παρουσιάζονται και νέες. Ωστόσο το όνομά της εξακολουθεί να γοητεύει ακόμη τους γλωσσολόγους, Έλληνες και ξένους. Αλλοι το θέλουν ολότελα ελληνικό και σ’ άλλους πάλι φαίνεται ελληνοφρυγικό, γιατί είναι γεγονός ότι από την περιοχή μας, όπως αναφέρει και ο πατέρας της Ιστορίας, ο Ηρόδοτος, πέρασαν οι Βρίγες, οι γνωστότεροι ως Φρύγες της Μ. Ασίας με τους ονομαστούς βασιλιάδες τους, τον Γόρδιο (για να θυμηθούμε τον γόρδιο δεσμό που "έλυσε" ο Μεγαλέξανδρος) και το Μίδα με τους περίφημους κήπους του στο Βέρμιο, που είχαν τα αινιγματικά εξηκοντάφυλλα αυτοφυή ρόδα, τα αξεπέραστα σε ευωδία, και με τις φιλικές του σχέσεις με το θεό του κρασιού, το Διόνυσο.
  Αν οι Βρίγες είναι οι πρώτοι κάτοικοι της περιοχής μας, επομένως και της πόλης μας, ή αν ήρθαν έπειτα από κάποιους άλλους, ή τους Προέλληνες ή τους Έλληνες, και τους έδιωξαν για να μείνουν αυτοί, δεν είναι ακόμη απόλυτα εξακριβωμένο. Βέβαιο πάντως είναι το γεγονός ότι οι Μακεδόνες, όταν ήρθαν στην περιοχή μας, (1100 π.Χ.) τους βρήκαν εδώ, έζησαν κοντά τους σαν γείτονες και σαν διεκδικητές του χαρισματούχου αυτού τόπου, ώσπου ανάγκασαν τους περισσότερους να μεταναστεύσουν στη Μ. Ασία γύρω στον 9ο με 8ο π.Χ. αιώνα.
  Από το γειτόνεμα με τους Βρίγες, που ήταν συγγενείς των Ελλήνων, σίγουρα οι Μακεδόνες πήραν κάποια στοιχεία και γλωσσικά και πολιτιστικά, όπως ίσως τη μεγάλη αγάπη για το κρασί, τα οργιαστικά γλέντια της διονυσιακής λατρείας και τη λατρεία του Ορφέα του Οιάγρου.
  Τους Βρίγες ως Φρύγες πια τους ξαναντάμωσε αργότερα ο Μεγαλέξανδρος στη Μικρασία, "έλυσε" το γόρδιο δεσμό και τους αδελφοποίησε με τους Έλληνες, όπως έδειξε η κατοπινή ιστορία της περιοχής στα αλεξαδρινά, ελληνιστικά, ρωμαϊκά και βυζαντινά χρόνια μέχρι και τη Μικρασιατική καταστροφή. Αλήθεια, ποιος μπορεί να πει πόσοι από τους Έλληνες της Μικρασίας, που ήρθαν ως πρόσφυγες στη μητέρα Ελλάδα και που πολλοί έγιναν πια Βεροιώτες, δεν είχαν στις φλέβες τους και φρυγικό ή λυδικό ή καρικό κλπ. αίμα;
  Ας γυρίσουμε όμως πάλι στα χρόνια της γέννησης της Βέροιας, στα χρόνια του μύθου. Τότε την περιοχή μας τη διαφέντευε η νύμφη Βερόη, η κόρη του Ωκεανού και της Θέτιδας που, όπως φαίνεται, μόλις γεννήθηκε στα θαλασσινά παλάτια των γονιών της, στον παρθενικό της περίπατο αντίκρυσε τον τόπο μας, τη μάγεψε και τον έκανε κατοικία της δίνοντάς του και το όνομά της, κάπως αλλαγμένο βέβαια, τον βάφτισε Βέροια!
  Στα "Μακεδονικά" του, που δυστυχώς για μας χάθηκαν, ο αρχαίος ιστορικός Θεαγένης (τέλη του 5ου αι. π.Χ.) θα μας έλεγε και άλλες λεπτομέρειες για ός έγιναν στην περιοχή μας εκείνα τα μακρινά χρόνια. Σίγουρα όμως είμαστε τυχεροί και για λίγα κομμάτια που μας διέσωσε ένας άλλος μεταγενέστερος ερευνητής, ο Αριστοφάνης ο Βυζάντιος (257-180 π.Χ.).
  Αλλος μύθος εξάλλου θέλει τη Βερόη, κόρη το Αδωνη και της Αφροδίτης που μερικοί την ταυτίζουν με την Αμυμώνη. Αυτή τη Βερόη ή Βέροια στα ρωμαϊκά χρόνια την παρουσίαζαν στα νομίσματα της Βηρυτού τη στιγμή, που παίρνοντας με τη στάμνα της νερό από κάποια πηγή την έπιανε ο Ποσειδώνας.
  Αλλη πληροφορία θέλει τη Βέροια κτίσμα και αναδεξιμιά του Φέρωνα. "Βέροια, πόλις Μακεδονίας, ην Φέρων κτίσαι φασίν, αυτούς δε το φ εις β μεταποιείν, ως Βαλακρόν και Βίλιππον", καθώς αναφέρει ο Στέφ. Βυζάντιος, λόγιος και γεωγράφος (6ος μ.Χ. αι.).
  Αλλη, μυθολογική κι αυτή, εκδοχή θέλει τη Βέροια επώνυμη της κόρης του γιου του Μακεδόνα, γενάρχη των Μακεδόνων, του Βέρητα "Βέρης γαρ τρεις εγέννησε, Μίεζαν, Βέροιαν, Όλγανον". Από τις δύο κόρες του Βέρητα πήραν τα ονόματά τους οι δύο πόλεις της "ερατεινής Ημαθίας", όπως χαρακτηρίζει ο μεγάλος μας Όμηρος, την περιοχή μας, η Μίζα στην περιοχή γύρω από το Νυμφαίο και τη Σχολή του Αριστοτέλη, ΒΑ της Νάουσας, και η Βέροια. Ο γιος του ο Όλγανος, αφού εκεί κοντά, στην κοινότητα Κοπανού, βρέθηκε το 1947 η θαυμάσια προτομή του ποτάμιου θεού, έργο του 2ου μ.Χ. αιώνα, που στολίζει τώρα το μουσείο μας. Και μια και αναφέραμε έναν ποτάμιο θεό των Μακεδόνων, αξίζει να σημειώσουμε ότι ο L. Heuzey, Γάλλος αρχαιολόγος του περασμένου αιώνα, ταυτίζει τον Βέρη με τον ποταμό Αλιάκμονα, τον ιερό ποταμό των Μακεδόνων.
Το κείμενο (απόσπασμα) παρατίθεται τον Οκτώβριο 2003 από τουριστικό φυλλάδιο του Δήμου Βέροιας (1986).

Ιστορία - Πολιτισμός

ΒΟΡΕΙΟ ΑΙΓΑΙΟ (Περιφέρεια) ΕΛΛΑΔΑ
  Το Βόρειο Αιγαίο, όπως άλλωστε ολόκληρο το Αιγαίο, ήδη από τη μεσολιθική εποχή έπαψε να είναι εμπόδιο και αποτέλεσε γέφυρα που ένωσε τους λαούς που κατοικούσαν στην περιοχή. Η ναυτιλία, το εμπόριο, η οικονομία, ο πολιτισμός, οι κοινωνικές αλληλεπιδράσεις αναπτύχθηκαν μέσα στο Αρχιπέλαγος αλλά και στην περιφέρειά του, με βάση την επικοινωνία και την επαφή των κατοίκων του, ιδιαίτερα μετά το μόνιμο εποικισμό των νησιών, την 5η χιλιετία π.Χ.
  Η εκατομμυρίων ετών ζωή και η χιλιετιών ολόκληρων παρουσία των νησιών του Βόρειου Αιγαίου στα ιστορικά, κοινωνικά και πολιτιστικά δρώμενα καταδεικνύεται από τα πλούσια και πολυποίκιλα μνημεία του, διάσπαρτα σε όλη την έκτασή του.
  Τα παλαιοντολογικά ευρήματα αποδεικνύουν ότι τα νησιά του Βόρειου Αιγαίου ήταν κάποτε ενωμένα με τα απέναντι μικρασιατικά παράλια. Η ίδια τους η θέση, που επέτρεπε στους κατοίκους τους τον έλεγχο των θαλάσσιων δρόμων του εμπορίου της εποχής, συνέβαλε στην ανάπτυξή τους και στη δημιουργία ενός πολύ σημαντικού πολιτισμού.
  Ο πολιτισμός αυτός έφτασε στο απόγειό του την τρίτη χιλιετία π.Χ.. Τα πολίσματα οικισμών, όπως της Πολιόχνης της Λήμνου, της Θερμής της Λέσβου, του Εμποριού της Χίου και του Ηραίου της Σάμου, καταδεικνύουν την άνθιση των οικισμών αυτών και τους καθιστούν σημαντικά κέντρα της εποχής.
  Στα τέλη της δεύτερης π.Χ. χιλιετίας οι Ίωνες εγκαθίστανται στη Χίο και τη Σάμο, ενώ η Λέσβος αποικίζεται από τους Αχαιούς. Στα τέλη του 12ου και στις αρχές του 11ου αιώνα π.Χ., οπότε και παρουσιάζεται μεγάλη μετακίνηση πληθυσμών στον ελλαδικό χώρο, εγκαθίστανται στη Λέσβο οι Αιολείς.
  Από τον 8ο μέχρι τον 5ο αιώνα π.Χ., τα νησιά γνώρισαν ιδιαίτερη ακμή στην οικονομία, το εμπόριο, τα γράμματα και τις τέχνες.
  Σοφοί, όπως ο Πιττακός, ένας από τους επτά σοφούς της αρχαιότητας,
  Ποιητές, όπως η Σαπφώ, ο Αλκαίος, ο Όμηρος (κατά μία εκδοχή γενέτειρά του ήταν η Χίος), ο Λέσχις ο Πυρραίος, ο Τέλεσις ο Μηθυμναίος,
  Μουσικοί, όπως ο Αρίων ο Μηθυμναίος, ο Τέρπανδρος ο Αντισσαίος, ο Κοιτίων ο Μυτιληναίος
  Φιλόσοφοι και πολιτικοί στοχαστές, όπως ο Πυθαγόρας ο Σάμιος, ο Θεόφραστος ο Ερέσιος, Φανίας ο Ερέσιος, Κράτιππος ο Μυτιληναίος
  Ρήτορες, όπως ο Αισχύνης, ο Ποτάμων, ο Λεσβώναξ
  Ιστορικοί, όπως ο Ελλάνικος ο Μυτιληναίος, Μυρσίλος ο Μηθυμναίος,, Χάρης ο Μυτιληναίος4
  Πολιτικοί, όπως ο Πολυκράτης,
  Αρχιτέκτονες, όπως ο Ροίκος, ο Θεόδωρος και ο Τηλεκλής
  Μηχανικοί, όπως ο Σάμιος Μανδροκλής,
  Αστρονόμοι, όπως ο Αρίσταρχος ο Σάμιος,
  Γιατροί, όπως ο Ερασίστρατος ο Σάμιος,
κατάγονται από τα νησιά του Βόρειου Αιγαίου, όπου και μεγαλούργησαν.
  Η ύπαρξη του πνευματικού αυτού περιβάλλοντος προσήλκυσε στα νησιά και άλλους αξιόλογους άνδρες της αρχαιότητας, όπως οι ποιητές Ανακρέων ο Τήιος και Ίβηκος ο Ρηγίνος, ο Κρωτονιάτης γιατρός Δομηκήδης, ο Μεγαρεύς μηχανικός Ευπαλίνος και άλλοι, οι οποίοι δημιούργησαν σ’ αυτά, εκμεταλλευόμενοι τις ευνοϊκές συνθήκες για την ανάπτυξη του έργου τους.
  Στους Μηδικούς Πολέμους (5ος αι. π.Χ.), ο Πέρσες κατέλαβαν τα νησιά. Μετά την απελευθέρωσή τους, εντάχθηκαν στη ναυτική συμμαχία της Αθήνας (468 π.Χ.). Κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου (429 - 404 π.Χ.) συμμάχησαν άλλοτε με την Αθήνα και άλλοτε με τη Σπάρτη. Το 338 π.Χ. περιήλθαν στην κυριαρχία των Μακεδόνων και αργότερα των Πτολεμαίων της Αιγύπτου. Ακολούθησαν, τέλος, την τύχη ολόκληρου του ελλαδικού χώρου και έγιναν επαρχία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
  Κατά τη Βυζαντινή περίοδο, η σχέση της Βασιλεύουσας Κωνσταντινούπολης με το Αιγαίο γενικότερα ήταν χαλαρή. Τα νησιά αποτελούσαν κυρίως τόπο εξορίας σημαντικών προσωπικοτήτων της πρωτεύουσας. Παράλληλα, όμως αποτελούν την κινητήρια δύναμη του στόλου της Αυτοκρατορίας. Ολόκληρη τη Βυζαντινή χιλιετία, επικρατεί στο Βόρειο Αιγαίο ηρεμία, η οποία κατά καιρούς ταράζεται από βαρβαρικές και πειρατικές επιδρομές.
  Και κατά τους Βυζαντινούς χρόνους, τα νησιά του Βορείου Αιγαίου ανέδειξαν σημαντικές μορφές στο χώρο του πνεύματος. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο ποιητής και επιγραμματοποιός Χριστόφορος ο Μυτιληναίος.
  Μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους (1204 μ.Χ.), τα νησιά δίνονται ως φέουδα σε Ενετούς, Γενοβέζους και Φράγκους ηγεμόνες. Κατά την ηγεμονία τους, μετατρέπονται σε ναυτιλιακά και εμπορικά κέντρα και ακμάζουν οικονομικά και δημογραφικά.
  Η Αλωση της Κωνσταντινούπολης (1453 μ.Χ.) και η ίδρυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας σήμανε για το Βόρειο Αιγαίο περίοδο καταστροφής, λεηλασιών και διωγμών. Η κατάληψη των νησιών από τους Οθωμανούς επέφερε την παρακμή του χριστιανικού πληθυσμού. Από τις αρχές του 16ου αιώνα όμως τα νησιά επανακάμπτουν και επανέρχονται σε περίοδο ευημερίας. Οι χριστιανικές κοινότητες αναπτύσσονται, σημαντικές προσωπικότητες των γραμμάτων δραστηριοποιούνται, εκκλησίες και σχολεία ιδρύονται και φωτίζουν το γένος. Η Χίος, απολαμβάνοντας ιδιαίτερα διοικητικά, θρησκευτικά και εμπορικά προνόμια, αναδεικνύεται σε εμπορικό κέντρο της εποχής και η μεγαλύτερη αγορά στο Αιγαίο, μαζί με τη γειτονική της Σμύρνη.
  Η ενεργός συμμετοχή των κατοίκων του Βόρειου Αιγαίου στην Επανάσταση του 1821 και η ανάδειξη σημαντικών μορφών του Αγώνα, όπως ο Λυκούργος Λογοθέτης, ο Κανάρης και ο Παπανικολής, επιφέρει αντίποινα των τουρκικών αρχών. Η απάνθρωπη στάση των Τούρκων στις σφαγές της Χίου (1822 μ.Χ.) και των Ψαρών (1824 μ.Χ.) ευαισθητοποιούν τις ευρωπαϊκές δυνάμεις και μεταστρέφουν το κλίμα υπέρ της προσπάθειας των Ελλήνων να ανακτήσουν την ελευθερία τους. Η Σάμος καθίσταται ημιαυτόνομη με Γενικό Διοικητή το Λυκούργο Λογοθέτη, ενώ μετά την Συνθήκη του Λονδίνου, το νησί καταλήγει στο διοικητικό καθεστώς της υποτελούς στην Υψηλή Πύλη αυτόνομης ηγεμονίας.
  Κατά την διάρκεια της οθωμανικής κατοχής, τα νησιά του Βόρειου Αιγαίου ανέδειξαν σημαντικές μορφές, κυρίως στο χώρο των γραμμάτων και της πολιτικής. Η Λέσβος τον άγιο Ιγνάτιο Αγαλλιανό μητροπολίτη Μηθύμνης, τον Σεραφείμ το Μυτιληναίο, το Βενιαμίν το Λέσβιο, το μητροπολίτη Ουγγροβλαχίας Ιγνάτιο, το σοφό Δημήτριο Βερναρδάκη και άλλους. Η Χίος τον Αδαμάντιο Κοραή, τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, το Γιάννη Ψυχάρη, τον Εμμανουήλ Ροΐδη, το Νεόφυτο Βάμβα και άλλους. Η Σάμος τον Λυκούργο Λογοθέτη, το αγωνιστή Γιώργο Παπλωματά, τον πολιτικό Θεμιστοκλή Σοφούλη και άλλους.
  Εξαιτίας της θέσης τους κοντά στα μικρασιατικά παράλια, τα νησιά του Βόρειου Αιγαίου άργησαν να απελευθερωθούν από τον τουρκικό ζυγό. Είδαν όμως τον ήλιο της ελευθερίας να ανατέλλει το 1912, οπότε και ενσωματώθηκαν στο ελληνικό κράτος.
  Έκτοτε συμβαδίζουν με την ιστορία της υπόλοιπης χώρας, αναδεικνύοντας συνεχώς νέες προσωπικότητες στο χώρο της λογοτεχνίας, της έρευνας, των εικαστικών τεχνών, και σε όλες σχεδόν τις επιμέρους εκφράσεις του επιστητού. Αποτελούν ταυτόχρονα ένα ζωντανό μνημείο, όπου καθρεφτίζεται η μακραίωνη ιστορία, ο ανεξίτηλος πολιτισμός και η πολύχρωμη παράδοση των νησιών μας.

Κάστρο Ρωγών

ΒΟΥΧΕΤΙΟΝ (Αρχαία πόλη) ΠΡΕΒΕΖΑ
  Λίγα χιλιόμετρα μετά τον Λούρο, υψώνονται σε γραφικό κατάφυτο λόφο τα ερείπια του κάστρου των Ρωγών.
  Πανέμορφο, περιέβαλλε την (αρχαίων και βυζαντινών χρόνων) πόλη των Ρωγών. Σ’ αυτήν φυλάσσονταν το λείψανο του Ευαγγελιστού Λουκά απ’ το 1204 (μετά την κατάληψη της Κωνσταντινουπόλεως απ’ τους Λατίνους, στην οποία είχε μεταφερθεί αυτό απ' την Αχαϊα το 356 απ’ τον αυτοκράτορα Κωστάντιο) κι έμεινε εκεί ως το 1453, οπότε μεταφέρθηκε στη σερβική πόλη Sniaderevo.
  Η πόλη και το κάστρο των Ρωγών ερημώθηκαν σταδιακά στο διάστημα 1449 (που κατελήφθη απ’ τους Τούρκους) ως το 1690.
  Βρίσκεται στην ίδια θέση όπου και η αρχαία πόλη Βούχετα (ή Βουχέτιον) της οποίας ήταν συνέχεια, όπως η Πρέβεζα διαδέχθηκε τη Νικόπολη, περί τον 8ο, 9ο αι.
  Στη ΒΔ πλευρά της αρχαίας ακρόπολης του κάστρου των Ρωγών, σώζεται ο Ι. Ν. Κοιμήσεως της Θεοτόκου, (ιδρ. δεύτερο ήμισυ του ΙΖ αι.), το τελευταίο μνημείο της βυζαντινής και μεταβυζαντινής Περιόδου του οικισμού που σώζεται σε καλή κατάσταση και ο οποίος απετέλεσε και έδρα επισκοπής (η οποία αργότερα ενώθηκε με αυτήν της Κοζύλης "Ρωγών και Κοζύλης").
  Η Κοζύλη ήταν βυζαντινή πολίχνη κοντά στη Νικόπολη. Εκεί κοντά βρίσκεται και η Μονή Κοζύλης (Ι. Ν. Κοιμ. Θεοτόκου), έτος ιδρύσεως 774.
  Πολύ γνωστός ο Ιωσήφ των Ρωγών (1820-26), Επίσκοπος Κοζύλης & Ρωγών, ο οποίος κατά την πολιορκία του Μεσολογγίου αμυνόμενος ηρωικά ανατινάχθηκε, μαζί με υπερήλικες συντρόφους του, στις 12 Οκτ. 1826.
(κείμενο: ΛΑΖΑΡΟΣ ΣΥΝΕΣΙΟΣ)
Το κείμενο (απόσπασμα) παρατίθεται τον Ιούλιο 2003 από τουριστικό φυλλάδιο της Νομαρχίας Πρέβεζας.

Γρεβενά

ΓΡΕΒΕΝΑ (Πόλη) ΔΥΤΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ
  Ενώ η ζωή στην ευρύτερη περιοχή του νομού ανιχνεύεται από αρχαιοτάτων χρόνων, παραμένει άγνωστο πότε και πώς ιδρύθηκε η πόλη των Γρεβενών και ποια ακριβώς πορεία και εξέλιξη είχε στο πέρασμα των αιώνων. Είχε την ατυχία, από την αρχαιότητα ακόμη η πόλη αυτή να αποτελεί το αναγκαστικό πέρασμα φιλικών και μη στρατευμάτων από την Κάτω Μακεδονία και Ορεστιάδα προς Ηπειρο και Θεσσαλία και αντίστροφα. Το γεγονός αυτό, πέρα από τις απερίγραπτες δοκιμασίες, είχε σαν συνέπεια τις συνεχείς καταστροφές, με αποτέλεσμα για ολόκληρους αιώνες να μην συναντά κανείς ούτε απλή αναφορά του ονόματος της πόλης αυτής.
  Τα Γρεβενά αναφέρονται για πρώτη φορά σε κείμενο με το όνομα Γριβάνα από τον Κων/νο Πορφυρογέννητο (905-953). Σε Βυζαντινά χειρόγραφα του 10ου αιώνα, ο Επίσκοπος Γρεβενών τοποθετείται 6ος στη σειρά ή τάξη, σε σύνολο 16 Επισκόπων της Αρχιεπισκοπής Αχριδών, δείγμα της υπεροχής κοινωνικής, πολιτικής και πληθυσμιακής. Το 13ο αιώνα ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου Ιωάννης Απόπαυκος, σε τμήμα της αλληλογραφίας του περιγράφει ως εξής την πόλη: «Γρεβενά, πόλις αξιόλογος, έχουσα κλήρον ευπαίδευτον και πάν ό,τι ηδύνατο να θέλγει την ψυχήν».
  Στο διάστημα 1600 - 1800 για την ίδια πόλη διατηρούνται δύο ονόματα, άλλοτε σαν σύνθετη ονομασία «Γρεβενά - Αυλαίς» και άλλοτε σαν επεξήγηση «Γρεβενά - Αυλαίς, κοινώς λεγόμενα». Ετσι εξηγούνται τόσο κάποιες πληροφορίες ηλικιωμένων που έλεγαν ότι η πόλη ήταν χτισμένη πιο ψηλά στις Αυλές, όσο και κάποια συμπεράσματα νεότερων ερευνητών που θέλουν σαν πρώτη ονομασία των Γρεβενών το όνομα Αυλαίς. Το 1806 ο Γάλλος περιηγητής Φραγκίσκος Πουκεβίλ ευρισκόμενος στα Γρεβενά γράφει: «το Γρεβενό το ίδρυσε μια ομάδα αποίκων που ξεπετάχτηκαν από το κάστρο της Βουχαλίτσας. Αυτή πάλι είναι μια πόλη που βρίσκεται στον όχτο του Βενέτικου και πιστεύουν πως είναι ο Εύρωπος των αρχαίων. Το Γρεβενό οι Τούρκοι κάτοικοι το λένε Guerebene και είναι ένα κεφαλοχώρι με 150 σπίτια χωρισμένα σε δύο μαχαλάδες, σκόρπιους στους όχτους ενός ξεροπόταμου. Πριν 25 χρόνια λογάριαζαν πως είχε περισσότερες από 2.000 φαμίλιες, που χάθηκαν στις εμφύλιες φαγωμάρες τους...».
  Σε κατάσταση της Μητρόπολης Γρεβενών με ημερομηνία 22/7/1858, στα Γρεβενά φαίνεται να κατοικούν 92 χριστιανικές οικογένειες. Στις 13/10/1912 τα Γρεβενά απελευθερώνονται από τον Τουρκικό ζυγό. Το 1964 (Ν.Δ. 4398) η πόλη των Γρεβενών γίνεται πρωτεύουσα του νεοϊδρυθέντος νομού.
  Το κείμενο (απόσπασμα) παρατίθεται τον Ιούνιο 2003 από τουριστικό φυλλάδιο (1998) της Νομαρχίας Γρεβενών.

Δεσκάτη

ΔΕΣΚΑΤΗ (Κωμόπολη) ΓΡΕΒΕΝΑ
  Τόπος κατοικημένος από τη νεολιθική εποχή η Δεσκατιώτικη Ποταμιά, όπως φανερώνουν τα ευρήματα στις θέσεις Καστρί και Λουτρό, με δύο τουλάχιστον οικισμούς - πόλεις στους ιστορικούς χρόνους, ερείπια των τειχών των οποίων σώζονται ακόμη και σήμερα, ενώ η προχριστιανική εγκατοίκηση της διήρκεσε μέχρι τον 5ο - 6ο αιώνα μ.Χ.
  Οι γραπτές πηγές για την περιοχή κατά την α χιλιετηρίδα μ.Χ. είναι ανύπαρκτες. Αρχικά υπαγόταν στη δικαιοδοσία της Επισκοπής της Τρίκκης και μετά το 10 αι. μ.Χ. στην Επισκοπή των Σταγών. Κατά την Τουρκοκρατία, οι χωρικοί της Δασοχωρίτικης Ποταμιάς για να γλιτώσουν από τις συνεχείς ληστρικές επιδρομές των Αλβανών, εγκαταλείπουν τα μέρη τους και καταφεύγουν στη Ντισκάτα, θέση αρχικά στην οποία διέμεναν τους καλοκαιρινούς μήνες βλαχόφωνοι Θεσσαλοί κτηνοτρόφοι. Το 1822 η Ντισκάτα πληθυσμιακά αποτελούσε την «πρωτοχώρα» των Χασίων.
  Οι φιλελεύθεροι κάτοικοι της Δεσκάτης συμμετείχαν στη Θεσσαλική επανάσταση του 1854 υπό την αρχηγία του Θ. Βλαχάβα. Την ίδια χρονιά από αυτή πέρασε και ο Θ. Ζιάκας, γεγονός που εξόργισε τον Τούρκο πασά Ζεϊνέλ, με διαταγή του οποίου πυρπολήθηκε η Δεσκάτη. Στην επανάσταση του 1878, οι κάτοικοί της προσέφεραν κάθε δυνατή βοήθεια στους Θεσσαλούς επαναστάτες.
  Μετά την απελευθέρωση του 1881, η Δεσκάτη και η Ελασσόνα παρέμειναν στην Τουρκική επικράτεια. Το Πατριαρχείο ίδρυσε τότε τη Μητρόπολη Δεσκάτης, που απαρτιζόταν από 17 οικισμούς και 2 μοναστήρια, την κατάργησε όμως 15 χρόνια αργότερα, οπότε η Δεσκάτη προσαρτήθηκε στη Μητρόπολη Ελασσόνας.
  Στο Μακεδονικό Αγώνα συμμετείχε με τον υπαρχηγό Β. Οικονόμου, γνωστό ως Μπρούφα. Στον πόλεμο του 1897 οι Δεσκατιώτες βοήθησαν κυρίως με την συλλογή πληροφοριών σχετικά με τις κινήσεις των Τούρκων, ενέργεια για την οποία τιμωρήθηκαν σκληρά από αυτούς, με λεηλασία των σπιτιών τους και εκτοπισμό και φυλάκιση των κατοίκων.
  Η Δεσκάτη απελευθερώθηκε από τον Τουρκικό ζυγό τον Οκτώβρη του 1912, τις παραμονές του Α Βαλκανικού Πολέμου. Μέχρι τότε το σύνορο της ελεύθερης Ελλάδας βρισκόταν στο όρος Τρέτιμος. Εκεί έπεσε μαχόμενος ο Σπαρτιάτης λοχαγός Μανουσάκης (προτομή του οποίου συναντάμε στην κεντρική πλατεία της Δεσκάτης) κατά την απελευθέρωσή της στις 6/10/1912. Κατόπιν ιδρύθηκε ο Δήμος Δεσκάτης, στον οποίο συμπεριλήφθησαν τα χωριά: Παρασκευή, Δασοχώρι, Γήλοφος, Αγιώρης και Διασελάκι. Το 1915 που ιδρύθηκε ο νομός Κοζάνης περιλήφθηκε εκεί και η Δεσκάτη. Το 1918 αναγνωρίστηκε ως Κοινότητα με οικισμούς τους: Αγιώρης, Διασελάκι και Γήλοφος. Το 1942 αποσπάστηκε από την επαρχία των Γρεβενών του Νομού Κοζάνης και υπάχθηκε στην επαρχία Ελασσόνας του Νομού Λάρισας, ενώ το 1964 η επαρχία των Γρεβενών αναβαθμίστηκε σε Νομό, ενώθηκε σ' αυτόν η περιοχή των κοινοτήτων Δεσκάτης, Δασοχωρίου και Παρασκευής και η Δεσκάτη έγινε ξανά Δήμος.
  Η Δεσκάτη υπήρξε προπύργιο της Εθνικής Αντίστασης και παρουσίασε έντονη δράση στην διάρκεια του Εμφυλίου. Χαρακτηριστικοί είναι οι στίχοι του αξιόλογου Δεσκατιώτη ποιητή Χρ. Μπράβου, που αναφέρονται σ' αυτούς τους αγώνες των κατοίκων:
  «Μην περπατήσεις τούτα τα βουνά.
  Η μάνα λέει δεν κάνει
  να πατάμε πεθαμένους...»
  Το κείμενο (απόσπασμα) παρατίθεται τον Ιούνιο 2003 από τουριστικό φυλλάδιο (1998) της Νομαρχίας Γρεβενών.

ΔΡΑΜΑ (Νομός) ΕΛΛΑΔΑ
  Μακραίωνη η ιστορία της Δράμας, με πλούσια πολιτιστική παράδοση ξεκινάει από τους προϊστορικούς χρόνους και την παλαιολιθική εποχή (50.000-10.000π.Χ) και φτάνει στους βυζαντινούς και μεταβυζαντινούς χρόνους (324-1850μ.Χ).
  Πριν 50.000 χρόνια και ενώ βρισκόμαστε στην παλαιολιθική εποχή, εμφανίζονται στο νομό οι πρώτοι άνθρωποι. Είναι νομάδες κυνηγοί, ζούνε σε σπηλιές οι οποίες βρίσκονται κοντά σε πηγές, λίμνες ή ποτάμια, ενώ στις καθημερινές τους δραστηριότητες χρησιμοποιούν λίθινα εργαλεία, αιχμές για ακόντια και μαχαίρια.
  Κατά τη νεολιθική εποχή (7.000-3.000π.Χ) οι κάτοικοι αρχίζουν να φτιάχνουν οικισμούς, τις λεγόμενες “τούμπες”, να εξημερώνουν τα ζώα τους και να καλλιεργούν τη γη. Τα σπίτια τους τα φτιάχνουν με ξύλα, χονδρά κλαδιά και πηλό.
  Στην εποχή του χαλκού (3.000-1.050π.Χ) εμφανίζεται ο χαλκός και ο κασσίτερος και δημιουργούνται νέου τύπου οικισμοί. Στους Σιταγρούς εμφανίζονται τα πρώτα δείγματα μεταλλουργίας ενώ ξεχωρίζουν τρεις οικιστικές φάσεις της πρώιμης εποχής του χαλκού. Στην εποχή του σιδήρου (1.050-700π.Χ) εμφανίζονται και νέοι οικισμοί, χτισμένοι στην πεδιάδα αλλά και σε ορεινές τοποθεσίες.
  Κατά τους ιστορικούς χρόνους και συγκεκριμένα στα μέσα του 4ου π.Χ αιώνα ο Φίλιππος Β' εντάσσει την περιοχή στο Βασίλειο της Μακεδονίας. Στους πρώιμους ελληνιστικούς χρόνους (μέσα 4ου π.Χ-1ο π.Χ αι.) έχουμε την εμφάνιση του ιερού του Διόνυσου, θεό της αμπελουργίας και της γονιμότητας της γης, στην κοιλάδα του ποταμού Αγγίτη, πολύ κοντά στο χωριό Καλή Βρύση. Ο Διόνυσος λατρευόταν ιδιαίτερα στη Μακεδονία και τη Θράκη, παριστανόταν ζωόμορφος, ενώ στις παραστάσεις και τις γιορτές καταναλώνονταν μεγάλες ποσότητες κρασιού με τα βακχικά όργια να κατέχουν πρωταγωνιστικό ρόλο. Δυστυχώς στις αρχές του 3ου αιώνα π.Χ, το αρχαίο ιερό του Διονύσου γνώρισε βάναυσα άγρια λεηλασία και καταστροφή από πυρκαγιά.
(Κείμενο: Ντέπυ Χιωτοπούλου)
Το κείμενο (απόσπασμα) παρατίθεται το Δεκέμβριο 2003 από τουριστικό φυλλάδιο της Περιφέρειας Ανατ. Μακεδονίας - Θράκης.

ΔΡΥΟΣ (Χωριό) ΠΑΡΟΣ
  Σήμερα είναι ένας από τους πιο γραφικούς παραλιακούς οικισμούς του νησιού. Ομως η ιστορία του είναι μεγάλη, καθώς ξεκινάει από την αρχαιότητα (νεώσοικοι, Πυργάκι) και κορυφώνεται την εποχή της Τουρκοκρατίας.
  Εδώ συγκεντρώνονταν τα πλοία απ’ όλο το Αιγαίο, για να καταβάλουν στον Καπουδάν πασά τον ετήσιο φόρο. Εδώ αγκυροβολούσαν ευρωπαϊκά πλοία για να ανεφοδιαστούν με νερό, που ήταν άφθονο στο χωριό. Ακόμη έχει στέρνες.
  Το 1652 έγινε μεγάλη ναυμαχία, κατά την οποία ο ενετικός στόλος νίκησε τον τουρκικό.
  Λένε ότι ο Δρυός αποτέλεσε και αγαπημένο θέρετρο των Τσάρων, οι οποίοι κατέβαιναν στην παραλία με την άμαξά τους μέσα από την οδό των ερώτων με τις πικροδάφνες στο πλάι.
Το κείμενο παρατίθεται το Φεβρουάριο 2004 από τουριστικό φυλλάδιο του Δήμου Πάρου (2003)

ΕΡΕΤΡΙΑ (Αρχαία πόλη) ΕΥΒΟΙΑ
  Η Ερέτρια μαζί με τη Χαλκίδα υπήρξε στην ελληνική αρχαιότητα μια από τις σπουδαιότερες και εμπορικότερες πόλεις της Εύβοιας. ΄Ηταν γνωστή και ως Αρότρια ή Μελανηίς. Στο χώρο της υπήρχε ζωή τουλάχιστον από τη μυκηναϊκή περίοδο και ειδικά από το 1400 π.Χ. Η πόλη κατοικήθηκε από τους ιωνικής καταγωγής Aβαντες και ίδρυσε αποικίες στη Χαλκιδική, στη Σικελία και στη Ν. Ιταλία (Μεγάλη Ελλάδα). Αργότερα ήρθε σε σύγκρουση με τη Χαλκίδα για την κατοχή του Ληλαντίου πεδίου, της πεδιάδας δηλαδή που χωρίζει τις δυο πόλεις. Στην ιωνική επανάσταση (τέλη του ΣΤ' π.Χ. αιώνα) βοήθησε τους Iωνες εναντίον των Περσών. Γι’ αυτό, όταν το 490 π.Χ. έφτασαν εκεί οι Πέρσες την κατέστρεψαν και μετέφεραν τους κατοίκους της στην Περσία. Η πόλη ωστόσο ξαναχτίστηκε στην ίδια θέση και όταν ιδρύθηκε η Αθηναϊκή Συμμαχία (478) έγινε μέλος της. Στα μέσα του Ε' π.Χ. αιώνα η Αθήνα εγκατέστησε εκεί Αθηναίους, αλλά το 411 π.Χ. η Ερέτρια αποστάτησε. Τον επόμενο αιώνα έγινε μέλος της Β' Αθηναϊκής Συμμαχίας (378 π.Χ.). Μετά τη μάχη της Χαιρώνειας (338 π.Χ.) η Ερέτρια υπέκυψε στους Μακεδόνες. Τον Γ' αιώνα π.Χ. λειτούργησε στην πόλη φιλοσοφική σχολή που ιδρύθηκε από το Μενέδημο και είναι γνωστή ως Ερετριακή σχολή.
  Το 198 π.Χ. κατέλαβαν την Ερέτρια οι Ρωμαίοι. Σε έναν όμως χρόνο η Ρωμαϊκή Σύγκλητος την κήρυξε και πάλι ελεύθερη. Παρά την καινούρια ακμή της η πόλη έπεσε τελικά στην αφάνεια και ερημώθηκε. Οι αρχαιολογικές έρευνες αποκάλυψαν μέρος από το αρχαίο τείχος της Ερέτριας το ναό της Δήμητρας και Κόρης ένα άλλο ιερό, ηρώο γεωμετρικής εποχής και δυο τεράστια συγκροτήματα που μοιάζουν με ανάκτορα. Αποκαλύφτηκαν επίσης τάφοι, πηγάδια, λουτρά, παλαίστρα, θόλος, θέατρο και ένας ναός αφιερωμένος στο Διόνυσο. Αξιόλογα είναι τα ερείπια του ναού του Δαφνηφόρου Απόλλωνα, τα γλυπτά του οποίου φυλάγονται στο Μουσείο της Χαλκίδας. Βρέθηκαν επίσης και μερικά άλλα κτίρια, ερείπια ιδιωτικών κατοικιών και αρκετά από τα περίφημα ερετριακά αγγεία (γεωμετρικά, ανατολίζοντα και μελανόμορφα), μερικά από τα οποία στολίζουν το Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας.

Το κείμενο παρατίθεται τον Ιούλιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Τεχνολογικού Εκπαιδευτικού Ιδρύματος Πειραιά


ΕΡΜΙΟΝΗ (Αρχαία πόλη) ΑΡΓΟΛΙΔΑ
  Αναφέρει ο ιστορικός Στράβων για την πόλη που βρίσκεται στο νοτιοανατολικότερο άκρο της Αργολίδας και που η ιστορία της χάνεται στα βάθη των αιώνων.
  Χτισμένη και ξαναχτισμένη στο ίδιο μέρος, κατοικείται σχεδόν χωρίς διακοπή τουλάχιστον από το 3000π.Χ. Ο Ομηρος στις αναφορές του μεταξύ άλλων στην Ιλιάδα αναφέρει τη συμμετοχή της στον Τρωικό πόλεμο. Γνώρισε μεγάλη ακμή από τον 5ο αιώνα π.Χ. Στην ανάδειξή της σε σημαντική πόλη της αρχαιότητας συνετέλεσε - εκτός από τη γεωργία, τη ναυπηγική και την αλιεία- ο πλούτος στις ακτές της ενός μοναδικού είδους όστρακου, της πορφύρας. Οι Ερμιονείς με ειδική επεξεργασία αυτής παρήγαγαν το πορφυρό (κόκκινο χρώμα) που χρησιμοποιούσαν οι βασιλείς, μεταξύ αυτών και ο Μέγας Αλέξανδρος, ως βαφή των χιτώνων τους. Επιβεβαίωση του πλούτου της αποτελούν τα ευρήματα νομισμάτων από ασήμι και μπρούντζο που απεικονίζουν τη θεά της γεωργίας Δήμητρα, που χρονολογούνται το 550π.Χ. Την ακμή της επιβεβαιώνει η ύπαρξη πολλών μουσικών διδασκάλων ανάμεσα στους οποίους ο σπουδαίος διθυραμβιστής Λάσος, διδάσκαλος του Πίνδαρου.
  Στα χρόνια της ρωμαϊκής εποχής γνωρίζει μεγάλη άνθιση. Τελειοποιείται το υδραγωγείο το οποίο μετέφερε το νερό σε διάσπαρτες πελεκητές στο βράχο στέρνες και ύδρευε ολόκληρη την τότε πολυάριθμη πολιτεία. Ο περιηγητής Παυσανίας που την επισκέφθηκε το 2ο μ.Χ αιώνα περιγράφει με θαυμασμό τους πλούσιους ναούς, τις γιορτές, τους μουσικούς και κολυμβητικούς αγώνες που της έδιναν ξεχωριστή λαμπρότητα. Συνεχίζοντας την πορεία της στην ιστορία η Ερμιόνη έχει να παρουσιάσει δείγματα Βυζαντινής κυριαρχίας και ανάπτυξης.
  Στη Ν. Ανατολική πλευρά του σημερινού Δημαρχείου ανακαλύφθηκε μεγάλη παλαιοχριστιανική Τρίκλιτος Βασιλική Εκκλησία, με σπουδαία ψηφιδωτά δάπεδα, γεγονός που επισημαίνει την ύπαρξη πρώιμης χριστιανικής λατρείας και την επικράτηση αυτής σε όλη την περιοχή. Οχυρωμένη με τείχη κατασκευασμένα πάνω στα λείψανα αρχαίων κτισμάτων εμφανίζεται στα χρόνια της Φραγκοκρατίας η Ερμιόνη και παίρνει το όνομα “Καστρί”.
  Μετά από ισχυρή αντίσταση πέφτει στα χέρια των Τούρκων. Επιζεί στην Τουρκοκρατία χάρη στην ισχυρή ναυτιλία της και συμμετέχει με αξιόλογο σώμα Ερμιονιτών σε πολλές μάχες του απελευθερωτικού αγώνα.
Το κείμενο (απόσπασμα) παρατίθεται το Μάρτιο 2004 από τουριστικό φυλλάδιο του Δήμου Ερμιόνης.

Ιστορικά στοιχεία

ΕΥΒΟΙΑ (Νησί) ΕΛΛΑΔΑ
  Ολόκληρος ο νομός είναι διάσπαρτος από αρχαιολογικά ευρήματα, που αφηγούνται μια ιστορία που έρχεται από το βάθος των αιώνων. Κατά την αρχαιότητα, η Εύβοια ονομαζόταν "Μάκρις" εξαιτίας του σχήματός της. Αρχαιολογικές ανασκαφές μαρτυρούν ίχνη κατοίκησης στην Εύβοια από παλαιολιθικούς χρόνους και τη συνεχή παρουσία της σε όλες της ιστορικές περιόδους.
  Η ξεχωριστή γεωγραφική της θέση, ο πλούτος του εδάφους και του υπεδάφους η ανάπτυξη κάθε είδους δραστηριοτήτων την κατέστησαν κέντρο του ελλαδικού χώρου. Δύο μεγάλες πόλεις-κράτη αναπτύχθηκαν στην Εύβοια, η Χαλκίδα και η Ερέτρια, που με τους πολέμους τους για κυριαρχία αποδυνάμωσαν τη δύναμη του νησιού.
  Το όνομα της Εύβοιας συνδέθηκε με όλους του μεγάλους πολέμους της αρχαιότητας, από την εκστρατεία εναντίον της Τροίας, τους ελληνοπερσικούς πολέμους. Υποτάχθηκε στους Μακεδόνες, ενώ δε γλίτωσε κι αυτή όπως και οι υπόλοιπες ελληνικές περιοχές από τους Ρωμαίους, τους Φράγκους και τελικά τους Τούρκους. Η Εύβοια έλαβε ενεργό μέρος στην επανάσταση του 1821 και αποτέλεσε τμήμα του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους στις 13 Ιουλίου 1830.
(κείμενο: Χρυσόθεμις Σούλα)
Το κείμενο (απόσπασμα) παρατίθεται τον Ιούλιο 2003 από τουριστικό φυλλάδιο (1999) της Νομαρχίας Εύβοιας-Επιτροπής Τουριστικής Προβολής.

Ιστορικά γεγονότα

ΕΥΡΥΤΑΝΙΑ (Νομός) ΕΛΛΑΔΑ
  Κατοικήθηκε πριν το 1.100 π.Χ. και είχε μεγάλη συμμετοχή σε διάφορες εκστρατείες και τοπικούς πολέμους. Πρωτεύουσα της αρχαίας Ευρυτανίας υπήρξε η πόλη Οιχαλία. Από την εποχή της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, λίγα πράγματα έχουν απομείνει στην Ευρυτανία. Η μεγάλη ακμή του νομού ήρθε την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Οι Τούρκοι αναγκάστηκαν από πολύ νωρίς να παραχωρήσουν στους ακατάβλητους κατοίκους της Ευρυτανίας κάποια αυτονομία και αυτοδιοίκηση ώστε η περιοχή να γίνει μια νησίδα καταφυγής για τους κυνηγημένους. Ο μεγάλος ξεσηκωμός βρήκε την Ευρυτανία πανέτοιμη, ενώ η προσφορά της στα χρόνια που ακολούθησαν ήταν πολύ μεγάλη. Κατά τη διάρκεια της Γερμανικής κατοχής πρόσφερε για μια ακόμη φορά καταφύγιο στους αδούλωτους αγωνιστές. Από τις αρχές του 1942 άρχισε να οργανώνεται η Αντίσταση και ο στρατός της απελευθέρωσης.
Το κείμενο (απόσπασμα) παρατίθεται τον Αύγουστο 2003 από τουριστικό φυλλάδιο της Νομαρχίας Ευρυτανίας.

Το Λίκνο της Ευρώπης

ΗΡΑΚΛΕΙΟ (Νομός) ΚΡΗΤΗ
  Το ταξίδι στο νομό Ηρακλείου ουσιαστικά είναι ένα ταξίδι στις ρίζες της Ευρώπης, γιατί δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι η Ιστορία του Ηρακλείου είναι η Ιστορία της Ευρώπης. Εδώ αναπτύχθηκε ο πρώτος Ευρωπαϊκός Πολιτισμός ο Μινωικός και από τότε η ιστορία του τόπου είναι συνδεδεμένη άμεσα με όλα τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα που χαρακτήρισαν την Ευρωπαϊκή Ήπειρο. Σ’ όλα αυτά τα χρόνια από την αρχαιότητα μέχρι και σήμερα οι λαοί που πέρασαν από την περιοχή άφησαν τα σημάδια του πολιτισμού τους που συνθέτουν ένα εκπληκτικό σύνολο ανθρώπινης παρουσίας και δημιουργίας, και όλα αυτά σε ένα φυσικό πλαίσιο, που τα μορφολογικά και κλιματολογικά χαρακτηριστικά του αποτελούν την αιώνια μεγάλη αλήθεια που αναζητεί ο σημερινός ταξιδιώτης. Είναι η ίδια αλήθεια που ενσαρκώνει η θεά Φύση, η Μάνα Γη, η μεγάλη θεά που λάτρεψαν οι Μινωίτες, οι οποίοι από το 2.800 π.Χ. μέχρι και 1.400 π.Χ. αναπτύσσουν τον Μινωικό Πολιτισμό. Σ’ αυτήν την περίοδο χτίζονται τα μεγαλόπρεπα ανάκτορα της Κνωσσού, Φαιστού, Μαλλίων, Αρχανών, οι εκπληκτικές επαύλεις Τυλίσσου, Αγ. Τριάδας και άλλα μικρότερης έκτασης αλλά μεγάλου ενδιαφέροντος κτίσματα διάσπαρτα σ’ ολόκληρο το νομό Ηρακλείου. Η ακτινοβολία αυτών των Μινωικών Κέντρων φτάνει σ’ ολόκληρη την λεκάνη της Μεσογείου. Η αρχιτεκτονική, η ζωγραφική, η αγγειοπλαστική και η χρυσοχοϊα κατακτούν ψηλά επίπεδα τελειότητας.
  Οι σωζόμενες τοιχογραφίες μαρτυρούν την ψυχοσύνθεση ενός λαού φιλειρηνικού, χαρούμενου αλλά και ισχυρού, άμεσα συνδεδεμένου με την θάλασσα. Μια μεγάλη φυσική καταστροφή που συμπίπτει χρονολογικά με την έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας ανακόπτει την ακμή του Μινωικού Πολιτισμού. Μετά το 1400 π.Χ. είναι έντονη η παρουσία των Αχαιών και Δωριέων και αναδεικνύονται νέες πόλεις όπως η Λύκτος και η Ριζηνία. Ακολουθούν τα χρόνια που ακμάζει ο κλασσικός ελληνικός πολιτισμός και στην μνήμη Ελλήνων επιζούν οι μητροπόλεις της Κρήτης, κύρια η Κνωσσός που κρατάει ακόμη τη γοητεία της γενέτειρας σημαντικών πολιτισμικών και θεσμικών αξιών. Επιζούν κέντρα όπως ο Λέντας με σημαντικό Ιερατείο και ναό του Ασκληπιού. Με την κατάληψη της Κρήτης από τους Ρωμαίους άλλες πόλεις έρχονται στο προσκήνιο όπως η Χερσόνησος και η Γόρτυνα που γνωρίζει μεγάλη ακμή και γίνεται Πρωτεύουσα της Ρωμαϊκής επαρχίας ολόκληρης της Κρήτης και της Κυρρήνης.
  Ταυτόχρονα πολύ γρήγορα διαδίδεται ο Χριστιανισμός και κατά την πρώτη Βυζαντινή περίοδο η περιοχή του Ηρακλείου γίνεται σπουδαίο Χριστιανικό κέντρο (ο Απόστολος Παύλος στην διάρκεια του ταξιδιού του στην Ρώμη καταπλέει στους Καλούς Λιμένες στα νότια του Ηρακλείου και κηρύσσει την διδασκαλία του Χριστού). Στα 824 μ.Χ. την Κρήτη καταλαμβάνουν οι Σαρακηνοί και ο Χάνδακας, το σημερινό Ηράκλειο γίνεται η πρωτεύουσα και ταυτόχρονα ορμητήριό τους για τις πειρατικές επιδρομές στην Μεσόγειο.
  Το 961 τους εκδιώχνει ο αυτοκράτορας Νικηφόρος Φωκάς. Στα χρόνια που ακολουθούν το Ηράκλειο γίνεται ξανά ισχυρό Χριστιανικό κέντρο και ο τόπος γνωρίζει ξανά μεγάλη πολιτισμική ακμή. Με την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους το 1204 η Κρήτη περνάει στα χέρια των Βενετών μέχρι το 1669.
  Την περίοδο αυτή το νησί συγκλονίζεται από επαναστάσεις ενάντια στους Βενετούς αλλά ταυτόχρονα γνωρίζει μια εξαιρετική οικονομική και πνευματική ακμή. Χτίζονται τεράστια οχυρωματικά έργα, ανοικοδομούνται οι πόλεις, δημιουργούνται μνημεία εκπληκτικής ομορφιάς.
  Το Ηράκλειο γίνεται η λαμπρή πρωτεύουσα του Regno di Candia και γνωρίζει μεγάλη ακμή. Γίνεται το Κέντρο της Κρητικής Αναγέννησης που μας χαρίζει την εξαιρετική ζωγραφική της Κρητικής Σχολής. Ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος γεννιέται στο Ηράκλειο, μαθητεύει δίπλα σε μεγάλους ζωγράφους όπως ο Μιχαήλ Δαμασκηνός και φεύγει στη Δύση για να δοξάσει την γενέτειρά του και την τέχνη της ζωγραφικής με το όνομα El Greco. Η μουσική και το θέατρο ακμάζουν και μας κληροδοτούν πανέμορφα δημιουργήματα όπως τον Ερωτόκριτο και την Ερωφίλη, έργα που μας περιγράφουν μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα σε πνευματικό και υλικό πλούτο κοινωνία. Όλα αυτά όμως διακόπτονται το 1669 οπότε το Ηράκλειο, τελευταίο προπύργιο της Κρήτης, πέφτει στα χέρια των Τούρκων μετά από την μεγαλύτερη πολιορκία των 22 χρόνων που είχε γνωρίσει έως τότε η ανθρωπότητα. Αιματηροί αγώνες και επαναστάσεις εναντίον των Τούρκων οδηγούν στην αυτονομία της Κρήτης το 1897 έως και το 1913, οπότε ενώνεται με την υπόλοιπη Ελλάδα. Όλα αυτά τα χρόνια μέχρι και σήμερα παρά τους διαφορετικούς πολιτισμούς και κατακτητές η Κρήτη δεν έπαψε να υπακούει στην μοναδική δύναμη της φύσης της.
  Αυτή η φύση που γίνεται ο συνεκτικός κρίκος ανάμεσα στους πολιτισμούς και τους λαούς που φιλοξένησε.
Το κείμενο (απόσπασμα) παρατίθεται το Φεβρουάριο 2004 από τουριστικό φυλλάδιο της Νομαρχιακής Επιτροπής Τουριστικής Προβολής Ηρακλείου.

ΙΣΤΟΡΙΑ - ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ

ΘΑΣΟΣ (Νησί) ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ & ΘΡΑΚΗ
  Η Θάσος έχει επιλεγεί μέσα από εκατό μέρη υψηλού αρχαιολογικού ενδιαφέροντος στη Μεσόγειο. Το νησί σχετίζεται με τους ελληνικούς μύθους και ένας από αυτούς λέει ότι ο θεός Ζευς απήγαγε την πριγκίπισσα των Φοινίκων Ευρώπη. Ο Ευρωπαίος πρίγκιπας Θάσος άρχισε να την ψάχνει παντού. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του, ανακάλυψε το νησί και εγκαταστάθηκε εκεί, έτσι το μέρος πήρε το όνομά του. Το υπέροχο κλίμα, τα πλούσια πευκοδάση και το χιονόλευκο μάρμαρο της Θάσου λειτούργησε σαν πόλος έλξης για τους Φοίνικες, οι οποίοι ανακάλυψαν τη Θάσο στα 1.500 π.Χ. και την έκαναν αποικία τους. Πριν αφιχθούν οι Φοίνικες, οι Θράκες ήταν οι πρώτοι κάτοικοι του νησιού. Τα ανθρώπινα ίχνη ζωής χρονολογούνται πριν από το 2.000 π.Χ. Η Θάσος ήταν επίσης η θρυλική γη των Μυθολογικών Σειρήνων.
  Οι πρώτοι Έλληνες άποικοι ήταν οι Πάριοι οι οποίοι ήρθαν το 500 π.Χ. με τον ηγέτη τους τον Τελεσκλή, αφού έλαβαν το χρησμό από το ναό του Απόλλωνα στους Δελφούς. Δημιούργησαν ένα ειρηνικό κράμα με τους προηγούμενους αποίκους και πολλοί έγιναν δυνατοί ιδιαίτερα στο εμπόριο και στη ναυσιπλοϊα. Τα πιο πολύτιμα προϊόντα της Θάσου ήταν το μάρμαρο, ο χρυσός και το κρασί, με τα οποία προμήθευαν όλες τις τότε χώρες της Μεσογείου. Η ευημερία του νησιού συνεχίστηκε στους ρωμαϊκούς χρόνους όταν η Θάσος είχε πολλά προνόμια στο εμπόριο και ήταν σχεδόν ανεξάρτητη. Παραδείγματα αρχιτεκτονικής και τεχνικής δεξιότητας των αρχαίων Ελλήνων, Ρωμαίων και των μεταγενέστερων Χριστιανικών χρόνων εκτίθενται στο μουσείο και τους αρχαιολογικούς χώρους της Θάσου. Το νησί ήταν ένα από τα πρώτα μέρη όπου ο Χριστιανισμός διαδόθηκε νωρίς, μετά την επίσκεψη του Αποστόλου Παύλου το 49 μ.Χ. και εκατοντάδες εκκλησίες και εκκλησάκια μνημονεύουν αυτό το γεγονός.
Το κείμενο (απόσπασμα) παρατίθεται τον Οκτώβριο 2003 από τουριστικό φυλλάδιο του Τμήματος Τουρισμού Νομαρχίας Καβάλας (1997).

ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΡΟΥΣΟΥ (Μοναστήρι) ΕΥΡΥΤΑΝΙΑ
  Το Μοναστήρι της Παναγιάς της Προυσιώτισσας, που είναι χτισμένο σε ένα απότομο βράχο περικυκλωμένο από μια σπάνια πρασινάδα. Στη Μονή φυλάσσεται η εικόνα της Παναγίας, που είναι έργο του Ευαγγελιστή Λουκά. Μάλιστα ο Ευαγγελιστής Λουκάς αναφέρει ότι την ζωγράφισε κατά την περίοδο που βρισκόταν στην Πάτμο. Για πολλούς αιώνες η εικόνα βρισκόταν και θαυματουργούσε σε μεγάλο ναό στην Προύσα της Μικράς Ασίας. Η εικόνα χάθηκε κατά την περίοδο της εικονομαχίας το 829, όταν κάποιος την πήρε για να τη φέρει στην Ελλάδα. Σύμφωνα με την παράδοση βρέθηκε στην σπηλιά, όπου σήμερα βρίσκεται το Μοναστήρι. Ο άνθρωπος που έμαθε ότι βρέθηκε η εικόνα, ήρθε στον Προυσό για να την πάρει. Καθώς επέστρεφε με τη συνοδεία του νύχτωσε και έπεσαν να κοιμηθούν με αποτέλεσμα την άλλη μέρα το πρωϊ η εικόνα να έχει εξαφανιστεί, και μια μυστηριώδης φωνή τον ενημέρωσε ότι επιθυμία της Παναγίας ήταν η εικόνα να μείνει εκεί που βρέθηκε. Κατά την επιστροφή της στον Προυσό η Παναγία πέρασε από το σημείο που είναι τα "πατήματα" και τρυπώντας την βουνοκορφή διέσχισε το βουνό. Το καθολικό της Μονής χτίστηκε το 1754 και αγιογραφήθηκε από τους ζωγράφους Γ. Γεωργίου και Γ. Αναγνώστου, το 1875. Αξίζει να προσέξετε το ξυλόγλυπτο τέμπλο της. Το Μοναστήρι υπέστη πολλές καταστροφές και λεηλασίες κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας και πυρπολήθηκε από τους Γερμανούς το 1944. Διαθέτει επίσης πλούσια βιβλιοθήκη με παλιά χειρόγραφα και έντυπα, ενώ φυλάσσονται πολύτιμα κειμήλια όπως φορητές εικόνες, λειψανοθήκες, άμφια, χρυσοκεντήματα, σταυροί, χειρόγραφοι κώδικες κ.α. Επίσης η Μονή φιλοξενεί και μικρό μουσείο με προσωπικά αντικείμενα του Γεωργίου Καραϊσκάκη, ο οποίος δώρισε στην εικόνα της Παναγία το ασημένιο κάλυμμα.
Το κείμενο (απόσπασμα) παρατίθεται τον Αύγουστο 2003 από τουριστικό φυλλάδιο της Νομαρχίας Ευρυτανίας.

ΙΘΑΚΗ (Νησί) ΙΟΝΙΑ ΝΗΣΙΑ
4000 π.Χ. Νεολιθικοί οικισμοί στο νησί
1174 π.Χ. Αφιξη Οδυσσέα
1000-180 π.Χ. Κυριαρχία Δωριέων - Κορινθίων
180 π.Χ. - 394 μ.Χ. Ρωμαϊκή Κυριαρχία
394 - 1185 Βυζαντινοί χρόνοι
1185 Κατάληψη από τους Νορμανδούς
1500 - 1797 Ενετική κυριαρχία
1797 - 1798 Γαλλική κυριαρχία
1809 - 1864 Περίοδος "Βρετανικής Προστασίας"
21-5-1864 Ένωση των Επτανήσων με την Ελλάδα
1953 Καταστροφικοί σεισμοί

ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ-ΟΔΥΣΣΕΑΣ
  Η Οδύσσεια τοποθετείται από τους μελετητές στο 1174 π.Χ. Αυτή τη χρονιά ο Οδυσσέας φθάνει στην Ιθάκη μετά από δεκάχρονη περιπλάνηση. Χαρακτηριστικά σημεία της δράσης του, που αναφέρονται στην Οδύσσεια όπως το Σπήλαιο των Νυμφών και η Σπηλιά του Εύμαιου, υπάρχουν μέχρι σήμερα. Ο Οδυσσέας επιστρέφοντας βασίλεψε ως τον θάνατό του και στην συνέχεια τον διαδέχθηκε ο γιος του ο Τηλέμαχος.
ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ
  Η Ιθάκη υπήρξε κατάκτηση των Δωριέων από το 1000 π.Χ. ως το 800 π.Χ. και μετά πέρασε στα χέρια των Κορινθίων ως το 180 π.Χ. που την κατέλαβαν οι Ρωμαίοι.
  Την περίοδο αυτή η Ιθάκη είχε βυθιστεί στην παρακμή αν και εξακολουθεί να κατοικείται οργανωμένα.
ΡΩΜΑΪΚΟΙ ΧΡΟΝΟΙ
  Οι Ρωμαίοι έμειναν στο νησί από το 180 π.Χ. ως το 394 μ.Χ. Η ζωή στο νησί δεν άλλαξε σημαντικά. Οι περισσότεροι κάτοικοι ζουν στα βόρεια του νησιού.
  Από το 394 μ.Χ. η Ιθάκη μαζί με την Κεφαλονιά ανήκε στην Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Αυτή την περίοδο καθιερώνεται η Χριστιανική λατρεία στο νησί και κτίζονται εκκλησίες και μοναστήρια.
ΦΡΑΓΚΟΚΡΑΤΙΑ
  Το 1185 το νησί καταλαμβάνεται από τους Νορμανδούς και στη συνέχεια περνάει διαδοχικά στα χέρια των Ορσίνι (1204) και των Τόκων (1357). Η Ιθάκη αρχίζει να γνωρίζει ακμή που διακόπτεται όμως απότομα με την κατάκτηση του νησιού από τους Τούρκους (1479) που το λεηλάτησαν και κατέσφαξαν τους περισσότερους κατοίκους. Η τουρκική κυριαρχία στην Ιθάκη κράτησε μέχρι το 1504, όταν πουλήθηκε στους Βενετούς.
ΕΝΕΤΟΚΡΑΤΙΑ
  Η Ενετοκρατία διήρκεσε ως το 1797. Οι κάτοικοι στην Ανωγή, την Εξωγή και την Παλαιόχωρα πυκνώνουν και το Βαθύ γίνεται πρωτεύουσα του νησιού. Οι κάτοικοι ασχολούνται με την γεωργία και την ναυτιλία. Το 1797 στο νησί εγκαθιδρύεται Γαλλική κυριαρχία. Για μια μικρή περίοδο η Ιθάκη καταλαμβάνεται από τους Ρώσους και τους Τούρκους και επανέρχεται στα χέρια των Γάλλων ως το 1809 που αρχίζει η περίοδος της Αγγλοκρατίας.
ΑΓΓΛΟΚΡΑΤΙΑ
  Ιδρύεται το ανεξάρτητο κράτος "Ενωμένες Πολιτείες των Ιονίων Νήσων" που κυβερνάται συνταγματικά από την Ιόνιο Βουλή όπου η Ιθάκη αντιπροσωπεύεται με ένα εκλεγμένο μέλος. Η οικονομία προοδεύει, το ενδιαφέρον για την Ομηρική Ιθάκη αναζωπυρώνεται και η κοινωνική ζωή αναβαθμίζεται. Το ριζοσπαστικό ρεύμα και η διεθνής πολιτική κατάσταση οδήγησαν στην ένωση των Επτανήσων με την Ελλάδα στις 21 Μαϊου 1864.
ΝΕΩΤΕΡΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
  Η Ιθάκη υπήρξε αρωγός της Ελληνικής Επανάστασης. Σημαντική παροικία Ιθακήσιων ιδρύεται και αναπτύσσεται στη Ρουμανία. Με την είσοδο του 20ου αιώνα το νησί εκσυγχρονίζεται. Ανοίγονται δρόμοι, κτίζονται δημόσια κτήρια και εργοστάσιο ηλεκτροφωτισμού στο Βαθύ το 1923, η ναυτιλία του νησιού προοδεύει, η πνευματική ζωή ζωντανεύει. Το 1953 το νησί πληγώνεται από τον Εγκέλαδο και μεγάλο μέρος των οικισμών καταστρέφεται. Με την βοήθεια του κράτους και των Ιθακήσιων μεταναστών, η ανοικοδόμηση αρχίζει.
Το κείμενο (απόσπασμα) παρατίθεται τον Ιανουάριο 2004 από τουριστικό φυλλάδιο της Τοπικής Ένωσης Δήμων & Κοινοτήτων Κεφαλονιάς & Ιθάκης.

ΙΣΘΜΟΣ ΚΟΡΙΝΘΟΥ (Ισθμός) ΛΟΥΤΡΑΚΙ ΠΕΡΑΧΩΡΑΣ
  Εκείνο που θα ξένιζε ένα σύγχρονο άνθρωπο αν αντίκριζε τον Ισθμό της Κορίνθου όπως η Φύση τον είχε παραδώσει στους προγόνους, θα ήταν σίγουρα ο κόπος και ο πόνος όσων επιθυμούσαν με ασφάλεια να συνεχίσουν τη ναυτική τους πορεία και γι' αυτό επιχειρούσαν να περάσουν από το Σαρωνικό στον Κορινθιακό κόλπο διασχίζοντας με τα πλοία τους την ξηρά, τον περίφημο "Δίολκο" της "διθάλασσης Κορίνθου".
  Αυτή η καθημερινή αγωνία συνέθετε εικόνες από κάτεργο, σε μια εποχή όπου ο άνθρωπος, αδύναμος εξαιτίας της νηπιακής κατάστασης της τεχνικής, προσπάθησε τουλάχιστον να χρησιμοποιήσει την ευστροφία και την επινοητικότητα του για να εκμεταλλευθεί το θείο δώρο, που σαν κουτί της Πανδώρας έπεσε στα πόδια του αλλά δεν μπορούσε να το χαρεί: Το στενό κομμάτι γης που ένωνε την Πελοπόννησο με τη Στερεά.
  Ευλογία και κατάρα μαζί.
  Βέβαια, η σκέψη να κοπεί ο Ισθμός απασχόλησε πολλούς, οι οποίοι αποφάσισαν να παραβλέψουν τα τεράστια τεχνικά εμπόδια και να κάνουν το παράδοξο, λογικό. Δεν αρκούσε όμως η βουλή του ανθρώπου για ένα τέτοιο έργο.
  602 π.Χ. - 44 π.Χ.
  Από μαρτυρίες αρχαίων συγγραφέων προκύπτει ότι ο πρώτος που σκέφθηκε την διάνοιξη του Ισθμού ήταν ο τύραννος της Κορίνθου Περίανδρος, ένας από τους επτά σοφούς της αρχαιότητας, γύρω στο 602 π.Χ. Γρήγορα όμως εγκατέλειψε το σχέδιό του, από το φόβο ότι θα προκαλούσε "την οργή των θεών", ύστερα από το χρησμό της Πυθίας που έλεγε "Ισθμόν δε μη πυργούτε μηδ' ορύσσετε. Ζευς γαρ έθηκε νήσον ή κ' εβούλετο". Το πιθανότερο είναι ότι ο χρησμός προκλήθηκε από τους ιερείς των διαφόρων ναών, που φοβήθηκαν ότι, διανοίγοντας τον Ισθμό, θα έχαναν τα πλούσια δώρα και αφιερώματα των εμπόρων, που δε θα είχαν πια λόγο να μένουν στη Κόρινθο. Ο βασικός όμως λόγος που ανάγκασε τον Περίανδρο να εγκαταλείψει το σχέδιό του δεν ήταν η θεϊκή οργή αυτή καθεαυτή, αλλά οι τεράστιες τεχνικές δυσκολίες εκτελέσεως του έργου και τα οικονομικά συμφέροντα της Κορίνθου, που επιθυμούσε να διατηρήσει την προνομιούχο θέση της ως "κλειδούχος" του διαμετακομιστικού εμπορίου της Μεσογείου. Αλλωστε, η συνέχιση του "περάσματος" των πλοίων δια της "Διόλκου" δεν παρουσίαζε ιδιαίτερα προβλήματα στην Κόρινθο, διότι τα τότε πλοία ήταν μικρών διαστάσεων (τριήρεις) και η μυϊκή δύναμη των δούλων και των ζώων της εποχής ήταν επαρκής για το σκοπό αυτό.
  Τρεις αιώνες μετά τον Περίανδρο. Το 307 π.Χ., ο Δημήτριος ο Πολιορκητής επιχείρησε να θέσει σε εφαρμογή το ίδιο σχέδιο τομής του Ισθμού, αλλά εγκατέλειψε την ιδέα, όταν οι Αιγύπτιοι μηχανικοί, που έφερε για αυτό το σκοπό, τον διαβεβαίωσαν ότι η διαφορά της στάθμης του Κορινθιακού από τον Σαρωνικό ήταν τέτοια που, με την τομή, τα νερά του Κορινθιακού που θα χύνονταν στον Σαρωνικό θα τον πλημμύριζαν, με συνέπεια την καταπόντιση της Αίγινας και των γειτονικών νησιών και ακτών.
  Κατά την Ρωμαϊκή εποχή, δηλαδή μετά από 2 ½ αιώνες, ο Ιούλιος Καίσαρ το 44 π.Χ. και ο Καλιγούλας το 37 π.Χ. κάνουν σχέδια τομής του Ισθμού, τα οποία όμως εγκαταλείφθηκαν για πολιτικούς και στρατιωτικούς λόγους.
  Στα σχέδια αυτά βασίσθηκε ο Νέρων, όταν αποφάσισε το 66 π.Χ. να πραγματοποιήσει το έργο. Οι εργασίες άρχισαν το 67 μ.Χ. και από τις δυο άκρες (Κορινθιακό - Σαρωνικό), και χρησιμοποιήθηκαν τότε χιλιάδες εργάτες, μεταξύ των οποίων 6.00 Εβραίοι κατάδικοι από την Γαλιλαία. Την έναρξη των εργασιών έκανε ο ίδιος ο αυτοκράτορας στις 28 Νοεμβρίου, δίδοντας το πρώτο χτύπημα στη γη του Ισθμού με χρυσή αξίνα.
  Οι εργασίες εκσκαφής είχαν προχωρήσει σε μήκος 3.300 μ., σταμάτησαν όμως, όταν ο Νέρων αναγκάστηκε να γυρίσει στη Ρώμη για να αντιμετωπίσει την εξέγερση του στρατηγού Γάλβα. Τελικά, με το θάνατο του Νέρωνα - που συνέβη λίγο μετά την επιστροφή - το έργο εγκαταλείφθηκε. Τότε κυκλοφόρησαν και διάφορες φήμες, ότι δήθεν, σκάβοντας τον Ισθμό, αναπήδησε ανθρώπινο αίμα, που ήταν, κατά την παράδοση, της μητέρας του Νέρωνα, την οποία είχε δολοφονήσει. Το πιθανότερο γι' αυτό το φαινόμενο είναι ότι τα υπόγεια νερά, περνώντας από διάφορα στρώματα, παίρνουν κόκκινη απόχρωση, αφού, και όταν ύστερα από χρόνια που προσπάθησαν οι Ενετοί να κόψουν τον Ισθμό, παρουσιάσθηκε το ίδιο φαινόμενο. Το πόσο σοβαρή και μελετημένη ήταν η προσπάθεια του Νέρωνα αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι κατά την οριστική διάνοιξη της διώρυγας, στους νεότερους χρόνους, βρέθηκαν 26 δοκιμαστικά πηγάδια βάθους 10 μέτρων το καθένα και διάφοροι τάφροι της εποχής του. Μια ανάγλυφη πλάκα, που φαίνεται και σήμερα εντοιχισμένη στο πρανές της διώρυγας, κοντά στην Ποσειδωνία, στην πλευρά της Πελοποννήσου, αποδίδεται στην εποχή του Νέρωνα.
  Μετά τον Νέρωνα, ο Ηρώδης ο Αττικός προσπάθησε να διανοίξει τη διώρυγα, αλλά οι προσπάθειες του, όσο και των βυζαντινών αργότερα, σταμάτησαν αμέσως.
  Μετά από αιώνες, οι Ενετοί προσπάθησαν να διανοίξουν τον Ισθμό ξεκινώντας τις εκσκαφές του από τον Κορινθιακό αυτή τη φορά. Οι μεγάλες όμως δυσκολίες που συνάντησαν - και οι οποίες μεταφράστηκαν από τη λαϊκή αντίληψη ως "κακά σημάδια" - οδήγησαν σχεδόν αμέσως στη διακοπή των εργασιών.
  1830 μ.Χ. - 1893 μ.Χ
  Όταν ο κόσμος και η φύση άρχισαν να παραδίνονται αμαχητί στα χέρια του ανθρώπου, ο οποίος είχε καταφέρει με την αλματώδη ανάπτυξη στο χώρο της τεχνικής και της επιστήμης να αποκτήσει ανεπίγνωστη δύναμη, η διάνοιξη του Ισθμού φάνταζε πρόσκληση σε μονομαχία τρομερή της Φύσης και του Ανθρώπινου νου.
  Και πάλι όμως η πρόκληση ήταν ιδιαίτερα μεγάλη για μια Ελλάδα που μόλις είχε ξεφύγει από την Οθωμανική κυριαρχία. Οι τεράστιες οικονομικές δαπάνες που προαπαιτούνταν για τη διόρυξη του Ισθμού ήταν μάλλον απαγορευτικές και έτσι ο εμπνευστής μιας ανάλογης πρωτοποριακής μελέτης, ο Κυβερνήτης Καποδίστριας, εγκατέλειψε αυτή του την προσπάθεια. Την ίδια τύχη είχαν και άλλα σχέδια ή μελέτες που υποβάλλονταν κατά καιρούς στο Ελληνικό Κράτος, αλλά για διάφορους λόγους κρίνονταν ανεδαφικές και απορρίπτονταν.
  Ήδη, βέβαια, κάπου αλλού οι προκλήσεις της Φύσης είχαν γίνει αποδεκτές και προσδιόριζαν με νέα μέτρα τις σχέσεις του ανθρώπου με το περιβάλλον του. Η έναρξη λειτουργίας της Διώρυγας του Σουέζ (1869) είχε δημιουργήσει νέους ορίζοντες για την εξέλιξη των συγκοινωνιών στη Μεσόγειο.
  Αυτό το γεγονός μάλλον κίνησε πιο γρήγορα τους μοχλούς της ελληνικής διοικητικής μηχανής, με αποτέλεσμα τη λήψη ευνοϊκών, για τη σύσταση εταιρειών που θα αναλάμβαναν το έργο αυτό, αποφάσεων. Έτσι, η κυβέρνηση του Θρ. Ζαϊμη τον Νοέμβριο του 1869 έλαβε απόφαση και ψήφισε σχετικό νόμο "Περί διορύξεως του Ισθμού". Με τη ρύθμιση αυτή είχε δικαίωμα η κυβέρνηση να παραχωρήσει σε εταιρεία ή ιδιώτη το προνόμιο κατασκευής και εκμεταλλεύσεως της Διώρυγας της Κορίνθου. Για το σκοπό αυτό υπέγραψε το 1870 Σύμβαση με τους Γάλλους E.Piat και M. Chollet.
  Ο ζωντανός ιστορικός χρόνος όμως, το ιστορικό γίγνεσθαι, η πραγματική ζωή προχωρούσε στο μέλλον με βήματα αργά. Η σύμβαση αυτή ατόνησε και μόνο μετά από 12 χρόνια (1881) έγινε δυνατόν να συσταθεί η "Διεθνής Εταιρεία της Θαλασσίου Διώρυγος της Κορίνθου" από τον Ούγγρο στρατηγό Στέφανο Τύρρ, επίτιμο υπασπιστή του βασιλιά της Ιταλίας Βίκτωρος Εμμανουήλ. Η έναρξη των εργασιών, που αν ολοκληρωνόνταν θα προδίκαζαν την τύχη των ακτοπλοϊκών συγκοινωνιών της Ελλάδος αλλά και της Ανατολικής Μεσογείου, του Ευξείνου και της Αδριατικής, έγινε στις 23.04.1882 με την παρουσία του βασιλιά Γεωργίου Α' και πολλών επισήμων.
  Ως πιο οικονομική και συμφέρουσα κρίθηκε η χάραξη που είχε εφαρμόσει ο Νέρωνας, με μήκος 6.300 μ. Η Ιστορία είχε κάνει και πάλι το θαύμα της.
  Το έργο ολοκληρώνεται το 1893, ενώ ήδη η εξάντληση όλων των κεφαλαίων της αρχικής εταιρείας είχε οδηγήσει στην ανάληψη του έργου από Ελληνική εταιρεία υπό τον Ανδρέα Συγγρό. Τελικά, στις 25.07.1893 γίνονται με ιδιαίτερη λαμπρότητα τα εγκαίνια.
  Έτσι δικαιώθηκαν προσδοκίες και οράματα αιώνων και ανθρώπων. Προσπάθειες που ξεκινούν από τα βάθη της Ιστορίας και ολοκληρώνονται 2.493 (602 π.Χ., Περίανδρος - 1893 μ.Χ.) χρόνια μετά, οφείλουν όχι μόνο να συγκινήσουν αλλά και να ανακινήσουν στους σύγχρονους ανθρώπους σκέψεις που δε θα τους αφήσουν να βουλιάξουν στη φρεναπάτη της παντοδυναμίας που καλλιεργεί συστηματικά το λογικό τους, ότι δηλαδή μόνο το κράτος της τεχνικής και όχι το όνειρο, το όραμα, μπορεί να έχει θέση στο κόσμο του μέλλοντος. Τέτοια έργα μας θυμίζουν ότι τίποτα σύγχρονο δεν οφείλεται αποκλειστικά στο σήμερα, αντίθετα κυοφορείται από το παρελθόν, εμπνέει το παρόν και κάνει εντονότερη την εμφάνισή του στο μέλλον.
  1923 μ.Χ. - Σήμερα
  Η διώρυγα κόβει σε ευθεία γραμμή τον Ισθμό της Κορίνθου, σε μήκος 6.346 μ. Το πλάτος της Διώρυγας στην επιφάνεια της θάλασσας είναι 24,6 μ. και στο βυθό της 21,3 μ., ενώ το βάθος της κυμαίνεται μεταξύ 7,50 έως 8 μ. Ο συνολικός όγκος των χωμάτων που εξορύχθηκαν για την κατασκευή της Διώρυγας έφθασε τα 12 εκατομμύρια κυβικά μέτρα.
  Η γεωλογική σύσταση των πρανών της Διώρυγας είναι ανομοιόμορφη, με ποικιλία γεωλογικής συστάσεως εδαφών, που κόβονται από δεκάδες ρήγματα με κατεύθυνση από Ανατολών προς Δυσμάς και με οξεία γωνία σχετικά με τον άξονα της Διώρυγας. Αυτή η ιδιόμορφη γεωλογική σύσταση είχε σαν συνέπεια καταπτώσεις κατά καιρούς μεγάλων όγκων χωμάτων, με αποτέλεσμα να παραμείνει η Διώρυγα κλειστή για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Συνολικά, από την έναρξη λειτουργίας της μέχρι το 1940, οι διάφορες καταπτώσεις προκάλεσαν το κλείσιμο της Διώρυγας για διάστημα 4 χρόνων. Η σημαντικότερη από τις καταπτώσεις αυτές έγινε το 1923 οπότε κατέπεσε όγκος χωμάτων 41.000 κυβικών μέτρων - και κράτησε τη Διώρυγα κλειστή για 2 χρόνια.
  Επίσης μεγάλη διακοπή της λειτουργίας της Διώρυγας έγινε το 1944 και οφείλεται σε ανατίναξη των πρανών που προκάλεσαν οι Γερμανοί φεύγοντας. Κατέπεσε τότε όγκος 60.000 κυβικών μέτρων χωμάτων, οι δε εργασίες εκφράξεως κράτησαν 5 χρόνια (1944-1949). Ας σημειωθεί ότι πριν από την ανατίναξη οι Γερμανοί έριξαν στη Διώρυγα σημαντικό αριθμό σιδηροδρομικών οχημάτων, για να δυσχεράνουν το έργο της έκφραξης, η οποία, όπως προαναφέρθηκε, διήρκεσε 5 χρόνια.
  Τα θαλάσσια ρεύματα μέσα στη Διώρυγα αλλάζουν κατεύθυνση περίπου κάθε έξι ώρες και στην αλλαγή αυτή η στάση των υδάτων είναι αισθητής διαρκείας. Η συνηθισμένη ταχύτητα των θαλασσίων ρευμάτων φθάνει τους 2,5 κόμβους και σπάνια ξεπερνά τους 3 κόμβους. Η στάθμη των υδάτων στη Διώρυγα δεν είναι σταθερή αλλά μεταβάλλεται αργά χωρίς σταθερή χρονική περίοδο. Η διαφορά μεταξύ της ανωτάτης στάθμης και της κατωτάτης (ρηχής) είναι το πολύ 60 εκατοστά του μέτρου.
  Στη Διώρυγα λειτουργούν δυο βυθιζόμενες γέφυρες, μια στην Ποσειδωνία και μια στην Ισθμία, που εξυπηρετούν στην επικοινωνία μεταξύ Στερεάς και Πελοποννήσου. Ασφάλεια και οικονομία. Αυτοί οι δυο στόχοι που χαρακτηρίζουν τις οικονομικές και επιχειρηματικές κινήσεις του αιώνα μας, προσφέρονται με τον καλύτερο τρόπο από τη Διώρυγα της Κορίνθου σε όσους εξαρτούν τα εμπορικά συμφέροντά τους από τις θάλασσες του Ευξείνου και της Μεσογείου.
  Τουρισμός. Η άλλη όψη της σύγχρονης Διώρυγας της Κορίνθου. Ανθρωποι κάθε εθνικότητας και φυλής περιηγούνται συμφιλιωμένοι, χωρίς διαφορές, τα όσα θαυμαστά δημιούργησε το ανθρώπινο χέρι και συμβάλλουν τόσο στην αναβάθμιση της μείζονος περιοχής όσο και στη συναδέλφωση των λαών.

Το κείμενο παρατίθεται τον Νοέμβριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, της Διαχείρισης Διώρυγας Κορίνθου Περίανδρος Α.Ε.


ΙΩΛΚΟΣ (Χωριό) ΒΟΛΟΣ
  O Δήμος Ιωλκού έχει το εξαιρετικό προνόμιο να είναι από τους λιγοστούς Αυτοδιοικητικούς σχηματισμούς της χώρας, που διατηρεί ως τα σήμερα αναλλοίωτα, τόσο τα γεωγραφικά, όσο και τα ιστορικά και πολιτισμικά χαρακτηριστικά του. Ενας Δήμος, του οποίου ελάχιστα ή καθόλου μεταλλάχτηκε η φυσιογνωμία από τη φθορά του χρόνου και τις ενίοτε επελθούσες διοικητικές μεταβολές. Αυτή η συνοχή των χαρακτηριστικών του, κάνει το Δήμο Ιωλκού ζωντανό φορέα μιας πάρα πολύ παλιάς κληρονομιάς, που, μέσα στο ρου της ιστορίας, μετασχηματίσθηκε ομαλά, εμπλουτίσθηκε και έφθασε ίσα με μας.
  Πριν δούμε και μιλήσουμε για τον σύγχρονο Δήμο Ιωλκού, θα πρέπει να γυρίσουμε πίσω στα χρόνια. Μέσα απ' την ανάστροφη αυτή πορεία, θα δούμε ότι το όνομα που φέρει σήμερα ο Δήμος είναι ο συνεκτικός του κρίκος με την ίδια την ιστορία του, είναι η «γέφυρα» που ενώνει το απώτερο παρελθόν αυτού του τόπου -και το παρελθόν της ευρύτερης περιοχής- με το σήμερα.
  Το όνομα «Ιωλκός», έστω κι αν, με τους σχολαστικούς τοπωνυμικούς όρους που επ' ακριβώς ορίζονται απ' τα επιστημονικά (αρχαιολογικά) δεδομένα ασφαλώς αποκλίνει (αν και κατ' ελάχιστον) της πραγματικής θέσης της θρυλικής Ιωλκού, εκφέρει, εν τούτοις, με ακρίβεια τη γεωπολιτική σημειολογία του Δήμου της Ιωλκού και -όπως θα δούμε- αιτιολογεί απόλυτα και όχι αυθαίρετα τη σημερινή ονοματοδοσία του.
  Αφήνοντας, εν τέλει, τους ειδικούς να προσδιορίσουν τις αρχαίες θέσεις και να τις αντιστοιχίσουν προς τα πολεοδομικά και οικιστικά δεδομένα του σήμερα, θα μιλήσουμε για την ιστορία αυτής της περιοχής. Θα δούμε, ωστόσο, πως παρά την στενότητα του επισκοπούμενου εδαφικού χώρου, πρόκειται για την ιστορική επισκόπηση της άρρηκτα δεμένης με το Δήμο, ευρύτερης περιοχής (Παγασές, Δημητριάδα, Βόλος και όλα τα «πάνω από το Βόλο χωριά»), όπως τ' αναφέρει, στο βιβλίο του «Ιστορία της επαρχίας Βόλου και Αγιάς» ο Γιάννης Κορδάτος.
  Σωζόμενα μνημεία, αλλά και πάμπολλες γραπτές μαρτυρίες και ιστορικά κείμενα, βεβαιώνουν και αποδείχνουν ότι η (χωρική) επικράτεια του Δήμου Ιωλκού, υπήρξε αδιάλειπτα κατοικημένη, σε όλες τις μεγάλες χρονικές και ιστορικές περιόδους. Στις Παγασές, στη Γορίτσα, στον Ανω Βόλο, στην Ανωμαλιά, οι οποίες και αποτελούν ακραίες εδαφικές οριοθετήσεις της, υπάρχουν απτά δείγματα της ιστορικής αλληλουχίας, του περάσματος διαδοχικών πολιτισμών απ' την «Ιωλκό».
  Ιδιαίτερα, για την εποχή της τουρκοκρατίας, την πλέον «κοντινή» προς το σήμερα, υπάρχει πλούσιο πληροφοριακό υλικό, πληθώρα ιστορικών στοιχείων.
  Απ' τον ερανισμό των στοιχείων αυτών, απομονώσαμε -ως αποδίδοντα, κατά τη γνώμη μας, με ιδιαίτερη πιστότητα την εικόνα αυτής της περιοχής και το «προφίλ» των κατοίκων της, τα σημειούμενα στο παραπάνω βιβλίο του Γιάννη Κορδάτου, στοιχεία, βασισμένα, με τη σειρά τους στις επισημάνσεις σημαντικών λογίων της εποχής, αλλά και ξένων περιηγητών, που αποτύπωσαν ό,τι είδαν, στα ταξιδιωτικά τους δελτάρια.
   Αυτοί, λοιπόν, μιλώντας για τον Ανω Βόλο (όπως λεγόταν τότε ο σημερινός Δήμος της Ιωλκού), κάμνουν λόγο για μία κωμόπολη, («καλοχτισμένη χώρα» την αποκαλεί ο Ι. Λεονάρδος, γράφοντας τις εντυπώσεις του), που την αποτελούσαν πέντε ευδόμητοι μαχαλάδες (Ανω Βόλος, Ανακασιά, Αγιος Ονούφριος, Αλλη Μεριά και Μπαξέδες), με σπίτια όλα πέτρινα, όμορφα και υψηλά και με κατοίκους «ζωντανούς», νοικοκυραίους, αν και ερίζοντες μεταξύ τους, με το τελευταίο αυτό, μάλιστα, ιδίωμα των κατοίκων, να εκλαμβάνεται απ' τον Αργύρη Φιλιππίδη (έτερο Μηλιώτη λόγιο) και ως αιτία για το «χώρισμα των μαχαλάδων τους», και τη διάσπαση, έτσι, της χώρας τους, που «έως ένα καιρόν είχεν ένα κουμάντο». (Σ.σ.: Παρατήρηση χρήσιμη και διδακτική, ως τις μέρες μας).
  Αλλά και καλοδιοικούμενη ήταν η χώρα και εύπορη, με δρόμους ευπρεπισμένους και κλίμα «ευφορότατον και δροσερόν» (Αργ. Φιλιππίδης), ενώ πνιγόταν, στις «υψηρώφους δασυσκίους λεύκας, καρυδιάς, πλατάνους, και κυπαρίσσια, τα οποία, με το κελάδημά των ευφραίνουν τους ακροατάς» (Ι. Λεονάρδος).
  Ειδικώς για τη διοικητική κατάσταση (πολιτική και θρησκευτική), μαθαίνουμε πάλι απ' τον Γιάννη Κορδάτο, που παραθέτει σχετικά στοιχεία απ' τη «Γεωγραφία Μερική» του Αργ. Φιλιππίδη, ότι ο «Ανω Βόλος είναι η πρώτη χώρα της Δημητριάδος. Διαιρείται εις μαχαλάδες πέντε. και έχει κάθε μαχαλάς τον τζορμπατζήν του (προύχοντα, διοικητήν) και τον ξιλτάριν του. Ο βοϊβοντάρης είναι ένας. Κάθεται εις τον μαχαλάν της Ανακασιάς, επάνω εις ένα τεπέν (λεξ. Τούρκ.= ύψωμα) πέτρινον και έχει μπροστά του όλον τον Βόλον. Απέναντι του βοϊβόντα, κατανατολάς, είναι τεπές, υψηλότερα από τον Βόλον. Κι εδώ είναι η Επισκοπή, εδώ κάθονταν πρώτα ο Επίσκοπος Δημητριάδος. Εχει εκκλησίαν και κονάκια περιτριγυρισμένη με κάστρο».
  Πολύ σημαντικά είναι εξάλλου τα όσα επίσης λέγει ο Κορδάτος, επικαλούμενος τους Δημητριείς (σ.σ. Δανιήλ Φιλιππίδη και Γρηγόριο Κωνσταντά):
  « Αμα οι Τούρκοι μπήκαν στη θεσσαλία και την έκαναν τουρκική επαρχία, εγκαταστάθηκαν στη μικρή πολιτεία -τη Δημητριάδα- που λεγόταν στα χρόνια αυτά Γόλος.
  Οι Χριστιανοί που διώχτηκαν από τη Δημητριάδα - Γόλο, τραβήχτηκαν λίγο ψηλότερα, στην περιοχή του Αη Νούφριου («Η παλιά εκκλησία του μέρους αυτού ήταν απ' τις παλαιότερες της βυζαντινής εποχής», υποσημειώνει ο Ι. Κορδάτος), χτίσανε εκεί σπίτια και καλλιεργούσαν, όπως και πριν, τα αμπέλια τους και τα χωράφια. Τη βορειοανατολική όμως του κάστρου περιοχή την κράτησαν οι Τούρκοι και την ονομάσανε Μπαξέδες. Ο νέος αυτός συνοικισμός για πολλά χρόνια λεγόταν Γόλος και Βόλος, άμα, όμως, στις αρχές του 19ου αιώνα άρχισε να χτίζεται δίπλα στο κάστρο η νέα χριστιανική πόλη που ονομάστηκε και αυτή Βόλος, για να ξεχωρίζονται οι δυο πόλεις, η παλαιά πήρε το όνομα Ανω Βόλος.
  Το χωριό αυτό, που πρώτα ήταν μικροί σκόρπιοι συνοικισμοί, σ' όλην την περιοχή, που απλώνεται κάτω από τη Μακρινίτσα και Πορταριά, με τον καιρό μεγάλωσε και ενώθηκαν οι συνοικισμοί του.» (Ι. Κορδάτου, Ιστορία της Επαρχίας Βόλου και Αγιάς, σελ 258).
  Εξ όλων των παραπάνω, βλέπουμε πάρα πολύ καθαρά, ότι η σημερινή Ιωλκός, μέσα στο χρόνο, είναι άρρηκτα δεμένη με την ιστορία της ευρύτερης περιοχής, ότι το σημερινό της όνομα είναι «μετακύλισμα» ιστορίας, διαδοχικών καταλυτικών γεγονότων που έκαμαν να «μετακομίσουν», ν' «ανηφορίσουν» θα λέγαμε κατά κάποιον τρόπο, τα ιστορικά δρώμενα της άλλοτε Ιωλκού - Δημητριάδας - Βόλου, λίγο πιο πάνω!

Το κείμενο παρατίθεται τον Δεκέμβριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφία, του Δήμου Ιωλκού


ΚΑΒΑΛΑ (Πόλη) ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ & ΘΡΑΚΗ
  Η ανθρώπινη παρουσία στην περιοχή γύρω από την Καβάλα, σύμφωνα με τα ευρήματα των ανασκαφών, ξεκινά τουλάχιστον από τη Νεολιθική Εποχή (πριν το 3.000 π.Χ.) με τη δημιουργία μόνιμων οικισμών όπως αυτός του Ντικιλί-Τας κοντά στις Κρηνίδες.
  Χτισμένη από Θασίους αποίκους τον 7ο αιώνα, κοντά στην προϊστορική Αντισάρα που είναι άγνωστο πως καταστράφηκε ή εγκαταλείφθηκε, η ΝΕΑΠΟΛΗ αποτελεί τη "Νέα Πόλη", τη συνέχεια της περιοχής στους ιστορικούς χρόνους, σύμμαχο της Αθηναϊκής Δημοκρατίας του Περικλή αλλά και επίνειο των Φιλίππων, του σπουδαίου οικονομικού και πνευματικού κέντρου της εποχής των Μακεδόνων... Εδώ στους Φιλίππους, που πήραν το όνομα του πατέρα του Μ. Αλεξάνδρου, βασιλιά Φιλίππου Β έμελλε να συμβούν δύο γεγονότα που σημάδεψαν την ιστορία της ανθρωπότητας.
  Σ’ αυτή την περιοχή κρίνεται το μέλλον της Ρώμης το 42 π.Χ., όταν γίνεται η μάχη ανάμεσα στους οπαδούς του Καίσαρα (Αντώνιος - Οκταβιανός) και τους Δημοκρατικούς (Βρούτος, Κάσιος).
  Εδώ και η Ευρώπη δέχεται το πρώτο Χριστιανικό κήρυγμα, όταν ο Απόστολος των Εθνών, Παύλος, αποβιβάζεται γύρω στο 49 μ.Χ. και κάνει για πρώτη φορά γνωστό το λόγο του Ευαγγελίου.
  Η Νεάπολη τον 5ο μ.Χ. αιώνα, αναφέρεται ως Χριστούπολη και στους χρόνους του Ιουστινιανού αποκτά εξαιρετική οχύρωση. Συνδυάζοντάς την με τη φυσική της θωράκιση προφυλάσσεται από τις επιδρομές των Ούννων, Σλάβων και διαφόρων βαρβαρικών φύλων που φιλοδοξούν να την κατακτήσουν, βλέποντας τη μεγάλη οικονομική και στρατηγική της σημασία.
  Καταστρέφεται το 1185 από τους Νορμανδούς και υποδουλώνεται στους Τούρκους λίγες δεκαετίες πριν την άλωση της Κωνσταντινούπολης.
  Από τον 16ο αιώνα τη συναντάμε με το όνομα Καβάλα, ενώ από το 1860 και μετά γίνεται πάλι σπουδαίο εμπορικό κέντρο και σημαντικότατο λιμάνι εισαγωγών και εξαγωγών στο Μακεδονικό χώρο. Το 1913 απελευθερώνεται και ακολουθεί πορεία ακμής με λαμπρές επιδόσεις στην οικονομία, την εκπαίδευση και τις πολιτιστικές δραστηριότητες μέχρι σήμερα.
Το κείμενο (απόσπασμα) παρατίθεται τον Οκτώβριο 2003 από τουριστικό φυλλάδιο του Δήμου Καβάλας-Δημοτικής Επιχείρησης Τουρισμού & Ανάπτυξης Καβάλας.

ΚΑΛΟ ΧΩΡΙΟ (Χωριό) ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ
  Με κατοικήσεις στον ευρύτερο χώρο από τα Μινωικά χρόνια ξεκινά η ως τώρα γνωστή αρχαιολογία του χώρου.
  Η Αμερικανίδα αρχαιολόγος Έντιθ Χωλ στα 1910-1912 ανέσκαψε στο λόφο του Βροκάστρου άγνωστης ονομασίας μικρό οικισμό αγροτών και κτηνοτρόφων. Στη συνέχεια έχουμε την κατοίκηση της Ιστρώνας, που το όνομά της διατηρείται πολλούς αιώνες (Αρχαϊκά χρόνια 6ος π.Χ. αιώνας έως το 18ο αιώνα μ.Χ). Λεπτομερέστερα στα 1834 σε απογραφή είχε ο Ίστρωνας 20 οικογένειες Χριστιανών και 4 μωαμεθανικές.
  Στα Ρωμαϊκά χρόνια μέχρι τον 9ο αιώνα μ.Χ που οι Αραβες Σαρακηνοί οργιάζουν με καταστροφές σ’ όλη την Κρήτη, η Ίστρων και αργότερα ο Ίστρωνας θα αποτελεί το μοναδικό κύριο οικισμό του χώρου. Αρχαιοελληνικός ναός φαίνεται σε ερείπια κοντά στον οικισμό του Πύργου που ίσως να δώσει σε ανασκαφή στοιχεία της ιστορίας του ευρύτερου χώρου. Ίσως να είναι ο ναός του Βάκχου (Διονύσου) και ο μετέπειτα του Αγ. Σεργίου, όπως ιστορικοί αναφέρουν.
  Στα Βενετικά χρόνια ολόκληρη η κοιλάδα ξεχερσώθηκε και ήταν έρημη ως τα 1450-1500 μ.Χ, που φυτεύτηκε ελαιόδεντρα και γέμισε αργότερα νερόμυλους. Στα 1639 πρώτη φορά αναφέρεται η ονομασία Κακόν Χωρίον “κατ’ ευφημισμόν” λόγω του νοσηρού κλίματος από την ελονοσία που έφερναν τα στάσιμα νερά τω πλημμύρων μέσα στον Καλοχωριανό Κάμπο.
  Από τα 1680-1720 φαίνεται να κατοικείται ο νέος οικισμός “Αρνικού”. Από τα παλαιότερα χρόνια φαίνεται ότι ο Ιστρώνας ήταν ο σημερινός Πύργος. Από τα 1876 το Καλό Χωριό αποτέλεσε οικισμό-κοινότητα που ανήκε στο Δήμο Κριτσάς ως το 1925. Στην Τουρκοκρατία 1669-1898 το Καλό Χωριό είναι γεμάτο περιπέτειες των κατοίκων του με τους αγάδες.
  Στα νεότερα χρόνια ξεκίνησε η αγροτική και τουριστική του ανάπτυξη.
(Κείμενο: Μιχάλης Γεροντής )
Το κείμενο παρατίθεται το Δεκέμβριο 2003 από τουριστικό φυλλάδιο του Δήμου Αγίου Νικολάου.

ΚΑΜΑΡΙΝΑ (Χωριό) ΠΡΕΒΕΖΑ
  Ανάμεσα Μούργκα (1340 μ.) Ζαβρούχο (1137 μ.) και Τούρλια (1082 μ.), απ' όπου πηγάζει ο Αχέροντας ποταμός, και στη συμβολή του με τον παραπόταμό του Τσαγκαριώτικο, είναι τα Σουλιωτοχώρια (γνωστότερα απ’ αυτά η Κιάφα, το Σούλι, η Σαμονίβα). Οι Σουλιώτες αυτοδιοικούνταν, χωρισμένοι σε 47 "φάρες" που αποτελούσαν ιδιότυπη ομοσπονδία, και δεν υποτάχθηκαν στους Τούρκους ως το 1803, που ο Αλή πασάς τους εξανάγκασε, μετά από σκληρή πολιορκία, με συνθήκη να εγκαταλείψουν τα χωριά τους. Στη συνέχεια, τους κυνήγησε και στις 18 Δεκεμβρίου 1803 μια ομάδα τους περικυκλώθηκε στο Ζάλογγο (σημερινή Καμαρίνα) σ’ απόσταση 28 χλμ., απ’ την Πρέβεζα. ´Αλλοι διέφυγαν, άλλοι σκοτώθηκαν, και μια ομάδα από 56 γυναίκες αποσύρθηκε στην απόκρημνη κορυφή "Στεφάνι" πάνω από το μοναστήρι του Αγ. Δημητρίου.
  Από κει, χορεύοντας και τραγουδώντας, πέσανε με τα παιδιά τους στον γκρεμό για να μην υποδουλωθούν. Σύμβολο και μνήμη της θυσίας των Σουλιωτισσών, είναι το μνημείο που στήθηκε εκεί το 1961, με πανελλήνιο έρανο (γλύπτης Γ. Ζογγολόπουλος, αρχιτέκτονας Πατρ. Καραντινός), στο οποίο φθάνει κανείς, ανεβαίνοντας τα 410 σκαλιά, ξεκινώντας απ’ το μοναστήρι του Αγίου Δημητρίου.
  Αυτού του μοναστηριού (Ιερά Μονή Ζαλόγγου) η ιστορία ξεκινάει πιθανώς γύρω στο 400 μ.Χ., με την ίδρυση πιο πάνω απ’ τη σημερινή θέση της Μονής των Ταξιαρχών. Όσα κτίσματα του απόμειναν, καταστράφηκαν κατά τη γερμανική κατοχή (1941-44). Σταδιακά, και γύρω στα 1700 μ.Χ., η Μονή μεταφέρθηκε χαμηλότερα, κι έγινε το Μοναστήρι του Αγ. Δημητρίου. Το καθολικό του, μονόκλιτη βασιλική, με τρούλο και παμπάλαιες τοιχογραφίες που ολοκληρώθηκαν το 1816, στερεώθηκε και συντηρήθηκε την δεκαετία 1980-90, όπως και ολόκληρο το μοναστήρι ανακαινίσθηκε, μετά το 1962, οπότε από ανδρικό μετατράπηκε σε γυναικείο.
(κείμενο: ΛΑΖΑΡΟΣ ΣΥΝΕΣΙΟΣ)
Το κείμενο (απόσπασμα) παρατίθεται τον Ιούλιο 2003 από τουριστικό φυλλάδιο της Νομαρχίας Πρέβεζας.

Ιστορικά στοιχεία

ΚΑΡΔΙΤΣΑ (Νομός) ΘΕΣΣΑΛΙΑ
  Η περιοχή, λόγω της γεωγραφικής της θέσης, αποτέλεσε από νωρίς σημείο συνάντησης, συναλλαγών και επικοινωνίας μεταξύ διαφορετικών λαών και ομάδων.
  Ο Όμηρος (Ιλιάδα) στον κατάλογο των καραβιών που οι Έλληνες έστειλαν στον Τρωικό πόλεμο, αναφέρει τρεις πόλεις της περιοχής: Ιθώμη, Τιτάνιο και Αστέριο. Τα παλαιότερα ευρήματα τοποθετούνται στην νεολιθική εποχή. Ο τόπος είναι κατάσπαρτος από ίχνη οικισμών, τείχη και ευρήματα οικιακής καθημερινής χρήσης, τα οποία έρχονται συνεχώς στο φως. Από τα σημαντικότερα ευρήματα είναι ο ναός του Απόλλωνα στο δήμο Πλαστήρα, ο θολωτός τάφος στο δήμο Μητρόπολης, το κάστρο στο Καλλίθηρο και τα ταφικά μνημεία στην Αργιθέα.
  Κατά τη διάρκεια της βυζαντινής περιόδου η περιοχή γνώρισε αλλεπάλληλες εισβολές (Σλάβοι, Βλάχοι, Καταλανοί). Τα σωζόμενα μνημεία του βυζαντινού πολιτισμού είναι λιγοστά με σημαντικότερο το κάστρο Φαναρίου. Ευτυχώς όμως διασώθηκαν πολλές εκκλησίες και μοναστήρια από την εποχή της τουρκοκρατίας, αδιάψευστοι μάρτυρες της θρησκευτικής ζωής των Αγράφων.
  Από τα μέσα του 15ου αιώνα και για τρεις περίπου αιώνες στον εύφορο θεσσαλικό κάμπο θα εγκατασταθούν Τούρκοι εποικιστές, οι Κονιάροι (Κονιάρηδες). Οι ιστορικές συγκυρίες θα ευνοήσουν την οικονομική τους επέκταση σε βάρος των ντόπιων και θα οδηγήσουν στη δημιουργία των τσιφλικιών.
  Αξιοσημείωτη παραμένει η συνεισφορά του ντόπιου στοιχείου στους αγώνες της νεότερης ελληνικής ιστορίας, από την επανάσταση του 1821 μέχρι τη συνθήκη της απελευθέρωσης της Θεσσαλίας (1881). Τα χρόνια μετά την απελευθέρωση χαρακτηρίζονται από τις προσπάθειες για την πρόοδο και την οικονομική ανασυγκρότηση του τόπου. Γνωστοί είναι οι αγώνες των αγροτών για την δίκαιη ανακατανομή της γης με αποκορύφωμα την εξέγερση στο Κιλελέρ (6-3-1910).
  Η εισβολή των Ιταλών και Γερμανών θα ανακόψει την πορεία προόδου, που σημειώθηκε κατά το μεσοπόλεμο. Η μαζική συμμετοχή του πληθυσμού στην Αντίσταση θα αποτελέσει σημαντικό παράγοντα του απελευθερωτικού αγώνα. Στο οροπέδιο της Νεβρόπολης λειτουργούσε το συμμαχικό αεροδρόμιο.
(κείμενο: Π. Τσιαμούρας, Κ. Κοντογεώργου, Α. Αντωνίου)
Το κείμενο (απόσπασμα) παρατίθεται τον Αύγουστο 2003 από τουριστικό φυλλάδιο της Νομαρχίας Καρδίτσας.

ΚΑΡΠΑΘΟΣ (Νησί) ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΟΣ
  Το τελευταίο νησί στο Ν.Α. άκρο της Μεσογείου, το πιο μακρινό σύνορο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υψώνεται αγέρωχα ορεινή ανάμεσα στην Κρήτη και τη Ρόδο καταμεσίς στο Καρπάθιο Πέλαγος. Η ιστορία της Κραπάθου, όπως είναι το όνομα του νησιού κατά τον Όμηρο, είναι αρχαιότατη. Αυτό αποδεικνύουν οι μινωικοί και μυκηναϊκοί τάφοι και οικισμοί της β χιλιετίας που μπορεί κάποιος να επισκεφτεί σε διάφορα σημεία του νησιού. Το 1000 π.Χ. το νησί κατακτούν οι Δωριείς. Στα κλασσικά και ελληνιστικά χρόνια η Κάρπαθος ακολουθεί την ταραγμένη ιστορία ολόκληρης της Ελλάδας. Το 42 π.Χ. υποδουλώνεται στους Ρωμαίους και αργότερα περνά στη Βυζαντινή κυριαρχία. Με την επανάσταση του 1821 απελευθερώνεται και το 1830 αποδίδεται ξανά στους Τούρκους βάσει συνθήκης. Το 1912 κατακτάται από τους Ιταλούς και παραμένει στην εξουσία τους μέχρι τον 1947, οπότε και ενσωματώνεται με την υπόλοιπη Ελλάδα.
Το κείμενο (απόσπασμα) παρατίθεται το Νοέμβριο 2003 από τουριστικό φυλλάδιο του Δημοτικού Οργανισμού Τουρισμού Καρπάθου.

Ιστορική διαδρομή

ΚΑΡΥΣΤΟΣ (Πόλη) ΕΥΒΟΙΑ
Ο μυθικός Κάρυστος, γιος του Κένταυρου Χείρωνα, έδωσε, κατά μια εκδοχή, το όνομα του σε τούτη την πόλη, οι πρώτοι κάτοικοι της οποίας θεωρούνται οι Κάρες και οι Λέλεγες, φύλλα που αφομοιώθηκαν μεταγενέστερα από τους Δρύοπες. Οι Καρύστιοι πήραν μέρος στον Τρωικό πόλεμο, έκοψαν από νωρίς τα δικά τους νομίσματα και συμμετείχαν ενεργά στην Α΄και Β΄Αθηναϊκή Συμμαχία. Κατά τους Περσικούς πολέμους τόλμησαν να αντισταθούν και εξανδραποδίστηκαν, ήκμασαν όμως στους Ελληνιστικούς και Ρωμαικούς χρόνους.
Υποδουλώθηκαν στους Ενετούς και στους Φράγκους, στα χρόνια των οποίων κτίστηκαν το Μπούρτζι και το Castello Rosso (Κοκκινόκαστρο). Οι Τούρκοι κατέλαβαν την Κάρυστο και το κάστρο της, που έγινε οικιστικό κέντρο και παραμένουν μέχρι την απελευθέρωση της το 1833.
Η σημερινή Κάρυστος άρχισε να χτίζεται το 1843 βάσει των ρυμοτομικών σχεδίων του βαυαρού μηχανικού Μπίρμπαχ κατ’ εντολή του τότε Βασιλιά Οθωνα.

ΚΙΚΟΝΕΣ (Αρχαία χώρα) ΕΛΛΑΔΑ
  Στην ύστερη εποχή του Χαλκού (1.600-1.050 π.Χ.) καταφθάνουν και ριζώνουν στην παραλία του Ισμάρου οι Κίκονες, ο πιο πολιτισμένος από όλους τους θρακιώτικους λαούς, άριστοι και μοναδικοί έφιπποι πολεμιστές. Απόγονοι του Κίκονος, γιου του Απόλλωνα και της νύμφης Ροδόπης, κατά το μύθο. Με αρχηγό τον Εύφημο ήρθαν σε βοήθεια του Πριάμου στον Τρωικό πόλεμο.
  Γι’ αυτό, όταν έφτασε στη χώρα τους ο Οδυσσέας, για να τους εκδικηθεί, κυρίευσε την πόλη τους, Ίσμαρο, που τα κυκλώπεια τείχη της με τις μεγαλιθικές πύλες σώζονται στην Ακρόπολη του Αγ. Γεωργίου κοντά στη Μαρώνεια. Οι Κίκονες, όμως, αντρειωμένοι και πολυάριθμοι, όπως λέει ο Όμηρος, ανασυντάχθηκαν, αντεπιτέθηκαν και ξαναπήραν την πόλη. Ο πολυμήχανος βασιλιάς της Ιθάκης πήρε ξανά το δρόμο για την πατρίδα του. Είχε μαζί του ένα ασημένιο κύπελλο, 12 αμφορείς μοσχάτο κι έναν ασκό "παλαιού οίνου", με τον οποίο ο Οδυσσέας μέθυσε τον Κύκλωπα Πολύφημο.
(κείμενο: Βίκυ Τριανταφυλλιά)
Το κείμενο (απόσπασμα) παρατίθεται τον Σεπτέμβριο 2003 από τουριστικό φυλλάδιο της Νομαρχίας Ροδόπης.

ΚΟΜΟΤΗΝΗ (Πόλη) ΡΟΔΟΠΗ
  Τέταρτος αιώνας μ.Χ., γύρω στα 395 μ.Χ. τις εύφορες πεδιάδες της Θράκης αλωνίζουν βάρβαροι. Οι διαβάσεις που μέσ’ απ’ τη Ροδόπη οδηγούν στην κοιλάδα του Αρδα, στις πεδιάδες της Φιλιππούπολης και στη βυζαντινή Βερόη, μένουν αφύλακτες. Ένα οχυρό χρειάζεται, στην Εγνατία πλάι, καταφύγιο σε καιρό επιδρομών, ορμητήριο κατά των εχθρών. Το κτίζει ο Θεοδόσιος ο Α μικρό "πόλισμα" στάση για ξεκούραση των ταξιδιωτών και των εμπορικών καραβανιών που διέσχιζαν την Εγνατία, τετράγωνο, χωρίς τάφρο, με δεκάξι συνολικά πύργους, με εγκαταστημένη φρουρά και καλλιμάρμαρο ναό της Παναγίας. 1207 μ.Χ. Ο θηριώδης Τσάρος των Βουλγάρων Σκυλογιάννης καταστρέφει τη Μοσυνούπολη, δεν αφήνει πέτρα πάνω στην πέτρα. Όσοι γλιτώνουν τη σφαγή βρίσκουν καταφύγιο στο μικρό φρούριο-πόλισμα στα ανατολικά. Με τον καιρό η ζωή γύρω του και μέσα του πυκνώνει. Γίνεται πολίχνη και αναφέρεται σε κείμενο για πρώτη φορά τον 14ο αιώνα. Είναι τα Κομοτηνά του Νικηφόρου Γρηγορά ή τα Κουμουτζηνά του Ιωάννη Καντακουζηνού. Ονομασία που την τυλίγουν μύθοι και θρύλοι των γιαγιάδων, των παππούδων, των παλιών αγαπημένων. Να και η αλήθεια. Κουμουτζηνά Βυζαντινό τοπωνύμιο, τα κτήματα του Κουμούτζη (Κουμούτζιν - βυζαντινή λέξη, σημαίνει "όλα μαζί") ή στρατιωτικός τίτλος του κόμητος, που από τη Ρώμη δινόταν στους επικεφαλής των βάνδων (ταγμάτων) Κομητηνά, Κουμητηνά, Κουμουτηνά, Κουμουτζηνά.
  Η βυζαντινή πολίχνη με τον καιρό αποκτά σπουδαιότητα. Σ’ αυτήν αυλίζεται ο αυτοκράτορας Ανδρόνικος ο Γ, για να αποκρούσει τον ηγεμόνα της Σμύρνης Ομούρ. Αυτή γίνεται θέατρο του εμφύλιου σπαραγμού Καντακουζηνών - Παλαιολόγων.
  Το 1361 είναι το τελευταίο έτος που τα Κουμουτζηνά ακούνε σ’ αυτό το όνομα. Υποκύπτουν στην πολιορκία του ελληνικής καταγωγής Χριστιανού εξωμότη Γαζή Εβρενός και το λαϊκό όνομα της πόλης μεταπλάθεται σε Γκουμουλζίνα - Γκιουμουρτζίνα (καρβουνότοπος - τόπος κοίλος, χαμηλός).
  Και το κρατάει η πόλη σ' όλη τη σκοτεινή περίοδο της Τουρκοκρατίας και στα χρόνια της Βουλγαρικής κατοχής που ακολουθούν και σ' αυτά του "περιέργου" σύντομου καθεστώτος της Διασυμμαχικής Διακυβέρνησης από τον Γάλλο στρατηγό Sharpy.
  Το σημερινό της όνομα, που φέρνει στο νου την Κομοτηνή, την κόρη του αρχαίου ζωγράφου Παρασσίου, το χαίρεται η πόλη από τις 14 Μάη του 1920. τότε ο αντιστράτηγος Ζυμβρακάκης και οι άνδρες του, υλοποιώντας μια διπλωματική νίκη των Χαρίσιου Βαμβακά και του Ελευθέριου Βενιζέλου, την ελευθέρωσαν και την ένωσαν με τη μητέρα-Ελλάδα.
  Όμως σ’ όλη τη διάρκεια των δύσκολων χρόνων, ο ελληνικός πληθυσμός κυριαρχούσε στην πόλη, όπως μαρτυρούν όλοι οι περιηγητές που πέρασαν και για κάποιες μέρες ή ώρες ξαπόστασαν για να συνεχίσουν το δύσκολο ταξίδι τους, της διάβασης της Εγνατίας.
  Το 1800 χτίζεται ο ιερός ναός της Κοίμησης της Θεοτόκου, μια ξυλόστεγη τρίκλιτη βασιλική που μέχρι σήμερα είναι ο Μητροπολιτικός Ναός της Κομοτηνής και πρόσφατα αναστηλώθηκε για να συμπληρώνει κι αυτός μαζί με τα άλλα μνημεία την αδιάψευστη μαρτυρία της περιπέτειας αυτού του τόπου στους αιώνες.
(κείμενο: Βίκυ Τριανταφυλλιά)
Το κείμενο (απόσπασμα) παρατίθεται τον Σεπτέμβριο 2003 από τουριστικό φυλλάδιο της Νομαρχίας Ροδόπης.

Κορινθιακός Κόλπος

ΚΟΡΙΝΘΙΑΚΟΣ ΚΟΛΠΟΣ (Κόλπος) ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ
  Στην εποχή της πρώιμης αρχαιότητας, ο Κορινθιακός κόλπος αρχίζει να αποκτά τη σημασία που διατηρεί μέχρι και τις μέρες μας. Με την άνθιση του εμπορίου και τις σημαντικές προόδους στη ναυσιπλοία. Οι διάφοροι λαοί που κατοικούν στα παράλια της Μεσογείου ξεφεύγουν από τα στενά γεωγραφικά όρια της περιοχής τους και πραγματοποιούν μεγάλα θαλάσσια ταξίδια, σε αναζήτηση νέων αγορών για τα προϊόντα τους αλλά και πλουσίων τόπων αποικισμού.
  Στην αρχή, τα πλοία που ταξίδευαν από την ανατολική Μεσόγειο προς τη Δύση αναγκάζονταν να κάνουν το περίπλου της Πελοποννήσου, κάτι εξαιρετικά δύσκολο και χρονοβόρο για τα δεδομένα της εποχής. Ετσι, στην προσπάθειά τους να βρουν ένα συντομότερο δρόμο, αρχίζουν να χρησιμοποιούν τον Κορινθιακό κόλπο ο οποίος είναι κλειστός στα ανατολικά από έναν ισθμό. Η κατασκευή διόλκου επιτρέπει στα πλοία να περάσουν στον Κορινθιακό κόλπο. Το γεγονός αυτό καθιστά τον Κορινθιακό κόλπο σημαντικότατη αρτηρία και συμβάλλει στην ανάπτυξη πόλεων όπως η Κόρινθος. Η διώρυγα δια της οποίας αποκόπηκε ο ισθμός ένωσε τον Κορινθιακό με το Σαρωνικό κόλπο. Πολλοί ήταν αυτοί που προσπάθησαν την διάνοιξη του ισθμού, όπως ο Περίανδρος (6ος αι. π.Χ.), ο Καίσαρ (44 π.Χ.), ο Νέρωνας (67 μ.Χ.), κ.ά. Ομως η έλλειψη τεχνικών μέσων έκανε την διάνοιξη ακόμη αδύνατη.
  Πρέπει να περάσουν αρκετοί αιώνες, ως το 1893, όταν το μεγάλο αυτό έργο πραγματοποιείται επί Χαριλάου Τρικούπη. Με τη διάνοιξη της διώρυγας η Πελοπόννησος μετατράπηκε σε νησί κι άνοιξε πλέον ελεύθερα το πέρασμα προς τον Κορινθιακό κόλπο.
  (Κείμενο: Μαρία Γεωργιάδου, Θηρεσία Κοντογιάννη)
  Το κείμενο (απόσπασμα) παρατίθεται τον Δεκέμβριο 2003 από τουριστικό φυλλάδιο (2002) της Νομαρχίας Κορινθίας.

Συνοπτική ιστορία Κυπρίνου

ΚΥΠΡΙΝΟΣ (Κωμόπολη) ΟΡΕΣΤΙΑΔΑ
Ψάχνοντας για την ιστορία του χωριού μας φτάνουμε στο τέλος του 18ου αιώνα, όπου βρίσκουμε τους προγόνους μας να κατοικούν στο μικρό χωριό Φερίγγιο ή Βερέμ-Κιοϊ κατά άλλους. Στο χωριό αυτό ζούσαν μαζί με τους Τούρκους. Η ζωή τους ήταν πολύ δύσκολη, ένα πραγματικό μαρτύριο. Οι Τούρκοι φέρονταν πολύ σκληρά και βάρβαρα. Μοναδική διέξοδος για αυτούς είναι να φύγουν. Έτσι περνούν στην άλλη μεριά του ρέματος και χτίζουν ένα νέο χωριό στην τοποθεσία "Ντεντέδες". Στο νέο τους χωριό οι Κυπρινιώτες προσπαθούν να βρουν την ηρεμία τους για να ζήσουν χωρίς το φόβο των Τούρκων και να δημιουργηθούν. Δεν άργησε όμως και σε αυτό το χωριό να τους βρει ο Τούρκος κατακτητής. Σιγά σιγά άρχισαν στο χωριό να έρχονται τουρκικές οικογένειες. Ο πληθυσμός των "Ντεντέδων" δεν ήτανε πια μόνο Έλληνες. Η ζωή τους έγινε το ίδιο και χειρότερη απ' ότι στο φερέγγιο. Η νέα μετακόμιση δεν άργησε να γίνει και πάλι οι Κυπρινιώτες αναγκάστηκαν να φύγουν από το χωριό τους και να μετακομίσουν στην τοποθεσία "Κιρκ-Μπουνάρ", εκεί χτίζουν ένα νέο χωριό το Γενί-Κιοϊ. Ένα χωριό που στην αρχή όλα πάνε καλά, οι πρόγονοι μας αρχίζουν και πάλι να δουλεύουν σκληρά για να ριζώσουν. Δεν άργησαν όμως και πάλι να έρθουν στο νέο χωριό οι Τουρκικές οικογένειες, αφού έτσι έβρισκαν χέρια για τις δουλείες τους χωρίς αυτοί να δουλεύουν. Σαν να μην έφτανε όμως αυτό, το χωριό αποτέλεσε και θύμα των περαστικών Τούρκων εμπόρων που λεηλατούσαν, άρπαζαν, βασάνιζαν τους κατοίκους χωρίς κανένα δισταγμό.
Σιγά σιγά στην αρχή κάποιες οικογένειες άρχισαν να φεύγουν και στην συνέχεια όλες. Προορισμός τους τώρα ήταν η τοποθεσία του παλιού χωριού του Κυπρίνου αμέσως κάτω από το σημερινό χωριό. Εκεί βρίσκουν προστασία κοντά στο Μπέη της περιοχής, δουλεύοντας στο τσιφλίκι του ως εργάτες. Η τοποθεσία αυτή ονομάζεται "Σαρί-Χαντίρ" που κατά κάποιους σημαίνει "Κίτρινο ψάρι" του Ποταμού 'Αρδα. Η μετακίνηση αυτή γίνεται γύρω στο 1860, στο νέο αυτό χωριό οι Κυπρινιώτες αρχίζουν κάπως να ηρεμούν και να αποκτούν την δική τους γη. Φτάνουμε στο 1912-14 όπου οι πρόγονοι μας περνάνε άλλη μια μεγάλη δοκιμασία, αυτή τη φορά ο κατακτητής είναι άλλος, οι Βούλγαροι, το ίδιο όμως σκληρός και βάρβαρος με τους Τούρκους. Οι Κυπρινιώτες αντιστέκονται σε κάθε προσπάθεια των Βουλγάρων να τους πολιτογραφήσουν Βούλγαρους.
Το 1931 η μοίρα χτυπά σκληρά στον Κυπρίνο όπως έχει ονομαστεί πια το χωριό, σε μια ελεύθερη μετάφραση της λέξης "Σαρί-Χαντίρ". Μετά από πολύ βροχή το χωριό πλημμυρίζει και καταστρέφονται όλα σχεδόν τα σπίτια, σώζεται μόνο η Εκκλησία που ήταν πέτρινη. Για τελευταία φορά οι Κυπρινιώτες αφήνουν το χωριό τους και χτίζουν τον σημερινό Κυπρίνο με σχέδιο ρυμοτομίας, με ομοιόμορφα σπίτια, σχολεία, όμορφες πλατείες και πάρκα και σημαντική εξέλιξη. Σήμερα το χωριό μας είναι ένα από τα ομορφότερα και μεγαλύτερα χωριά της βόρειας περιοχής του Έβρου. Χωριό ζωντανό που σφύζει από ζωή αποτελώντας το καμάρι των κατοίκων του.
Το κείμενο παρατίθεται τον Αύγουστο 2002 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Κυπρίνου

ΛΑΚΩΝΙΑ (Νομός) ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ
  Η αρχαιολογική έρευνα τοποθετεί τα σημαντικότερα νεολιθικά κέντρα στην κοιλάδα του Ευρώτα νότια από τη Σπάρτη, στις εκβολές του ποταμού, στα σπήλαια του Διρού στις δυτικές ακτές της Μάνης και στην Ελαφόνησο. Πολύ περισσότερες θέσεις έχουν εντοπιστεί από την εποχή του χαλκού - από τα πρωτοελλαδικά, τα μεσοελλαδικά και τα μυκηναϊκά χρόνια. Κυρίως στις όχθες του Ευρώτα, στο τρίγωνο που σχηματίζουν σήμερα η Σπάρτη, το Γύθειο και οι Μολάοι. Αρκετές πόλεις των αρχαϊκών χρόνων μας είναι γνωστές από τον Όμηρο. Η Σπάρτη, το βασίλειο του Μενέλαου και της Ελένης, που τότε δεν βρισκόταν στο σημείο της πόλης των ιστορικών χρόνων. Κοντά της, οι Αμύκλαι, η Θεράπνη, η Φάρις και οι Βρυσέαι. Το Έλος στις εκβολές. Η Μέσσα, η Λας και το Οίτυλον στη δυτική χερσόνησο.
  Η εγκατάσταση των Δωριέων σήμανε την προώθηση της Σπάρτης στο προσκήνιο της ιστορίας, όπου διατηρήθηκε επί αιώνες, σε παράλληλη πορεία, αλλά και αντιπαράθεση με την Αθήνα. Η Σπάρτη των ιστορικών χρόνων, με τη μεθοδική οργάνωση, την πειθαρχία και τους ιδιότυπους θεσμούς της, αλλά και με τον χαρακτήρα των κατοίκων της, συνώνυμου του θάρρους και της αυταπάρνησης, έγινε το επίκεντρο της περιοχής, κυριάρχησε στη Νότια Πελοπόννησο, αλλά και πέρα απ’ αυτή, πρωτοστάτησε στους αμυντικούς πολέμους κατά των Περσών και νίκησε στον Πελοποννησιακό Πόλεμο, διαδραματίζοντας ηγετικό ρόλο στην εξέλιξη του αρχαίου ελληνικού κόσμου.
  Στη Λακεδαίμονα, όμως, στις πεδιάδες του Ευρώτα και στους κόλπους των ακτών, αναπτύχθηκαν κι άλλες πόλεις. Τόσες, ώστε να ονομαστεί "Εκατόμπολις". Μεταξύ αυτών, βόρεια, στα οδικά περάσματα, η Αίγυς, η Βελεμίνα, η Πελλάνα και η Σελλασία, όπου το 222 π.Χ. οι Σπαρτιάτες ηττήθηκαν από τους Μακεδόνες. Γύρω από τη Σπάρτη, από τα μυκηναϊκά χρόνια, η Θεράπνη, οι Βρυσέαι, η Φάρις και οι Αμύκλαι, με το φημισμένο ιερό του Υάκινθου και του Απόλλωνα. Ανατολικά τους η Σελινούς και νοτιανατολικά οι Γερόνθαι το μεσαιωνικό, αλλά και σημερινό Γεράκι. Πιο κάτω οι Κροκεαί, με τα λατομεία του πασίγνωστου κροκεάτη λίθου. Πάντα κοντά στο Λακωνικό κόλπο, το Έλος. Προς την ανατολική χερσόνησο, οι Ακρίαι, η Κυπαρισσία και ο Ασωπός, με ίχνη να διακρίνονται ακόμη στη θάλασσα. Και στην άκρη της χερσονήσου, απέναντι από την "Όνου Γνάθον", την Ελαφόνησο, οι Βοιαί, σημαντικό λιμάνι, η σημερινή Νεάπολη. Βορειότερα στην ανατολική ακτή, το άλλο σημαντικό λιμάνι, η Επίδαυρος Λιμηρά. Το πιο σημαντικό, όμως, στην άλλη πλευρά, στη δυτική γωνία του Λακωνικού κόλπου. Το Γύθειο, ναύσταθμος της Σπάρτης και εμπορικό εξαγωγικό κέντρο στο πέρασμα των αιώνων. Νότιά του, η Λας και η Ασίνη. Και στη δυτική χερσόνησο, ψηλά το Οίτυλο και κατεβαίνοντας προς το ακρωτήρι η Πύρριχος, η Τευθρώνη, η Καινήπολις, η Μέσσα και η Ιππόλα.
  Με την παρακμή της Σπάρτης και τη ρωμαϊκή κυριαρχία, εικοσιτρείς πόλεις, κυρίως παραλιακές, δημιούργησαν το Κοινόν των Λακεδαιμονίων, που το 22 π.Χ. μετονομάστηκε σε Κοινόν των Ελευθερολακώνων. Με την πολιτική αυτή οργάνωση η Λακωνία άκμασε ως τα μέσα του 3ου αιώνα μ.Χ. Αλλά βαρβαρικές επιδρομές και ένας φοβερός σεισμός τον 4ο αιώνα έφεραν την καταστροφή. Έναν αιώνα μετά στα ερείπια της αρχαίας Σπάρτης άρχισε να χτίζεται η χριστιανική πόλη με το όνομα Λακεδαιμονία.
  Στην Επαρχία της Αχαϊας τα πρώτα βυζαντινά χρόνια, στο Θέμα της Πελοποννήσου κατόπιν, την εποχή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, η Λακωνία επανήλθε δυναμικά στο προσκήνιο στα μέσα του 13ου αιώνα, όταν οι Φράγκοι έχτισαν και λίγο αργότερα παρέδωσαν στους Βυζαντινούς το κάστρο του Μυστρά, που έγινε η έδρα του Δεσποτάτου του Μωρέως. Στα χρόνια της τουρκοκρατίας συχνά οι πόλεις, τα λιμάνια και τα κάστρα της είδαν πολεμικές επιχειρήσεις μεταξύ Βενετών και Τούρκων, πειρατικές επιδρομές και εξορμήσεις, επαναστατικούς αγώνες. Αναδείχθηκε τότε όλο και περισσότερο η Μάνη, η δυσπρόσιτη δυτική χερσόνησος, που έμεινε απλησίαστη από κατακτητές, διατηρώντας την αυτονομία, τις παραδόσεις και το ελεύθερο πνεύμα της. Καταφύγιο και ορμητήριο, κοινωνία κλειστή, με δικούς της κανόνες, διαμόρφωσε γενιές σκληροτράχηλων πολεμιστών, ελεύθερων ανθρώπων, και πρόσφερε πολλά στον Αγώνα του 1821, που οδήγησε στη δημιουργία του ανεξάρτητου Ελληνικού κράτους. Η μακραίωνη αυτή ιστορία της Λακωνίας αναβλύζει από τις πηγές - μνημεία και τοποθεσίες - σε κάθε βήμα του ταξιδιώτη. Στα ευρήματα της Σπάρτης και στο αρχαιολογικό της μουσείο. Στον "θρόνο" του Απόλλωνα στις Αμύκλες. Στον αρχαιολογικό χώρο του Γύθειου. Στα διάσπαρτα παντού κατάλοιπα του χρόνου. Στις βυζαντινές εκκλησίες, τα ιστορικά μοναστήρια και τα κάστρα, αλλά και σε ολόκληρες μεσαιωνικές πολιτείες - τον Μυστρά, το Γεράκι και τη Μονεμβασιά. Σε ολόκληρες περιοχές, όπως η Μάνη με τα άγρια γοητευτικά τοπία και τα πυργόσπιτα, που σηματοδοτούν τη μοναδική λαϊκή αρχιτεκτονική της.
(κείμενο: Σωτήρης Μπακανάκης)
Το κείμενο (απόσπασμα) παρατίθεται το Μάρτιο 2004 από τουριστικό φυλλάδιο της Νομαρχίας Λακωνίας.

ΛΕΥΚΑΔΑ (Νησί) ΙΟΝΙΑ ΝΗΣΙΑ
  Η Λευκάδα ή Λευκάς, πήρε το όνομά της από το λευκό ακρωτήρι που βρίσκεται στον νοτιότερο άκρο της, τον Λευκάτα. Βράχοι τεράστιοι, απόκρημνοι, κατάλευκοι το στολίζουν. Είναι το μέρος που η παράδοση θέλει τη λυρική ποιήτρια Σαπφώ να δίνει τέλος στη ζωή της και στον άτυχο έρωτά της για τον όμορφο Φάωνα. Σύμφωνα με τις αρχαιολογικές έρευνες, τα πρώτα ίχνη ζωής στο νησί χρονολογούνται στη Νεολιθικη εποχή, 8.000 χρόνια πριν από τη γέννηση του Χριστού. Αξιοσημείωτα αρχαιολογικά ευρήματα κοντά στην περιοχή του Νυδρίου, μαρτυρούν την ύπαρξη πολιτισμού, που έχει πολλά κοινά στοιχεία με τον πολιτισμό της Ηπείρου. Οι Λέλεγες ήταν οι πρώτοι κάτοικοι του νησιού, τους οποίους πολέμησαν ο βασιλιάς Λαέρτης και οι Κεφαλήνιοι και κατέκτησαν την περιοχή τους. Σύμφωνα με αξιόλογες αρχαιολογικές ενδείξεις του αρχαιολόγου Δέρπφελδ, η Λευκάδα έχει πολλές πιθανότητες να είναι η Ομηρική Ιθάκη, η πατρίδα του Οδυσσέα. Η Λευκάδα έχει δώσει το συνεχές παρόν της μέσα στην Ιστορία και δεν έλειψε από καμία σημαντική μάχη των Ελλήνων. Ήταν εκεί με τα πλοία της και τον στρατό της στη ναυμαχία της Σαλαμίνας, στη μάχη των Πλαταιών, στον Πελοποννησιακό πόλεμο με τους Σπαρτιάτες, στην εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Τον 3ο αιώνα π.Χ. αντιστάθηκε σθεναρά στους Ρωμαίους που θέλησαν την υποδούλωσή της. Στη Βυζαντινή εποχή το νησί αποτελεί τμήμα του Δεσποτάτου της Ηπείρου και το 1293 ο Δεσπότης Νικηφόρος Α το παραχωρεί στον Ιωάννη Ροσσίνι. Ο Ροσσίνι είναι ο δημιουργός του Κάστρου της Αγίας Μαύρας, ενός από τα πιο αξιοσημείωτα φράγκικα κάστρα στην Ελλάδα. Ακολουθεί μια μεγάλη περίοδος Ενετοκρατίας την εποχή που η υπόλοιπη Ελλάδα ήταν σκλαβωμένη στους Τούρκους. Οι συνεχείς συγκρούσεις με τους Τούρκους, είχαν σαν αποτέλεσμα να κυριαρχήσουν στο νησί οι Οθωμανοί, από το 1503 ως το 1684. Η Λευκάδα είναι η μόνη από τα Ιόνια νησιά που έχει γνωρίσει Τουρκική κατοχή για 180 χρόνια. Το 1684, το νησί περνάει πάλι στην κυριαρχία των Ενετών, που παραχωρούν στους Λευκαδίτες ένα υποτυπώδες σύνταγμα. Οι φιλελεύθερες ιδέες της Γαλλικής επανάστασης φτάνουν και στη Λευκάδα, αφού για ένα μικρό χρονικό διάστημα κυριάρχησαν σ’ αυτήν οι Γάλλοι. Το 1810 το νησί περνάει στην κατοχή των Βρετανών. Υπό την κυριαρχία των Βρετανών, οι Λευκαδίτες δίνουν το παρόν τους με κάθε τρόπο στην επανάσταση του 1821. Η Λευκάδα ενώθηκε με την υπόλοιπη Ελλάδα το 1864, όπως τα άλλα Ιόνια νησιά. Από τότε αρχίζει η πρόοδός της με την σημαντικότατη συμβολή της ανάπτυξης του τουρισμού, τις τελευταίες δεκαετίες.
Το κείμενο (απόσπασμα) παρατίθεται το Δεκέμβριο 2003 από τουριστικό φυλλάδιο της Ένωσης Ξενοδόχων Λευκάδας (1998).

ΛΕΥΚΑΔΑ (Πόλη) ΙΟΝΙΑ ΝΗΣΙΑ
  Η σημερινή Λευκάδα χρονολογείται από το 1684, όταν ο Ενετός Μοροζίνι "σύστησε" στους κατοίκους του κάστρου να μεταφέρουν τα σπίτια τους έξω από αυτό. Η έντονη σεισμική δραστηριότητα του χώρου εκείνα τα χρόνια και τα περιορισμένα οικονομικά μέσα των Λευκαδιτών ήταν καθοριστικά για την αρχιτεκτονική των σπιτιών. Μικρά, δίπατα κυρίως, ξυλόδετα κτίρια με ξύλινους εξώστες και με κεραμοσκεπές επικράτησαν στη νέα πρωτεύουσα κι ανάμεσά τους στενά καντούνια. Συνηθέστερα το πάνω πάτωμα ήταν φτιαγμένο από ξύλο και λάσπη ενώ το κάτω ήταν λιθόκτιστο, διαμορφώνοντας έτσι μια αντισεισμική αρχιτεκτονική, μοναδική στον κόσμο.
  Με τα χρόνια και τις συχνές καταστροφές από τους σεισμούς, οι κάτοικοι που ξανάφτιαχναν τα σπίτια τους με τα ίδια υλικά, φρόντιζαν το πάνω τμήμα να είναι ελαφρύ και το κάλυπταν με λαμαρίνα που έβαφαν σε διάφορα απαλά χρώματα. Αυτή η τεχνική διατηρείται μέχρι σήμερα. Πολλά είναι τα σπίτια στο ιστορικό κέντρο της πόλης που έχουν ακόμα λαμαρίνες. Τα ξύλινα παραθυρόφυλλα είναι κινητά και βάφονται σε έντονο μπλε ή πράσινο χρώμα. Στη Λευκάδα δεν υπάρχουν σαφείς επιρροές από την ενετική αρχιτεκτονική όπως συναντάται στη Ζάκυνθο ή την Κέρκυρα. Εδώ οι Ενετοί δεν συνέβαλαν στο χτίσιμο της πόλης.με τα ίδια υλικά, φρόντιζαν το πάνω τμήμα να είναι ελαφρύ και το κάλυπταν με λαμαρίνα που έβαφαν σε διάφορα απαλά χρώματα. Αυτή η τεχνική διατηρείται μέχρι σήμερα. Πολλά είναι τα σπίτια στο ιστορικό κέντρο της πόλης που έχουν ακόμα λαμαρίνες. Τα ξύλινα παραθυρόφυλλα είναι κινητά και βάφονται σε έντονο μπλε ή πράσινο χρώμα. Στη Λευκάδα δεν υπάρχουν σαφείς επιρροές από την ενετική αρχιτεκτονική όπως συναντάται στη Ζάκυνθο ή την Κέρκυρα. Εδώ οι Ενετοί δεν συνέβαλαν στο χτίσιμο της πόλης.

Το απόσπασμα παρατίθεται τον Απρίλιο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, της Νομαρχίας Λευκάδος


Ο Μύθος, η Παράδοση, η Ιστορία

ΛΙΤΟΧΩΡΟ (Κωμόπολη) ΠΙΕΡΙΑ
  Μακραίωνη η ιστορία του Λιτόχωρου. Και συνεχής, αδιάσπαστη στο πέρασμα του χρόνου. Πηγές της ο μύθος και η παράδοση. Λέγεται ότι ιδρύθηκε από τους κατοίκους της αρχαίας Πίμπλειας, μικρής πόλης νοτιότερα, λατρευτικού κέντρου τον Πιμπλειάδων Μουσών, που υπαγόταν στην περίφημη πόλη του Δίου. Χτισμένος εκείνος ο οικισμός στις όχθες του ποταμού Ενιπέα, καταστράφηκε από τα νερά του, με αποτέλεσμα οι κάτοικοι να εγκατασταθούν στη σημερινή θέση του Λιτόχωρου.
  Τελευταίοι πιστοί στη λατρεία του Δωδεκάθεου του Ολύμπου, εκχριστιανίστηκαν όταν ο αυτοκράτορας Μέγας Θεοδόσιος έστειλε νησιώτες χριστιανούς ως εποίκους, που έφεραν μαζί τους και τη ναυτική παράδοση. Στα χρόνια της τουρκοκρατίας πάνω από εκατό ιστιοφόρα ανήκαν σε Λιτοχωρίτες καραβοκύρηδες. Η παραλία των Αγίων Θεοδώρων μάλιστα ονομάστηκε Στόλος από το πλήθος των αγκυροβολημένων ποίων.
  Δεν είναι γνωστός ο ακριβής χρόνος της δημιουργίας του Λιτόχωρου. Οι ρίζες του, πάντως, σύμφωνα με την παράδοση, τοποθετούνται στο 14ο αιώνα. Το 1540 έφτασε εδώ ο Αγιος Διονύσιος και έχτισε το ξακουστό μοναστήρι. Από τότε η πόλη και το μοναστήρι ακολούθησαν κοινή ιστορική πορεία. Ο Όλυμπος, η Μονή του Αγίου Διονυσίου και το Λιτόχωρο έγιναν το καταφύγιο των αρματωλών της περιοχής. Από εδώ πέρασε ο μεγάλος δάσκαλος του Γένους Κοσμάς ο Αιτωλός. Στην παραλία του Λιτόχωρου αποβιβάστηκε ο Νικοτσάρας, βρίσκοντας το 1807 ηρωικό θάνατο στην προσπάθειά του να ξεσηκώσει την περιοχή. Οι Λιτοχωρίτες συμμετείχαν ενεργά στον Απελευθερωτικό Αγώνα του 1821.
  Στο Λιτόχωρο συγκροτήθηκε το 1878 η πρώτη επαναστατική κυβέρνηση για την απελευθέρωση της Μακεδονίας με πρόεδρο τον Ευάγγελο Κοροβάγκο και άρχισε η επανάσταση του Ολύμπου. Οι Λιτοχωρίτες ναυτικοί Νικόλαος Βλαχόπουλος και Μιχαήλ Κωφός οδήγησαν στους απελευθερωτικούς πολέμους του 1912-1913 το ναύαρχο Νικόλαο Βότση στο Θερμαϊκό κόλπο, όπου τορπίλλισε τη ναυαρχίδα του τουρκικού στόλου. Στις πλαγιές και τις χαράδρες του Ολύμπου φώλιασε στο Β παγκόσμιο πόλεμο η εθνική αντίσταση.
  Με το μύθο και την ιστορία, αλλά και με το φυσικό περιβάλλον, είναι συνδεδεμένη και η ονομασία της πόλης. Κατά μία εκδοχή, όπως λέει ο μύθος, ονομάσθηκε Λητόχωρο γιατί εδώ είχε την πατρίδα της η πανέμορφη Λητώ, που λουζόταν στα νερά του Ενιπέα. Κατά άλλη εκδοχή η γραφή Λιτόχωρο οφείλεται στο λιτό χώρο ή στη βυζαντινή λέξη "λιτή", που σημαίνει προσευχή. Ίσως να προήλθε από το όνομα Λιθόχωρο, δηλαδή "πετρότοπος". Σε χάρτες μάλιστα της Μακεδονίας του 16ου και 17ου αιώνα αναφέρεται με την αρχαιοελληνική ονομασία Λισσάς από το ομηρικό "λις", που σημαίνει τον βράχο ή τον γκρεμό, τη γυμνή και λεία πέτρα. Υπάρχει, επίσης, η γραφή Λυτόχωρο, με την έννοια του "λυτού" ελεύθερου - τόπου, που γνώρισε χαλαρή την τουρκική κυριαρχία.
Το κείμενο (απόσπασμα) παρατίθεται τον Οκτώβριο 2003 από τουριστικό φυλλάδιο του Δήμου Λιτόχωρου.

ΜΕΣΟΤΟΠΟΣ (Χωριό) ΛΕΣΒΟΣ
  Η αρχή της υπάρξεως του χωριού μας είναι άγνωστη. Έχουμε μόνο προφορικές παραδόσεις και λίγα απομεινάρια κτισμάτων. Και αυτά τα απομεινάρια βρίσκονται στη γύρω περιοχή και όχι στη θέση που είναι το σημερινό χωριό. Στα μέρη "Χρούσος", "Ποδαράς", "Ταβάρι", "Πέζλας" δηλαδή, σίγουρα υπήρχαν πανάρχαιοι οικισμοί.
  Από μικρή έρευνα στις περιοχές αυτές βγήκαν τα ακόλουθα στοιχεία : η περιοχή του Μεσοτόπου και κυρίως οι μικρές εύφορες κοιλάδες στα νότια του χωριού, διέθεταν όλα τα απαραίτητα στοιχεία (καλλιεργήσιμους χώρους, νερά, θέα, απάνεμους όρμους) για να προσελκύσουν κατοίκους για μόνιμη εγκατάσταση και δραστηριότητα, ήδη από την αρχαία εποχή. Τα παλαιότερα, μέχρι στιγμής, λείψανα στην ευρύτερη περιοχή του Μεσοτόπου βρίσκονται στη "Σείστρια" στη θέση Αγιος Ευστράτιος, μέσα στο κτήμα του Δημοσθένη Παπαβασιλείου. Εκεί επισημάνθηκαν ερείπια οικισμού της λεγόμενης "Εποχής του Χαλκού" που χρονολογείται χονδρικά από το 3000 έως το 1600 π.Χ.
  Σε όλη την περιοχή γύρω από το Μεσότοπο και ιδίως στις μικρές κοιλάδες του Ποδαρά, του Χρούσου και του Ταβαρίου, υπάρχουν υπολείμματα από τη ζωή και τη δραστηριότητα ανθρώπων που έζησαν σε παλαιότερες εποχές, τα οποία διατηρήθηκαν ως τις μέρες μας. Τα λείψανα αυτά μπορεί να είναι παλιές εκκλησίες, κάστρα, απλοί τοίχοι, ή μόνο θεμέλια σπιτιών, πολλές φορές τάφοι και το πιο συχνό, πάρα πολλά κομμάτια από τα σπασμένα πήλινα τσουκάλια ή πιθάρια, που χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποι αυτοί και σήμερα βρίσκονται σπαρμένα κατά χιλιάδες πάνω από περιοχές όπου άλλοτε υπήρχαν μικροί οικισμοί.

Messenia

ΜΕΣΣΗΝΙΑ (Αρχαία περιοχή) ΜΕΣΣΗΝΙΑ
  The earliest inhabitants of Messenia are said to have been Leleges. Polycaon, the younger son of Lelex, the king of Laconia, married the Argive Messene, and took possession of the country, which he named after his wife. He built several towns, and among others Andania, where he took up his residence. (Paus. i. 1.) At the end of five generations Aeolians came into the country under Perieres, a son of Aeolus. He was succeeded by his son Aphareus, who founded Arene, and received the Aeolian Neleus, a fugitive from Thessaly. Neleus founded Pylus, and his descendants reigned here over the western coast. (Paus. i. 2.) On the extinction of the family of Aphareus, the eastern half of Messenia was united with Laconia, and came under the sovereignty of the Atridae; while the western half continued to belong to the kings of Pylus. (Paus. iv. 3. § 1.) Hence Euripides, in referring to the mythic times, makes the Pamisus the boundary of Laconia and Messenia ; for which he is reproved by Strabo, because this was not the case in the time of the geographer. (Strab. viii. p. 366.) Of the seven cities which Agamemnon in the Iliad (ix. 149) offers to Achilles, some were undoubtedly in Messenia; but as only two, Pherae and Cardamyle, retained their Homeric names in the historical age, it is difficult to identify the other five. (Strab. viii. p. 359; Diod. xv. 66.)
  With the conquest of Peloponnesus by the Dorians a new epoch commences in the history of Messenia. This country fell to the lot of Cresphontes, who is represented as driving the Neleidae out of Pylus and making himself master of the whole country. According to the statement of Ephorus (ap. Strab. viii. p. 361), Cresphontes divided Messenia into five parts, of which he made Stenyclerus the royal residence.1 In the other four towns he appointed viceroys, and bestowed upon the former inhabitants the same rights and privileges as the Dorian conquerors. But this gave offence to the Dorians; and he was obliged to collect them all in Stenyclerus, and to declare this the only city of Messenia. Notwithstanding these concessions, the Dorians put Cresphontes and all his children to death, with the exception of Aepytus, who was then very young, and was living with his grandfather Cypselus in Arcadia. When this youth had grown up, he was restored to his kingdom by the help of the Arcadians, Spartans, and Argives. From Aepytus the Messenian kings were called Aepytidae, in preference to Heracleidae, and continued to reign in Stenyclerus till the sixth generation, -their names being Aepytus, Glaucus, Isthmius, Dotadas, Sybotas, Phintas, -when the first Messenian war with Sparta began. (Paus. iv. 3.) According to the common legend, which represents the Dorian invaders as conquering Peloponnesus at one stroke, Cresphontes immediately became master of the whole of Messenia. But, as in the case of Laconia, there is good reason for believing this to be the invention of a later age, and that the Dorians in Messenia were at first confined to the plain of Stenyclerus. They appear to have penetrated into this plain from Arcadia, and their whole legendary history points to their close connection with the latter country. Cresphontes himself married the daughter of the Arcadian king Cypselus; and the name of his son Aepytus, from whom the line of the Messenian kings was called, was that of an ancient Arcadian hero. (Hom. Il. ii. 604, Schol. ad loc.; comp. Grote, Hist. of Greece, vol. ii. p. 437, seq.)
  The Messenian wars with Sparta are related in every history of Greece, and need not be repeated here. According to the common chronology, the first war lasted from B.C. 743 to 724, and the second from B.C. 685 to 668; but both of these dates are probably too early. It is necessary, however, to glance at the origin of the first war, because it is connected with a disputed topographical question, which has only recently received a satisfactory solution. Mt. Taygetus rises abruptly and almost precipitously above the valley of the Eurotas, but descends more gradually, and in many terraces, on the other side. The Spartans had at a very early period taken possession of the western slopes, but how far their territory extended on this side has been a matter of dispute. The confines of the two countries was marked by a temple of Artemis Limnatis, at a place called Limnae, where the Messenians and Laconians offered sacrifices in common and it was the murder of the Spartan king Teleclus at this place which gave occasion to the First Messenian War. (Paus. iii. 2. § 6, iv. 4. §2, iv. 31. §3; comp. Strab. vi. p. 257, viii. p. 362.) The exact site of Limnae is not indicated by Pausanias; and accordingly Leake, led chiefly by the name, supposes it to have been situated in the plain upon the left bank of the Pamisus, at the marshes near the confluence of the Aris and Pamisus, and not far from the site of the modern town of Nisi (Nesi, island), which derives that appellation from the similar circumstance of its position. (Leake, Morea, vol. i. p. 361.) But Ross has discovered the ruins of the temple of Artemis Limnatis on the western slope of Mt. Taygetus, on a part of the mountains called Volimnos (Bolimnos), and amidst the ruins of the church of Panaghia Volimniatissa (Panagia Bolimniatissa). Volimnos is the name of of a hollow in the mountains near a mountain torrent flowing into the Nedon, and situated between the villages of Sitzova and Poliani, of which the latter is about 7 miles NE. of Kalamata, the ancient Pherae. The fact of the similarity of the names, Bolimnos and Limnai, and also of Panagia Bolimniatissa and Artemis Limnatis, as well as the ruins of a temple in this secluded spot, would alone make it probable that these are the remains of the celebrated temple of Artemis Limnatis; but this is rendered certain by the inscriptions found by Ross upon the spot, in which this goddess is mentioned by name. It is also confirmed by the discovery of two boundary stones to the eastward of the ruins, upon the highest ridge of Taygetus, upon which are inscribed Horos Lakedaimoni pros Messenen. These pillars, therefore, show that the boundaries of Messenia and Laconia must at one period have been at no great distance from this temple, which is always represented as standing near the confines of the two countries. This district was a frequent subject of dispute between the Messenians and Lacedaemonians even in the times of the Roman Empire, as we shall see presently. Tacitus calls it the Dentheliates Ager (Hist. iv. 43); and that this name, or something similar, was the proper appellation of the district, appears from other authorities. Stephanus B. speaks of a town Denthalii (Denthalioi, s. v.: others read Delthanioi), which was a subject of contention between the Messenians and Lacedaemonians. Alcman also (ap. Athen. i. p. 31), in enumerating the different kinds of Laconian wine, mentions also a Denthian wine (Denbis oinos), which came from a fortress Denthiades (ek Denthiadon erumatos tinos), as particularly good. Ross conjectures that this fortress may have stood upon the mountain of St. George, a little S. of Sitzova, where a few ancient remains are said to exist. The wine of this mountain is still celebrated. The position of the above-mentioned places will be best shown by the accompanying map.
  But to return to the history of Messenia. In each of the two wars with Sparta, the Messenians, after being defeated in the open plain, took refuge in a strong fortress, in Ithome in the first war, and in Eira or Ira in the second, where they maintained themselves for several years. At the conclusion of the Second Messenian War, many of the Messenians left their country, and settled in various parts of Greece, where their descendants continued to dwell as exiles, hoping for their restoration to their native land. A large number of them, under the two sons of Aristomenes, sailed to Rhegium in Italy, and afterwards crossed over to the opposite coast of Sicily, where they obtained possession of Zancle, to which they gave their own name, which the city has retained down to the present day. Those who remained were reduced to the condition of Helots, and the whole of Messenia was incorporated with Sparta. From this time (B.C. 668) to the battle of Leuctra (B.C. 371), a period of nearly 300 years, the name of Messenia was blotted out of history, and their country bore the name of Laconia, a fact which it is important to recollect in reading the history of that period. Once only the Messenians attempted to recover their independence. The great earthquake of B.C. 464, which reduced Sparta to a heap of ruins, encouraged the Messenians and other Helots to rise against their oppressors. They took refuge in their ancient stronghold of Ithome; and the Spartans, after besieging the place in vain for ten years, at length obtained possession of it, by allowing the Messenians to retire unmolested from Peloponnesus. The Athenians settled the exiles at Naupactus, which they had lately taken from the Locri Ozolae; and in the Peloponnesian War they were among the most active of the allies of Athens. (Thuc. i. 101-103; Paus. iv. 24. § 5, seq.) The capture of Athens by the Lacedaemonians compelled the Messenians to quit Naupactus. Many of them took refuge in Sicily and Rhegium, where some of their countrymen were settled; but the greater part sailed to Africa, and obtained settlements among the Euesperitae, a Libyan people. (Paus. iv. 26. § 2.) After the power of Sparta had been broken by the battle of Leuctra (B.C. 371), Epaminondas, in order to prevent her from regaining her former influence in the Peloponnesus, resolved upon forming an Arcadian confederation, of which Megalopolis was to be the capital, and at the same time of restoring the Messenian state. To accomplish the latter object, he not only converted the Helots into free Messenians, but he despatched messengers to Italy, Sicily, and Africa, where the exiled Messenians had settled, inviting them to return to their native land. His summons was gladly responded to, and in B.C. 369 the new town of Messene was built. Its citadel or acropolis was placed upon the summit of Mt. Ithome, while the town itself was situated lower down on the slope, though connected with its acropolis by a continuous wall. (Diod. xv. 66; Paus. iv. 27.) During the 300 years of exile, the Messenians retained their ancient customs and Doric dialect; and even in the time of Pausanias they spoke the purest Doric in Peloponnesus. (Paus. iv. 27. § 11; comp. Muller, Door. vol. ii. p. 421, transl.) Other towns were also rebuilt, but a great part of the land still continued uncultivated and deserted. (Strab. viii. p. 362.) Under the protection of Thebes, and in close alliance with the Arcadians (comp. Polyb. iv. 32), Messene maintained its independence, and the Lacedaemonians lost Messenia for ever. On the downfall of the Theban supremacy, the Messenians courted the alliance of Philip of Macedon, and consequently took no part with the other Greeks at the battle of Chaeroneia, B.C. 388. (Paus. iv. 28. § 2.) Philip rewarded them by compelling the Lacedaemonians to cede to them Limnae and certain districts. (Polyb. ix. 28; Tac. Anns. [p. 345] iv. 43.) That these districts were those of Alagonia, Gerenia, Cardamyle, and Leuctra, situated northward of the smaller Pamisus, which flows into the Messenian gulf just below Leuctra, we may conclude from the statement of Strabo (viii. p. 361) that this river had been the subject of dispute between the Messenians and Lacedaemonians before Philip. The Messenians appear to have maintained that their territory extended even further south in the most ancient times, since they alleged that the island of Pephnus had once belonged to them. (Paus. iv. 26. § 3.) At a later time the Messenians joined the Achaean League, and fought along with the Achaeans and Antigonus Doson at the battle of Sellasia, B.C. 222. (Paus. iv. 29. § 9.) Long before this the Lacedaemonians appear to have recovered the districts assigned to the Messenians by Philip; for after the battle of Sellasia the boundaries of the two people were again settled by Antigonus. (Tac. Ann. l. c.) Shortly afterwards Philip V. sent Demetrius of Pharus, who was then living at his court, on an expedition to surprise Messene; but the attempt was unsuccessful, and Demetrius himself was slain. (Polyb. iii. 19; Paus. iv. 29. §§ 1-5, where this attempt is erroneously ascribed to Demetrius II., king of Macedonia.) Demetrius of Pharus had observed to Philip that Mt. Ithome and the Acrocorinthus were the two horns of Peloponnesus, and that whoever held these horns was master of the bull. (Strab. viii. p. 361.) Afterwards Nabis, tyrant of Lacedaemon, also made an attempt upon Messene, and had even entered within the walls, when he was driven back by Philopoemen, who came with succours from Megalopolis. (Paus. iv. 29. § 10.) In the treaty made between Nabis and the Romans in B.C. 195, T. Quintius Flamininus compelled him to restore all the property he had taken from the Messenians. (Liv. xxxiv. 35 ; Plut. Flamin 13.) A quarrel afterwards arose between the Messenians and the Achaean League, which ended in open war. At first the Achaeans were unsuccessful. Their general Philopoemen was taken prisoner and put to death by the Messenians, B.C. 183; but Lycortas, who succeeded to the command, not only defeated the Messenians in battle, but captured their city, and executed all who had taken part in the death of Philopoemen. Messene again joined the Achaean League, but Abia, Thuria, and Pharae now separated themselves from Messene, and became each a distinct member of the league. (Paus. iv. 30. §§ 11, 12; Liv. xxxix. 49; Polyb. xxiv. 9, seq., xxv. 1.) By the loss of these states the territory of Messene did not extend further eastward than the Pamisus; but on the settlement of the affairs of Greece by Mummius, they not only recovered their cities, but also the Dentheliates Ager, which the Lacedaemonians had taken possession of. (Tac. Ann. iv. 43.) This district continued to be a subject of dispute between the two states. It was again assigned to the Messenians by the Milesians, to whose arbitration the question had been submitted, and also by Atidius Geminus, praetor of Achaia. (Tac. l. c.) But after the battle of Actium, Augustus, in order to punish the Messenians for having espoused the side of Antony, assigned Thuria and Pharae to the Lacedaemonians, and consequently the Dentheliates Ager, which lay east of these states. (Paus. iv. 31. § 2, comp. iv. 30. § 2.) Tacitus agrees with Pausanias, that the Dentheliates Ager belonged to the Lacedaemonians in the reign of Tiberius; but he differs from the latter writer in assigning the possession of the Lacedaemonians to a decision of C. Caesar add M. Antonius ( post C. Caesaris et Marci Antonii sententia redditum ). In such a matter, however, the authority of Pausanias deserves the preference. We learn, however, from Tacitus (l. c.), that Tiberius reversed the decision of Augustus, and restored the disputed district to the Messenians, who continued to keep possession of it in the time of Pausanias; for this writer mentions the woody hollow called Choerius, 20 stadia south of Abia, as the boundary between the two states in his time (iv. 1. § 1, iv. 30. § 1). It is a curious fact that the district, which had been such a frequent subject of dispute in antiquity, was in the year 1835 taken from the government of Misthra (Sparta), to which it had always belonged in modern times, and given to that of Kalamata. (Ross, Reisen im Peloponnnes, p. 2.)

This text is from: Dictionary of Greek and Roman Geography (1854) (ed. William Smith, LLD). Cited June 2004 from The Perseus Project URL below, which contains interesting hyperlinks


Ιστορικό περίγραμμα

ΜΗΘΥΜΝΑ (Κωμόπολη) ΛΕΣΒΟΣ
  Η ανθρώπινη παρουσία στη Μήθυμνα ανάγεται στην Προϊστορία.
  Κατά την αρχαιότητα η πόλη υπήρξε σπουδαίο στρατιωτικό, εμπορικό και βιοτεχνικό κέντρο με διασυνδέσεις με τη Θράκη, τον Ελλήσποντο και τη Μικρά Ασία, όπου από το 770 π.Χ. είχε ιδρύσει αποικίες.
  Στη βυζαντινή περίοδο (312-1355) είχε γίνει στόχος συχνών ληστρικών επιδρομών ή καταφύγιο εμπολέμων. Από τους βυζαντινούς χρόνους μέχρι και τις μέρες μας ο Μόλυβος παραμένει και εξελίσσεται στην ίδια γεωγραφική θέση.
  Το Μεσαίωνα για την αντιμετώπιση των εχθρικών επιδρομών από τη θάλασσα αλλά και εξαιτίας της σημαντικής μείωσης του πληθυσμού ο οικισμός συμπτύχθηκε σταδιακά σε ένα μόνο μέρος της αρχικής του έκτασης και συσπειρώθηκε αναγκαστικά στη θέση του Κάστρου.
  Από τον 11ο αιώνα η διακίνηση του εμπορίου στο Αιγαίο περιήλθε στους Γενοβέζους και τους Βενετούς. Για τους πρώτους με την ειρηνική εγκαθίδρυση της αυθεντίας των Γατουλέζων (1355-1462) στη Λέσβο, η Μήθυμνα ήταν σημαντικό εμπορικό λιμάνι. Έχοντας μάλιστα εξασφαλίσει την κυριαρχία τους με οχυρωματικά έργα, ενθάρρυναν την καλλιέργεια της ελιάς και την ανάπτυξη του εμπορίου του λαδιού. Με την οθωμανική κατάκτηση (1462-1912), ύστερα από την εξουδετέρωση της τοπικής αντίστασης του νησιού και τις λεηλασίες, τις σφαγές και τις καταστροφές, στο Μόλυβο εγκαταστάθηκαν πάρα πολλοί Τούρκοι και η πόλη έγινε έτσι το διοικητικό και στρατιωτικό κέντρο της βόρειας Λέσβου. Για τους Τούρκους η περιοχή της Μήθυμνας ήταν μια πλούσια επαρχία, η οποία έπρεπε να εξασφαλίζει σημαντικούς πόρους στην Υψηλή Πύλη. Έτσι οι κτηματικές περιουσίες κατασχέθηκαν, επιβλήθηκαν φόροι και η εκμετάλλευση του λαδιού αποτελούσε πια μονοπώλιο του πασά της Μυτιλήνης. Πολλοί Μολυβιάτες αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν τότε στα αστικά κέντρα της Μικράς Ασίας.
  Από το 18ο αιώνα η εμπορική κίνηση του τόπου περνάει σταδιακά στα χέρια των Ελλήνων. Οι συνθήκες ζωής αρχίζουν πια να αλλάζουν για τον υπόδουλο πληθυσμό και με την άνοδο της ελληνικής αστικής τάξης το 19ο αιώνα αντιστρέφονται οριστικά οι όροι της οικονομικής ζωής. Η επιρροή των Μολυβιατών επεκτείνεται και στις απέναντι ακτές της Μικράς Ασίας, όπου μεγαλοκτηματίες εκμεταλλεύονται καλλιεργήσιμες εκτάσεις.
  Από τα μέσα του 19ου αιώνα, κοινωνική και οικονομική απελευθέρωση έχει ήδη προηγηθεί της εθνικής που τελικά πραγματοποιήθηκε το 1912.
  Στις αρχές του 20ου αιώνα ο Μόλυβος είναι ένα σημαντικό εμπορικό κέντρο και η οικονομία στηρίζεται κυρίως στην εκμετάλλευση της ελιάς.
  Η μικρασιατική καταστροφή του 1922 φυσικό ήταν να επιφέρει σοβαρό πλήγμα στην όλη εξέλιξη του τόπου. Και αυτό γιατί ο Μόλυβος έχασε τότε σημαντικές εκμεταλλεύσιμες εκτάσεις αλλά και τα μεγάλα καταναλωτικά κέντρα των εμπορικών του προϊόντων, καθώς επίσης και τους χώρους προμήθειας των πρώτων υλών για τις βιοτεχνίες του.
  Οι τελευταίοι Τούρκοι έφυγαν από το Μόλυβο το 1923, με τη συνθήκη της Λωζάννης περί Ανταλλαγής Πληθυσμών και Περιουσιών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Η οικονομική και κοινωνική αναζωογόνηση, που επέφερε η εγκατάσταση στο Μόλυβο μεγάλου αριθμού Ελλήνων προσφύγων από τη Μ. Ασία, ήταν πρόσκαιρη και δεν αντιστάθμισε ποτέ τις απώλειες από η μικρασιατική καταστροφή.
  Από τις αρχές της δεκαετίας του ’60, η τουριστική αξιοποίηση αποτελεί πια καθοριστικό παράγοντα για την όλη ζωή και εξέλιξη του Μόλυβου.
Το κείμενο (απόσπασμα) παρατίθεται τον Ιούνιο 2003 από τουριστικό φυλλάδιο (1999) της Περιφέρειας Βορείου Αιγαίου - Δήμου Μήθυμνας.

Ιστορικό

ΜΟΝΗ ΕΙΚΟΣΙΦΟΙΝΙΣΣΗΣ (Μοναστήρι) ΣΕΡΡΕΣ
  Στο δρόμο Σερρών-Καβάλας, αμέσως μετά την Κοινότητα Κορμίστας, στα όρια των νομών Σερρών-Καβάλας, στη βόρεα πλευρά του κατάφυτου όρους Παγγαίου, σε μια θαυμάσια τοποθεσία, σε υψόμετρο 753 μ., βρίσκεται η ιερά Μονή της Παναγίας της Εικοσιφοίνισσας. Είναι ένας από τους δύο (2) ιερούς χώρους της Ανατολικής Μακεδονίας, που συνεχίζει και σήμερα να αποτελεί πόλο έλξης πλήθους πιστών, που έρχονται να προσκυνήσουν την "αχειροποίητο εικόνα της Θεοτόκου" και να ηρεμήσουν μέσα στο γαλήνιο περιβάλλον της.
  Το όνομα της Μονής, κατά μία από τις τρεις (3) εκδοχές, οφείλεται στο θαύμα της εικόνας της Παναγίας, η οποία έλαμπε και σκορπούσε φως "φοινικούν", δηλαδή κόκκινο, όπως η πορφύρα των Φοινίκων. Απ’ αυτό προέρχεται και η ονομασία: Εικών φοινίσσουσα - Εικών - φοίνισσα - Εικοσιφοίνισσα.
  Η Μονή, ιδίως στην περίοδο της Τουρκοκρατίας, πρόσφερε πάρα πολλά για τη διατήρηση της Ορθοδοξίας και τους Ελληνισμού στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη, ώστε δίκαια προκάλεσε την οργή, αρχικά των Τούρκων και κατόπιν των Βουλγάρων. Αντιμετώπισε επανειλημμένα τις καταστροφικές επιδρομές τους και ανέδειξε πλήθος μαρτύρων.
  Σύμφωνα με πληροφορίες, ο επίσκοπος Φιλίππων Σώζων, που έλαβε μέρος στη Δ Οικουμενική Σύνοδο (Χαλκηδόνα, 451) ίδρυσε ναό και μοναστικό οικισμό στη θέση Βίγλα, 50 μ. ανατολικά της σημερινής Μονής, όπου τα σωζόμενα ερείπια τείχους και πύργου, μαρτυρούν την ύπαρξη αρχαίου μεγάλου φρουρίου. Όλα αυτά εγκαταλείφθηκαν αργότερα, όταν έφθασε εδώ ο πρώτος κτίτορας της Μονής, ο Αγιος Γερμανός (513 μ.Χ.), ο οποίος από πολύ νεαρή ηλικία ασκήτευσε στους Αγιους Τόπους, στην Ι. Μονή Τιμίου Προδρόμου, πλησίον του Ιορδάνη ποταμού. Από τότε και για αρκετούς αιώνες η ιστορία της Εικοσιφοίνισσας είναι τελείως άγνωστη. Αρχαιολογικές ενδείξεις οδηγούν στο συμπέρασμα ότι κατά τον 11ο αι. κτίσθηκε ξανά το "Καθολικό" της Μονής. Κατά την περίοδο αυτή η Μονή έγινε "Σταυροπηγιακή", δηλ. εξαρτιόταν απ’ ευθείας από τον Οικουμενικό Πατριάρχη.
  Νέα λάμψη γνώρισε το Μοναστήρι το έτος 1472, όταν σ’ αυτό αποσύρθηκε, παραιτηθείς από το θρόνου του, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Αγ. Διονύσιος, που θεωρείται ο δεύτερος κτίτορας της ιεράς Μονής.
  Κατά το μακρύ διάστημα της παραμονής του στη Μονή, ανήγειρε πολλά νέα κτίσματα και επισκεύασε παλαιά. Στην εποχή του το Μοναστήρι απέκτησε μεγάλη ακμή και αίγλη. Έτσι, σύμφωνα με πληροφορία ενός κατάστιχου του 16ου αι., το έτος 1507 ζούσαν στη Μονή 24 Ιερομόναχοι, 3 Ιεροδιάκονοι και 145 Μοναχοί δηλ. συνολικά 172. Αυτοί διέτρεχαν την Ανατ. Μακεδονία και Θράκη, ενίσχυαν τους Χριστιανούς στην πίστη και απέτρεπαν τους εξισλαμισμούς. Η δράση τους αυτή προκάλεσε την οργή των Τούρκων, που την 25/8/1507 κατέσφαξαν και τους 172 μονάζοντες. Δεν κατέστρεψαν το ναό και τα κτίρια, όμως η Μονή παρέμεινε έρημη και ακατοίκητη επί 13 χρόνια.
  Μετά το τραγικό συμβάν της σφαγής, το Οικουμενικό Πατριαρχείο πέτυχε το 1510 (ή κατ’ άλλους το 1520) να λάβει άδεια του Σουλτάνου για την αναδιοργάνωση της Μονής. Έτσι, με τη βοήθεια δέκα (10) Μοναχών του Αγίου Όρους, μέσα σε δέκα χρόνια προσήλθαν να μονάσουν στη Μονή 50 μοναχοί, διάκονοι και ιερομόναχοι, που είχαν και τη διακυβέρνηση του Μοναστηριού.
  Στα χρόνια που ακολούθησαν η Μονή είχε γίνει πνευματικό και εθνικό κέντρο της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης. Εδώ, ελθών από τις Σέρρες, ο Εμμανουήλ Παπάς, όρκισε τους οπλίτες του και κήρυξε την Επανάσταση.
  Στην Ιερά Μονή λειτουργούσε περίφημη Ελληνική Σχολή. Ιδιαίτερα αξιόλογη ήταν η Βιβλιοθήκη της Εικοσιφοίνισσας. Πριν τη λεηλασία της από τους Βουλγάρους, το έτος 1917, περιελάμβανε 1300 τόμους βιβλίων. Ορισμένα χειρόγραφα ήταν μεγάλης αρχαιολογικής αξίας. Κατά τους αιώνες αυτούς της ακμής, επισκευάσθηκαν και ανεγέρθηκαν πολλά κτίσματα της Μονής. Κατά το 2ο μισό του 19ου αι., αντιμετώπισε σοβαρές δυσκολίες: το 1854 πυρκαγιά αποτέφρωσε τη δυτική πλευρά και μέρος της βόρειας, ενώ το 1864 επιδημία χολέρας αποδεκάτισε τους Μοναχούς. Για την ανόρθωση της Εικοσιφοίνισσας φρόντισε ιδιαίτερα ο περιφανής Μητροπολίτης Δράμας Χρυσόστομος (1902-1910). Την εποχή αυτή επίφοβοι δεν ήταν μόνο οι Τούρκοι, αλλά και οι Βούλγαροι, που το 1917 σύλησαν τους ανεκτίμητους εθνικο-θρησκευτικούς θησαυρούς της Μονής. Κατά το Β Παγκόσμιο Πόλεμο, πάλι οι Βούλγαροι, ολοκλήρωσαν την καταστροφή βάζοντας φωτιά (έτος 1943) και καίγοντας τα οικοδομήματά της. Η ανοικοδόμηση της Μονής άρχισε πραγματικά το έτος 1965 και μέσα σε μια 15ετία κατόρθωσε να έχει τη σημερινή της εμφάνιση. Σήμερα (έτος 1997) η Μονή αριθμεί 25 Μοναχές. Γιορτάζει στις 15 Αυγούστου στη μνήμη της Παναγίας Θεοτόκου, στις 14 Σεπτεμβρίου στη μνήμη του Τιμ. Σταυρού και στις 21 Νοεμβρίου στη μνήμη των Εισοδίων της Θεοτόκου.
Το κείμενο (απόσπασμα) παρατίθεται τον Σεπτέμβριο 2003 από τουριστικό φυλλάδιο της Νομαρχίας Σερρών.

ΝΕΑΠΟΛΗ (Κωμόπολη) ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ
  Η Νεάπολη είναι χτισμένη στη θέση της αρχαίας πόλης Βοιές. Ευρήματα ότι οι ακτές του όρμου είχαν κατοικηθεί από την πρώιμη Εποχή του Χαλκού. Οι Βοιές ήταν ένα από τα κέντρα κατά τους μυκηναϊκούς, αλλά και τους κλασικούς χρόνους. Γνώρισαν, όμως, τη μεγαλύτερη ακμή τους τη ρωμαϊκή εποχή ως μία από τις πόλεις του Κοινού των Ελευθερολακώνων. Αλλά ο καταστρεπτικός σεισμός του 375 μ.Χ. ανέκοψε την πορεία τους. Το όνομα Βάτικα (Βοιατικά), που προσδιορίζει την ευρύτερη περιοχή, αναφέρεται το 15ο αιώνα στα ενετικά αρχεία σαν όνομα ενός μικρού κάστρου, που άλλαξε πολλές φορές χέρια ανάμεσα σε Ενετούς και Τούρκους. Οι επιδρομές των Αλβανών, μετά τα Ορλωφικά του 1770, ανάγκασαν πολλούς από τους κατοίκους να αναζητήσουν καταφύγιο στα ασφαλή νησιά του Αιγαίου. Όσοι Βατικιώτες παρέμειναν είχαν τη δική τους συνεισφορά στον Απελευθερωτικό Αγώνα του 1821 και ο Βοιατικός όρμος έγινε κέντρο επιχειρήσεων του ελληνικού στόλου.
  Η μακραίωνη ιστορία του τόπου επισημαίνεται από τα αξιόλογα αρχαιολογικά ευρήματα και τα κατάλοιπα της αρχαίας πόλης κοντά στη σημερινή Νεάπολη. Η συνέχειά της υπογραμμίζεται από το μεσαιωνικό κάστρο της Αγίας Παρασκευής, καλά οχυρωμένο από τους Ενετούς, σε λόφο στο δρόμο προς το Μεσοχώρι.
  Η σημερινή πόλη άρχισε να χτίζεται μετά το 1837.
Το κείμενο (απόσπασμα) παρατίθεται το Μάρτιο 2004 από τουριστικό φυλλάδιο της Δημοτικής Επιχείρησης Ανάπτυξης Βοιών (2001).

ΟΙΝΟΥΣΣΕΣ (Νησί) ΒΟΡΕΙΟ ΑΙΓΑΙΟ
  Το όνομα των Οινουσσών συναντάται πολύ παλιά στους αρχαίους ιστορικούς και συγγραφείς, όπως το λαογράφο Εκαταίο, τον Ηρόδοτο, το Θουκυδίδη, κατά μία εκδοχή και τον Απόστολο Παύλο. Η ετυμολογία του ονόματος των νησιών προέρχεται από τη λέξη οίνος και αποδεικνύει ότι η καλλιέργεια του αμπελιού ήταν διαδεδομένη από την αρχαιότητα.
  Στους νεότερους χρόνους το μεγαλύτερο νησί, η Αιγνούσα, έτσι την αποκαλούν οι κάτοικοί της, κατοικήθηκε γύρω στα 1750 από ποιμένες της απέναντι χιακής ακτής, που αναζητούσαν εύφορα βοσκοτόπια. Μετά από λίγα χρόνια ο πληθυσμός αυξήθηκε και οι βραχονησίδες δεν επαρκούν για την επιβίωση. Τότε τολμούν το μεγάλο εγχείρημα. Με τις βάρκες, που χρησιμοποιούσαν για να επικοινωνούν με την αντίκρυ ακτή της Χίου, αρχίζουν τη μεταφορά εμπορευμάτων, πρώτων υλών και ειδών διατροφής από και προς το νησί. Σύντομα ανοίγουν τα πανιά τους και επεκτείνουν τις διαμετακομιστικές τους δραστηριότητες προς τη Σμύρνη και τα άλλα νησιά του Αιγαίου. Τα καΐκια γίνονται γρήγορα ιστιοφόρα και διασχίζουν τη Μαύρη Θάλασσα και τη Μεσόγειο. Οι ανάγκες του εμπορίου ήταν μεγάλες, ιδίως μετά τον κριμαϊκό πόλεμο.
  Το 1905 γίνεται η μεγάλη μάχη, η στροφή προς τα ατμόπλοια. Ακολουθούν πόλεμοι, που καταποντίζουν το στόλο. Οι εφοπλιστές, που έχασαν τα πλοία τους, παραλαμβάνουν μετά από τη λήξη του Β' παγκοσμίου πολέμου την οικονομική βοήθεια για την αποκατάσταση των ζημιών. Δεκατέσσερα λίμπερτυς (τα πλοία της ελευθερίας) αντιστοιχούν στους Οινουσσίους, παρά τις τεράστιες θυσίες και τα εκατοντάδες θύματα στη μάχη του Ατλαντικού.
  Αρκετοί αδικήθηκαν, αλλά δεν το έβαλαν κάτω. Αγωνίστηκαν σκληρά σε μια καρποφόρα περίοδο, όπου οι ναυπηγήσεις διαδέχονταν η μία την άλλη. Συντελέστηκε το μεγάλο θαύμα, ο “χρυσούς αιών” για τους Αιγνουσιώτες εφοπλιστές και ναυτικούς. Δεκάδες ναυτιλιακές εταιρίες ανοίγουν τα γραφεία τους στο Λονδίνο, στη Νέα Υόρκη, στον Πειραιά, ενώ ολόκληρη η οινουσσιακή κοινωνία στέλνει τα παλικάρια της στο Ναυτικό Γυμνάσιο και στη συνέχεια στα βαπόρια για να διαγράψουν μια λαμπρή καριέρα σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης.
  Οι Οινούσσιοι εφοπλιστές και καπετάνιοι δεν βγάζουν ούτε στιγμή από τη σκέψη τους τη μικρή, αλλά ένδοξη πατρίδα τους. Η οικογένεια Πατέρα πρωτοστατεί στην οργάνωση της ναυτικής εκπαίδευσης με την ίδρυση του πρώτου εν Ελλάδι Ναυτικού Γυμνασίου. Ακολουθεί η Σχολή Εμποροπλοιάρχων, που σήμερα είναι Ακαδημία, με υποτροφίες, με σύσταση Οικοτροφείου για τους φιλοξενούμενους μαθητές από όλη την Ελλάδα. Οι Οινούσσιοι της διασποράς με τις προσφορές τους δημιουργούν υποδομές, φτιάχνουν εντυπωσιακά τα σπίτια τους, οργανώνουν τις κρατικές υπηρεσίες, μεριμνούν για την ακτοπλοϊκή σύνδεση του νησιού με ιδιόκτητο σκάφος και γενικά κάνουν το παν μαζί με το Δήμο, τους φορείς και τα σωματεία εσωτερικού και εξωτερικού για να αμβλύνουν τις δυσκολίες των κατοίκων των Οινουσσών.
(Κείμενο: Γ. Δανιήλ)
Το κείμενο (απόσπασμα) παρατίθεται τον Ιανουάριο 2004 από τουριστικό φυλλάδιο του Δήμου Οινουσσών (2003).

Σύντομα ιστορικά στοιχεία

ΟΡΕΣΤΙΑΔΑ (Πόλη) ΕΒΡΟΣ
  Η παράδοση αναφέρει ότι η Ορεστιάδα κτίσθηκε από τον Ορέστη ο οποίος για να ξεφύγει από το διωγμό των Ερινύων για το φόνο της μητέρας του Κλυταιμνήστρας, ήλθε στη Θράκη και κατά τη συμβουλή των Μάντεων, λούσθηκε στα νερά των τριών ποταμών (Έβρος, Αρδα και Τούντζα) και θεραπεύτηκε από την ασθένεια που τον βασάνιζε, από τον τρόμο και την καταδίωξη των Ερινύων. Από ευγνωμοσύνη και εις ανάμνηση του γεγονότος αυτού έκτισε μικρή πόλη στη συμβολή των τριών ποταμών, που την ονόμασε Ορεστιάδα, όπως αναφέρουν οι αρχαίοι συγγραφείς Στράβων, Πλίνιος, Στεφ. Βυζάντιος.
  Η παράδοση αυτή διατηρήθηκε δια μέσου των αιώνων, την επιβεβαίωσαν Έλληνες και Ρωμαίοι συγγραφείς, την επικύρωσαν και οι νεότεροι ιστορικοί και αρχαιολόγοι. Η πόλη όμως και στους μετέπειτα χρόνους, μέχρι την εποχή που την κατέλαβαν οι Ρωμαίοι, φαίνεται ότι έφερε και τα δύο ονόματά της. Και Ορεστιάδα μεν την έλεγαν οι υπόλοιποι Έλληνες, Ουσκουδάμα δε οι Θράκες. Λόγω της στρατηγικής της θέσης καθώς βρίσκεται στον άξονα που συνδέει την Κωνσταντινούπολη με την Κεντρική Ευρώπη ήταν πόλος έλξης των κατακτητών.
  Στις αρχές του πρώτου αιώνα μ.Χ. οι Ρωμαίοι κατέλαβαν την πόλη και το 127 ο Αυτοκράτορας Αίλιος Πόλος Αδριανός, κατά μία άλλη παράδοση λούσθηκε και αυτός στα νερά του ποταμού Έβρου και θεραπεύτηκε από την ανίατη αρρώστια του σε ανάμνηση δε αυτού του γεγονότος ανοικοδόμησε την Ορεστιάδα ή Ουσκουντάμα και της έδωσε το όνομα Αδριανούπολη ή Αιλία. Στους κατοπινούς χρόνους την πόλη ονόμασαν οι μεν Τούρκοι Εντίρνε, οι δε Βούλγαροι Οντρίν που είναι και τα δύο παραφθορά του ονόματος Αδριανούπολη.
  Η Αδριανούπολη στη μακραίωνη ιστορία της κατακτήθηκε από διάφορους βάρβαρους λαούς που ήλθαν από όλα τα σημεία του ορίζοντα. Οι καταστροφές που συσσωρεύτηκαν στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία (330 έως 1453 μ.Χ.) συμπληρώθηκαν με την άλωση της Αδριανούπολης από τους Τούρκους το 1365 και στη συνέχεια της Βασιλεύουσας Κων/πολης το 1453.
  Η Αδριανούπολη από το 1550 μέχρι το 1922 γίνεται φάρος πνεύματος με την ίδρυση σχολείων, γυμνασίων και παρθεναγωγείων από τα οποία αποφοίτησαν μεγάλες μορφές του Ελληνικού Έθνους, όπως ο Στέφανος Καραθεοδωρής και ο Κων/νος Καραθεοδωρής (καθηγητής μαθηματικών του Πανεπιστημίου του Μονάχου, μαθητής του Πανεπιστημίου Γκαίτιγκεν και διάδοχος του μαθηματικού Φέλιξ Κλάιν) και πολλοί δάσκαλοι του Γένους. Στην περίοδο του 1821 συμμετείχε στην εθνεγερσία χωρίς να καταφέρει να αποκτήσει την ελευθερία της. Το 1829 κατέβηκαν προς την Αδριανούπολη οι Ρώσοι προσπαθώντας μέχρι το 1872 να δημιουργήσουν την έως τότε ανύπαρκτη εθνική Βουλγαρική συνείδηση και να κάνουν πραγματικότητα το πανσλαυιστικό όνειρο. Ο 2ος Βαλκανικός πόλεμος που ξεκίνησε με τις έριδες μεταξύ Βουλγάρων και Σέρβων τον Ιούνιο του 1913 δίνει την Αδριανούπολη ξανά στα χέρια των Τούρκων. Στις 15 Ιουλίου 1920 η Αδριανούπολη απελευθερώνεται από τον Ελληνικό στρατό αλλά η χαρά της απελευθέρωσης δε διαρκεί πολύ χρόνο: η Μικρασιατική συμφορά του 1922 παρασύρει όλη την περιοχή της Ανατολικής Θράκης και εγκαταλείπονται χωριά και πόλεις που ήταν επί αιώνες Ελληνικά. Το 1923 με τη συνθήκη της Λωζάνης η Ορεστιάδα παραδίνεται στους Τούρκους για στρατιωτικούς λόγους. Οι Έλληνες κάτοικοί της ξεσπιτώνονται και κτίζουν απέναντι από την παλιά πόλη, την καινούργια τους πόλη που την ονομάζουν Νέα Ορεστιάδα.
  Με την υπ' αριθμ. 238/1992 απόφαση το Δημοτικό Συμβούλιο Ν. Ορεστιάδας καθορίζει ως έμβλημα της πόλης τη μορφή της μυθικής Ιφιγένειας, ως υπενθύμιση της θυσίας της Ορεστιάδας στο βωμό των ευρύτερων Εθνικών συμφερόντων και αναγκών του νεότερου Ελληνισμού.
Το κείμενο (απόσπασμα) παρατίθεται τον Σεπτέμβριο 2003 από τουριστικό φυλλάδιο του Δήμου Ν. Ορεστιάδας (1996).

Η αποξήρανση της Κωπαΐδας

ΟΡΧΟΜΕΝΟΣ (Πόλη) ΒΟΙΩΤΙΑ
Το ιστορικό της αποξήρανσης
  Το 1834 καταρτίζεται το πρώτο σχέδιο αποξήρανσης από Γερμανό μηχανικό. Το 1844 γίνεται δεύτερο συστηματικότερο από το Γάλλο μηχανικό Γουσταύο ντ' Εστάλ. Το 1846 ο Γάλλος μεταλλειολόγος Σωβάζ συντάσσει την πρώτη σοβαρή μελέτη και το 1865 το Ελληνικό κράτος υπογράφει σύμβαση με τους Μομφερριέρ και Μπονέρ με όρο η εταιρεία τους να έχει την επικαρπία για 99 χρόνια της μισής έκτασης από αυτή που θα αποξηρανθεί και στη συνέχεια η κυριότητα θα περιερχόταν στο Ελληνικό Δημόσιο. Ύστερα όμως από μερική αποξήρανση η εταιρεία κηρύσσεται έκπτωτη, το 1873, γιατί χρεοκόπησε οικονομικά.
  Το 1880 υπογράφεται νέα σύμβαση με τον Ιωάννη Βούρο, εκπρόσωπο άλλης Γαλλικής εταιρείας και με όμοιους όρους. Στο διάστημα 1882-1886 γίνονται τα σπουδαιότερα αποστραγγιστικά έργα και η Κωπαίδα αποξηραίνεται. Οι οργανικές ύλες όμως που υπήρχαν στον πυθμένα της λίμνης ανάβουν και καίγονται με αποτέλεσμα η επιφάνεια του εδάφους να κατεβεί κατά 4 μέτρα χαμηλότερα από τη σήραγγα, τα νερά να μην φεύγουν πλέον και το 1887 η Κωπαίδα ξαναγίνεται λίμνη.
   Έτσι πτωχεύει και η δεύτερη Γαλλική εταιρεία και τη συνέχιση του έργου αναλαμβάνει, το 1895, μια Αγγλική εταιρεία. Η εταιρεία αυτή βαθαίνει τη σήραγγα και τις αποστραγγιστικές διώρυγες και ολοκληρώνει το έργο το 1931 αποξηραίνοντας 241.000 στρέμματα. Η διάθεση της έκτασης αυτής έγινε όπως φαίνεται στον παρακάτω πίνακα.

Διάθεση της αποξηραμένης έκτασης  
Παραχωρήθηκαν στους περιοίκους της Υλίκης 1.862 στρ.
Απαιτήσεις τρίτων από το Δημόσιο 28.427 στρ.
Μισθωτές 145.000 στρ.
Καλλιέργεια από την εταιρεία 48.000 στρ.
Κοινωφελή έργα (δρόμοι, διώρυγες κ.λπ.) 17.000 στρ.
Σύνολο 240.289 στρ.

Επιπτώσεις της αποξήρανσης
  Πριν την αποξήρανση οι κάτοικοι γύρω από τη λίμνη και φυσικά οι Ορχομένιοι, ζούσαν σχεδόν πρωτόγονα. Καλλιεργούσαν τις λίγες εκτάσεις που υπήρχαν στις όχθες της λίμνης, αλλά η παραγωγή καταστρεφόταν πολλές χρονιές από τις πλημμύρες. Ακόμη ψάρευαν, κυνηγούσαν ή έβοσκαν γιδοπρόβατα, βόδια και γουρούνια.
  Με την αποξήρανση δόθηκαν μεγάλες εκτάσεις για εκχέρσωση και καλλιέργεια, πράγμα που άλλαξε τη ζωή του τόπου ριζικά. Απασχολήθηκαν χιλιάδες εργατικά χέρια και έγινε μεγαλύτερης έκτασης καλλιέργεια περισσοτέρων προϊόντων. Εκτός από το σιτάρι καλλιεργείται τώρα και βαμβάκι, αραβοσίτι, πεπόνια και ταυτόχρονα αναπτύσσεται μεγαλύτερη κτηνοτροφία. Όλα αυτά βέβαια βελτιώνουν τη ζωή των Ορχομενίων. Μια άλλη πολύ σημαντική βελτίωση που επέφερε η αποξήρανση είναι αυτή στο θέμα της υγείας, όπου αρχίζει να μειώνεται αρχικά και να εξαφανίζεται στη συνέχεια, η ελονοσία που πριν κυριολεκτικά θέριζε τους κατοίκους.

Το κείμενο παρατίθεται τον Μάιο 2005 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφία, του Δήμου Ορχομενού


ΠΑΛΑΙΟΧΩΡΑ (Κωμόπολη) ΧΑΝΙΑ
  Αναφέρεται ότι είναι χτισμέμη πάνω στα ερείπια της αρχαίας Καλαμίδης.
  Το 1278 ο Ενετός Δούκας Μαρίνος Γραδενίγος έχτισε το ιστορικό Καστέλλο Σέλινο σε ένα ύψωμα με υπέροχη θέα προς το Λυβικό πέλαγος, που βρίσκεται σε επαφή με το χωριό, το οποίο σήμερα - κατάλοιπο τη Ενετικής κυριαρχίας ονομάζεται Φορτέζα.
  Όλη η Κρήτη είναι ένα μεγάλο βιβλίο ιστορίας. Μια ιστορίας που χάνεται στα βάθη των αιώνων....
  Στην ευρύτερη περιοχή της Παλαιόχωρας υπήρχαν στην αρχαιότητα και ειδικά κατα τους Ελληνιστικούς χρόνους (από το 400 π.Χ.) πολλές πόλεις οι οποίες είχαν και τον έλεγχο των μικρότερων οικισμών.
  Οι πόλεις αυτές αναπτύχθηκαν γιατί λόγω των γύρω δυσπρόσιτων ορεινών όγκων, παρείχαν ασφάλεια από τις επιδρομές των πειρατών.
  Η ευρύτερη περιοχή της Παλαιόχωρας είναι πλούσια σε Μεσαιωνικά Βυζαντινά μνημεία και μπορείτε εύκολα να επισκευτήτε πολλούς μικρούς Βυζαντινούς ναούς με ενδιαφέρουσες και σπάνιες τοιχογραφίες, καθώς και ερείπια παλαιοχριστιανικών ναών.
  Μερικές από τις περιοχές που μπορείτε να επισκευτήτε με σημείο εκκίνησης την Παλαιόχωρα είναι :
  Χρυσοσκαλίτισσα
  Γαύδος
  Σούγια
  Σαρακίνα
  Φαράγγι Σαμαριάς
  Φαράγγι Αγίας Ειρήνης
  Ελαφονήσι
και φυσικά δεκάδες άλλες απαράμιλλης ομορφιάς.

ΠΑΡΑΝΕΣΤΙ (Κωμόπολη) ΔΡΑΜΑ
  Οι πρώτες ενδείξεις ανθρώπινης παρουσίας χρονολογούνται από την παλαιολιθική εποχή στην ορεινή περιοχή του Αρκουδορέματος.
  Στη συνέχεια, την τύχη της περιοχής καθόρισαν πολλά ιστορικά γεγονότα, όπως η εγκατάσταση θρακικών φυλών από τον 11π.Χ. αιώνα (των Σαππαίων στην κοιλάδα του Νέστου και των Αγριάνων στην οροσειρά της Ροδόπης), οι εκστρατείες του Φιλίππου με τη δημιουργία οχυρών ακροπόλεων στα περάσματα του Νέστου ποταμού και η ενίσχυση αυτών κατά τη διάρκεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
  Στους νεότερους χρόνους της Οθωμανικής κατάληψης, το εποικιστικό πρόγραμμα στα τέλη του 16ου αιώνα με τη μετακίνηση πληθυσμών από άλλες περιοχές αλλά και οι ευνοϊκές δυνατότητες ανάπτυξης της γεωργίας και της κτηνοτροφίας έπαιξαν πρωταρχικό ρόλο στη δημιουργία ενός πυκνού δικτύου οικισμών στην ορεινή περιοχή.
  Αργότερα με τη Μικρασιατική καταστροφή μεγάλος αριθμός προσφύγων βρίσκει καταφύγιο στα καλυμμένα με πυκνή βλάστηση άγρια και δύσβατα βουνά της Ροδόπης. Ταυτόχρονα εγκαθίστανται νομάδες Σαρακατσάνων δημιουργώντας μόνιμους οικισμούς.
  Δυσμενείς ιστορικές και οικονομικές εξελίξεις όμως των νεότερων χρόνων οδηγούν την περιοχή σε πληθυσμιακή συρρίκνωση και ολοσχερή διαφοροποίηση του οικιστικού δικτύου.
Το κείμενο παρατίθεται το Φεβρουάριο 2004 από τουριστικό φυλλάδιο της Νομαρχιακής Επιτροπής Τουριστικής Προβολής Δράμας (2003).

ΠΑΡΓΑ (Κωμόπολη) ΗΠΕΙΡΟΣ
  Η Πάργα, αυτός ο παραδεισένιος τόπος, τράβηξε πάνω της τα βλέμματα θεών και δαιμόνων.
  Η εικόνα της Παναγίας με της αλεπάλληλες φυγές της από τον οικισμό της Παλιόπαργας, που ήταν στον Πετζοβολιο, στο απέναντι βουνό και την καταφυγή της στη σπηλιά που βρίσκονταν έξω από το κάστρο, έπεισε τους κατοίκους της να εγκατασταθούν στο βράχο αυτό που σήμερα υψώνεται στο κάστρο.
  Αγαπημένη της Παναγίας, αλλά και αγαπημένη του Αρη, θα τελειώσει την περίοδο της ελεύθερης ζωής της στις 15 Απριλίου του 1819.   Όμως άλλες μαρτυρίες παλιότερες, αρχαιολογικά ευρήματα και γραφτές πηγές λένε πως ο τόπος προσέλκυσε την ανθρώπινη δραστηριότητα από τα πανάρχαια χρόνια.
  Νεολιθικός πέλεκυς που βρέθηκε στον ελαιώνα αλλά και ο μνημειακός θολωτός μυκηναϊκός τάφος που βρέθηκε στο κτήμα του Σουϊδα, το λείψανο αρχαίου τείχους έξω από τον περίβολο του βενετσάνικου κάστρου μαζί με τη βάση του λιμενοβραχίονα που βρισκόταν στη δυτική μεριά του όρμου του Βάλτου και που δυστυχώς καλύφθηκε από τις πέτρες που σωρεύτηκαν πάνω του για τη δημιουργία μαρίνας, καθώς και κάποιοι κιβωτιόσχημοι τάφοι στο δρόμο κοντά στην Ανθούσα, αποτελούν αναμφισβήτητα τεκμήρια για την ύπαρξη έντονης ανθρώπινης παρουσίας στην περιοχή κατά την αρχαιότητα.
  Στις βυζαντινές πηγές η Πάργα θα εμφανιστεί το 1337 και μάλλον πρόκειται για τον οικισμό του κάστρου και όχι για την Παλιόπαργα στον Πετζοβολιό. Στη νέα της θέση θα αντιμετωπίσει πολλά γυρίσματα των καιρών.
  Θα υποστεί για έξι χρόνια την κατοχή του αλβανοσερβοβουλγαροβλάχου (έτσι του άρεσε να αυτοαποκαλείται) ληστή Μπογκόη και όταν αυτός θα φύγει θα ζητήσει την προστασία της Βενετίας, που θα είναι παρούσα στην περιοχή από τον 15ο ως το τέλος του 18ου αιώνα. Η Πάργα βεβαια σε όλη αυτή την περίοδο θα έχει καθεστώς αυτοδιοίκησης.
  Οι επιδρομές και οι λεηλασίες από στεριά και θάλασσα όμως δεν θα πάψουν και στην περίοδο αυτή. Ο Χαϊρετιν Βαρβαρόσα θα είναι ένας από τους πολλούς που θα την ρημάξουν.
  Η κατάσταση σταθεροποιείται από τα τέλη του 16ου ως τα τέλη του 18ου αιώνα και η Πάργα αναπτύσσεται οικονομικά, γίνεται κέντρο εμπορικό (στο Βάλτο σώζεται ακόμα η Ντογάνα, δηλαδή το Τελωνείο της εποχής) και καταφύγιο και ορμητήριο κλεφταρματωλών. Η βρύση και το σπίτι του Μπουκουβάλα και το πηγάδι του Ανδρούτσου το μαρτυράνε.
  Θα συμπαρασταθεί ακόμα και στους αγώνες του Σουλίου και θα νιώσει επάνω της την απειλητική ανάσα του Αλή πασά. Στην ίδια αυτή περίοδο της ακμής της θα επισκεφθεί την Πάργα ο Κοσμάς ο Αιτωλός και θα αναπτυχθεί με σημαντική εκπαιδευτική κίνηση από ονομαστούς δασκάλους, τον Ιερομόναχο Φιλόθεο, τον Αναστάσιο Μοσπινιώτη, τον Ανδρέα Ιδρωμένο και Χριστόφορο Περραϊκό, τον Αγάπιο Λεονάρδο, κ.α.
  Το 1797 η βενετσάνικη κυριαρχία καταλύεται από τους Γάλλους και ύστερα από μια περίοδο εναλλαγής «προστατών» με τη συνθήκη της 5ης Δεκεμβρίου του 1815 θα αναγνωριστεί η οθωμανική κυριαρχία πάνω στην Πάργα και από τους Αγγλους που την προστατεύουν την περίοδο αυτή θα παραχωρηθεί στον Αλή πασά.
  Μεγάλη ώρα της ιστορίας της η περίοδος 1816 - 1819 με τις ατέλειωτες διαπραγματεύσεις για την αποζημείωση των περιουσιών των κατοίκων που αποφάσισαν να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους και να καταφύγουν στην Κέρκυρα με δραματική αποκορύφωση τη Μεγάλη Παρασκευή 15 Απριλίου του 1819, όταν καίνε τους νεκρούς τους και φεύγουν για την Κέρκυρα.
  Ο Αλής θα φέρει Λαλιώτες Τούρκους και χριστιανούς από το εσωτερικό της Ηπείρου για να καλύψει το κενό από τη φυγή των ντόπιων που σιγά-σιγά θα επανέλθουν στην πάτρια γη τον Φεβρουάριο του 1913 οπότε λήγει και για την Πάργα η Τουρκοκρατία.
  Στηριγμένη στον οχυρό βράχο του κάστρου και προστατευμένη από την ευρύχωρη αγκαλιά του Πετζοβολιού από τα βορειοδυτικά ανδρώθηκε και πρόκοψε η Πάργα από τα μεταβυζαντινά χρόνια ως τις μέρες μας.
  Στα δυτικά της είναι ο κόλπος του Βάλτου με την ολόχρυση αμμουδιά που καταλήγει στο ακρωτήριο Χελαδιό όπου πάνω του ακόμα σώζονται ερείπια της Μονής των Βλαχερνών (η Αγία Βλαχέρνα όπως λένε οι ντόπιοι).
  Η αμμουδιά του Βάλτου, συνεχίζεται εύφορο πεδινό διάδρομο, κατάφυτο από ελιές και οπωροφόρα που φτάνει ως την Ανθούσα.
  Όταν οι συνθήκες ασφαλείας το επέτρεψαν και το παράλογο ιδιοκτησιακό καθεστώς του κάστρου πίεζε ασφυχτικά τους κατοίκους, ο οικισμός απλώθηκε έξω και γύρω από το κάστρο στο φρύδι του Τουρκοπάζαρου και στη νοτιοανατολική πλευρά ως το Κρυονέρι.
  Αυτή είναι η Πάργα η σημερινή, που σαν πίνακας ζωγραφικής αποκαλύπτεται στον επισκέπτη, κυρίως όταν αυτός βρεθεί στη γωνία «στού καρύδι» ή στη στροφή της Λιθίτσας, όταν προχωρεί από τον περιφερειακό δρόμο.
  Η αρχιτεκτονική της μορφή είναι νησιώτικη και λιγότερο δένει στην Ηπειρωτική αρχιτεκτονική. Τα σπίτια μικρά κατά κανόνα, με πολύ λίγο ελεύθερο χώρο για πράσινο που όμως δεν λείπει καθώς όλοι φιλοτιμούνται να φυτέψουν κάτι στη μικρή αυλή, στο παρτέρι, ή στη γλάστρα.   Χαίρεται να ανηφορίζει κανείς τα στενά της δρομάκια, πνιγμένα από την ευωδιά του γιασεμιού. «Στης Πάργας τον ανήφορο κανέλα και γαρύφαλο». Από τη βορινή πλευρά ο απέραντος και βαθύσκιος ελαιώνας και από την άλλη οι αμέτρητοι βράχοι μέσα στη θάλασσα που σε ώρες φουσκοθαλασσιάς δημιουργούν παράξενες ηχητικές συμφωνίες.
  Αξίζει να γνωρίσει κανείς και το θαλασσινό της τοπίο. Πρώτα βορινά περνώντας δίπλα από το αγέρωχο πετρωμένο καράβι, το τρομερό Φραγκοπήδημα και τον προστατευτικό Αγιο Σώστη, ως την παράξενη ομπρέλα του Σαρακήνικου και ύστερα από τη νότια πλευρά περνώντας από το Χαγιόπουλο, το Μονόλιθο και την Πωγωνιά, το Σκέμπη και το Πριόνι, τη μεγάλη βοτσαλωτή αμμουδιά του Λύχνου με τις μικρές σπηλιές, για να καταλήξει στον κλειστό κόλπο του Αη Γιαννάκη με την πηγή του γλυκού νερού που αναβλύζει στο κέντρο του. Θα είναι μια εμπειρία μοναδική.
  Πλούσια σε ιστορία ως ομορφιά η Πάργα, δεν χρειάζεται Όμηρο επαινετή για να την προβάλει. Ίσως μάλιστα ο λόγος να φανεί κατώτερος από τα πράγματα.
  Επιγραμματικός ο χρονογράφος Παύλος Παλαιολόγος έγραφε όταν την επισκέφτηκε το 1964: «Δε θυμάμαι να έχω γνωρίσει ομορφιά πιο εντυπωσιακή από αυτή στη μικρότητά της. Όλα μαγεία. Μη φοβάστε την υπερβολή, όταν παρουσιάζετε την Πάργα, όσα και να πείτε λίγα της είναι. Σε διαγωνισμό ανάμεσα στα τουριστικά κέντρα, έπαιρνε τον τίτλο της γόησσας οπωσδήποτε».

Το κείμενο παρατίθεται τον Ιούνιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, του Δήμου Πάργας


ΠΕΤΡΑ (Κωμόπολη) ΛΕΣΒΟΣ
  Its history stretches back into mythology. According to tradition, during the expedition against Troy, Achilles anchored his ships here.
  If the visitor climbs today to the settlement of Petri, a picturesque eagle's nest with fifteen stone windmills on its east, he will see a rock with a large hole in the middle which is where, it is said, Achilles tied up his vessel.
  Nearby , there is a cistern with a spring, known as the "Spring of Achilles" because the great hero drank water from it. The area is called "Achilleiophigada".
  In 1462 Sultan Mahomet II took Lesvos, and then on its inhabitants shared the same fate as all the other islanders.
  On 12 March 1676, the French corsair Hugo de Crevelier, at the head of 800 men, plundered Petra for three hours. When he left, he took with him 500 young men and women. He spared the churches, perhaps because he was Christian. For this terrible pirate this operation was the most important and the most profitable of his life.
  In 1865, on Monday, the first day of Lent, until Tuesday, Turkish-Albanians looted the village, carrying off any gold , silver or silk which they found. Miraculously, the silver revetment of the icon of Our Lady, the silver censer (1667) and the chalice (1742) escaped.
  In 1823, people from Psara created in Petra a nucleus of revolution, which resulted in appalling experiences of the residents of Petra the 'Troubles' as the whole climate of violence of those times was called.
  The village was liberated from Turks on 6 December 1912 a few days before, it had had more 'Troubles' with beating, looting, abductions and murders on innocent citizens. On four December, Turkish lieutenant Hikmet doused Petra in oil and set fire to it, having first stripped it of anything of value. Petra quickly healed its wounds, was set on its feet again, to reach its present state of development and progress as a modern tourist resort.

This text is cited June 2003 from the Municipality of Petra URL below.


Πρωτοβυζαντινοί & Μεσοβυζαντινοί χρόνοι (50-1430)

ΠΙΕΡΙΑ (Νομός) ΕΛΛΑΔΑ
  Η ιστορική πορεία της Πιερίας της περιόδου μας είναι μόνιμα και στενά συνδεδεμένη με εκείνη της Θεσσαλονίκης.
  α. Πνευματικός βίος. Οι πρώτες επί ευρωπαϊκού εδάφους Χριστιανικές κοινότητες ιδρύθηκαν από τον Απ. Παύλο στην Μακεδονία· στους Φιλίππους, στη Θεσσαλονίκη και στην Βέροια. Εκείθεν, ο Απ. Παύλος μετέβη στην Αθήνα, μέσω των πιερικών ακτών, του σημερινού λιμανιού της Μεθώνης, όπου υπάρχει ναός προς τιμήν το Απ. Παύλου.
  Επισκοπές μνημονεύονται καθόλη την χριστιανική-βυζαντινή περίοδο σ’ όλη την επαρχία της Πιερίας. Στο Δίο, στην Πύδνα, στο Κίτρος, στον Κολινδρό, στην Πέτρα, στον Πλαταμώνα. Η ύπαρξη τόσων επισκοπών στην Πιερία δείχνει ότι η περιοχή εδώ ήταν κατείδωλος. Επίκεντρο το Δίον, η ιερή πόλη των Μακεδόνων, του Φιλίππου-Μ. Αλεξάνδρου.
  Οι επισκοπές αυτές, στους Βυζαντινούς χρόνους και στη συνέχεια μέχρι το 1924 μ.Χ., υπάγονται στην δικαιοδοσία της μητροπόλεως Θεσσαλονίκης. Ο εκάστοτε επίσκοπος Κίτρους, από τον 11ο αι. κ.ε., ήταν ο πρωτόθρονος, δηλ. ο πρώτος κατά την τάξη, μετά τον μητροπολίτη Θεσσαλονίκης.
  Πολλά μετόχια μοναστηρίων της Θεσσαλονίκης και του Αγίου Όρους υπήρχαν στην Πιερική γη. Κάποια εξακολουθούν να λειτουργούν ως σήμερα.
  Σημερινά κατάλοιπα του πνευματικού βίου της χριστιανικής-βυζαντινής Πιερίας είναι οι ναοί και τα άγια λείψανα. Είναι οι δύο πρωτοχριστιανικές βασιλικές εκκλησίες στο αρχαίο Δίο και οι βυζαντινές στην Κουντουριώτισσα, στην Πέτρα, στον Πλαταμώνα, στο Αιγίνιο, στον Κολινδρό, στο Λιτόχωρο και αλλού της Πιερίας. Χαρακτηριστικό της ιδεολογικής συγκρούσεως μεταξύ Χριστιανισμού και ειδωλολατρείας στην Πιερία είναι το μαρτύριο, στις αρχές του 4ου μ.Χ. αι., του επισκόπου Πύδνης Αλεξάνδρου. Η κάρα του δωρίζεται το 964 μ.Χ. από τον Βυζαντινό Αυτοκράτορα Νικηφόρο Φωκά στην Μονή της Λαύρας στο Αγιο Όρος.
  β. Πολιτικός - Διοικητικός βίος. Η Πιερία, στον πολιτικο-διοικητικό βίο της, αποτελεί σταθερά τμήμα της επαρχίας Μακεδονίας Πρώτης.
  Τα κάστρα-πόλεις της Πιερίας στον Κολινδρό, στο Κίτρος-Πύδνα, στην Πέτρα και στον Πλαταμώνα, ενισχύουν στρατηγικά την θεματική διοικητική υπόσταση της Θεσσαλονίκης. Την περιοχή επισκέπτεται ο ίδιος ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου Βασίλειος ο Μακεδών ο Βουλγαροκτόνος το 1003 μ.Χ. Τότε παραδίδεται στον ίδιο το κάστρο του Κολινδρού από τον επιδρομέα Βούλγαρο τοπάρχη Δημήτριο Τειχωνά.
  Η σημασία των Βυζαντινών Κάστρων της Πιερίας επαυξάνει τον 13ο αι. και τον 14ο αιώνα. Ο Φράγκος βασιλιάς της Θεσσαλονίκης Βονιφάρτιος Μομφερατικός παραχωρεί το 1204 το κάστρο Κίτρους ως φέουδο στον Λομβαρδό Βίριχ Φον Ντάουν και το κάστρο του Πλαταμώνος στον Ρολάνδο Πισία. Τα δύο αυτά κάστρα ανακαταλαμβάνονται από τον Βασιλιά της Ηπείρου Θεόδωρο Α Κομνηνό Δούκα· ο ίδιος απελευθερώνει από τους Φράγκους και την Θεσσαλονίκη και ευθύς μετά στέφεται εκεί βασιλιάς (1218-1224).
  Στις αρχές του 14ου αι., το 1308 μ.Χ., εισβάλλουν Καταλανοί και Οθωμανοί στην Πιερία και την λεηλατούν κυρίως όμως τα κάστρα τόπος εξορίας των εκάστοτε ηττημένων στην Θεσσαλονίκη. Ο εμφύλιος πόλεμος μεταξύ Παλαιολόγων και Καντακουζηνών (1341-1346) και το ζηλωτικό κίνημα του 1345 στην πόλη, ήσαν κύμα των εξοριών στα κάστρα της Πιερίας.
  Από τις δυναστικές αυτές διαμάχες επωφελούνται κυρίως οι σύμμαχοι των αλληλοσυγκρουομένων. Αυτοί ήσαν οι Οθωμανοί του Ομάρ, του Αϊδινίου και οι Σέρβοι του Στεφάνου Δουσάν. Κυρίως όμως οι Οθωμανοί, που ελέγχουν ήδη από τότε την Πιερία και την άλλη ενδοχώρα της Θεσσαλονίκης.
Το κείμενο (απόσπασμα) παρατίθεται τον Οκτώβριο 2003 από τουριστικό φυλλάδιο της Νομαρχίας Πιερίας.

Η ονομασία του Πολυκάστρου

ΠΟΛΥΚΑΣΤΡΟ (Κωμόπολη) ΚΙΛΚΙΣ
  Το Πολύκαστρο μέχρι το 1928 ήταν γνωστό με το όνομα Καρασούλι. Η ονομασία αυτή, σύμφωνα με πληροφορίες των παλαιών κατοίκων είναι οθωμανικής προέλευσης και σημαίνει «Μαύρο έλος». (Καρά σημαίνει μαύρο και Σου νερό και κατά προέκταση Μαύρο έλος.) Για μια χρονική περίοδο ονομάζονταν και Μαυροσούλι. Αυτό διαπιστώνεται σε πρακτικό του Κοινοτικού Συμβουλίου της 23 Ιουλίου 1928, όπου φαίνεται η κυκλική σφραγίδα της υπογραφής του Προέδρου:
«Ελληνική Δημοκρατία - Κοινότης Μαυροσουλίου».
  Το Καρασούλι ονομάστηκε, έτσι, από τους Οθωμανούς που εγκαταστάθηκαν για πρώτη φορά στην περιοχή εξαιτίας ενός εντόπιου που ήταν μελαψός, «μαύρος» που κατάγονταν από το Σούλι της Ηπείρου. Πέρα από αυτά επίσημα στοιχεία για τη σημερινή ονομασία δεν υπάρχουν.
   Υπάρχουν αρκετές εκδοχές, για την κατοπινή ονομασία «Πολύκαστρο», κυρίως από προφορικές πηγές παλαιών κατοίκων. Πιο κάτω θα αναφερθούν μερικές από αυτές:
  Η πρώτη εκδοχή , η οποία θεωρείται επικρατέστερη των άλλων, αναφέρεται στη χρονική περίοδο του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, όπου, στην περιοχή του συνοικισμού υπήρχαν πολλές πολεμίστρες, οχυρωματικά έργα, σαν μικρά κάστρα και για το λόγο αυτό ο Γενικός Διοικητής Θεσσαλονίκης το 1928 ονόμασε τον οικισμό Πολύκαστρο.
  Η άποψη αυτή ενισχύεται από την αναφορά που γίνεται για την συγκεκριμένη περιοχή, όπου κατά τη διάρκεια του Α' Παγκόσμιου Πολέμου κατασκευάστηκαν, ως αναφέρεται στην Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, από τη Μεραρχία Σερρών. Συγκεκριμένα αναφέρεται ( τόμος ΙΕ σελ. 65) « Η μεραρχία Σερρών αποβιβάστηκε στο Σταθμό Γουμέντσας από 23/10 - 5/11/1917 και χρησιμοποιήθηκε στην ανατολική όχθη του Αξιού γύρω από το Καρασούλι για την κατασκευή αμυντικών έργων πίσω από τη γραμμή του Μετώπου».
  Η δεύτερη εκδοχή αναφέρεται στο έτος 1928, όταν ο τότε πρόεδρος της κοινότητας Καρασουλίου, Γκαντίδης Νικόλαος, ήθελε να δώσει ένα όνομα από την πατρίδα του, το Σιναπλή της Βουλγαρίας, αλλά αντέδρασε ο αντιπρόεδρος της Κοινότητας, Πόντιος, Τσελεπίδης Χαράλαμπος, με την αιτιολογία ότι οι πρώτοι πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή ήταν Πόντιοι και συνεπώς θα έπρεπε να δοθεί άλλο όνομα και έτσι ο Γενικός Διευθυντής Θεσσαλονίκης έδωσε ένα όνομα από μια ιταλική πόλη που λέγεται Πολύκαστρο, πράγματι, υπάρχει τέτοια πόλη, όπου υπήρχαν διάσπαρτα μικρά κάστρα στην περιοχή.
  Τέλος, το Πολύκαστρο από Κοινότητα έγινε Δήμος με το Π.Δ. 265/ΦΕΚ 123/19-8-1986, μετά από ένωση των κοινοτήτων Πολυκάστρου - Λιμνοτόπου.
  Σήμερα, βέβαια, έχει διευρυμένη μορφή και ο Δήμος Πολυκάστρου περικλείει τις κοινότητες: Αξιοχωρίου, Ασπρου, Λιμνοτόπου, Βαφειοχωρίου, Πευκοδάσους, Μικροδάσους, Ευζώνων, Ποντοηράκλειας. Συνολικά στο Δήμο είναι ενσωματωμένοι 24 οικισμοί με 12.000 κατοίκους.
Τα στοιχεία είναι από το βιβλίο του Δικαίου Βασιλειάδη "Ιστορία του Πολυκάστρου"

Το κείμενο παρατίθεται τον Ιούνιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Πολυκάστρου


ΠΟΤΙΔΑΙΑ (Αρχαία πόλη) ΧΑΛΚΙΔΙΚΗ
  Αρχαία πόλη της Χαλκιδικής, αποικία των Κορινθίων. Ιδρύθηκε την εποχή του τύραννου Περίανδρου (ΣΤ’ αι. π.Χ.) στο στενό ισθμό που συνδέει τη χερσόνησο Παλλήνη με τη Στερεά. Το 479 π.Χ. την πολιόρκησε δίχως επιτυχία ο στρατηγός του Ξέρξη Αρτάβαζος. Η απόσπασή της από την Αθηναϊκή συμμαχία υπήρξε μία από τις αφορμές του Πελοποννησιακού πολέμου. Το 429 την κατέλαβαν οι Αθηναίοι οι οποίοι μετέφεραν τους κατοίκους της στην Ολυνθο και εγκατέστησαν στη θέση τους Αθηναίους. Το 356 η Ποτίδαια καταστράφηκε από το Φίλιππο Β΄ της Μακεδονίας ο οποίος ίδρυσε στη θέση της την Κασσάνδρεια. Σύμφωνα με κάποιες πηγές την πρώτη διώρυγα στην Ποτίδαια άνοιξε ο Κάσσανδρος, ενώ η ύπαρξή της αναφέρεται από τον 1ο αι. π.Χ. Στη συνέχεια την επιδιόρθωσε ο Ι. Παλαιολόγος το 1407. Η διώρυγα απέκτησε τη σημερινή της μορφή το 1930 και στα 1970 κατασκευάστηκε η γέφυρα που ενώνει τις δυο ακτές. Στα 357 π.Χ. ο Φίλιππος ο Β' κατέλαβε την Ποτίδαια και προσάρτησε την περιοχή στη Μακεδονία. Το 316 π.Χ. ο βασιλιάς της Μακεδονίας Κάσσανδρος έκτισε στη θέση της την Κασσάνδρεια, η οποία γρήγορα αναπτύχθηκε και άνθησε ιδίως κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο. Η ιστορία της πόλης συνεχίζεται μέσα στους αιώνες και το 1922 έρχονται εδώ κάτοικοι της Μικράς Ασίας και κτίζουν τη Νέα Ποτίδαια. Στα Αρχαιολογικά Μουσεία του Πολύγυρου και της Θεσσαλονίκης υπάρχουν πολλά ευρήματα από τους τάφους της αρχαίας Ποτίδαιας.

Το κείμενο παρατίθεται τον Ιούλιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Τεχνολογικού Εκπαιδευτικού Ιδρύματος Πειραιά


Ιστορική αναδρομή

ΠΡΕΒΕΖΑ (Νομός) ΗΠΕΙΡΟΣ
  Ο Νομός Πρέβεζας βρίσκεται στο ΝΔ τμήμα της Ηπείρου, έχοντας προς Β του νομούς Ιωαννίνων και Θεσπρωτίας, Α & ΝΑ τον νομό ´Αρτας, Δ το Ιόνιο πέλαγος και Ν τον Αμβρακικό κόλπο.
  Πρωτεύουσά του , η ομώνυμη πόλη Πρέβεζα, στην είσοδο του Αμβρακικού. Απ’ τα πανάρχαια χρόνια συγκροτήθηκαν οικισμοί και πόλεις, απ’ τους Θεσπρωτούς, τους Κασσωπαίους, τους Μολοσσούς - τρεις απ' τις 14 ηπειρωτικές φυλές. Η Εφύρα ( ή Κϊχυρος), η Κασσώπη, η Ελάτρια, η Νικόπολις κ.α., είναι πόλεις που σήμερα μόνο τα ερείπιά τους, ή μόνο τα ονόματά τους μας τις θυμίζουν.
  Δεν είναι πολλές οι ιστορικές πληροφορίες για τους απώτερους χρόνους τη Νεολιθική (6000-3000 π.Χ.) περίοδο, την εποχή του χαλκού (3000-1500 π.Χ.), τη Μυκηναϊκή εποχή (1500-1100 π.Χ.) κατά την οποία η Ήπειρος αποτελούσε ήδη μέρος της πολιτισμένης Ελλάδας, - μέχρι τη Γεωμετρική (1100-800 π.Χ.) και την Αρχαϊκή (800-500 π.Χ.) ελληνιστική περίοδο-, κατά την οποία πλήρως επικράτησαν οι Κορίνθιοι, οι οποίοι και δημιούργησαν αποικίες και στην Ήπειρο. Λίγο αργότερα οι Μολοσσοί υπό τον βασιλέα Θαρύπα, έγιναν κύριοι ολόκληρης της Ηπείρου κι επεκτάθηκαν προς τη θάλασσα (ναυτική συμμαχία των Αθηνών του 4ου π.Χ αι.), για ν’ ακολουθήσει ο Μακεδών Αλέξανδρος Α´ (343 π.Χ., αδελφός της Ολυμπιάδος, συζύγου του Φιλίππου Β´), ο Πύρρος (απ’ το 296 π.Χ.), η περίοδος της Δημοκρατίας (περί το 234 π.Χ., με τους Θεσπρωτούς ως ιθύνοντες).
  Το 168 π.Χ., οι Ρωμαίοι, εκδικούμενοι τον Πύρρο που εκστράτευσε κατά της Ιταλίας, προέβησαν στην τέλεια καταστροφή των κυριότερων Ηπειρωτικών πόλεων (μεταξύ των οποίων η Κασσώπη κ.α.), την πώληση ως δούλων 150.000 Ηπειρωτών και τη μετατροπή της Ηπείρου σε ρωμαϊκή επαρχία. Ακολούθησε η υπαγωγή της Ηπείρου στη Βυζαντινή αυτοκρατορία (Ιουστινιανός) ενώ η Νικόπολη είναι ήδη μια απ’ τις μεγαλύτερες χριστιανικές επισκοπικές έδρες). Απ’ τις γοτθικές επιδρομές (550) καταστράφηκαν αρκετές ηπειρωτικές πόλεις, μεταξύ αυτών και η Νικόπολη. Ακολούθησαν τον 10ο αι., βουλγαρικές επιδρομές, οπότε και ολοκληρώθηκε η καταστροφή και εγκατάλειψη της Νικόπολης. Μετά την άλωση της Κων/πολης το 1204 απ' τους Λατίνους, ιδρύθηκε το Δεσποτάτο της Ηπείρου, αυτοτελές ελληνικό κράτος, απ' τον Μιχαήλ Α´ ´Αγγελο Κομνηνό Δούκα, (ο πατέρας του οποίου σεβασταύγουστος Ιωάννης ήταν δούκας του θέματος Νικοπόλεως).
  Τον 14ο αι., η Ήπειρος περιήλθε στην κυριαρχία του Σέρβου ηγεμόνα Στέφανου Δουσάν, για ν’ ακολουθήσουν οι Φλωρεντινοί (Κάρολος Α´ Τόκκος κλπ.). Τον 15ο αι., σχεδόν όλη η Ήπειρος καταλήφθηκε απ’ τους Τούρκους, διαδέχθηκαν οι Βενετοί (είχαν ήδη καταλάβει τη Σαγιάδα, την Πάργα, κ.α.). Συνθήκη μεταξύ Τούρκων και Βενετών το 1499 αναγνώρισε στους Βενετούς την κατοχή της Κεφαλλονιάς και της Πρέβεζας, η οποία, όπως και ο Αυλών, κατά τον 16ο αι., υπήρξε πολλές φορές ορμητήριο του Τούρκου ναυάρχου Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσσα. Το 1684 οι Βενετοί (Φρ. Μοροζίνι) κυρίευσαν την ´Αρτα και την Πρέβεζα, την οποία εκχώρησαν το 1700 στους Τούρκους κι αυτοί, με τη συνθήκη του 1717 αναγνώρισαν πάλι την κυριαρχία των Βενετών στο Βουθρωτό και την Πρέβεζα. Το 1798 ο Αλή πασάς Τεπελενλής κατέλαβε την Πρέβεζα (απ’ τους Γάλλους, οι οποίοι την προηγούμενη χρονιά την είχαν αποσπάσει απ’ τους Βενετούς). Τον επόμενο χρόνο η Βόνιτσα, το Βουθρωτό, η Πάργα και η Πρέβεζα αναγνωρίστηκαν ως "Δημοκρατική Πολιτεία" υπό την προστασία της Υψηλής Πύλης. Όμως ο Αλή πασάς το 1805 κατέλαβε εκ νέου την Βόνιτσα και την Πρέβεζα, και το 1819 την Πάργα (την οποία του εκχώρησαν έναντι χρημάτων οι ´Αγγλοι, υπό την προστασία των οποίων τελούσε). Μετά την ήττα και τον θάνατο του Αλή πασά το 1820 η Ήπειρος παρέμεινε υπό την κυριαρχία του σουλτάνου.
  Τμήμα της απελευθερώθηκε το 1881, ενώ η Πρέβεζα και ο νομός της παρέμειναν υπό κατοχήν ως το 1912 (Α´ βαλκανικός πόλεμος) οπότε απελευθερώθηκε με την προέλαση του ελληνικού στρατού. Τους νικηφόρους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-13, ακολούθησε η Μικρασιατική Εκστρατεία (1920-22) και η Καταστροφή, συνέπεια της οποίας ήταν το τεράστιο κύμα προσφύγων. Η πόλη κι νομός της Πρέβεζας έγιναν η νέα πατρίδα για πολλούς ξεριζωμένους Μικρασιάτες, Κοκκινιά, Νικόπολη (Σμυρτούλα), Ν. Σινώπη, Αρχάγγελος, Ν. Σαμψούντα, Ν. Κερασούντα, συνοικίες και χωριά καινούρια δημιουργήθηκαν και αναπτύχθηκαν δυναμικά. Ο τόπος, δοκιμάστηκε σκληρά κατά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο και βαρύς ήταν ο φόρος του αίματος. Στην πόλη της Πρέβεζας απονεμήθηκε ο Πολεμικός Σταυρός Α´ Τάξεως, επειδή "οι κάτοικοι ταύτης καθ’ όλη την διάρκεια των επιχειρήσεων υπό την διαρκή και επίμονον κίνδυνον ημέρας και νυκτός 96 βομβαρδισμών, επέδειξαν την επιβαλλομένην πατριωτική και ενθουσιώδη αντοχήν συμβαλόντες συνεχώς εις τας στρατιωτικάς προσπαθείας και αιρόμενοι ες παράδειγμα αυτοθυσίας". Τον ίδιο πατριωτισμό κι αυτοθυσία έδειξαν οι κάτοικοι και στη διάρκεια της Ιταλογερμανικής Κατοχής (1941-44), με σημαντική δράση κατά του κατακτητή. Ατυχώς, τα πάθη κι ο διχασμός, οδήγησαν κατά την Απελευθέρωση στο να χυθεί κι εδώ αίμα αδερφικό (Παργινόσκαλα, Νταλαμάνι). Όμως, τα δύσκολα χρόνια πέρασαν και τα πάθη και οι διχασμοί ξεχάστηκαν.
(κείμενο: ΛΑΖΑΡΟΣ ΣΥΝΕΣΙΟΣ)
  Το κείμενο (απόσπασμα) παρατίθεται τον Ιούλιο 2003 από τουριστικό φυλλάδιο της Νομαρχίας Πρέβεζας.

Η ιστορική της πορεία

ΠΡΕΒΕΖΑ (Πόλη) ΗΠΕΙΡΟΣ
  Η πόλη συνεχίζει την πορεία της στο χρόνο, με σεβασμό στο παρελθόν. Η ιστορία της Πρέβεζας συνδέεται άρρηκτα με το γεωγραφικό σημείο στο οποιο είναι κτισμένη.
  Βρίσκεται στο ΝΔ άκρο της Ηπείρου, στην είσοδο του Αμβρακικού κόλπου, απέναντι και πολύ κοντά στο ´Ακτιο και σε μικρή απόσταση από την Αρχαία Νικόπολη, της οποίας η πόλη της Πρέβεζας αποτελεί οικιστική συνέχεια.
  Η εμφάνιση του οικισμού τοποθετείται στα μέσα του 11ου αι. Η στρατηγική και εμπορική σημασία της θέσης ήταν πολύ σημαντική και προσέλκυσε πολλούς νέους οικιστές και κατακτητές.
  Για πρώτη φορά αναφέρεται με το σημερινό τη όνομα στα τέλη του 13ου αι. στο "Χρονικόν του Μορέως" και 200 χρόνια αργότερα, το 1495, επιλέγεται από τους Τούρκους ως ναύσταθμος.
  Στα μέσα του 15ου αι. αποτέλεσε το αντικείμενο οξείας διαμάχης ανάμεσα στους Τούρκους και τους Βενετούς αντιζήλους της. Έτσι, περισσότερο από μια φορά η Πρέβεζα πέρασε από τα χέρια του ενός στον άλλον, ώσπου το 1718 κατοχυρώθηκε με τη συνθήκη του Πασσάροβιτς στους Βενετούς (10-21 Ιουλίου 1718) που την κράτησαν μέχρι την πτώση της αυτοκρατορίας τους, το 1797.
  Τότε η Πρέβεζα καταλήφθηκε από τους Γάλλους, οι οποίοι όμως διώχθηκαν τον επόμενο χρόνο από τον Αλή Πασά παραμένοντας ως την απελευθέρωσή της κάτω από την Οθωμανική διοίκηση (21-10-1912).
  Η πιο σημαντική στιγμή για την ανάπτυξη και αναβάθμιση του οικισμού σε πόλη ήταν η Βενετοκρατία και η εποχή του Αλή Πασά. Οι Βενετοί και οι Τούρκοι για να προστατεύσουν την Πρέβεζα έχτισαν Κάστρα τα οποία σώζονται και σήμερα (Αγίου Αντρέα, Αγίου Γεωργίου, Βρυσούλας και Παντοκράτορα).
  Ο Αλή Πασάς έχτισε στην Πρέβεζα τα θερινά του ανάκτορα στη θέση που σήμερα είναι γνωστή ως "Παλιοσάραγα", κοντά στα σημερινά Ιαματικά Λουτρά. Κυρίως όμως κατασκεύασε την τάφρο (Ντάπια), η οποία έζωνε την πόλη στο χερσαίο μέρος της και αποτελούσε εγγύηση για την προστασία των κατοίκων της και των εμπορικών της λειτουργιών. Η Πρέβεζα ήταν ως τον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο το διαμετακομιστικό Κέντρο της Ηπείρου, αλλά και λιμάνι ανεφοδιασμού για τις στρατιωτικές επιχειρήσεις στην ΒΔ Ελλάδα. (Πόλεμος 1897, Βαλκανικοί πόλεμοι, Πρώτος και Δεύτερος Παγκόσμιος πόλεμος).
  Ο χαρακτήρας αυτός της πόλης προσέλκυσε κατοίκους από άλλες περιοχές της Ηπείρου και των Επτανήσων. Ανάμεσα σ’ αυτούς ήταν οι Ιταλοί, οι οποίοι διατηρούσαν παροικία στην Πρέβεζα, με Καθολική Εκκλησία που χτίστηκε το 1568 και η οποία σώζεται μέχρι σήμερα. Σημαντική επίσης ήταν και η Εβραϊκή παροικία, η οποία διατηρούσε σχολείο και συναγωγή - όπου και ο ΟΤΕ σήμερα.
Το κείμενο (απόσπασμα) παρατίθεται τον Ιούλιο 2003 από τουριστικό φυλλάδιο του Δήμου Πρέβεζας.

Ιστορικά και αρχαιολογικά στοιχεία

ΠΡΟΝΝΟΙ (Αρχαία πόλη) ΚΕΦΑΛΛΗΝΙΑ
  Πριν τις αρχαιολογικές ανακαλύψεις της δεκαετίας του 1990, η περιοχή του Πόρου (που ανήκει στο Δήμο Ελειού Πρόννων) ήταν γνωστή κυρίως για τη σημαντική παρουσία της κατά την κλασική αρχαιότητα, τότε που η Κεφαλονιά ήταν διαιρεμένη σε τέσσερις πόλεις-κράτη, της Κράνης, της Σάμης, της Πάλης και των Πρόννων. Η περιοχή ανήκε στην επικράτεια της πόλης των Πρόννων που περιλάμβανε όλη τη νοτιανατολική περιοχή της Κεφαλονιάς έως τα μεσόγεια, με το σημερινό λιμάνι του Πόρου στα ανατολικά, καθώς και τις περιοχές Ελειού, Κατελειού και Σκάλας.
  Τη σπουδαιότητα της πόλης-κράτους των Πρόννων κατά την κλασική περίοδο μαρτυρούν τα λείψανα δύο ισχυρών ακροπόλεων, μια στο λόφο Παχνί στην περιοχή του σημερινού Πόρου και μια δεύτερη στο ονομαζόμενο Κάστρο της Συριάς, σημερινό Παλαιόκαστρο, μία απότομη κορυφή στο εσωτερικό στην περιοχή των χωριών Ασπρογέρακας, Πάστρα και Κορνέλο, νότια του Πόρου, που εποπτεύει όλο το ΝΑ τμήμα του νησιού. Στην ακρόπολη του Παλαιοκάστρου σώζεται μεγάλο μέρος του οχυρωματικού περίβολου της πόλης και κατά μία άποψη, εκεί τοποθετείται το κέντρο της πόλης-κράτους των Πρόννων.
  Η δεύτερη ακρόπολη με τα επιβλητικά τείχη της βρίσκεται στο όρος Παχνί, το ύψωμα πάνω από το σημερινό οικισμό του Πόρου. Ορισμένοι ταυτίζουν αυτή - και όχι το Παλαιόκαστρο - με την πρωτεύουσα των αρχαίων Πρόννων. Η ακρόπολη καταλαμβάνει μια επίπεδη κορυφή, το Ανω Παχνί, που βρίσκεται ακριβώς πάνω από τον κόλπο του Πόρου, προς τα νοτιοδυτικά. Από εκεί ο λόφος κατεβαίνει προς τα βορειοδυτικά και σχηματίζει μία δεύτερη χαμηλότερη κορυφή, πάνω από το φαράγγι του Πόρου, που ονομάζεται "Κάτω Παχνί" και αποτελεί μέρος της πεζοπορικής διαδρομής. Η οχύρωση περικλείει όλη αυτή τη μεγάλη έκταση. Κοντά στη βορειοδυτική γωνία της επίπεδης κορυφής της ακρόπολης σώζεται επίσης μία πύλη, οι πλευρές της οποίας είναι κτισμένες με μεγάλους πολυγωνικούς ογκόλιθους. Το νότιο τείχος κατεβαίνει προς την πλευρά του φαραγγιού ακολουθώντας την κλίση του βουνού. Σε επιφανειακές έρευνες στα ανατολικά και νοτιοανατολικά του Παχνιού έχουν κατά καιρούς εντοπιστεί κομμάτια κεραμικής, πιθανά προϊστορικής. Επίσης έχουν έρθει στο φως κατάλοιπα σπιτιών, προϊστορικά χρόνια.
  Η ξυλεία από τα έλατα του βουνού του Αίνου, που ανήκε εν μέρει στην επικράτεια των Προνναίων, έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην ανάδειξη της περιοχής σε σημαντική ναυτική και στρατηγική δύναμη από τους προϊστορικούς έως και τους ιστορικούς χρόνους.
  Η ιστορία των Πρόννων παραμένει σκοτεινή κατά τους ιστορικούς χρόνους και μόνο η συμμετοχή της στην Β Αθηναϊκή Συμμαχία το 375 π.Χ. είναι γνωστή. Ο Φίλιππος Δ της Μακεδονίας εγκατέλειψε τη σκέψη να την πολιορκήσει λόγω της φυσικής οχύρωσής της. Την ιστορική συνέχει μαρτυρούν τα ελληνιστικά νεκροταφεία των Πρόννων και οι ρωμαϊκές βίλες στη Σκάλα και στον Κατελειό.
(κείμενο: Γεράσιμος Αντζουλάτος)
Το κείμενο (απόσπασμα) παρατίθεται τον Φεβρουάριο 2004 από τουριστικό φυλλάδιο της Νομαρχιακής Επιτροπής Τουριστικής Κεφαλονιάς & Ιθάκης.

Από το Μύθο στην Ιστορία

ΡΟΔΟΠΗ (Νομός) ΕΛΛΑΔΑ
  Η γη της Ροδόπης έχει μια μακραίωνη ιστορία, που βυθίζεται στα βάθη των αιώνων. Είναι η γη που αντηχούσε από τη λύρα του Ορφέα και από το ξεφάντωμα των Μαινάδων, ακολούθων του Διονύσου, θεού του αμπελιού και του κρασιού. Τα εύφορα χώματά της κράτησαν στα σπλάχνα τους δείγματα λίθινων εργαλείων από πυριτόλιθο του παλαιολιθικού ανθρώπου (10.000- 7.000), ενώ η Νεολιθική περίοδος (4.500- 3.000 π.Χ) επιβεβαιώνεται από τις ανασκαφές οικισμού στην τούμπα της Παραδημής. Την επόμενη μεγάλη περίοδο της Χαλκοκρατίας (3.000- 1.100/1.050π.Χ) ολόκληρη η Θράκη δέχεται την ακτινοβολία των μεγάλων οχυρωμένων οικισμών του Β. Αιγαίου, της Λέσβου, της Λήμνου και της Τροίας. Από την εποχή του Σιδήρου (1.050- 650π.Χ) έχουμε σημαντικές πληροφορίες για τη θρησκεία, τη μυθολογία και τον πολιτισμό των Θρακών. Ο Ομηρος αναφέρει τους Κίκονες, που τους πολέμησε ο Οδυσσέας και κυρίεψε την πόλη τους Ίσμαρο. Οχυρωματικοί περίβολοι, υπαίθρια ιερά, λαξευμένες κοιλότητες σε βράχους, η λατρεία του Ήλιου και αργότερα του μυθικού βασιλιά Ρήσου, θεού της φύσης, του κυνηγιού και των άγριων ζώων στη Ροδόπη, είναι δείγματα πολιτισμού της εποχής. Τον 7ο αι. π.Χ τα θρακικά παράλια γεμίζουν από αποικίες. Η γραφική Μαρώνεια δέχτηκε ειρηνικά τους Χίους αποίκους.
  Μετά τους Περσικούς πολέμους ιδρύεται στη Θράκη το ισχυρό βασίλειο των Οδρυσών, το οποίο διαλύεται από το Φίλιππο Β' της Μακεδονίας. Η Μακεδονία γίνεται ηγέτιδα δύναμη, που χνάρια της αποτυπώνονται στη Ροδόπη (μακεδονικός τάφος στα Σύμβολα, 7χλμ. Β της Κομοτηνής). Το 46μ.Χ η Θράκη γίνεται Ρωμαϊκή επαρχία. Οι ρωμαίοι αυτοκράτορες ενδιαφέρονται ιδιαίτερα για τις θρακικές περιοχές και ιδρύουν αρκετές σημαντικές πόλεις. Ένα ευρύ δίκτυο ενώνει τις μεγάλες πόλεις με τη θάλασσα και την κεντρική Ευρώπη. Ο μεγαλύτερος δρόμος, η Εγνατία Οδός, που συνέδεε το Δυρράχιο με το Βυζάντιο (800χλμ. περίπου) ήταν για πολλούς αιώνες η βασική οδική αρτηρία και τμήματά της διατηρούνται σε ορισμένα σημεία του νομού Ροδόπης.
  Η περιοχή της Ροδόπης, όπως και όλη η Θράκη, έγινε Βυζαντινή επαρχία μετά την ίδρυση της Κωνσταντινούπολης (330μ.Χ). Η ιστορία της ταυτίζεται με την ιστορική εξέλιξη της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Είναι η εποχή που η Ροδόπη ενισχύεται με τειχισμένες πόλεις και φρούρια, απομεινάρια των οποίων συναντά κανείς ακόμη και στο κέντρο της Κομοτηνής (Θεοδοσιανό φρούριο).
  Από το 14 αι. μ.Χ, όταν οι Οθωμανοί κατακτούν τη Θράκη, και για πέντε αιώνες ο τόπος περνά πολλές περιπέτειες. Συμμετέχει ενεργά στον απελευθερωτικό αγώνα του 1821 και στα τέλη του 19ου με αρχές του 20ού αι. γίνεται πεδίο ανταγωνισμού των Βαλκανικών Δυνάμεων και της Τουρκίας, μέχρι το 1920, όταν με διεθνείς συνθήκες επανεντάσσεται στην Ελλάδα. Η Ροδόπη μαζί με την υπόλοιπη Θράκη και την Ανατολική Μακεδονία κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και την είσοδο των ναζιστικών στρατευμάτων παραμένει κάτω από τη βουλγαρική κατοχή και μετά το τέλος του πολέμου αποδίδεται στην Ελλάδα.
(Κείμενο: Βάντα Παπαϊωάννου- Βουτσά)
Το κείμενο παρατίθεται το Δεκέμβριο 2003 από τουριστικό φυλλάδιο της Περιφέρειας Ανατ. Μακεδονίας - Θράκης.

ΣΑΜΟΘΡΑΚΗ (Νησί) ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ & ΘΡΑΚΗ
  Εδώ πάνω σώθηκαν, οι Κάβειροι, σύμφωνα με το μύθο του κατακλυσμού της Σαμοθράκης, που είναι παραλλαγή του πανελλήνιου μύθου για τον ελληνικό κατακλυσμό και τη σωτηρία του Δευκαλίωνα και της Πύρρας.
  Στους μικρούς όρμους και τα λιμάνια της κατέφευγαν από παλιά πλοία για εμπορικούς λόγους ή για προστασία από τη βιαιότητα των ανέμων.
  Από τα κλασικά χρόνια η Σαμοθράκη ήταν σημαντικό θρησκευτικό κέντρο, σεβαστό και προστατευόμενο μέχρι τη ρωμαϊκή εποχή, αλλά και μέχρι το τέλος του 4ου μ.Χ. όταν ο Χριστιανισμός είχε πια εδραιωθεί.
  Τη μεγάλη της φήμη κατά την αρχαιότητα, την οφείλει, στο γεγονός ότι ήταν ένα πανελλήνιο θρησκευτικό κέντρο, παρόμοιο με το Ιερό της Δήμητρας και της Περσεφόνης στην Ελευσίνα. Εδώ υπήρχε το Ιερό των Μεγάλων Θεών και των Μυστηριακών τελετών.
  Η θρησκευτική της σημασίας σαν Πανελλήνιο ιερό ήταν τόσο μεγάλη ώστε την αποκαλούσαν "Δήλο του Βορείου Αιγαίου".
  Η λατρεία των Μεγάλων Θεών έχει προελληνικές αρχές και υπήρχε στη Σαμοθράκη πριν από τον ερχομό των Ελλήνων αποίκων (700 π.Χ. περίπου). Η λατρεία των Μεγάλων Θεών, περιελάμβανε ιεροτελεστίες και μυστήρια, στα οποία γίνονταν δεκτοί πιστοί ανεξάρτητα από κοινωνική τάξη, ηλικία ή εθνική προέλευση.
  Οι Έλληνες βασιλείς της Μακεδονίας της Θράκης και της Αιγύπτου έθεσαν το Ιερό υπό την προστασία τους και το πλούτισαν με πολυτελείς μαρμάρινες κατασκευές και αναθήματα, ερείπια των οποίων σώζονται μέχρι σήμερα.
  Εδώ λατρεύονταν η θεά Απτερος, που οι Έλληνες ταύτισαν με τη θεά Δήμητρα. Κοντά της λατρευόταν ο θεός της γονιμότητας, Κάδμιλος, που οι Έλληνες ταύτισαν με τον Ερμή.
  Επίσης στον ίδιο λατρευτικό κύκλο άνηκαν και οι δίδυμοι δαίμονες, οι Κάβειροι. Αργότερα σ’ αυτή την ομάδα των θεών προσετέθησαν, ο θεός του κάτω κόσμου και η γυναίκα του, Αξιόκερσος και Αξιόκερσα.
  Εκτός από τη λατρεία των Μεγάλων θεών στο Ιερό που εκτεινόταν έξω από τα τείχη της πόλης, από επιγραφές είναι γνωστή η λατρεία της Αθηνάς, της Αφροδίτης, της Δήμητρας, της Αρτεμη και του Ερμή.
  Ο ιερός χώρος της λατρείας των Μεγάλων θεών, βρίσκεται στο βόρειο μέρος του νησιού, στην Παλαιόπολη.
  Ο χώρος αυτός θυμίζει Δελφικό τοπίο, πνιγμένος μέσα στα πλατάνια και στις πικροδάφνες. Η Σαμοθράκη κατοικήθηκε στη νεολιθική εποχή, όπως μαρτυρούν αρχαιολογικά ευρήματα στην περιοχή του χωριού Καρυώτες.
  Η αναφορά της Σαμοθράκης από τον Όμηρο, δείχνει πως το νησί ήταν γνωστό στη μυκηναϊκή εποχή.
  Πολύ πριν από την εγκατάσταση των Ελλήνων στο νησί κατοικούσαν στοιχεία Καρικά και Θρακικά.
  Σύμφωνα με τους αρχαιολόγους G. Fredrich και C. Lemann η εγκατάσταση των πρώτων Ελλήνων στο νησί έγινε μεταξύ 800 π.Χ. - 700 π.Χ.
  Η προνομιακή γεωγραφική θέση της Σαμοθράκης, το εμπόριο και οι πλουτοπαραγωγικοί πόροι, την ανέδειξαν στους αρχαϊκούς χρόνους, σε μια αξιόλογη πόλη-κράτος, με δικό της νόμισμα και πολεμικό στόλο.
  Μεταξύ του 491 και 480 π.Χ. υποτάχθηκε στους Πέρσες. Γίνεται μέλος της πρώτης Αθηναϊκής συμμαχίας το 477 π.Χ. Μετά τη λήξη του Πελοποννησιακού πολέμου οι Σπαρτιάτες καταλαμβάνουν τη Σαμοθράκη και σύμφωνα με τον Πλούταρχο, ο στρατηγός Λύσανδρος έρχεται στο νησί και μυείται στα μυστήρια των Καβείρων.
  Στην κλασική εποχή η φήμη των μυστηρίων της Σαμοθράκης, που αναφέρονται από τον Ηρόδοτο, τον Αριστοφάνη, και πολλούς άλλους αρχαίους συγγραφείς, είναι μεγάλη και το ιερό των Μεγάλων θεών γίνεται σημαντικό διεθνές θρησκευτικό κέντρο. Κατά την παράδοση, στη Σαμοθράκη, στο ιερό των Μεγάλων θεών, γνωρίστηκε με την Ολυμπιάδα, ο βασιλιάς της Μακεδονίας Φίλιππος.
  Οι Μακεδόνες βασιλείς από τον Φίλιππο το Β καθώς και οι διάδοχοι του Μ. Αλέξάνδρου τρέφουν βαθύτατο σεβασμό προς το ιερό και τα Μυστήρια και το εξωραϊζουν με λαμπρές οικοδομές και αναθήματα.
  Η Σαμοθράκη περιέρχεται στο κράτος της Αιγύπτου, μετά από την κατάκτηση της Θράκης και του Ελλησπόντου από τους Πτολεμαίους.
  Στη ρωμαϊκή περίοδο η Σαμοθράκη είναι ελεύθερη, το νησί θεωρείται ιερό και το Τέμενος των Μεγάλων θεών άσυλο.
  Από τις αρχές του 1ου π.Χ. αιώνα, ανώτατοι αξιωματούχοι, στρατιωτικοί και έμποροι έρχονται στη Σαμοθράκη και μυούνται στα μυστήρια των Καβείρων. Από τη Σαμοθράκη περνά το φθινόπωρο του 50 μ.Χ. ο Απόστολος Παύλος ταξιδεύοντας για τους Φιλίππους. Το 123 μ.Χ. το νησί επισκέφθηκε ο αυτοκράτορας Αδριανός, που έγινε δεκτός με μεγάλες τιμές. Κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα η Σαμοθράκη παρακμάζει ενώ τα μνημεία της καταστρέφονται προκειμένου να ξαναχρησιμοποιηθούν σαν οικοδομικά υλικά.
  Οι πρώτες ανασκαφές ξεκίνησαν στη Σαμοθράκη από το Γερμανό αρχαιολόγο A. Conze το 1858 και συνεχίστηκαν το 1862 από το Γάλλο πρόξενο C. Champoiseau, που βρήκε το άγαλμα της Νίκης και το πήρε μαζί του στο Λούβρο.
  Κατά τη βυζαντινή εποχή το νησί είχε ακόμα σημαντικό πληθυσμό. Από τον 8ο αι. όμως και μετά οι Σλάβοι και οι Σαρακηνοί έκαναν συχνές επιδρομές με αποτέλεσμα ο πληθυσμός να αρχίσει να φθίνει.
  Το 1315 ο Martin Zaccaria γίνεται, για λίγα χρόνια, δεσπότης της Σαμοθράκης. Σε λίγο αρχίζουν οι τουρκικές επιθέσεις.
  Στα 1430 αρχίζει η κυριαρχία των Gattilusi στη Σαμοθράκη. Οι ηγεμόνας Παλαμήδης Γατελούζος την οχύρωσε, όπως μαρτυρούν οι πύργοι της Παλαιάπολης και της Χώρας.
  Μετά την εναλλαγή Γενοβέζων, Τούρκων, Βυζαντινών και Βενετσιάνων ηγεμόνων, η Σαμοθράκη θα καταλήξει στην οριστική υποταγή των Τούρκων το 1479.
  Στις παραμονές Ελληνικής επανάστασης η Σαμοθράκη είχε γύρω στους 4000 κατοίκους. Η συμμετοχή τους στον Εθνικό Αγώνα είχε καταστροφικό τίμημα. Την 1η Σεπτεμβρίου 1821 γίνεται τουρκική απόβαση που κατέληξε στη λεηλασία και στην καταστροφή του νησιού.
  Εκατοντάδες άτομα εσφαγιάσθησαν και πολλοί κάτοικοι πουλήθηκαν σαν σκλάβοι και σκλάβες μεταξύ των οποίων και οι 5 Αγιοι Μάρτυρές της.
  Ο ελληνικός στόλος απελευθερώνει τη Σαμοθράκη το φθινόπωρο του 1912, (19 Οκτωβρίου 1912), ενώ η προσάρτησή της επικυρώνεται το Φεβρουάριο του 1914.
  Την περίοδο 1918-1922 πρόσφυγες από τα παράλια της Μικράς Ασίας εγκαταστάθηκαν στη Σαμοθράκη.
  Το 1951 ο πληθυσμός, φτάνει τους 4.258 κατοίκους. Σε λίγο όμως αρχίζει η αιμορραγία της μετανάστευσης, έτσι το 1961, οι κάτοικοι είναι 3.850, το 1971 μειώνονται σε 3.012 και σήμερα είναι γύρω στους 2.800.
(κείμενο: Γρηγόρης Τσούνης)
Το κείμενο (απόσπασμα) παρατίθεται τον Σεπτέμβριο 2003 από τουριστικό φυλλάδιο του Δήμου Σαμοθράκης (1998).

ΣΙΑΤΙΣΤΑ (Δήμος) ΚΟΖΑΝΗ
  Το Δημαρχείο στη Σιάτιστα ιδρύθηκε το 1880. Ο Δήμαρχος εκλεγόταν από τους Αρχοντες που ονομάζονταν Δημογέροντες.
  Το 1890 καταργήθηκε το Δημαρχείο και επανιδρύθηκε το 1900, ενώ με το Ν. ΔΝΖ το 1910 καταργείται πάλι το Δημαρχεί κι ονομάζεται Κοινότητα. Το 1952 όμως ύστερα από αίτηση των κατοίκων και την απόφαση του Κοινοτικού Συμβουλίου (αριθμ. 74/27-5-51) η Κοινότητα Σιάτιστας αναγνωρίζεται σε Δήμο για λόγους ιστορικούς και εθνικούς.
  Το Δημαρχείο σήμερα βρίσκεται στο κέντρο της πόλης κοντά στην εκκλησία του Αγίου Μηνά, ενώνοντας τις δύο συνοικίες Χώρας και Γεράνειας. Στεγάζεται στο ΤΣΙΣΤΟΠΟΥΛΕΙΟ, ένα από τα πολλά κτίρια που έγιναν στη Σιάτιστα με δωρεές ευεργετών.
Το κείμενο (απόσπασμα) παρατίθεται τον Οκτώβριο 2003 από τουριστικό φυλλάδιο του Δήμου Σιάτιστας (1993).

ΣΙΦΝΟΣ (Νησί) ΚΥΚΛΑΔΕΣ
  Σαν προέκταση του Νεολιθικού, ο Κυκλαδικός Πολιτισμός αρχίζει περί το 3200 π.Χ. και αναπτύσσεται για 1200 χρόνια σε τρεις φάσεις: την Αρχαία, τη Μέση και την Ύστερη. Την παρουσία των Κυκλαδίτικων μηχανουργών, ναυπηγών και ναυτικών, διαδέχονται ο Μινωικός και αργότερα ο Μυκηναϊκός πολιτισμός.
  Η Σίφνος, μια σημαντική οντότητα της αρχαιότητας, έδωσε πολλά που παραμένουν ανεξιχνίαστα και, αν κρίνουμε από το ανεπανάληπτο κάλλος των γλυπτών του θησαυρού των Σιφνίων, θ’ άξιζε να ερευνηθούν.
  Στην αρχαιότητα η Σίφνος γνώρισε μεγάλη οικονομική ευμάρεια εξαιτίας των μεταλλείων χρυσού και αργύρου που βρίσκονταν στο νησί. Στην αρχή κατοικήθηκε από Κάρες και Φοίνικες και τότε ονομαζόταν "Ακίς" ή "Μερόπια". Αργότερα ονομάστηκε "Μίνωα" από τους Μίνωες που την κατοίκησαν. Στους νεώτερους χρόνους κατοικήθηκε από τους Ίωνες όπου και γνώρισε μεγάλη άνθιση, η οποία αποδεικνύεται από τον περίφημο θησαυρό των Σιφνίων, ο οποίος είναι σήμερα ένα από τα σημαντικά εκθέματα του Μουσείου των Δελφών. Προϊστορικά μνημεία υπάρχουν στο Καλαμίτσι, στον Αγιο Ανδρέα και στον Αγιο Νικήτα.
  Η Σίφνος πήρε μέρος στους Περσικούς Πολέμους και αργότερα έγινε μέλος της Αθηναϊκής Συμμαχίας. Την Ελληνιστική και Ρωμαϊκή περίοδο, όπως και όλα τα νησιά των Κυκλάδων, κατακτήθηκε από τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και κατά τη Βυζαντινή περίοδο ανήκε στο "Θέμα" του Αιγαίου. Μεταξύ του 1207 και 1269 υπαγόταν στο Βενετικό Δουκάτο της Νάξου. Το 1537 λεηλατήθηκε από τον Μπαρμπαρόσα, αλλά μόλις το 1617 κατακτήθηκε από τους Τούρκους. Μέχρι τότε διοικείτο από τη δυναστεία των Γοζαδίνων. Η Σίφνος είχε ενεργό συμμετοχή στην επανάσταση του 1821 κι απελευθερώθηκε το 1836, όπως όλα τα άλλα νησιά των Κυκλάδων.
Το κείμενο (απόσπασμα) παρατίθεται τον Αύγουστο 2003 από τουριστικό φυλλάδιο των κοινοτήτων Απολλωνίας και Αρτεμώνα.

ΣΚΥΡΟΣ (Νησί) ΣΤΕΡΕΑ ΕΛΛΑΔΑ
  Η Σκύρος εμφανίζεται σε κάθε σελίδα της Ελληνικής ιστορίας, αρχίζοντας από τη Μυθολογία και τον Θησέα που σκοτώθηκε στη Σκύρο και την κρυφή φιλοξενία του Αχιλλέα από τον βασιλιά Λυκομήδη, την ανακάλυψή του από τον Οδυσσέα και την αναχώρησή τους για την Τροία. Όπως αποδεικνύουν οι αρχαιολογικές ανασκαφές στο Παλαμάρι, η Σκύρος αποτέλεσε εμπορικό κέντρο στη εποχή της χαλκοκρατίας (2500-1800 π.Χ.). Ο Αθηναίος στρατηγός Κίμων κατέλαβε το νησί το 470 π.Χ. διώκοντας τους Δόλοπες πειρατές που το χρησιμοποιούσαν ως ορμητήριο και εγκαθιστώντας Αθηναίους κληρούχους. Εν συνεχεία πέρασε στους Μακεδόνες το 332 π.Χ. μέχρι το 196 π.Χ. οπότε κα επέστρεψε στην κυριαρχία των Αθηναίων. Κατά τους Ρωμαϊκούς χρόνους η Σκύρος εντάχθηκε στο "θέμα του Αιγαίου Πελάγους" και αποτέλεσε τόπο εξορίας ισχυρών προσώπων. Στις αρχές του 13ου αι. η Σκύρος πέρασε στην κυριαρχία των Ενετών και το 1538 κατακτήθηκε από το στόλο του Τούρκου αρχιναυάρχου Μπαρμπαρόσσα. Στην Επανάσταση του 1821, η Σκύρος συμμετείχε ενεργά και χρησιμοποιήθηκε σαν καταφύγιο.
Το κείμενο (απόσπασμα) παρατίθεται τον Ιούλιο 2003 από τουριστικό φυλλάδιο του Δήμου Σκύρου (1996).

Σπάρτη: 30 αιώνες ιστορίας & πολιτισμού

ΣΠΑΡΤΗ (Πόλη) ΛΑΚΩΝΙΑ
  Η ομηρική παράδοση αναφέρει μια σειρά πόλεων της Λακωνικής που συμμετέχουν στον Τρωικό Πόλεμο. Ένα από τα ακμαιότερα κέντρα είναι ασφαλώς το βασίλειο του Μενελάου - εκτός της ποιητικής αφορμής της Τρωικής εκστρατείας με την αρπαγή της Ωραίας Ελένης από τον Πάρη - μας έδωσε αξεπέραστα δείγματα πλούτου και καλλιτεχνικής άνθησης, όπως τα χρυσά κύπελλα του Βαφειού που φυλάσσονται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών. Οι Δωριείς που εγκαθίστανται στη Λακωνία κατά τους ιστορικούς χρόνους φέρνουν τη Σπάρτη και την επικράτειά της στην κορυφή της Ελληνικής ιστορίας.
  Η Σπάρτη στην αρχαϊκή περίοδο, εκτός από πρώτη στρατιωτική δύναμη της εποχής της, είναι ένα σπουδαίο καλλιτεχνικό κέντρο που έρχεται ενεργά και γόνιμα σε επαφή με όλο τον έξω κόσμο. Η Σπάρτη, ο Λυκούργος και ο Λεωνίδας, είναι ονόματα που πέρασαν έκτοτε τα σύνορα της Ελλάδας, πολιτογραφήθηκαν στην παγκόσμια ιστορία και έγιναν συνώνυμα με τις έννοιες της ρώμης, του σεβασμού στους Νόμους, την αυτοπειθαρχία και την φιλοπατρία.
  Η περίοδος της ρωμαϊκής κυριαρχίας είναι εποχή άνθισης οικονομικής και καλλιτεχνικής, όπως μαρτυρούν τα ερείπια του Αρχαίου Θεάτρου, τα περίφημα ψηφιδωτά δάπεδα των επαύλεων, ο μεγάλος αριθμός των γλυπτών που εκτίθενται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Σπάρτης.
  Η ασήμαντη βυζαντινή επαρχία που τώρα πια ονομάζεται Λακεδαιμονία αρχίζει πάλι να αποκτά σημασία μετά την κατάκτησή της από τους Φράγκους Σταυροφόρους που οχυρώνουν με κάστρα τα στρατηγικά της σημεία. Ουσιαστικά, όμως, μια νέα περίοδος ακμής αρχίζει με την παράδοση του Μυστρά στους Βυζαντινούς το 1262.
  Η Σπάρτη, στην αρχαϊκή, εκτός από πρώτη στρατιωτική δύναμη της εποχής της, είναι ένα σπουδαίο καλλιτεχνικό κέντρο που έρχεται ενεργά και γόνιμα σε επαφή με όλο τον έξω κόσμο. Η Σπάρτη, ο Λυκούργος και ο Λεωνίδας, είναί ονόματα που πέρασαν έκτοτε τα σύνορα της Ελλάδας, πολιτογραφήθηκαν στην παγκόσμια ιστορία και έγιναν συνώνυμα με τις έννοιες της ρώμης, του σεβασμού στους Νόμους, την αυτοπειθαρχία και την φιλοπατρία.
  Η περίοδος της ρωμαϊκής κυριαρχίας είναι εποχή άνθισης οικονομικής και καλλιτεχνικής, όπως μαρτυρούν τα ερείπια του Αρχαίου Θεάτρου, τα περίφημα ψηφιδωτά δάπεδα των επαύλεων, οι μεγάλος αριθμός των γλυπτών που εκτίθενται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Σπάρτης.
  Η ασήμαντη βυζαντινή επαρχία που τώρα πια ονομάζεται Λακεδαιμονία αρχίζει πάλι να αποκτά σημασία μετά την κατάκτησή της από τους Φράγκους Σταυροφόρους που οχυρώνουν με κάστρα τα στρατηγικά της σημεία. Ουσιαστικά, όμως, μια νέα περίοδος ακμής αρχίζει με την παράδοση του Μυστρά.
Το κείμενο (απόσπασμα) παρατίθεται το Μάρτιο 2004 από τουριστικό φυλλάδιο του Δήμου Σπάρτης (2000-2001).

ΣΤΑΥΡΟΣ (Κωμόπολη) ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
  Η γοητευτική περιοχή του Σταυρού, το καταπράσινο και ηλιόλουστο παραλιακό κέντρο εμφανίζεται στο προσκήνιο από τα πανάρχαια χρόνια. Σύμφωνα με ιστορικές ενδείξεις εδώ ήταν εγκατεστημένος αρχαίος μυγδονικός οικισμός, δηλ. μια πολίχνη και ορμητήριο γνωστό κατά τον Στέφανο Βυζάντιο ως "Βορμίσκος" ή κατά το Θουκυδίδης "Βρομίσκος" και μάλιστα κοντά στις εκβολές του Ρήχειου Ποταμού. Εδώ σύμφωνα με εικασίες των ιστορικών βρήκε τραγικό θάνατο ο αρχαίος ποιητής Ευριπίδης που κατασπαράχθηκε από άγρια σκυλιά του Αρχέλαου κατά την διάρκεια ενός βασιλικού κυνηγιού.
  Η σπουδαιότητα του οικισμού προκύπτει αφενός από το γεγονός ότι συμμετείχε στην αττικοδηλιακή συμμαχία των Αθηνών μαζί με άλλες γνωστές μυγδονικές και αξιόλογες πόλεις αφετέρου ότι έγινε προσπελάσιμος χώρος τόσο από τα στρατεύματα του Λακεδαιμόνιου Στρατηγού Βρασίδα όσο και από τον πολυπληθή στρατό του Ξέρξη.
  Κατά την Βυζαντινή περίοδο αποτέλεσε στρατηγικό κόμβο αφού βρίσκονταν δίπλα στην Εγνατία οδό και στο διάβα των περιηγητών προς Αγιο Όρος.
  Οι ρίζες όμως του σημερινού Σταυρού μπήκαν από τους πολυπαθείς πρόσφυγες της Μ. Ασίας.
  Όταν το 1922 ξεριζώθηκε το Ελληνικό στοιχείο από τα παράλια της Μ. Ασίας πολλοί πρόσφυγες από το Κατιρλί της Βιθυνίας και ιδίως ενορίτες της Αγίας Παρασκευής ήρθαν και εγκαταστάθηκαν στον πανέμορφο Σταυρό μέσα σε πρόχειρους καταυλισμούς.
  Μαζί με αυτούς και πρόσφυγες από την Μάδυτο, περιοχή της Προύσης και άλλες περιοχές.
  Παρά τις κακουχίες και τις μύριες δυσκολίες άνθρωποι πονεμένοι μα θαυμάσιοι, μαχητικοί με οράματα, ιδέες και όρεξη για την ζωή ρίχτηκαν αθόρυβα στον αγώνα και με πολύ μόχθο άρχισαν να χτίζουν την Κοινότητά τους, το σημερινό Σταυρό.
  Ξακουστοί υλοτόμοι και ψαράδες οι Κατιρλιώτες μόλις ρίζωσαν στην νέα τους πατρίδα και βρίσκοντας πανομοιότυπη την φυσική μορφολογία της νέας τους πατρίδας μ’ αυτήν που άφησαν πίσω τους ρίχτηκαν με μεράκι για την κατάκτηση του μέλλοντος.
Το κείμενο (απόσπασμα) παρατίθεται το Νοέμβριο 2003 από τουριστικό φυλλάδιο του Δήμου Ρεντίνας.

ΣΥΜΗ (Νησί) ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΟΣ
  Η ιστορία του νησιού ξεκινά από τους αρχαίους χρόνους, από την μυθολογία. Η αρχαία ονομασία της ήταν Αίγλη, Μεταποντίς και Καρική. Πρώτοι κάτοικοι του νησιού θεωρούνται οι Κάρες και ο Λέλεγες.
  Η Σύμη αναφέρεται στην Ιλιάδα, στον πόλεμο της Τροίας στον οποίο συμμετείχε ο βασιλιάς της Νιρέας με τρία ποία. Ο Ηρόδοτος την αναφέρει σαν μέλος της Δωρικής Εξάπολης. Από το 480 η Σύμη ανήκει στην Αθηναϊκή Συμμαχία.
  Στην Ρωμαϊκή και την Βυζαντινή εποχή, η τύχη της είναι στενά συνδεδεμένη με της Ρόδου.
  Από το 1309 αρχίζει μια περίοδος ευημερίας για το νησί με την ανάπτυξη της ναυτιλίας, του εμπορίου, της σπογγαλιείας, της ναυπηγικής και των τεχνών. Αυτήν την περίοδο αρχίζει και η οικιστική ανάπτυξή της, η ομορφιά της οποία διατηρείται μέχρι σήμερα. Τα σπίτια άρχισαν να απλώνονται και έξω από το κάστρο αλλά συγχρόνως να εγκαταλείπονται και παλαιοί οικισμοί της. Την ίδια εποχή κτίζονται και οι περισσότερες εκκλησίες της.
  Το 1457 και 1485 αποκρούουν τουρκικές επιθέσεις. Το 1522, βλέποντας την ματαιότητα της αντίστασης και προσπαθώντας να διασώσουν όσα περισσότερα μπορούν, προσφέρουν δώρα στον σουλτάνο και καταφέρνουν να τους παραχωρηθούν πολλά προνόμια. Έτσι έχουν την ελευθερία της θρησκείας και της γλώσσας, με αποτέλεσμα την ανάπτυξη των γραμμάτων και των τεχνών. Εκτός αυτού τους παραχωρείται και το προνόμιο της σπογγαλιείας σε όλες τις θάλασσες της τουρκικής αυτοκρατορίας.
  Συμμετείχε στην απελευθέρωση του έθνους και ενίσχυε οικονομικά τον ελληνικό στόλο, σε τακτά χρονικά διαστήματα, εκτός των έκτακτων εισφορών στους Μπουμπουλίνα, Μιαούλη, Θέμελη και άλλους.
  Το 1832 η Σύμη επανέρχεται στην τουρκική κυριαρχία, και αντιδρά με κάθε τρόπο: το 1869 στην απόπειρα κατάργησης των προνομίων, το 1875 και 1885 στην απογραφή των κατοίκων, το 1908 στην δεύτερη απόπειρα κατάργησης προνομίων, μια και ότι κέρδιζε η Σύμη από τον αγώνα της για την διατήρηση των προνομίων, αποτελούσε κέρδος και για τα άλλα νησιά.
  Τον 1912 την τουρκική διαδέχεται η ιταλική κυριαρχία, η οποία και κράτησε μέχρι τις 25 Σεπτεμβρίου 1944, ημέρα που έγινε κι η ανατίναξη του κάστρου της και των γύρω συνοικιών. Στις 8 Μαϊου 1945 υπογράφεται το πρωτόκολλο παράδοσης της Δωδεκανήσου και στις 7 Μαρτίου 1948 γίνεται η ενσωμάτωση με το ελληνικό κράτος.
Το κείμενο (απόσπασμα) παρατίθεται το Νοέμβριο 2003 από τουριστικό φυλλάδιο του Δήμου Σύμης.

ΤΟΠΕΙΡΟ (Δήμος) ΞΑΝΘΗ
  Ο νεοσύστατος Δήμος Τοπείρου, οφείλει την ονομασία του σε πόλη που υπήρχε πάνω στην Εγνατία οδό, της Ρωμαϊκής εποχής, στην περιοχή που εκτείνεται σήμερα ο Δήμος.
  Πλησιάζοντας την γέφυρα του Νέστου ποταμού, στην περιοχή ανάμεσα στα χωριά Τοξότες και Παράδεισος, 14 χλμ δυτικά από την Ξάνθη, μπορεί κανείς να δει τα ερείπια της αρχαίας πόλης Τόπειρος, όπου σώζονται ή έχουν αποκαλυφθεί μνημεία παλαιοχριστιανικών και βυζαντινών χρόνων, κυρίως τμήματα της οχύρωσης, ναών και μονών.
  Ιδρύθηκε τον Α αι. μ.Χ. και υπήρξε έδρα επισκόπου από τον 5ο έως τον 8ο αι. Οι πρόσφατες σαφείς μαρτυρίες για την επισκοπή Τοπείρου προέρχονται από τους πρωτο-βυζαντινούς χρόνους και μάλιστα τον 4ο και 5ο αιώνα. Έτσι αναφέρονται ονόματα επισκοπών της πόλεως στα πρακτικά της Γ (431 μ.Χ.) και Δ (451 μ.Χ.) Οικουμενικής Συνόδου.
  Τον Β μ.Χ. αιώνα η πόλη Τόπειρος έχει δικά της νομίσματα (απόδειξη αυτονομίας & πλούτου). Με τον διαχωρισμό του Ρωμαϊκού κράτους σε Ανατολικό & Δυτικό, η περιοχή της Ξάνθης, με έδρα πάντα την πόλη Τόπειρο, ανήκει στην Ανατολική Αυτοκρατορία, της οποίας μάλιστα είναι το δυτικότερο όριο.
  Το 549 μ.Χ., επί αυτοκράτορος Ιουστινιανού, κατακτείται η πόλη από Σκλαβηνούς βαρβάρους, οι οποίοι την κατάστρεψαν ολοσχερώς. Σε δύο χρόνια (551 μ.Χ.) ο Ιουστινιανός την ξανάκτισε & την περιέλαβε με ισχυρότερα τείχη.
  Ιστορικό παρόν η πόλη δείχνει μέχρι το 812 μ.Χ. οπότε καταστράφηκε από τον Βούλγαρο Τσάρο Κρούμο.
Το κείμενο (απόσπασμα) παρατίθεται τον Οκτώβριο 2003 από τουριστικό φυλλάδιο του Δήμου Τοπείρου.

ΦΛΩΡΙΝΑ (Πόλη) ΔΥΤΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ
  Η ύπαρξη της Φλώρινας αρχίζει τουλάχιστον απ’ το 10.000 π.Χ.
  Η ιστορία της, μόνο από νομίσματα και κτερίσματα (αρχαιολογικές ανασκαφές 1997 στο λόφο του Αγίου Παντελεήμονα όπου είναι χτισμένη η Ηράκλεια Λυγκηστίδα) αρχίζει τουλάχιστον το 1800-2000 π.Χ.
  Λυγκηστίδα ονομάστηκε απ’ τον μυθικό ήρωα Λυγκέα ή απ’ το αιμοβόρο θηλαστικό Λύγξ-λυγκός-λύγκας.
  Ηράκλεια Λυγκηστίδας είναι η αρχαία Φλώρινα που ο Φίλιππος Β - η μητέρα του είναι η Λυγκηστίς πριγκίπισσα Ευρυδίκη - την έκανε φρούριο το 352 π.Χ κατά των βόρειων εχθρών της Μακεδονίας.
  Ακολούθησαν οι Φλωρινιώτες τον Μεγαλέξανδρο. Περίφημη η Λυγκηστίδα τάξη δηλ. η στρατιωτική μονάδα των Λυγκηστών.
  Στον μεσαίωνα αναφέρεται ως Φλώρινα σε χάρτες απ’ το 1545 (Γκασταλντι) και το 1544 (ο Sebastian Munster).
  Σκλαβώθηκε στους Τούρκους το 1385 περίπου μ.Χ.
  Τον 19ο αιώνα λειτουργεί Ελληνική Ορθόδοξη Κοινότητα μ’ επικεφαλής τον Μητροπολίτη Μογλενών (Φλωρίνης).
  Σ’ όλα τα επαναστατικά κινήματα του 19ου αιώνα (1814-1878-1896, όπως και σ’ όλα τα προηγούμενα) η συμμετοχή των κατοίκων της είναι μαζική, όπως και στον αμυντικό ένοπλο Μακεδονικό Αγώνα (1904-1908) όπου πολλοί καπετάνιοι του, είναι Φλωρινιώτες.
  Μετά την απελευθέρωση απ’ τους Τούρκους (8-11-1912) η Φλώρινα είναι κέντρο των συμμάχων (Α Παγκόσμιος Πόλεμος) και συμμετέχει σε όλους του αγώνες του Εθνους, Μικρασία, 1940-1941, κατοχή, Εθνική Αντίσταση, εμφύλιο.
(κείμενο: Λάζαρος Ι. Μέλιος) Το κείμενο (απόσπασμα) παρατίθεται τον Οκτώβριο 2003 από τουριστικό φυλλάδιο της Νομαρχίας Φλώρινας - Νομαρχιακής Επιτροπής Τουριστικής Προβολής Φλώρινας.

Ψαρά

ΨΑΡΑ (Νησί) ΒΟΡΕΙΟ ΑΙΓΑΙΟ
  Στον Ομηρο βρίσκουμε το όνομα του νησιού πρώτη φορά: Ψυριή, ίσως για το μικρό μέγεθος και την φτώχεια της γης του. Στην ιστορία έχει βάλει το χέρι του και ο Διόνυσος, θεός του αμπελιού. Κάποτε το νησί ήταν ξακουστό για το κρασί του, το Φωκιανό. Το νησί ερημώθηκε και κατοικήθηκε ξανά πολλές φορές. Οι σημερινοί κάτοικοι κατάγονται από Θεσσαλούς, Βορειοηπειρώτες και Χιώτες πρόσφυγες που είχαν καταφύγει εδώ για τον φόβο των Τούρκων το 15ο και 16ο αιώνα. Εχτισαν εδώ κι εκεί στην αρχή, αλλά ο φόβος της πειρατείας τους συγκέντρωσε κοντά στον σημερινό οικισμό, οχυρώνοντας το Παλαιόκαστρο. Με τον καιρό μια μικρή πόλη ξεφύτρωσε κάτω από το Κάστρο και σύντομα, οι κάτοικοι από αγρότες και κτηνοτρόφοι στράφηκαν προς την θάλασσα.
  Ξαφνικά το νησί βρέθηκε στο επίκεντρο του Ρωσοτουρκικού πολέμου το 1769. Η δραστηριότητα στη θάλασσα μεγάλωνε και ο οικισμός απόκτησε δική του αυτοδιοίκηση με Δημογεροντία και Βουλή ενώ το 1815 βρίσκουμε εκεί και Τούρκο διοικητή. Τα Ψαριανά καράβια, μαζί με τα Υδραίϊκα και τα Σπετσιώτικα έχουν μείνει ξακουστά στους αγώνες του 1821. Τα Ψαρά πρόσφεραν αίμα και χρήμα στον Αγώνα και τα πυρπολικά τους έγιναν εφιάλτης του Τουρκικού στόλου στο Αιγαίο. Ξακουστοί πυρπολητές ο Κανάρης, Βρατσάνος, ο Μεκάτης και άλλοι, ανάμεσά τους και ο ξακουστός Ναύαρχος ο Αποστόλης Νικολής.
  Το 1824 ο Σουλτάνος προσκάλεσε τον Μεχμέτ Αλή από την Αίγυπτο για να κατάλαβει τα Ψαρά. Τον Ιούνιο 140 καράβια φτάσανε στα Ψαρά και άρχισε η πολιορκία. Αιτία ειδικά αυτής της επίθεσης ήταν η πυρπόληση νωρίτερα της Τουρκικής ναυαρχίδας στο λιμάνι της Χίου από τον Κωνσταντίνο Κανάρη. Η μανία των επιτιθέμενων είχε φτάσει στην υστερία. Γύρω στις 20.000 ψυχές, μισθοφόροι και πρόσφυγες από τα γύρω νησιά ζήτησαν η άμυνα να γίνει στη στεριά. Μετά από μάχες σε διάφορα σημεία του νησιού ο αγώνας χάθηκε κάτω από τα κύματα των εχθρών. Το απόγευμα της 20ης Ιουνίου γράφτηκε ο τραγικός επίλογος. Οσοι είχαν απομείνει μαζεύτηκαν στην κορυφή της Μαύρης Ράχης και καθώς οι Τούρκοι πλησίαζαν, ο Βρατσάνος έβαλε φωτιά στην πυριτιδαποθήκη του Παλαιόκαστρου ανατινάζοντάς την. Η σφαγή των Ψαρών προκάλεσε μεγάλη οργή στην ελεύθερη Ελλάδα και την Ευρώπη.
  Μετά την καταστροφή η Ελληνική κυβέρνηση όρισε προσωρινό τόπο διαμονής τη Μονεμβασιά αλλά αργότερα, το 1829 οι κάτοικοι μετακόμισαν στην Ερέτρια, που ονομάσθηκε Νέα Ψαρά. Ο Ελληνικός στόλος ελευθέρωσε τα Ψαρά στις 21 Οκτωβρίου 1912.
  Το κείμενο (απόσπασμα) παρατίθεται τον Ιούνιο 2003 από τουριστικό φυλλάδιο της Νομαρχίας Χίου.

Greek & Roman Geography (ed. William Smith)

ΑΚΡΟΠΟΛΗ (Αρχαία ακρόπολη) ΑΘΗΝΑ
The Acropolis... is a square craggy rock, rising abruptly about 150 feet, with a flat summit of about 1,000 feet from east to west, by 500 feet broad from north to south. It is inaccessible on all sides, except the west, where it is ascended by a steep slope. It was at one and the same time the fortress, the sanctuary, and the museum of the city. Although the site of the original city, it had ceased to be inhabited from the time of the Persian wars, and was appropriated to the worship of Athena and the other guardian deities of the city. It was one great sanctuary, and is therefore called by Aristophanes abaton Akropolin, hieron temenos (Lysistr. 482). By the artists of the age of Pericles its platform was covered with the master-pieces of ancient art, to which additions continued to be made in succeeding ages. The sanctuary thus became a museum; and in order to form a proper idea of it, we must imagine the summit of the rock stripped of every thing except temples and statues, the whole forming one vast composition of architecture, sculpture, and painting, the dazzling whiteness of the marble relieved by brilliant colours, and glittering in the transparent clearness of the Athenian atmosphere. It was here that Art achieved her greatest triumphs; and though in the present day a scene of desolation and rain, its ruins are some of the most precious reliques of the ancient world.
  The Acropolis stood in the centre of the city. Hence it was the heart of Athens, as Athens was the heart of Greece; and Pindar no doubt alluded to it, when he speaks of asteos omphalos thuoeis en tais hierais Athanais.It was to this sacred rock that the magnificent procession of the Panathenaic festival took place once in four years. The chief object of this procession was to carry the Peplus, or embroidered robe, of Athena to her temple on the Acropolis Panathenaea. In connection with this subject it is important to distinguish between the three different Athenas of the Acropolis. The first was the Athena Polias, the most ancient of all, made of olive wood, and said to have fallen from heaven; its sanctuary was the Erechtheium. The second was the Athena of the Parthenon, a statue of ivory and gold, the work of Pheidias. The third was the Athena Promachus, a colossal statue of bronze, also the work of Pheidias, standing erect, with helmet, spear, and shield. Of these three statues we shall speak more fully hereafter; but it must be borne in mind that the Peplus of the Panathenaic procession was carried to the ancient statue of Athena Polias, and not to the Athena of the Parthenon.

I. Walls of the Acropolis.
Being a citadel, the Acropolis was fortified. The ancient fortifications are ascribed to the Pelasgians, who are said to have levelled the summit of the rock, and to have built a wall around it, called the Pelasgic Wall or Fortress (Pelasgikon teichos, Herod. v. 64). The approach on the western side was protected by a system of works, comprehending nine gates, hence called enneapulon to Pelasgikon. These fortifications were sufficiently strong to defy the Spartans, when the Peisistratidae took refuge in the Acropolis (Herod. v. 64, 65); but after the expulsion of the family of the despot, it is not improbable that they were partly dismantled, to prevent any attempt to restore the former state of things, since the seizure of the citadel was always the first step towards the establishment of despotism in a Greek state. When Xerxes attacked the Acropolis, its chief fortifications consisted of palisades and other works constructed of wood. The Persians took up their position on the Areiopagus, which was opposite the western side of the Acropolis, just as the Amazons had done when they attacked the city of Cecrops. From the Areiopagus the Persians discharged hot missiles against the wooden defences, which soon took fire and were consumed, thus leaving the road on the western side open to the enemy. The garrison kept them at bay by rolling down large stones, as they attempted to ascend the road; and the Persians only obtained possession of the citadel by scaling the precipitous rock on the northern side, close by the temple of Aglaurus (Herod. viii. 52, 53). It would seem to follow from this narrative that the elaborate system of works, with its nine gates on the western side, could not have been in existence at this time. After the capture of the Acropolis, the Persians set fire to all the buildings upon it; and when they visited Athens in the following year, they destroyed whatever remained of the walls, or houses, or temples of Athens (Herod. viii. 53, ix. 93).
  The foundations of the ancient walls no doubt remained, and the name of Pelasgic continued to be applied to a part of the fortifications down to the latest times. Aristophanes (Av. 832) speaks of tes poleos to Pelargikon, which the Scholiast explains as the Pelargic wall on the Acropolis; and Pausanias (i. 28.3) says that the Acropolis was surrounded by the Pelasgians with walls, except on the side fortified by Cimon. We have seen, however, from other authorities that the Pelasgians fortified the whole hill; and the remark of Pausanias probably only means that in his time the northern wall was called the Pelasgic, and the southern the Cimonian. When the Athenians returned to their city after its occupation by the Persians, they commenced the restoration of the walls of the Acropolis, as well as of those of the Asty; and there can be little doubt that the northern wall had been rebuilt, when Cimon completed the southern wall twelve years after the retreat of the Persians. The restoration of the northern wall may be ascribed to Themistocles; for though called apparently the Pelasgic wall, its remains show that the greater part of it was of more recent origin. In the middle of it we find courses of masonry, formed of pieces of Doric columns and entablature; and as we know from Thucydides (i. 93) that the ruins of former buildings were much employed in rebuilding the walls of the Asty, we may conclude that the same was the case in rebuilding those of the Acropolis.
  The Pelasgicum signified not only a portion of the walls of the Acropolis, but also a space of ground below the latter (to Pelasgikon kaloumenon to hupo ten Akropolin, Thuc. ii. 17). That it was not a wall is evident from the account of Thucydides, who says that an oracle had enjoined that it should remain uninhabited; but that it was, notwithstanding this prohibition, built upon, in consequence of the number of people who flocked into Athens at the commencement of the Peloponnesian war. Lucian (Piscator. 47) represents a person sitting upon the wall of the Acropolis, and letting down his hook to angle for philosophers in the Pelasgicum. This spot is said to have been originally inhabited by the Pelasgians, who fortified the Acropolis, and from which they were expelled because they plotted against the Athenians (Paus. i. 28.3). It is placed by Leake and most other authorities at the north-western angle of the Acropolis. A recent traveller remarks that the story of the Pelasgic settlement under the north side of the Acropolis inevitably rises before us, when we see the black shade always falling upon it, as over an accursed spot, in contrast with the bright gleam of sunshine which always seems to invest the Acropolis itself; and we can imagine how naturally the gloom of the steep precipice would conspire with the remembrance of an accursed and hateful race, to make the Athenians dread the spot.
  The rocks along the northern side of the Acropolis were called the Long Rocks (Makrai), a name under which they are frequently mentioned in the Ion of Euripides, in connection with the grotto of Pan, and the sanctuary of Aglaurus: entha prosborrhous tetras Pallados hup ochthoi tes Athenaion chthonos Makras kalousi ges anaktes Atthidos. This name is explained by the fact that the length of the Acropolis is much greater than its width; but it might have been given with equal propriety to the rocks on the southern side. The reason why the southern rocks had not the same name appears to have been, that the rocks on the northern side could be seen from the greater part of the Athenian plain, and from almost all the demi of Mt. Parnes; while those on the southern side were only visible from the small and more undulating district between Hymettus, the Long Walls, and the sea. In the city itself the rocks of the Acropolis were for the most part concealed from view by houses and public buildings.
  The surface of the Acropolis appears to have been divided into platforms, communicating with one another by steps. Upon these platforms stood the temples, sanctuaries, or monuments, which occupied all the summit. Before proceeding to describe the monuments of the Acropolis, it will be adviseable to give a description of the present condition of the walls, and of the recent excavations on the platform of the rock, for which we are indebted to Mr. Penrose's important work.
  On the ascent to the Acropolis from the modern town our first attention is called to the angle of the Hellenic wall, west of the northern wing of the Propylaea. It is probable that this wall formed the exterior defence of the Acropolis at this point. Following this wall northwards, we come to a bastion, built about the year 1822 by the Greek general Odysseus to defend an ancient well, to which there is access within the bastion by an antique passage and stairs of some length cut in the rock. Turning eastwards round the corner, we come to two caves, one of which is supposed to have been dedicated to Pan; in these caves are traces of tablets let into the rock. Leaving these caves we come to a large buttress, after which the wall runs upon the edge of the nearly vertical rock. On passing round a salient angle, where is a small buttress, we find a nearly straight line of wall for about 210 feet; then a short bend to the south-east; afterwards a further straight reach for about 120 feet, nearly parallel to the former. These two lines of wall contain the remains of Doric columns and entablature, to which reference has already been made. A mediaeval buttress about 100 feet from the angle of the Erechtheium forms the termination of this second reach of wall. From hence to the north-east angle of the Acropolis, where there is a tower apparently Turkish, occur several large square stones, which also appear to have belonged to some early temple. The wall, into which these, as well as the before mentioned fragments, are built, seems to be of Hellenic origin. The eastern face of the wall appears to have been entirely built in the Middle Ages on the old foundations. At the south-east angle we find the Hellenic masonry of the Southern or Cimonian wall. At this spot 29 courses remain, making a height of 45 feet. Westward of this point the wall has been almost entirely cased in mediaeval and recent times, and is further supported by 9 buttresses, which, as well as those on the north and east sides, appear to be mediaeval. But the Hellenic masonry of the Cimonian wall can be traced all along as far as the Propylaea under the casing. The south-west reach of the Hellenic wall terminates westwards in a solid tower about 30 feet high, which is surmounted by the temple of Nike Apteros, described below. This tower commanded the unshielded side of any troops approaching the gate, which, there is good reason to believe, was in the same position as the present entrance. After passing through the gate and proceeding northwards underneath the west face of the tower, we come to the Propylaea. The effect of emerging from the dark gate and narrow passage to the magnificent marble staircase, 70 feet broad, surmounted by the Propylaea, must have been exceedingly grand. A small portion of the ancient Pelasgic wall still remains near the south-east angle of the southern wing of the Propylaea, now occupied by a lofty mediaeval tower. After passing the gateways of the Propylaea we come upon the area of the Acropolis, of which considerably more than half has been excavated under the auspices of the Greek government. Upon entering the enclosure of the Acropolis the colossal statue of Athena Promachus was seen a little to the left, and the Parthenon to the right; both offering angular views, according to the usual custom of the Greeks in arranging the approaches to their public buildings. The road leading upwards in the direction of the Parthenon is slightly worked out of the rock; it is at first of considerable breadth, and afterwards becomes narrower. On the right hand, as we leave the Propylaea, and on the road itself, are traces of 5 votive altars, one of which is dedicated to Athena Hygieia. Further en, to the left of the road, is the site of the statue of Athena Promachus. Northwards of this statue, we come to a staircase close to the edge of the rock, partly built, partly cut out, leading to the grotto of Aglaurus. This staircase passes downwards through a deep cleft in the rock, nearly parallel in its direction to the outer wall, and opening out in the face of the cliff a little below its foundation. In the year 1845 it was possible to creep into this passage, and ascend into the Acropolis; but since that time the entrance has been closed up. Close to the Parthenon the original soil was formed of made ground in three layers of chips of stone; the lowest being of the rock of the Acropolis, the next of Pentelic marble, and the uppermost of Peiriaic stone. In the extensive excavation made to the east of the Parthenon there was found a number of drums of columns, in a more or less perfect state, some much shattered, others apparently rough from the quarry, others partly worked and discarded in consequence of some defect in the material. The ground about them was strewed with marble chips; and some sculptors' tools, and jars containing red colour were found with them. In front of the eastern portico of the Parthenon we find considerable remains of a level platform, partly of smoothed rock, and partly of Peiraic paving. North of this platform is the highest part of the Acropolis. Westwards of this spot we arrive at the area between the Parthenon and Erechtheium, which slopes from the former to the latter. Near the Parthenon is a small well, or rather mouth of a cistern, excavated in the rock, which may have been supplied with water from the roof of the temple. Close to the south, or Caryatid portico of the Erechtheium, is a small levelled area on which was probably placed one of the many altars or statues surrounding that temple.
  Before quitting the general plan of the Acropolis, Mr. Penrose calls attention to the remarkable absence of parallelism among the several buildings. Except the Propylaea and Parthenon, which were perhaps intended to bear a definite relation to one another, no two are parallel. This asymmetria is productive of very great beauty; for it not only obviates the dry uniformity of too many parallel lines, but also produces exquisite varieties of light and shade. One of the most happy instances of this latter effect is in the temple of Nike Apteros, in front of the southern wing of the Propylaea. The facade of this temple and pedestal of Agrippa, which is opposite to it, remain in shade for a considerable time after the front of the Propylaea has been lighted up; and they gradually receive every variety of light, until the sun is sufficiently on the decline to shine nearly equally on all the western faces of the entire group. Mr. Penrose observes that a similar want of parallelism in the separate parts is found to obtain in several of the finest mediaeval structures, and may conduce in some degree to the beauty of the magnificent Piazza of St. Marc at Venice.

2. The Propylaea.

The road up the western slope of the Acropolis led from the agora, and was paved with slabs of Pentelic marble. At the summit of the rock Pericles caused a magnificent building to be constructed, which might serve as a suitable entrance (Propulaia) to the wonderful works of architecture and sculpture within:
     Opsesthe de: kai gar anoignumenon psophos ede ton Propulaion.
     All ololuxate phainomenaisin tais archaiaisin Athenais,
     Kai thaumastais kai poluumnois, hin ho kleinos Demos enoikei. (Aristoph. Equit. 1326.)

The Propylaea were considered one of the masterpieces of Athenian art, and are mentioned along with the Parthenon as the great architectural glory of the Periclean age. When Epaminondas was urging the Thebans to rival the glory of Athens, he told them that they must uproot the Propylaea of the Athenian Acropolis, and plant them in front of the Cadmean citadel.
  The architect of the Propylaea was Mnesicles. It was commenced in the archonship of Euthymenes, B.C. 437, and was completed in the short space of five years (Plut. Pericl. 13). The building was constructed entirely of Pentelic marble, and covered the whole of the western end of the Acropolis, which was 168 feet in breadth. The central part of the building consisted of two Doric hexastyle porticoes, covered with a roof of white marble, which attracted the particular notice of Pausanias (i. 22.4). Of these porticoes the western faced the city, and the eastern the interior of the Acropolis; the latter, owing to the rise of the ground, being higher than the former. They were divided into two unequal halves by a wall, pierced by five gates or doors, by which the Acropolis was entered. The western portico was 43 feet in depth, and the eastern about half this depth; and they were called Propylaea from their forming a vestibule to the five gates or doors just mentioned. Each portico or vestibule consisted of a front of six fluted Doric columns, supporting a pediment, the columns being 4 1/2 feet in diameter, and nearly 29 feet in height. Of the five gates the one in the centre was the largest, and was equal in breadth to the space between the two central columns in the portico in front. It was by this gate that the carriages and horsemen entered the Acropolis, and the marks of the chariotwheels worn in the rock are still visible. The doors on either side of the central one were much smaller both in height and breadth, and designed for the admission of foot passengers only. The roof of the western portico was supported by two rows of three Ionic columns each, between which was the road to the central gate.
  The central part of the building which we have been describing, was 58 feet in breadth, and consequently did not cover the whole width of the rock: the remainder was occupied by two wings, which projected 26 feet in front of the western portico. Each of these wings was built in the form of Doric temples, and communicated with the adjoining angle of the great portico. In the northern wing (on the left hand to a person ascending the Acropolis) a porch of 12 feet in depth conducted into a chamber of 35 feet by 30, usually called the Pinacotheca, from its walls being covered with paintings (oikema echon graphas, Paus. i. 22.6). The southern wing (on the right hand to a person ascending the Acropolis) consisted only of a porch or open gallery of 26 feet by 17, which did not conduct into any chamber behind. On the western front of this southern wing stood the small temple of Nike Apteros (Nike Apteros), the Wingless Victory (Paus. i. 22.4). The spot occupied by this temple commands a wide prospect of the sea, and it was here that Aegeus is said to have watched his son's return from Crete. From this part of the rock he threw himself, when he saw the black sail on the mast of Theseus. Later writers, in order to account for the name of the Aegaean sea, relate that Aegeus threw himself from the Acropolis into the sea, which is three miles off.
  There are still considerable remains of the Propylaea. The eastern portico, together with the adjacent parts, was thrown down about 1656 by an explosion of gunpowder which had been deposited in that place; but the inner wall, with its five gateways, still exists. The northern wing is tolerably perfect; but the southern is almost entirely destroyed: two columns of the latter are seen imbedded in the adjacent walls of the mediaeval tower.

  The Temple of Nike Apteros requires a few words. In the time of Pericles, Nike or Victory was figured as a young female with golden wings (Nike petetai pterugoin chrusain, Aristoph. Av. 574); but the more ancient statues of the goddess are said to have been without wings. Nike Apteros was identified with Athena, and was called Nike Athena. Standing as she did at the exit from the Acropolis, her aid was naturally implored by persons starting on a dangerous enterprise. (Nike t' Athana Polias, he sozei m aei, Soph. Philoct. 134.) Hence, the opponents of Lysistrata, upon reaching the top of the ascent to the Acropolis, invoke Nike (despoina Nike xungenou), before whose temple they were standing. This temple was still in existence when Spon and Wheler visited Athens in 1676; but in 1751 nothing remained of it but some traces of the foundation and fragments of masonry lying in the neighbourhood of its former site. There were also found in a neighbouring wall four slabs of its sculptured frieze, which are now in the British Museum. It seemed that this temple had perished utterly; but the stones of which it was built were discovered in the excavations of the year 1835, and it has been rebuilt with the original materials under the auspices of Ross and Schaubert. The greater part of its frieze was also discovered at the same time. The temple now stands on its original site, and at a distance looks very much like a new building, with its white marble columns and walls glittering in the sun.
  This temple is of the class called Amphiprostylus Tetrastylus, consisting of a cella with four Ionic columns at either front, but with none on the sides. It is raised upon a stylobate of 3 feet, and is 27 feet in length from east to west, and 18 feet in breadth. The columns, including the base and the capital, are 13 1/2 feet high, and the total height of the temple to the apex of the pediment, including the stylobate, is 23 feet. The frieze, which runs round the whole of the exterior of the building, is 1 foot 6 inches high, and is adorned with sculptures in high relief. It originally consisted of fourteen pieces of stone, of which twelve, or the fragments of twelve, now remain. Several of these are so mutilated that it is difficult to make out the subject; but some of them evidently represent a battle between Greeks and Persians, or other Oriental barbarians. It is supposed that the two long sides were occupied with combats of horsemen, and that the western end represented a battle of foot soldiers. This building must have been erected after the battle of Salamis, since it could not have escaped the Persians, when they destroyed every thing upon the Acropolis; and the style of art shows that it could not have been later than the age of Pericles. But, as it is never mentioned among the buildings of this statesman, it is generally ascribed to Cimon, who probably built it at the same time as the southern wall of the Acropolis. Its sculptures were probably intended to commemorate the recent victories of the Greeks over the Persians.

Pedestal of Agrippa. On the western front of the northern wing of the Propylaea there stands at present a lofty pedestal, about 12 feet square and 27 high, which supported some figure or figures, as is clear from the holes for stanchions on its summit. Moreover we may conclude from the size of the pedestal that the figure or figures on its summit were colossal or equestrian. Pausanias, in describing the Propylaea, speaks of the statues of certain horsemen, respecting which he was in doubt whether they were the sons of Xenophon, or made for the sake of ornament (es euprepeian); and as in the next clause he proceeds to speak of the temple of Nike on the right hand (or southern wing) of the Propylaea, we may conclude that these statues stood in front of the northern wing (Paus. i. 22.4). Now, it has been well observed by Leake, that the doubt of Pausanias, as to the persons for whom the equestrian statues were intended, could not have been sincere; and that, judging from his manner on other similar occasions, we may conclude that equestrian statues of Gryllus and Diodorus, the two sons of Xenophon, had been converted, by means of new inscriptions, into those of two Romans, whom Pausanias has not named. This conjecture is confirmed by an inscription on the base, which records the name of M. Agrippa in his third consulship; and it may be that the other Roman was Augustus himself, who was the colleague of Agrippa in his third consulship. It appears that both statues stood on the same pedestal, and accordingly they are so represented in the accompanying restoration of the Propylaea.

3. The Parthenon.
The Parthenon (Parthenon = the Virgin?s House) was the great glory of the Acropolis, and the most perfect production of Grecian architecture. It derived its name from its being the temple of Athena Parthenos (Athena Parthenos), or Athena the Virgin, a name given to her as the invincible goddess of war. It was also called Hecatompedos or Hecatompedon, the Temple of One Hundred Feet, from its breadth; and sometimes Parthenon Hecatompedos. It was built under the administration of Pericles, and was completed in B.C. 438. We do not know when it was commenced; but notwithstanding the rapidity with which all the works of Pericles were executed, its erection could not have occupied less than eight years, since the Propylaea occupied five. The architects, according to Plutarch, were Callicrates and Ictinus: other writers generally mention Ictinus alone (Strab. ix.; Paus. viii. 41.9). Ictinus wrote a work upon the temple. (Vitruv. vii. Praef.) The general superintendence of the erection of the whole building was entrusted to Pheidias.
  The Parthenon was probably built on the site of an earlier temple destroyed by the Persians. This is expressly asserted by an ancient grammarian, who states that the Parthenon was 50 feet greater than the temple burnt by the Persians (Hesych. s. v. Hekatompedos), a measure which must have reference to the breadth of the temple, and not to its length. The only reason for questioning this statement is the silence of the ancient writers respecting an earlier Parthenon, and the statement of Herodotus (vii. 53) that the Persians set fire to the Acropolis, after plundering the temple (to hiron), as if there had been only one; which, in that case, must have been the Erechtheium, or temple of Athena Polias. But, on the other hand, we find under the stylobate of the present Parthenon the foundations of another and much older building; and to this more ancient temple probably belonged the portions of the columns inserted in the northern wall of the Acropolis, of which we have already spoken.
  The Parthenon stood on the highest part of the Acropolis. Its architecture was of the Doric order, and of the purest kind. It was built entirely of Pentelic marble, and rested upon a rustic basement of ordinary limestone. The contrast between the limestone of the basement and the splendid marble of the superstructure enhanced the beauty of the latter. Upon the basement stood the stylobate or platform, built of Pentelic marble, five feet and a half in height, and composed of three steps. The temple was raised so high above the entrance to the Acropolis, both by its site and by these artificial means, that the pavement of the peristyle was nearly on a level with the summit of the Propylaea. The dimensions of the Parthenon, taken from the upper step of the stylobate, were about 228 feet in length, 101 feet in breadth, and 66 feet in height to the top of the pediment. It consisted of a sekos or cella, surrounded by a peristyle, which had eight columns at either front, and seventeen at either side (reckoning the corner columns twice), thus containing forty-six columns in all. These columns were 6 feet 2 inches in diameter at the base, and 34 feet in height. Within the peristyle at either end, there was an interior range of six columns, of 5 1/2 feet in diameter, standing before the end of the cella, and forming, with the prolonged walls of the cella, an apartment before the door. These interior columns were on a level with the floor of the cella, and were ascended by two steps from the peristyle. The cella was divided into two chambers of unequal [Figure] size, of which the Eastern chamber or naos was about 98 feet, and the Western chamber or opisthodomus about 43 feet.4 The ceiling of both these chambers was supported by inner rows of columns. In the eastern chamber there were twenty-three columns, of the Doric order, in two stories, one over the other, ten on each side, and three on the western return: the diameter of these columns was about three feet and a half at the base. In the western chamber there were four columns, the position of which is marked by four large slabs, symmetrically placed in the pavement. These columns were about four feet in diameter, and were probably of the Ionic order, as in the Propylaea. Technically the temple is called Peripteral Octastyle.
  Such was the simple structure of this magnificent building, which, by its united excellencies of materials, design, and decorations, was the most perfect ever executed. Its dimensions of 228 feet by 101, with a height of 66 feet to the top of the pediment, were sufficiently great to give a appear. ance of grandeur and sublimity; and this impression was not disturbed by any obtrusive subdivision of parts, such as is found to diminish the effect of many larger modern buildings, where the same singleness of design is not apparent. In the Parthenon there was nothing to divert the spectator's contemplation from the simplicity and majesty of mass and outline, which forms the first and most remarkable object of admiration in a Greek temple; for the statues of the pediments, the only decoration which was very conspicuous by its magnitude and position, having been inclosed within frames which formed an essential part of the designs of either front, had no more obtrusive effect than an ornamented capital to an unadorned column. The whole building was adorned within and without with the most exquisite pieces of sculpture, executed under the direction of Pheidias by different artists. The various architectural members of the upper part of the building were enriched with positive colours, of which traces are still found. The statues and the reliefs, as well as the members of architecture, were enriched with various colours; and the weapons, the reins of horses, and other accessories, were of metal, and the eyes of some of the figures were inlaid.
  Of the sculptures of the Parthenon the grandest and most celebrated was the colossal statue of the Virgin Goddess, executed by the hand of Pheidias himself. It stood in the eastern or principal apartment of the cella; and as to its exact position some remarks are made below. It belonged to that kind of work which the Greeks called chryselephantine; ivory being employed for those parts of the statue which were unclothed, while the dress and other ornaments were of solid gold. This statue represented the goddess standing, clothed with a tunic reaching to the ankles, with her spear in her left hand, and an image of victory, four cubits high, in her right. She was girded with the aegis, and had a helmet on her head, and her shield rested on the ground by her side. The height of the statue was twenty-six cubits, or nearly forty feet. The weight of the gold upon the statue, which was so affixed as to be removable at pleasure, is said by Thucydides (ii. 13) to have been 40 talents, by Philochorus 44, and by other writers 50: probably the statement of Philochorus is correct, the others being round numbers. It was finally robbed of its gold by Lachares, who made himself tyrant of Athens, when Demetrius was besieging the city (Paus. i. 25.5). A fuller account of this masterpiece of art is given in the Dictionary of Biography (see Pheidias, the ivory and gold statue of Atlena in the Parthenon).
  The sculptures on the outside of the Parthenon have been described so frequently that it is unnecessary to speak of them at any length on the present occasion. These various pieces of sculpture were all closely connected in subject, and were intended to commemorate the history and the honours of the goddess of the temple, as the tutelary deity of Athens.
1. The Tympana of the Pediments (i. e. the inner flat portion of the triangular gable-ends of the roof above the two porticoes) were filled with two compositions in sculpture, each nearly 80 feet in length, and consisting of about 24 colossal statues. The eastern or principal front represented the birth of Athena from the head of Zeus, and the western the contest between Athena and Poseidon for the land of Attica. The mode in which the legend is represented, and the identification of the figures, have been variously explained by archaeologists, to whose works upon the subject a reference is given below.
2. The Metopes, between the Triglyphs in the frieze of the entablature (i. e. the upper of the two portions into which the surface between the columns and the roof is divided), were filled with sculptures in high-relief. Each tablet was 4 feet 3 inches square. There were 92 in all, 14 on each front, and 32 on each side. They represented a variety of subjects relating to the exploits of the goddess herself, or to those of the indigenous heroes of Attica. Those on the south side related to the battle of the Athenians with the Centaurs: of these the British Museum possesses sixteen.
3. The Frieze, which ran along outside the wall of the cella, and within the external columns which surround the building, was sculptured with a representation of the Panathenaic festival in very low relief. Being under the ceiling of the peristyle, the frieze could not receive any direct light from the rays of the sun, and was entirely lighted from below by the reflected light from the pavement; consequently it was necessary for it to be in low relief, for any bold projection of form would have interfered with the other parts. The frieze was 3 feet 4 inches in height, and 520 feet in length. A large number of the slabs of this frieze was brought to England by Lord Elgin, with the sixteen metopes just mentioned, and several of the statues of the pediments: the whole collection was purchased by the nation in 1816, and deposited in the British Museum.
  Among the many other ornaments of the temple we may mention the gilded shields, which were placed upon the architraves of the two fronts beneath the metopes. Between the shields there were inscribed the names of the dedicators. The impressions left by these covered shields are still visible upon the architraves; the shields themselves were carried off by Lachares, together with the gold of the statue of the goddess (Paus. i. 25.5). The inner walls of the cella were decorated with paintings; those of the Pronaos, or Prodoms, were partly painted by Protogenes of Caunus (Plin. xxxv. 10. s. 36.20); and in the Hecatompedon there were paintings representing Themistocles and Heliodorus (Paus. i. 1.2, 37.1).
  We have already seen that the temple was some-times called Parthenon, and sometimes Hecatompedon; but we know that these were also names of separate divisions of the temple. There have been found among the ruins in the Acropolis many official records of the treasurers of the Parthenon inscribed upon marble, containing an account of the gold and silver vessels, the coin, bullion, and other valuables preserved in the temple. From these inscriptions we learn that there were four distinct divisions of the temple, called respectively the Pronaos (Pronaos, Proneion), the Hecatompedon (Ekatompedon), the Parthenon (Parthenon), and the Opisthodomus (Opisthodomos).
  Respecting the position of the Pronaos there can be no doubt, as it was the name always given to the hall or ambulatory through which a person passed to the cella. The Pronaos was also, though rarely, called Prodomus (Prodomos, Philostr. Vit. Apoll. ii. 10), But as to the Opisthodomus there has been great difference of opinion. There seems, however, good reason for believing that the Greeks used the word Opisthodomus to signify a corresponding hall in the back-front of a temple; and that as Pronaos, or Prodomus, answered to the Latin anticum, so Opisthodomus was equivalent to the Latin posticum. (To pro [tou sekou] prodomos, kai to katopin opisthodomos, Pollux, i. 6; comp. en tois pronaois kai tois opisthodomois,, Diod. xiv. 41). Lucian (Herod. 1) describes Herodotus as reading his history to the assembled Greeks at Olympia from the Opisthodomus of the temple of Zeus. If we suppose Herodotus to have stood in the hall or ambulatory leading out of the back portico, the description is intelligible, as the great crowd of auditors might then have been assembled in the portico and on the steps below; and we can hardly imagine that Lucian could have conceived the Opisthodomus to be an inner room, as some modern writers maintain. Other passages might be adduced to prove that the Opisthodomus in the Greek temples ordinarily bore the sense we have given to it (comp. Paus. v. 13.1, 16.1); and we believe that the Opisthodomus of the Parthenon originally indicated the same part, though at a later time, as we shall see presently, it was used in a different signification.
  The Hecatompedon must have been the eastern or principal chamber of the cella. This follows from its name; for as the whole temple was called Hecatompedon, from its being 100 feet broad, so the eastern chamber was called by the same name from its being 100 feet long (its exact length is 98 feet 7 inches). This was the naos, or proper shrine of the temple; and here accordingly was placed the colossal statue by Pheidias. In the records of the treasures of the temple the Hecatompedon contained a golden crown placed upon the head of the statue of Nike, or Victory, which stood upon the hand of the great statue of Athena, thereby plainly showing that the latter must have been placed in this division of the temple. There has been considerable dispute respecting the disposition of the columns in the interior of this chamber; but the removal of the Turkish Mosque and other incumbrances from the pavement has now put an end to all doubt upon the subject. It has already been stated that there were 10 columns on each side, and 3 on the western return; and that upon them there was an upper row of the same number. These columns were thrown down by the explosion in 1687, but they were still standing when Spon and Wheler visited Athens. Wheler says, on both sides, and towards the door, is a kind of gallery made with two ranks of pillars, 22 below and 23 above. The odd pillar is over the arch of the entrance which was left for the passage. The central column of the lower row had evidently been removed in order to effect an entrance from the west, and the arch of the entrance had been substituted for it. Wheler says a kind of gallery, because it was probably an architrave supporting the rank of columns, and not a gallery. Recent observations have proved that these columns were Doric, and not Corinthian, as some writers had supposed, in consequence of the discovery of the fragment of a capital of that order in this chamber. But it has been conjectured, that although all the other columns were Doric, the central column of the western return, which would have been hidden from the Pronaos by the statue, might have been Corinthian, since the central column of the return of the temple at Bassae seems to have been Corinthian.
  If the preceding distribution of the other parts of the temple is correct, the Parthenon must have been the western or smaller chamber of the cella. Judging from the name alone, we should have naturally concluded that the Parthenon was the chamber containing the statue of the virgin goddess; but there appear to have been two reasons why this name was not given to the eastern chamber. First, the length of the latter naturally suggested the appropriation to it of the name of Hecatompedon; and secondly, the eastern chamber occupied the ordinary position of the adytum, containing the statue of the deity, and may therefore have been called from this circumstance the Virgin?s-Chamber, though in reality it was not the abode of the goddess. It appears, from the inscriptions already referred to, that the Parthenon was used in the Peloponnesian war as, the public treasury; for while we find in the Hecatompedon such treasures as would serve for the purpose of ornament, the Parthenon contained bullion, and a great many miscellaneous articles which we cannot suppose to have been placed in the shrine alongside of the statue of the goddess. But we know from later authorities that the treasury in the temple was called Opisthodomus; and we may therefore conclude, that as the Parthenon was the name of the whole building, the western chamber ceased to be called by this name, and acquired that of the Opisthodomus, which was originally the entrance to it. It appears further from the words of one of the Scholiasts (ad Aristoph. l. c.), as well as from the existing remains of the temple, that the eastern and western chambers were separated by a wall, and that there was no direct communication between them. Hence we can the more easily understand the account of Plutarch, who relates that the Athenians, in order to pay the greatest honour to Demetrius Poliorcetes, lodged him in the Opisthodomus of the Parthenon as a guest of the goddess (Plut. Demetr. 23).
  In the centre of the pavement of the Hecatompedon there is a place covered with Peiraic stone, and not with marble, like the rest of the pavement. It has been usually supposed that this was the foundation on which the statue of then goddess rested; but this has been denied by K. F. Hermann, who maintains that there was an altar upon this spot. There can however be little doubt that the common opinion is correct, since there is no other place in the building to which we can assign the position of the statue. It could not have stood in the western chamber, since this was separated by a wall from the eastern. It could not have stood at the western extremity of the eastern chamber, where Ussing places it, because this part of the chamber was occupied by the western return of the interior columns (see ground-plan). Lastly, supposing the spot covered with Peiraic stone to represent an altar, the statue could not have stood between this spot and the door of the temple. The only alternative left is placing the statue either upon the above-mentioned spot, or else between it and the western return of the interior columns, where there is scarcely sufficient space left for it.
  There has been a great controversy among modern scholars as to whether any part of the roof of the eastern chamber of the Parthenon was hypaethral, or pierced with an opening to the sky. Most English writers, following Stuart, had arrived at a conclusion in the affirmative; but the discussion has been recently reopened in Germany, and it seems impossible to arrive at any definite conclusion upon the subject. We know that, as a general rule, the Grecian temples had no windows in the walls; and consequently the light was admitted either through some opening in the roof, or through the door alone. The latter appears to have been the case in smaller temples, which could obtain sufficient light from the open door; but larger temples must necessarily have been in comparative darkness, if they received light from no other quarter. And although the temple was the abode of the deity, and not a place of meeting, yet it is impossible to believe that the Greeks left in comparative darkness the beautiful paintings and statues with which they decorated the interior of their temples. We have moreover express evidence that light was admitted into temples through the roof. This appears to have been done in two ways, either by windows or openings in the tiles of the roof, or by leaving a large part of the latter open to the sky. The former was the case in the temple of Eleusis. There can be little doubt that the naos or eastern chamber of the Parthenon must have obtained its light in one or other of these ways; but the testimony of Vitruvius (iii. 1) cannot be quoted in favour of the Parthenon being hypaethral, as there are strong reasons for believing the passage to be corrupt. If the Parthenon was really hypaethral, we must place the opening to the sky between the statue and the eastern door, since we cannot suppose that such an exquisite work as the chryselephantine statue of Athena was not protected by a covered roof.
Before quitting the Parthenon, there is one interesting point connected with its construction, which must not be passed over without notice.
  It has been discovered within the last few years, that in the Parthenon, and in some others of the purer specimens of Grecian architecture, there is a systematic deviation from ordinary rectilinear construction. Instead of the straight lines in ordinary architecture, we find various delicate curves in the Parthenon. It is observed that the most important curves in point of extent, are those which form the horizontal lines of the building where they occur; such as the edges of the steps, and the lines of the entablature, which are usually considered to be straight level lines, but in the steps of the Parthenon, and some other of the best examples of Greek Doric are convex curves, lying in vertical plains; the lines of the entablature being also curves nearly parallel to the steps and in vertical plains. The existence of curves in Greek buildings is mentioned by Vitruvius (iii. 3), but it was not until the year 1837, when much of the rubbish which encumbered the stylobate of the Parthenon had been removed by the operations carried on by the Greek government, that the curvature was discovered by Mr. George Pennethorne, an English architect then at Athens. Subsequently the curves were noticed by Messrs. Hofer and Schaubert, German architects, and communicated by them to the Wiener Bauzeitung. More recently a full and elaborate account of these curves has been given by Mr. Penrose, who went to Athens under the patronage of the Society of Dilettanti for the purpose of investigating this subject, and who published the results of his researches in the magnificent work, to which we have already so often referred. Mr. Penrose remarks that it is not surprising that the curves were not sooner discovered from an inspection of the building, since the amount of curvature is so exquisitely managed that it is not perceptible to a stranger standing opposite to the front ; and that before the excavations the steps were so much encumbered as to have prevented any one looking along their whole length. The curvature may now be easily remarked by a person who places his eye in such a position as to look along the lines of the step or entablature from end to end, which in architectural language is called boning.
  For all architectural details we refer to Mr. Penrose's work, who has done far more to explain the construction of the Parthenon than any previous writer. There are two excellent models of the Parthenon by Mr. Lucas, in the Elgin Room at the British Museum, one a restoration of the temple, and the other its ruined aspect.
  It has been already stated that the Parthenon was converted into a Christian church, dedicated to the Virgin-Mother, probably in the sixth century. Upon the conquest of Athens by the Turks, it was changed into a mosque, and down to the year 1687 the building remained almost entire with the exception of the roof. Of its condition before this year we have more than one account. In 1674 drawings of its sculptures were made by Carrey, an artist employed for this purpose by the Marquis de Nointel, the French ambassador at Constantinople. These drawings are still extant and have been of great service in the restoration of the sculptures, especially in the pediments. In 1676 Athens was visited by Spon and Wheler, each of whom published an account of the Parthenon (Spon, Voyage du Levant, 1678; Wheler, Journey into Greece, 1682).
  In 1687, when Athens was besieged by the Venetians under Morosini, a shell, falling into the Parthenon, inflamed the gunpowder, which had been placed by the Turks in the eastern chamber, and reduced the centre of the Parthenon to a heap of ruins. The walls of the eastern chamber were thrown down together with all the interior columns, and the adjoining columns of the peristyle. Of the northern side of the peristyle eight columns were wholly or partially thrown down; and of the southern, six columns; while of the pronaos only one column was left standing. The two fronts escaped, together with a portion of the western chamber. Morosini, after the capture of the city, attempted to carry off some of the statues in the western pediment; but, owing to the unskilfulness of the Venetians, they were thrown down as they were being lowered, and were dashed in pieces.
  At the beginning of the present century, many of the finest sculptures of the Parthenon were removed to England, as has been mentioned above. In 1827 the Parthenon received fresh injury, from the bombardment of the city in that year; but even in its present state of desolation, the magnificence of its ruins still strikes the spectator with astonishment and admiration.

4. The Erechtheium.
The Erechtheium (Erechtheion) was the most revered of all the sanctuaries of Athens, and was closely connected with the earliest legends of Attica. Erechtheus or Erichthonius, for the same person is signified under the two names, occupies a most important position in the Athenian religion. His story is related variously; but it is only necessary on the present occasion to refer to those portions of it which. serve to illustrate the following account of the building which bears his name. Homer represents Erechtheus as born of the Earth, and brought up by the goddess Athena, who adopts him as her ward, and instals him in her temple at Athens, where the Athenians offer to him annual sacrifices (Hom. Il. ii. 546, Od. vii. 81). Later writers call Erechtheus or Erichthonius the son of Hephaestus and the Earth, but they also relate that he was brought up by Athena, who made him her companion in her temple. According to one form of the legend he was placed by Athena in a chest, which was entrusted to the charge of Aglaurus, Pandrosus, and Herse, the daughters of Cecrops, with strict orders not to open it; but that Aglaurus and Herse, unable to control their curiosity, disobeyed the command; and upon seeing the child in the form of a serpent entwined with a serpent, they were seized with madness, and threw themselves down from the steepest part of the Acropolis (Apollod. iii. 14.6; Hygin. Fab. 166; Paus. i. 18.2). Another set of traditions represented Erechtheus as the god Poseidon. In the Erechtheium he was worshipped under the name of Poseidon Erechtheus; and one of the family of the Butadae, which traced their descent from him, was his hereditary priest (Apollod. iii. 15.1; Plut. Vit. X. Orat. ; Xen. Sympos. 8.40). Hence we may infer with Mr. Grote that the first and oldest conception of Athens and the sacred Acropolis places it under the special protection, and represents it as the settlement and favourite abode of Athena, jointly with Poseidon; the latter being the inferior, though the chosen companion of the former, and therefore exchanging his divine appellation for the cognomen of Erechtheus.
  The foundation of the Erechtheium is thus connected with the origin of the Athenian religion. We have seen that according to Homer a temple of Athena existed on the Acropolis before the birth of Erechtheus; but Erechtheus was usually regarded as the founder of the temple, since he was the chief means of establishing the religion of Athena in Attica. This temple was also the place of his interment, and was named after him. It contained several objects of the greatest interest to every Athenian. Here was the most ancient statue of Athena Polias, that is, Athena, the guardian of the city. This statue was made of olive-wood, and was said to have fallen down from heaven. Here was the sacred olive tree, which Athena called forth from the earth in her contest with Poseidon for the possession of Attica; here also was the well of salt water which Poseidon produced by the stroke of his trident, the impression of which was seen upon the rock; and here, lastly, was the tomb of Cecrops as well as that of Erechtheus. The building also contained a separate sanctuary of Athena Polias, in which the statue of the goddess was placed, and a separate sanctuary of Pandrosus, the only one of the sisters who remained faithful to her trust. The more usual name of the entire structure was the Erechtheium, which consisted of the two temples of Athena Polias and Pandrosus. But the whole building was also frequently called the temple of Athena Polias, in consequence of the importance attached to this part of the edifice. In the ancient inscription mentioned below, it is simply called the temple which contained the ancient statue (ho neos en ho to archaion agalma).
  The original Erechtheium was burnt by the Persians; but the new temple was built upon the ancient site. This could not have been otherwise, since it was impossible to remove either the salt well or the olive tree, the latter of which sacred objects had been miraculously spared. Though it had been burnt along with the temple, it was found on the second day to have put forth a new sprout of a cubit in length, or, according to the subsequent improvement of the story, of two cubits in length (Herod. viii. 55; Paus. i. 27.2). The new Erechtheium was a singularly beautiful building, and one of the great triumphs of Athenian architecture. It was of the Ionic order, and in its general appearance formed a striking contrast to the Parthenon of the Doric order by its side. The rebuilding of the Erechtheium appears to have been delayed by the determination of the people to erect a new temple exclusively devoted to their goddess, and of the greatest splendour and magnificence. This new temple, the Parthenon, which absorbed the public attention and means, was followed by the Propylaea; and it was probably not till the completion of the latter in the year before the Peloponnesian war, that the rebuilding of the Erechtheium was commenced, or at least continued, with energy. The Peloponnesian war would naturally cause the works to proceed slowly until they were quite suspended, as we learn from a very interesting inscription, bearing the date of the archonship of Diodes, that is, B.C. 409-8. This inscription, which was discovered by Chandler, and is now in the British Museum, is the report of a commission appointed by the Athenians to take an account of the unfinished parts of the building. The commission consisted of two inspectors (epistatai), an architect (architekton) named Philocles, and a scribe (grammateus). It appears from this inscription that the principal parts of the building were finished; and we may conclude that they had been completed some time before, since Herodotus (viii. 55), who probably wrote in the early years of the Peloponnesian war, describes the temple as containing the olive tree and the salt well, without making any allusion to its being in an incomplete state. The report of the commission was probably followed by an order for the completion of the work; but three years afterwards the temple sustained considerable damage from a fire (Xen. Hell. i. 6.1). The troubles of the Athenians at the close of the Peloponnesian war must again have withdrawn attention from the building; and we therefore cannot place its completion much before B.C. 393, when the Athenians, after the restoration of the Long Walls by Conon, had begun to turn their attention again to the embellishment of their city. The words of Xenophon in the passage quoted above -ho palaios tes Athenas neos- have created difficulty, because it has been thought that it could not have been called the old temple of Athena, inasmuch as it was so new as to be yet unfinished. But we know that the old temple of Athena was a name commonly given to the Erechtheium to distinguish it from the Parthenon. Thus Strabo (ix.) calls it, ho archaios naos ho tes Poliados
  The Erechtheium was situated to the north of the Parthenon, and close to the northern wall of the Acropolis. The existing ruins leave no doubt as to the exact form and appearance of the exterior of the building; but the arrangement of the interior is a matter of great uncertainty. The interior of the temple was converted into a Byzantine church, which is now destroyed; and the inner part of the building presents nothing but a heap of ruins, belonging partly to the ancient temple, and partly to the Byzantine church. The difficulty of understanding the arrangement of the interior is also increased by the obscurity of the description of Pausanias. Hence it is not surprising that almost every writer upon the subject has differed from his predecessor in his distribution of some parts of the building; though there are two or three important points in which most modern scholars are now agreed. The building has been frequently examined and described by architects; but no one has devoted to it so much time and careful attention as M. Tetaz, a French architect, who has published the results of his personal investigations in the Revue Archeologique for 1851 (parts 1 and 2). We, therefore, follow M. Tetaz in his restoration of the interior, with one or two slight alterations, at the same time reminding our readers that this arrangement must after all be regarded as, to a great extent, conjectural. The walls of the ruins, according to the measurement of Tetaz, are 20.034 French metres in length from east to west, and 11.215 metres in breadth from north to south.
  The form of the Erechtheium differs from every other known example of a Grecian temple. Usually a Grecian temple was an oblong figure, with two porticoes, one at its eastern, and the other at its western, end. The Erechtheium, on the contrary, though oblong in shape and having a portico at the eastern front, had no portico at its western end; but from either side of the latter a portico projected to the north and south, thus forming a kind of transept. Consequently the temple had three porticoes, called prostaseis in the inscription above mentioned, and which may be distinguished as the eastern, the northern, and the southern prostasis, or portico. The irregularity of the building is to be accounted for partly by the difference of the level of the ground, the eastern portico standing upon ground about 8 feet higher than the northern; but still more by the necessity of preserving the different sanctuaries and religious objects belonging to the ancient temple. The skill and ingenuity of the Athenian architects triumphed over these difficulties, and even converted them into beauties.
  The eastern portico stood before the principal entrance. This is proved by its facing the east, by its greater height, and also by the disposition of its columns. It consisted of six Ionic columns standing in a single line before the wall of the cella, the extremities of which are adorned with antae opposite to the extreme columns. Five of these columns are still standing.
  The northern portico, called in the inscription he prostasis he pros tou thuromatos, or the portico before the thyroma, stood before the other chief entrance. It also consisted of six Ionic columns, but only four of these are in front; the two others are placed, one in each flank, before a corresponding anta in the wall on either side of the door. These columns are all standing. They are about 3 feet higher, and nearly 6 inches greater in diameter, than those in the eastern portico. It must not, however, be inferred from this circumstance that the northern portico was considered of more importance than the eastern one; since the former appeared inferior from its standing on lower ground. Each of these porticoes stood before two large doors ornamented with great magnificence.
  The southern portico, though also called prostasis in the inscription, was of an entirely different character. Its roof was supported by six Caryatides, or columns, of which the shafts represented young maidens in long draperies, called hai Korai in the inscription. They are arranged in the same manner as the columns in the northern portico -namely, four in front, and one on either anta. They stand upon a basement eight feet above the exterior level; the roof which they support is flat, and about 15 feet above the floor of the building. The entire height of the portico, including the basement, was little more than half the height of the pitched roof of the temple. There appears to have been no access to this portico from the exterior of the building. There was no door in the wall behind this portico; and the only access to it from the interior of the building was by a small flight of steps leading out into the basement of the portico between the Caryatid and the anta on the eastern flank. All these steps may still be traced, and two of them are still in their place. At the bottom of them, on the floor of the building, there is a door opposite the great door of the northern porch. It is evident, from this arrangement, that this southern portico formed merely an appendage of that part of the Erechtheium to which the great northern door gave access. A few years ago the whole of this portico was in a state of ruins, but in 1846 it was restored by M. Piscatory, then the French ambassador in Greece. Four of the Caryatides were still standing; the fifth, which was found in an excavation, was restored to its former place, and a new figure was made in place of the sixth, which was, and is, in the British Museum.
  The western end of the building had no portico before it. The wall at this end consisted of a basement of considerable height, upon which were four Ionic columns, supporting an entablature. These four columns had half their diameters engaged in the wall, thus forming, with the two antae at the corners, five intercolumniations, corresponding to the front of the principal portico. The wall behind was pierced with three windows in the spaces between the engaged columns in the centre.
  The frieze of the building was composed of black Eleusinian marble, adorned with figures in low relief in white marble; but of this frieze only three portions are still in their place in the eastern portico.
  With respect to the interior of the building, it appears from an examination of the existing remains that it was divided by two transverse walls into three compartments, of which the eastern and the middle was about 24 feet each from east to west, and the western about 9 feet. The last was consequently a passage along the western wall, of the building, at one end of which was the great door of the northern portico, and at the other end the door of the staircase leading to the portico of the Caryatides. There can, therefore, be little doubt that this passage served as the pronaos of the central compartment. It, therefore, appears from the ruins themselves that the Erechtheium contained only two principal chambers. This is in accordance with the statement of Pausanias,who says (i. 26.5) that the Erechtheium was a double building (diploun oikema). He further states that the temple of Pandrosus was attached to that of Athena Polias (toi naoi tes Athenas Pandrosou naos suneches, i. 27.2). Now since Herodotus and other authors mention a temple of Erechtheus, it was inferred by Stuart and others that the building contained three temples -one of Erechtheus, a second of Athena Polias, and a third of Pandrosus. But, as we have remarked above, the Erechtheium was the name of the whole building, and it does not appear that Erechtheus had any shrine peculiar to himself. Thus the olive tree which is placed by Herodotus (viii. 55) in the temple of Erechtheus, is said by other writers to have stood in the temple of Pandrosus (Apollod. iii. 14.1; Philochorus, ap. Dionys. de Deinarch. 3). We may therefore safely conclude that the two temples, of which the Erechtheium consisted, were those of Athena Polias and of Pandrosus, to which there was access by the eastern and the northern porticoes respectively. That the eastern chamber was the temple of Athena Polias follows from the eastern portico being the more important of the two, as we have already shown.
  The difference of level between the floors of the two temples would seem to show that there was no direct communication between them. That there was, however, some means of communication between them appears from an occurrence recorded by Philochorus (ap. Dionys. l. c.), who relates that a dog entered the temple of Polias, and having penetrated (dusa) from thence into that of Pandrosus, there lay down at the altar of Zeus Herceius, which was under the olive tree. Tetaz supposes that the temple of Polias was separated from the two lateral walls of the building by two walls parallel to the latter, by means of which a passage was formed on either side, one on the level of the floor of the temple of Polias, and the other on the level of the floor of the Pandroseium; the former communicating between the two temples by a flight of steps, and the latter leading to the souterrains of the building.
  A portion of the building was called the Cecropium. Antiochus, who wrote about B.C. 423, related that Cecrops was buried in some part of the temple of Athena Polias (including under that name the whole edifice). In the inscription also the Cecropium is mentioned. Pausanias makes no mention of any sepulchral monuments either of Cecrops or of Erechtheus. Hence it may be inferred that none such existed; and that, as in the case of Theseus in the Theseium, the tradition of their interment was preserved by the names of Erechtheium and Cecropium, the former being applied to the whole building, and the latter to a portion of it. The position of the Cecropium is determined by the inscription, which speaks of the southern prostasis, or portico of Caryatides, as he prostasis he pros toi Kekropioi. The northern portico is described as pros tou thuromatos. From the pros governing a different case in these two instances, it has been justly inferred by Wordsworth, that in the former, the dative case signifies that the Caryatid portico was a part of, and attached to, the Cecropium; while, in the latter, the genitive indicates that the northern portico was only in the direction of or towards the portal. In addition to this there is no other part of the Pandroseium to which the Cecropium can be assigned. It cannot have been, as some writers have supposed, the western compartment -a passage between the northern and southern porticoes- since this was a part of the temple of Pandrosus, as we learn from the inscription, which describes the western wall as the wall before the Pandroseium (ho toichos ho pros tou Pandroseiou). Still less could it have been the central apartment, which was undoubtedly the cella of the Pandroseium. We may, therefore, conclude that the Caryatid portico, with the crypt below, was the Cecropium, or sepulchre of Cecrops. It is evident that this building, which had no access to it from the exterior, is not so much a portico as an adjunct, or a chapel of the Pandroseium, intended for some particular purpose, as Leake has observed.
  We may now proceed to examine the different objects in the building and connected with it. First, as to the temple of Athena Polias. In front of the portico was the altar of Zeus Hypatus, which Pausanias describes as situated before the entrance (pro tes esodou). In the portico itself (eselthousi, Paus.) were altars of Poseidon-Erechtheus, of Butes, and of Hephaestus. In the cella (en toi naoi), probably near the western wall, was the Palladium, or statue of the goddess. In front of the latter was the golden lamp, made by Callimachus, which was kept burning both day and night; it was filled with oil only once a year, and had a wick of Carpasian flax (the mineral Asbestus), whence the lamp was called ho asbestos luchnos (Strab. ix.). It is mentioned as one of the offences of the tyrant Aristion, that he allowed the fire of this lamp to go out during the siege of Athens by Sulla. Pausanias says, that a brazen palm tree rising above the lamp to the roof carried off the smoke. In other parts of the cella were a wooden Hermes, said to have been presented by Cecrops, a folding chair made by Daedalus, and spoils taken from the Persians. The walls of the temple were covered with pictures of the Butadae.
  The statue of Athena Polias, which was the most sacred statue of the goddess, was made of olive wood. It is said to have fallen down from heaven, and to have been a common offering of the demi many years before they were united in the city of Athens. It was emphatically the ancient statue; and, as Wordsworth has remarked, it had, in the time of Aeschylus, acquired the character of a proper name, not requiring to be distinguished by the definite article. Hence Athena says to Orestes (Aesch. Eum. 80.): hizou palaion ankathen labon bretas. It has been observed above that the Panathenaic peplos was dedicated to Athena Polias, and not to the Athena of the Parthenon. This appears from the following passage of Aristophanes (Au. 826), quoted by Wordsworth:
     tis dai theos Poliouchos estai;
     toi xanoumen ton peplon;
     ti d'oui?? Athenaian eomen Poliada;
Upon which passage the scholiast remarks: tei Athenai Poliadi ousei peplos egineto pampoikilos hon anepheron en tei pompei ton Panathenaion. The statue of Athena seems to have been covered with the peplus. A very ancient statue of Athena, which was discovered a few years back in the Aglaurium, is supposed by K. O. Muller to have been a copy of the old Athena Polias. A description of this statue, with three views of it, is given by Mr. Scharf in the Museum of Classical Antiquities. It is a sitting figure, 4 feet 6 inches in height. It has a very archaic character; the posture is formal and angular; the knees ate close together, but the left foot a little advanced; the head and arms are wanting.
  With respect to the objects in the Pandroseium, the first thing is to determine, if possible, the position of the olive tree and the salt well. That both of these were in the Pandroseium cannot admit of doubt. Two authors already quoted (Apollod. iii. 14.1; Philochor. ap. Dionys. de Deinarch. 3) expressly state that the olive tree stood in the temple of Pandrosus; and that such was the case with the salt well, also, appears from Pausanias (i. 26.5), who, after stating that the building is twofold, adds: in the inner part is a well of salt water, which is remarkable for sending forth a sound like that of waves when the wind is from the south. There is, also, the figure of a trident upon the rock: these are said to be evidences of the contention of Poseidon (with Athena) for Attica. This salt well is usually called Xalassa Erechtheis, or simply Xalassa (Apollod. iii. 14.1; Herod. viii. 55); and other writers mention the visible marks of Poseidon's trident. Leake supposed that both the well and the olive tree were in the Cecropium, or the southern portico, on the ground that the two were probably near each other, and that the southern portico, by its peculiar plan and construction, seems to have been intended expressly for the olive, since a wall, fifteen feet high, protected the trunk from injury, while the air was freely admitted to its foliage, between the six statues which supported the roof. But this hypothesis is disproved by the recent investigations of Tetaz, who states that the foundation of the floor of the portico is formed of a continuous mass of stones, which could not have received any vegetation. The olive tree could not, therefore, have been in the southern portico. M. Tetaz places it, with much probability, in the centre of the cella of the Pandroseium. He imagines that the lateral walls of the temple of Polias were continued under the form of columns in the Pandroseium, and that the inner space between these columns formed the cella of the temple, and was open to the sky. Here grew the olive-tree under the altar of Zeus Herceius according to the statement of Philochorus (ap. Dionys. l. c.). The description by Virgil (Aen. ii. 512) of the altar, at which Priam was slain, is applicable to the spot before us: Aedibus in mediis, nudoque sub aetheris axe Ingens ara fuit, juxtaque veterrima laurus Incumbens arae atque umbra complex Penates.
  The probable position of the salt well has been determined by Tetaz, who has discovered, under the northern portico, what appear to be the marks of Poseidon's trident. Upon the removal, in 1846, of the remains of a Turkish powder magazine, which encumbered the northern portico, Tetaz observed three holes sunk in the rock; and it is not unlikely that this was the very spot shown to devout persons, and to Pausanias among the number, as the memorial of Poseidon's contest with Athena. A drawing of them is given by Mr. Penrose, which we subjoin, with his description.
  They occur upon the surface of the rock of the Acropolis, about seven feet below the level of the pavement. These singular traces consist of three holes, partly natural and partly cut in the rock; that lettered a in the plan is close to the eastern anta of the portico; it is very irregular, and seems to form part of a natural fissure; b and c, near the surface, seem also to have been natural, but are hollowed into a somewhat cylindrical shape, between 2 and 3 feet deep and 8 and 9 in diameter; d is a receptacle, as may be presumed, for water, cut 1.0 deep in the rock, and connected with the holes b and c by means of a narrow channel, alto about 1.0 deep. The channel is produced for a short distance in the direction of a, but was perhaps discontinued on its being discovered that, owing to natural crevices, it would not hold water. At the bottom of b and c were found fragments of ordinary ancient pottery. There appears to have been a low and narrow doorway through the foundation of the wall, dividing this portico from the temple, to the underground space or crypt, where these holes occur, and also some communication from above, through a slab rather different from the rest, in the pavement of the portico immediately over them.
  Pausanias has not expressly mentioned any other objects as being in the Pandroseium, but we may presume that it contained a statue of Pandrosus, and an altar of Thallo, one of the Horae, to whom, he informs us elsewhere (ix. 35.1), the Athenians paid divine honours jointly with Pandrosus. He has also omitted to notice the oikouros ophis, or Erechthonian serpent, whose habitation in the Erechtheium was called drakaulos, and to whom honey cakes were presented every month. We have no means of determining the position of this drakaulos.
  The Erechtheium was surrounded on most sides by a Temenos or sacred inclosure, separated from the rest of the Acropolis by a wall. This Temenos was on a lower level than the temple, and the descent to it was by a flight of steps close to the eastern portico. It was bounded on the east by a wall, extending from this portico to the wall of the Acropolis, of which a part is still extant. On the north it was bounded by the wall of the Acropolis, and on the south by a wall extending from the southern portico towards the left wing of the Propylaea. Its limits to the west cannot be ascertained. In the Temenos, there were several statues mentioned by Pausanias, name y, that of the aged priestess Lysimacha, one cubit high (comp. Plin. xxxiv. 8. s. 19. 15); the colossal figures in brass of Erechtheus and Eumolpus, ready to engage in combat; some ancient wooden statues of Athena in the half burnt state in which they had been left by the Persians; the hunting of a wild boar; Cycnus fighting with Hercules; Theseus finding the slippers and sword of Aegeus under the rock; Theseus and the Marathonian bull; and Cylon, who attempted to obtain the tyranny at Athens. In the Temenos, also, was the habitation of two of the four maidens, called Arrephori, with their sphaerestra, or place for playing at ball. These two maidens remained a whole year in the Acropolis; and on the approach of the greater Panethenaea they received from the priestess of Polias a burden, the contents of which were unknown to themselves and to the priestess. With this burden they descended into a subterraneous natural cavern near the temple of Aphrodite in the gardens, where they deposited the burden they brought, and carried back another burden covered up (Paus. i. 27.3; Plut. Vit. X. Orat.; Harpocr., Suid., s. v. Deipnophoroi). It is probable that the Arrephori passed through the Aglaurium in their descent to the cavern above mentioned. The steps leading to the Aglaurium issued from the Temenos; and it is not impossible, considering the close connexion of the worship of Aglaurus with that of her sister Pandrosus, that the Aglaurium may have been considered as a part of the Temenos of the Erechtheium.

5. Other Monuments on the Acropolis.
The Propylaea, the Parthenon and the Erechtheium were the three chief buildings on the Acropolis; but its summit was covered with other temples, altars, statues and works of art, the number of which was so great as almost to excite our astonishment that space could be found for them all. Of these, however, we can only mention the most important.
(i.) The Statue of Athena Promachus, one of the most celebrated works of Pheidias, was a colossal bronze figure, and represented the goddess armed and in the very attitude of battle. Hence it was distinguished from the statues of Athena in the Parthenon and the Erechtheium, by the epithet of Promachus. This Athena was also called The Bronze, the Great Athena (he chalke he megale Athena, Dem. de Fals. Leg.). Its position has been already described. It stood in the open air nearly opposite the Propylaea, and was one of the first objects seen after passing through the gates of the latter. It was of gigantic size. It towered even above the roof of the Parthenon; and the point of its spear and the crest of its helmet were visible off the promontory of Sunium to ships approaching Athens (Paus.i.28.2; comp.Herod.v.77). With its pedestal it must have stood about 70 feet high. Its position and colossal proportions are shown in an ancient coin of Athens, containing a rude representation of the Acropolis. It was still standing in A.D. 395, and is said to have frightened away Alaric when he came to sack the Acropolis (Zosim. v. 6). The exact site of this statue is now well ascertained, since the foundations of its pedestal have been discovered.
(ii.) A brazen Quadriga, dedicated from the spoils of Chalcis, stood on the left hand of a person, as he entered the Acropolis through the Propylaea. (Herod. v. 77; Paus. i. 28.2)
(iii.) The Gigantomachia, a composition in sculpture, stood upon the southern or Cimonian wall, and just above the Dionysiac theatre; for Plutarch relates that a violent wind precipitated into the Dionysiac theatre a Dionysus, which was one of the figures of the Gigantomachia (Paus. i. 25.2; Plut. Ant. 60). The Gigantomachia was one of four compositions, each three feet in height, dedicated by Attalus, the other three representing the battle of the Athenians and Amazons, the battle of Marathon, and the destruction of the Gauls by Attalus. If the Gigantomachia stood towards the eastern end of the southern wall, we may conclude that the three other compositions were ranged in a similar manner upon the wall towards the west, and probably extended as far as opposite the Parthenon. Mr. Penrose relates that south-east of the Parthenon, there has been discovered upon the edge of the Cimonian wall a platform of Piraic stone, containing two plain marble slabs, which are perhaps connected with these sculptures.
(iv.) Temple of Artemis Brauronia, standing between the Propylaea and the Parthenon, of which the foundations have been recently discovered (Paus. i. 23.7). Near it, as we learn from Pausanias, was a brazen statue of the Trojan horse (hippos doureios), from which Menestheus, Teucer and the sons of Theseus were represented looking out (huperkuptousi). From other authorities we learn that spears projected from this horse (Hesych. s. v. dourios hippos; comp. doureios hippos, krupton ampischon doru, Eurip. Troad. 14); and also that it was of colossal size (hippon huponton megethos hoson ho dourios, Aristoph. Av. 1128; Hesych. s. v. Krios aselgokeros). The basis of this statue has also been discovered with an inscription, from which we learn that it was dedicated by Chaeredemus, of Coele (a quarter in the city), and that it was made by Strongylion.
(v.) Temple of Rome and Augustus, not mentioned by Pausanias, stood about 90 feet before the eastern front of the Parthenon. Leake observes that from a portion of its architrave still in existence, we may infer that it was circular, 23 feet in diameter, of the Ionic or Corinthian order, and about 50 feet in height, exclusive of a basement. An inscription found upon the site informs us that it was dedicated by the Athenian people theai Hpomei kai Eebastoi Kaisari. It was dedicated to Rome and Augustus, because this emperor forbade the provinces to raise any temple to him, except in conjunction with Rome.
In following Pausanias through the Acropolis, we must suppose that he turned to the right after passing through the Propylaea, and went straight to the Parthenon; that; from the Parthenon he proceeded to the eastern end of the Acropolis; and returned along the northern side, passing the Erechtheium and the statue of Athena Promachus.

This extract is from: Dictionary of Greek and Roman Geography (1854) (ed. William Smith, LLD). Cited Aug 2005 from The Perseus Project URL below, which contains interesting hyperlinks


Harpers Dictionary of Classical Antiquities

In nearly all the cities of Greece, which were usually built upon a hill or some natural elevation, there was a kind of tower or citadel, reared upon the highest part, to which the name akropolis (upper town) was given. At Rome, the Capitolium was analogous in its purposes to the acropolis of Greek cities. The Acropolis of Athens was situated on a plateau of rock, about 200 feet in height, 1000 in breadth from east to west, and 460 in length from north to south. It was originally called Cecropia, after Cecrops, the ancestor of the Athenians, whose grave and shrine were shown on the spot. On the north side of the Acropolis was the Erechtheum, the common seat of worship of the ancient gods of Athens, Athene Polias, Hephaestus, Poseidon, and Erechtheus himself, who was said to have founded the sanctuary. His house was possibly northeast of the Erechtheum. Pisistratus, like the ancient kings, had his residence on the Acropolis, and may have added the stylobate to the temple of Athene recently identified, south of the Erechtheum. The walls of the fortress proper were destroyed in the Persian wars, 480 and 479 B.C., and restored by Cimon. But the wall surrounding the foot of the hill, called the Pelasgicon or Pelargicon, and supposed to be a relic of the oldest inhabitants, was left in ruins. Cimon also laid the foundation of a new temple of Athene on the south side of the hill. This temple was begun afresh and completed in the most splendid style by Pericles, and called the Parthenon. Pericles at the same time adorned the approach to the west side of the Acropolis with the glorious Propylaea, and began to rebuild the Erechtheum in magnificent style. There were several other sanctuaries on the Acropolis--that, for instance, of Artemis Brauronia, on the southeastern side of the Propylaea; the beautiful little temple of Athene Nike, to the southwest; and the Pandroseum, adjoining the temple of Erechtheus. There were many altars--that of Zeus Hypatos, for example--and countless statues, among them that of Athene Promachos, with votive offerings. Among the numerous grottos in the rock, one on the north side was dedicated to Pan, another to Apollo.

This text is cited Oct 2002 from The Perseus Project URL below, which contains interesting hyperlinks


Links

Ιστορικά στοιχεία χωριού Γκιότσαλι

ΑΓΙΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ (Χωριό) ΝΙΑΤΑ

ΑΓΚΙΣΤΡΙ (Νησί) ΑΤΤΙΚΗ
Αρχαία Χρόνια
  Η αρχαία ονομασία του νησιού είναι Κεκρυφάλεια και σημαίνει στολισμένη κεφαλή. Με την ονομασία αυτή το Αγκίστρι αναφέρεται από τον Όμηρο ως σύμμαχος της Αίγινας στον Τρωϊκό Πόλεμο (Ιλιάδα, έπος Α', ραψ. Β', στίχος 562). Ακόμη το αναφέρουν οι ιστορικοί Θουκυδίδης (470-335 π.Χ.) και Διόδωρος (90-21 π.Χ.). Μέχρι σήμερα οι ανασκαφές έχουν φέρει στο φως ποικίλα ενδιαφέροντα αρχαιολογικά ευρήματα που δείχνουν ότι το νησί κατοικήθηκε πριν από 2.500 χρόνια.
  Το Αγκίστρι με τα γύρω νησιά αποτελούσε το βασίλειο της Αίγινας του μυθικού βασιλιά Αιακού. Αρχαιολογικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι περιοχές της Μεγαρίτισσας και της Απονήσου καθώς και κοντά στο Κοντάρι. Το Αγκίστρι υφίστατο συχνά τις επιρροές της πολυκύμαντης ιστορίας της Αίγινας.
  Κατά μήκος της Δυτικής ακτής και σε μικρό βάθος διακρίνονται υπόλοιπα κτισμάτων προχριστιανικών χρόνων. Αρχαιολογικά ευρήματα του νησιού εκτίθενται στο Πνευματικό Κέντρο που βρίσκεται στο Μεγαλοχώρι (Μύλος).
14ος αιώνας - 20ος αιώνας
  Το νησί έγινε καταφύγιο για Αλβανούς πρόσφυγες (Αρβανίτες) από την Σερβική αυτοκρατορική επέκταση το 14ο αιώνα. Αργότερα η περιοχή έγινε μέρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η επιρροή από τους Αρβανίτες μπορεί ακόμη και σήμερα να παρατηρηθεί από τα μακριά χρωματιστά φουστάνια και μαντίλια που φοριούνται στο κεφάλι από μερικές ηλικιωμένες γυναίκες, ειδικότερα στο Μεγαλοχώρι.
  Το Αγκίστρι κατά διαστήματα δεν κατοικήθηκε. Στο τέλος του 17ου αιώνα φαίνεται ότι εγκαταλείφθηκε, πιθανόν λόγω των συχνών πειρατικών επιδρομών στην περιοχή στις οποίες ένα μικρό νησί όπως αυτό ήταν ιδιαίτερα ευάλωτο.
  Το 1821 το νησί κατοικήθηκε και πάλι αλλά ο πληθυσμός ήταν ελάχιστος για να αναφερθεί στην απογραφή της εποχής. Το 1835, όμως, με Βασιλικό Διάταγμα, η Κοινότητα Αγκιστρίου σχηματίστηκε και αναφέρθηκαν 248 κάτοικοι.
20ος αιώνας - Σήμερα
  Κατά την δεκαετία του 1920 ο πληθυσμός του Αγκιστρίου ήταν και πάλι ελάχιστος αλλά κατά την περίοδο μεταξύ 1940 και 1990 ήταν ένα από τα λιγοστά μικρά ελληνικά νησιά, του οποίου ο πληθυσμός πραγματικά αυξήθηκε. Σήμερα ο πληθυσμός του νησιού είναι λίγο παραπάνω από 1000 κατοίκους που φτάνει περίπου τους 4.500 την καλοκαιρινή περίοδο. Μέχρι το 1960 το νησί δεν έιχε απευθείας σύνδεση με τον Πειραιά με πλοίο. Το 1973 ηλεκτροδοτήθηκε και στα τέλη του '70 κατασκευάστηκε δρόμος προς τα Λιμενάρια. Από το 1981 είναι σε λειτουργία ένα μικρό 12θέσιο λεωφορείο που καλύπτει την διαδρομή μεταξύ Σκάλας - Μύλου (Μεγαλοχώρι) - Λιμενάρια. Κατά παράδοση τα κύρια προϊόντα του νησιού είναι ρετσίνα από πεύκο, ελαιόλαδο, σύκα, κριθάρι και φρούτα. Ομως τα τελευταία περιπου 40 χρόνια η οικονομία του νησιού βασίζεται στον τουρισμό. Το νησί σήμερα κατανέμεται σε 4 οικισμούς: το Μεγαλοχώρι ή Μύλος, τη Σκάλα, το Μετόχι και τα Λιμενάρια. H έδρα της κοινότητας βρίσκεται στο Μεγαλοχώρι.
Το κείμενο παρατίθεται τον Φεβρουάριο 2005 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, του Yialos Studios & Tavern

Athenian Empire in the Golden Age

ΑΘΗΝΑΙ (Αρχαία πόλη) ΕΛΛΑΔΑ
Perseus Project - Thomas R. Martin, An Overview of Classical Greek History from Homer to Alexander

Η αποστασία της Ακάνθου από την αθηναϊκή κυριαρχία

ΑΚΑΝΘΟΣ (Αρχαία πόλη) ΧΑΛΚΙΔΙΚΗ
Η Ακανθος κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου αποστάτησε από τους Αθηναίους (424 π.Χ.) αφού προέβη σε μυστική ψηφοφορία ύστερα από τη δημηγορία του Σπαρτιάτη Βρασίδα, που προηγουμένως μαζί με τους Χαλκιδείς είχε βαδίσει κατά της Ακάνθου (Θουκ. 4,88,1).

Η Ακανθος στη συνθήκη Αθηναίων & Σπαρτιατών

Η Ακανθος αναφέρεται στη συνθήκη μεταξύ Αθηναίων και Σπαρτιατών (μετά την αποστασία της από τους Αθηναίους το 424 π.Χ.) ανάμεσα σε άλλες πόλεις της Μακεδονίας, με τον όρο ότι θα είναι ουδέτερες: σύμμαχοι ούτε των Αθηναίων ούτε των Σπαρτιατών. Αν πάλι το θελήσουν μπορούν να είναι σύμμαχοι των Αθηναίων (Θουκ. 5,18,5).

Clipeus, Clipeum (aspis, sakos)

ΑΡΓΟΣ (Αρχαία πόλη) ΑΡΓΟΛΙΔΑ
Clipaus also Clipeum (aspis, sakos), the large shield used by the Greeks and the Romans, which was originally of circular shape, and is said to have been first used by Proetus and Acrisius of Argos (Paus. ii. 25,6), and therefore is called clipeus Argolicus (Verg. Aen. iii. 637; cf. Pollux, i. 149). According to other accounts, however, it was derived from the Egyptians (Herod. iv. 180; Plat. Tim. 24 B).
  One of the earliest extant representations of Greek shields is to be found in the engraving on a sword-blade found at Mycenae, representing a combat between men and lions. It will be seen that some of the men carry shields resembling a scutum, others shields which recall the shape of the Boeotian shield, and that each form covers about three quarters of the person, and is partly supported by a strap passing round the shoulders. But the Homeric poems, which are probably of later date, are by no means in complete agreement with this representation.
  The heroes of the Iliad carry a shield which is round (iii. 347; v. 453), and large enough to cover the whole man (amphibrote, ii. 389; podenekes, xv. 646; permioessa, xvi. 803: the shield of Ajax is like a tower, vii. 219; cf. Tyrtaeus, xi. 23). It is composed by sewing together circular pieces of untanned oxhide (Il. iv. 447; v. 452; vii. 238; xii. 105), varying in number (four in xv. 479; seven in vii. 245). These are strengthened on both sides by plates of bronze, the outer hides and plates being of smaller diameter, so that on the edge of the shield both hide and metal are thinnest (xx. 275).
  Sarpedon's shield is forged of plates of bronze, to which ox-hides are attached on the inside by golden rods or bolts (rhabdoi) running all round the circle (xii. 294-8). Ten circles of bronze run round Agamemnon's shield (xi. 32). Achilles' shield is composed entirely of metal in five plates--two of bronze, two of tin, and a central one of gold (xx. 270). The structure is bound together by a metal rim (antux), which in Achilles' shield is triple (xviii. 479). At the centre of the shield is a metal boss (omphalos). Agamemnon's shield is studded with twenty bosses of tin and a central one of cyanus (xi. 34). Concerning the appliances for wielding the shield, we have no clear indication: the two kanones mentioned in xiii. 407 and viii. 193 may be rods running across the hollow part of the shield, and serving as handles. When not in use, the shield is suspended by the telamon (balteus), which passes round the breast, the shield hanging at the back (xiv. 404; cf. Herod. i. 171). The practice of decorating the shield has commenced: for to pass over the wonders of Achilles' shield, in which we probably have the effect of the poet's imagination working on some production of Assyrian or Egyptian art which he had seen, Agamemnon's shield bears a Gorgon's head with figures of Terror and Fear, designed perhaps less as an ornament than to alarm the foe (Il. xi. 36).
  The laiseia pteroenta, which in v. 453 and xii. 426 are contrasted with the aspides eukukloi, are explained by the Scholiasts as light and diminutive aspides. The epithet pteroeis may refer to some apron, such as is figured below.
  Turning from the Iliad to the representations and texts of later times, we observe no shields which, like those of heroic times, protect the whole of the warrior's body: they usually cover him from the neck to the knees. Besides the circular or Argive shield, we frequently find represented an oval shield with a strong rim and apertures in the middle of each side (kenchromata, Eur. Phoen. 1386), through which to watch the enemy. This is known as the Boeotian shield, being commonly found on the coins of the Boeotian cities.
  The shield was now formed entirely of brass (panchalkos). An apron, apparently of leather or thick stuff, was sometimes attached to it to protect in some measure the warrior's legs, especially when he did not wear greaves. It was ornamented with patterns or figures. A shield furnished with this appliance is given on the next column, and another under Tuba.
  The simplest arrangement for holding the shield consisted of two metal handles, one to pass the arm through, the other to grasp with the hand; but we very frequently observe the arrangement shown below (from one of the terra-cotta vases published by Tischbein, iv. tab. 20), which may be explained thus:
A band of metal, wood, or leather, was placed across the inside from rim to rim, like the diameter of a circle, to which were affixed a number of small iron bars, crossing each other somewhat in the form of the letter X, which met the arm below the inner bend of the elbow joint, and served to steady the orb. This apparatus, which is said to have been invented by the Carians (Herod. i. 171), was termed ochanon or ochane. Around the inner edge ran a leather thong (porpax), fixed by nails at certain distances, so that it formed a succession of loops all round, which the soldier grasped with his hand (embalon porpaki gennaian chera, Eur. Hel. 1396; polurraphoi porpaki, Soph. Aj. 576 ). But it is somewhat difficult to distinguish these terms, for Plutarch tells us that when Cleomenes III. introduced among the Spartans the sarisa,, which employed both hands, in place of the spear, he also made them carry the shield by the ochane, instead of the porpax (Cleom. 11), while others (e.g. the Scholiast on Aristoph. Eq. 849) treat them as convertible terms.
  At the close of a war it was customary for the Greeks to suspend their shields in the temples, when the porpakes were taken off, in order to render them unserviceable in case of any sudden or popular outbreak ; which custom accounts for the alarm of Demos (Aristoph. l. c.), when he saw them hanging up with their handles on. Sometimes shields were kept in a case (sagma, Aristoph. Ach. 574; Eur. Andr. 617). In Gerhard (op. cit. pl. cclxix.) we see a sagma, made of some stuff, being removed from a shield.
  The aspis was the characteristic defensive weapon (hoplon) of the heavy-armed infantry (hoplitai) during the historical times of Greece, and is opposed to the lighter pelte and gerron: hence we find the word aspis used to signify a body of hoplitai (Xen. Anab. i. 7, 10). It was only exceptionally used by cavalry (Xen. Hell. ii. 4, 24, iv. 4, 10; Aelian. Tact. ii. 12; Arrian. Tact. iv. 15). It was distinctively a Greek shield. Thus none of the Eastern peoples who served under Xerxes (Herod. vii. 61 ff.) were armed with it.
  The Roman clipeus is seen in the accompanying illustration from Trajan's Column. According to Livy (i. 43), when the census was instituted by Servius Tullius, the first class only used the clipeus, and the second were armed with the scutum; but after the Roman soldier received pay, the clipeus was discontinued altogether for the Sabine scutum. (Liv. viii. 8; cf. ix. 19; Plut. Rom. 21; Diod. Eclog. xxiii. 3, who asserts that the original form of the Roman shield was square, and that it was subsequently changed for that of the Tyrrhenians, which was round.)
  The emblazoning of shields with devices (semata, semeia) was said to be derived from the Carians (Herod. i. 171). The bearings on the shields of the heroes before Thebes, as described by Aeschylus in the Seven against Thebes and Euripides in the Phoenissae, exhibit the development of devices in post-Homeric times. Some shields, like Agamemnon's, bear subjects designed to strike terror (Theb. 488, 534: to that of Tydeus bronze bells are attached with this object, ib. 381); others show also the warrior's pride or boastful spirit (ib. 427, 461). Other subjects are purely mythological (ib. 382), or indicate the owner's ancestry (ib. 507), while Amphiaraus is too proud of his real worth to bear any device at all (ib. 587; Eur. Phoen. 1111). The semata already serve to distinguish the warriors to those at a distance (ib. 141). This custom of emblazoning shields is illustrated by the following beautiful gem from the antique, in which the figure of Victory is represented inscribing upon a clipeus the name or merits of some deceased hero.
  From the historians we find that while an individual sometimes attracted attention by an unusual device (Alcibiades' was an eros keraunophoros, Plut. Alcib. 16), cities made use of some common symbol for their shields, which might be easily recognisable by their friends: thus the Lacedaemonians used A, the Sicyonians S, the Thebans Hercules' club, a practice of which the enemy sometimes took a treacherous advantage (Xen. Hell. iv. 4, 10, vii. 50; Paus. iv. 28, 5).
  Each Roman soldier also had his own name and a mark indicating his cohort inscribed upon his shield, in order that he might readily find his own when the order was given to unpile arms; and sometimes the name of the commander under whom he fought.
  The practice of emblazoning shields is attested by the extant shields and representations of shields, and is well exhibited in the works illustrative of painted vases. (See cuts under arma and lorica) The decorations vary from the simplest arrangements of lines and curves to the richest engraving of the inside as well as the outside of the shield. The shields accompanying famous statues of divinities were often masterpieces of engraving. Thus Pheidias engraved on the outside of the shield of his colossal Athene at Athens, the combat of the Athenians and the Amazons, and on the inside the war of the gods and the giants (Plut. Pericl. 31; Paus. i. 17, 2; Plin. H. N. xxxvi.18).
  A victorious army sometimes dedicated their own shields (Paus. x. 19, 4; cf. i. 26, 2; ii. 17,3), or an engraved shield of gold (ib. v. 10,4; Herod. i. 92; Aeschin. Cies. 116), as an offering in a temple. In the latter case we have a shield which is expressly made as a work of art, and not for warfare, as Pausanias remarks concerning those set up in the gymnasium at Olympia (vi. 23,7). These practices, transferred to Rome (Liv. xxv. 39), gave rise to the clipei or clipeatae imagines, the history of which is sketched by Pliny (H. N. xxxv. 2-14), who tells us that Appius Claudius (Consul 495 B.C.) originated the custom, by dedicating in the temple of Bellona clipei bearing portraits of his ancestors, and that his example was followed by M. Aemilius, who thus adorned his own house as well as the basilica Aemilia, as is represented on the coin of the gens Aemilia (See cut under basilica). Under the empire this became a customary act of adulation to the emperor (Tac. Ann. ii. 83; Capitolin. Antonin. 5; Treb. Poll. Claud. 3); and the clipeus aureus of Caligula was annually carried to the Capitol, in a procession composed of the colleges of priests, the senate, and noble youths and maidens singing his praises.
  Finally, shields of various shapes in metal or marble were suspended from the roofs of porticus, or in the atrium of private houses, round the impluvium, for purely decorative purposes. Many such shields were found at Pompeii and Herculaneum, and are preserved in the Museum of Naples. They are usually engraved on both sides, and most commonly with mythological, especially Bacchanalian, subjects.
Clipeus is also the name of a contrivance for regulating the temperature of the vapour bath (balneae).

This text is from: A Dictionary of Greek and Roman Antiquities (1890) (eds. William Smith, LLD, William Wayte, G. E. Marindin). Cited June 2005 from The Perseus Project URL below, which contains interesting hyperlinks


ΑΡΚΑΔΙΑ (Νομός) ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ

Αστυπάλαια

ΑΣΤΥΠΑΛΑΙΑ (Νησί) ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΟΣ
  Οι ελάχιστες μνείες των συγγραφέων και οι περισσότερες και ευγλωττότερες επιγραφές μας δείχνουν ότι η Αστυπαλιά ήταν γνωστή και ονομαστή από τους αρχαίους ιστορικούς χρόνους. Παλαιότεροι κάτοικοί της φέρονται οι Κάρες που την ονόμαζαν Πύρρα για το κοκκινωπό χρώμα του εδάφους της. Για αιώνες το νησί ανήκει στο μεγάλο ναυτικό κράτος του Μίνωα κι αργότερα δέχεται Αχαιούς αποίκους, προερχόμενους κατά μια μαρτυρία από τα Μέγαρα και κατ' άλλη από την Επίδαυρο.
  Και μόνο από τη γλώσσα βλέπουμε ότι το νησί συγκαταλέγεται στην μεγάλη δωρική οικογένεια. Στα μετά τους περσικούς πολέμους χρόνια η Αστυπάλαια ανήκει στην αθηναϊκή συμμαχία, όπως προκύπτει από τους φορολογικούς καταλόγους των Αθηνών.
  Η θέση της ευλίμενης Αστυπαλιάς στο Αιγαίο προκάλεσε ενωρίς το ενδιαφέρον των Ρωμαίων κι η συμμαχία ανάμεσα στον δήμο της νήσου και στη ρωμαϊκή σύγκλητο κράτησε αιώνες, αφού οι Ρωμαίοι χρησιμοποιούσαν την Αστυπαλιά ως ορμητήριο για την αντιμετώπιση των πειρατών του Αιγαίου, δίνοντας ταυτόχρονα στους κατοίκους εσωτερική αυτονομία. Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους, η Αστυπάλαια δόθηκε, το 1207, στον Ιωάννη Κιρίνι, ένα Βενετό ευγενή και τυχοδιώκτη. Από τότε και επί 4 αιώνες - με ένα διάλειμμα 64 χρόνων (1269-1333) κατά το οποίο την ανακατέλαβαν οι Βυζαντινοί - το νησί υπήρξε φέουδο του οίκου των Κιρίνι που κατείχαν επιπλέον την Τήνο και τη Μύκονο. Το 1341 ύστερα από μια άγρια επιδρομή του Εμίρη του Αϊδίνιου, Ομάρ Μπέη Μορβασάν, το νησί ερημώθηκε και έμεινε ακατοίκητο για 72 χρόνια. Το 1413 ο Ιωάννης Δ' Κιρίνι προσπάθησε να εγκαταστήσει αποίκους και να ιδρύσει νέα πόλη στη θέση της παλιάς, την οποία ονόμασε Αστυνέα. Η προσπάθειά του αυτή όμως δεν πέτυχε γιατί δεν τον ακολούθησαν αρκετοί κάτοικοι. Αργότερα άρχισε η εγκατάσταση νέων αποίκων και τότε ξανακτίστηκε η Αστυπάλαια. Στις 2 Οκτωβρίου 1540 την κατέλαβαν οι Τούρκοι και την περιέλαβαν στα "Δώδεκα προνομιούχα νησιά του Αιγαίου". Το 1821 η Αστυπάλαια προσχώρησε πρόθυμα στην Επανάσταση. Το 1830 στη διάσκεψη του Λονδίνου, που χάραξε τα όρια του νέου Ελληνικού Κράτους, το νησί παρέμεινε στη κατοχή της Τουρκίας μέχρι το 1912, οπότε και κατελήφθη από τους Ιταλούς. Η ιταλική κατοχή κράτησε μέχρι το 1943, και το 1947 η Αστυπάλαια δόθηκε στην Ελλάδα μαζί με όλα τα Δωδεκάνησα.

Το κείμενο παρατίθεται τον Οκτώβριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα της Αναπτυξιακής Δωδεκανήσου Α.Ε.


Το Πριγκιπάτο της Αχαϊας

ΑΧΑΪΑ (Νομός) ΕΛΛΑΔΑ

ΑΧΛΑΔΟΚΑΜΠΟΣ (Χωριό) ΑΡΓΟΛΙΔΑ
18/9/1944

Achladokambos through the centuries
From Greek Mythology
  The area around Achladokambos was important even before recorded history, in the times of Greek Mythology.
  The god Pan, god of wine, revelry, and protector of shepherds, was said to frequent this area. On the peak of Parthenio mountain, where today stands the small church of the Virgin Mary, was an altar dedicated to the worship of the god Pan, as was mentioned by the historian Herodotus. At the foot of the same mountain there is also a spring and a cave known as "Panikovi" or "Pinikovi" which come from the name of the god.
  Another revered god in the area was Artemis, one of the 12 Olympian deities, daughter of Zeus and from whom the mountain "Artemission" gets its name. There are two altars of the goddess in the area of Achladokambos. The first was in a place called "Portes", near the peak of the mountain, and the second was in a place called "Potamia", near the road leading to Tripoli.
From Ancient History
  The first reference in history of the Achladokambos area dates back to 720 BC, under the name Isia, which was a stronghold that served as a front line defense for the kingdom of Argos during the wars between Argos and Sparta, as recorded by historians Thucydides and Pausanias. In 417 BC, the city was destroyed completely by the Spartans. Ruins of the ancient city walls can be found east of the church of the Assumption of the Theotokos near the village. The name Isia, which means wild boar, was used again in 1833, under king Otto I, as the name of a city including Achladokambos, which was abandoned in 1912.
From Byzantine times
  In 1295, Gen. Andronicus Asan selected the mountain just to the west of Achladokambos, called Mouchli, to be the site for a fortress. This fortress eventually evolved into a Byzantine city. It was a city which, like Mystras, exemplified the authority of the Byzantine empire. In 1458, 5 years after the fall of Constantinopole, the fortress Mouchli surrendered to the Ottoman forces. In the following years, the citizens abandoned the city. The remnants of the city wall still exist today as do the remnants of the church of the Theotokos "Mouchliotisa".
Under Turkish occupation
  In the 17th century we find the first use of the name Achladokambos. At that time the small villages in the area united and chose the name Achladokambos. The first homes were built at the upper end of where the village stands today. The first settlers chose that spot in order to be close to the spring, far from the Turkish passage and to use the mountains as an area of retreat and safety. Since it was built on the only road between Argos and Tripoli, Achladokambos was a well known stopover for travelers and soldiers who would spend the night there.
During the revolution and liberation of Greece
  Because of its location, Achladokambos found itself in a position critical to the revolution of 1821.
  To stop the revolution, the Turks sent soldiers from Ioannina to the area and on May 1, 1821 Achladokambos was pillaged.
  In July of 1822, Achladokambos became the central military outpost of Gen. Kolokotronis in fighting off the invasion by Dramali who was sent as reenforcements to end the revolution. As was recorded by Fotakos, a historian and an assistant to Kolokotroni, Kolokotroni arrived in Achladokambos on July 9, 1822 and gave the order for all the soldiers of the revolution to gather in Achladokambos. The army was organized at the location "Nera" and then embarked to meet the Turks at the historical battle at Dervenakia.
  In 1825, the Turks brought in General Imbraim of Egypt to fight the Greeks. He marched his army towards Tripoli, and Kolokotroni, to stop him, met this much larger army of 12,000 infantry and 2,000 cavalry at Achladokambos. On June 13, 1825, Achladokambos was completely destroyed by Imbraim. This event motivated many young men and boys to join the revolution.
  In 1822, there lived in Achladokambos about 100 families. In the national archives of Greece, there are listed on a record of fighters, dated May 23, 1865, 49 men from Achladokambos.
During modern times
  During the period of 1850-1940, Achladokambos produced many scholars and educated men in comparison to its population of 400 families, at its peak towards the end of the period. Among them were doctors, teachers, professors, lawyers, judges, high ranking military and police officers, high ranking state officials, engineers, bankers, minister of the government and even two Chief Justices of the Areos Pagos, the Supreme Court in Greece.
  In 1890, the first wave of emigrants left the village, primarily to America, most bound for Chicago. At that time, most of Greece was still under Turkish occupation, and Greece's border was drawn just north of Athens, near Larissa.
  In 1912, the Balkan wars broke out and many of the founding members of the Brotherhood returned to Greece to fight against the Turks to liberate the rest of Greece.
During the 1940s
  There was much suffering in Achladokambos. Many men left to fight the Italian invasion in Albania, in which the Greek army was successful. However, when German forces moved south and broke the Greek lines, Achladokambos was soon occupied and suffered greatly. Finally Achladocambos becomes a holocaust one more time during the civil war that followed the German retreat contesting the form of government that was to be adapted by the newly liberated Greece.
  It is said that the worst war is civil war. In all of Achladokambos' history, its blackest day came during the civil war, on September 18, 1944. Different groups had taken up arms during the German occupation. After the Germans left, some armed groups wished to take over the village but its people decided not to surrender. A bloody battle followed on September 18, 1944 and Achladokambos lived through two days of hell. In the end, 52 people from Achladokambos were dead, most killed after the invaders entered the village.
  Many of today's members of the Brotherhood were in Achladokambos during those dark days.
  In all its history, this decade was Achladokambos' harshest. The battles with the Italians and the Germans, the invasion, the occupation, September 18th, the Guerilla war (1946-1949) and the poverty following all this strife left Achladokambos, like much of Greece, destitute. With little arable land and opportunity for work, some members of the village found emigration as the answer. Over 350 people left the village in the 1950s, with the most popular destination being Chicago.
  It can be said that the decade of the 1940s marked the beginning of the decline of Achladokambos which was sealed by the mass emigration of its youth that followed.
The text is cited Sep 2004 from the Brotherhood Achladokambiton St. Demetrios' URL below

Βυζαντινή Βέροια

ΒΕΡΟΙΑ (Πόλη) ΗΜΑΘΙΑ
  The famous city of Beroia, with a history uninterrupted from antiquity to modern times, acquired particular importance as the frontiers of the medieval Greek state continued to shrink. In 1001 the emperor Basil II Bulgaroktonos (the Bulgar-Slayer) brought a brief Bulgarian occupation of the city to an end. Beroia faced further disturbance from foreign conquerors (Franks, Bulgars, Serbs) in the 13th and 14th centuries. In 1433 it was taken by the Turks.
  The importance of Beroia in the closing years of Byzantium is evident in the place it occupied in the ecclesiastical hierarchy of the Patriarchate of Constantinople: an archiepiscopal see at the end of the 13th century, it became a metropolis in the early 14th. Forty-eight historic churches still survive in Beroia, of which 39 possess wall--paintings dating from the very beginning of the 13th to the 18th century.

By kind permission of:Ekdotike Athenon
This text is cited Nov 2003 from the Macedonian Heritage URL below, which contains image.


Γιαννιτσά

ΓΙΑΝΝΙΤΣΑ (Πόλη) ΠΕΛΛΑ

ΓΡΕΒΕΝΑ (Νομός) ΕΛΛΑΔΑ
  The name Grevena has existed since the 10th century, although the administrative district that bears it was not created until 1964. This well-forested region attracted inhabitants from the surrounding lowlands after the Ottoman conquest. On the slopes of the verdant Pindos mountains, thriving hamlets sprouted, which over the centuries welcomed new settlers, mainly Vlachs.
  The terrain dictated the citizens' occupations (stock breeders and muleteers cum merchants) and made the area a junction for communications between Macedonia, north-west Thessaly and Epirus, as can be seen from the stone bridges and traces of roads that have survived.
  As early as the late 16th century, the area was involved in revolutionary activity; in 1537 the first reference is made to the armatoliki of Grevena, where the legendary Kapetan Vergos was based. (An armatoliki was a settlement given special privileges by the Turks, including the right to bear arms.)
  The region was subjected to mass conversions to Islam in the late 18th century, when formerly Christian villages are mentioned as having a purely Muslim population. Despite the actions of the armatoles (e.g. Yero-Ziakas) and the initiation of many of them into the 'Philiki Etaireia', the area was not in a position to prepare itself for the revolution of 1822.
  Cut off from their own armatolikia, many warriors joined other revolutionary bands, while Theodoros Ziakas played a leading role in the uprising of 1854. A place of conflict between guerrilla bands as early as 1897, as well as during the Macedonian Struggle, the region of Grevena was liberated during the First Balkan War.

By kind permission of:Ekdotike Athenon
This text is cited Nov 2003 from the Macedonian Heritage URL below, which contains image.


Ελληνική Ιστορία

ΕΛΛΑΔΑ (Χώρα) ΕΥΡΩΠΗ

A Smaller History of Greece

ΕΛΛΑΣ (Αρχαία χώρα) ΕΛΛΑΔΑ
Project Gutenberg Etext of A Smaller History of Greece, by Smith

Classical Greek History from Homer to Alexander

Thomas R. Martin, An Overview of Classical Greek History from Homer to Alexander, Perseus Project.

Greek Politics and Wars 500-360 BC

Philip, Demosthenes, and Alexander

ΕΡΑΤΥΡΑ (Κωμόπολη) ΚΟΖΑΝΗ
  Built in an advantageous position at the foot of Mount Siniatsiko, Eratyra lies on the road between Siatista and Kozani. The town was founded in the 16th century by people from the plains of western Macedonia seeking a safer home in the mountains. Also known as Selitsa, the town was populated solely by Greeks and enjoyed relative autonomy and certain privileges.
  From 1804 to 1820 it was one of Ali Pasha's chiftliks, whereupon it was declared a royal estate, but later (1846) obtained its independence within the context of the Tanzimat reforms. Its prosperity made it prey to the raids of Turkish Albanian irregulars from the 17th to the 19th century.
  The residents of Selitsa worked at farming, stock breeding, craft industries (especially tanning), vine cultivation and trade with Constantinople, the northern Balkans and central Europe. Many of them, organized into guilds of builders, worked all over the Ottoman Empire.
  In later years, the business activity and emigration (both seasonal and permanent) of its inhabitants contributed to the cultural development of the town, which boasted a school as early as the 17th century. The commercialization of the economy beginning in the 18th century created a new class of urban merchants who erected mansions up until the early 20th century in order to display their wealth.

By kind permission of:Ekdotike Athenon
This text is cited Nov 2003 from the Macedonian Heritage URL below, which contains image.


Η πυρπόληση Τούρκικου πολεμικού

ΕΡΕΣΟΣ (Λιμάνι) ΛΕΣΒΟΣ

ΗΛΕΙΑ (Αρχαία χώρα) ΕΛΛΑΔΑ
  The most ancient inhabitants of Elis appear to have been Pelasgians, and of the same stock as the Arcadians. They were called Caucones, and their name is said to have been originally given to the whole country; but at a later time they were found only on the northern frontier near Dyme and in the mountains of Triphylia. (Strab. viii. p. 345.) The accessibility of the country both by sea and land led other tribes to settle in it even at a very early period The Phoenicians probably had factories upon the coast; and there can be no doubt that to them the Eleians were indebted for the introduction of the byssus, since the name is the same as the Hebrew butz. We also find traces of Phoenician influence in the worship of Aphrodite Urania in the city of Elis. It has even been supposed that Elishah, whose productions reached Tyre (Ezek. xxvii. 7), is the same word as the Greek Elis, though the name was used to indicate a large extent of country; but it is dangerous to draw any conclusion from a similarity of names, which may after all be only accidental.
  The most ancient inhabitants of the country appear to have been Epeians (Epeioi), who were closely connected with the Aetolians. According to the common practice of the Greeks to derive all their tribes from eponymous ancestors, the two brothers Epeius and Aetolus, the sons of Endymion, lived in the country afterwards called Elis. Aetolus crossed over to Northern Greece, and became the ancestor of the Aetolians. (Paus. v. 1; Scymn. Ch. 475.) The name of Eleians, according to the tradition, was derived from Eleius, a son of Poseidon and Eurycyda, the daughter of Endymion. The Epeians were more widely spread than the Eleians. We find Epeians not only in Elis Proper, but also in Triphylia and in the islands of the Echinades at the mouth of the Achelous; while the Eleians were confined to Elis Proper. In Homer the name of Eleians does not occur; and though the country is called Elis, its inhabitants are always the Epeians.
  Eleius was succeeded in the kingdom by his son Augeias, against whom Hercules made war, because he refused to give the hero the promised reward for cleansing his stables. The kingdom of the Epeians afterwards became divided into four states. The Epeians sailed to the Trojan War in 40 ships, led by four chiefs, of whom Polyxenus, the grandson of Augeias, was one. (Hom. II. ii. 615, seq.) The Epeians and the Pylians appear in Homer as the two powerful nations on the western coast of Peloponnesus, the former extending from the Corinthian gulf southwards, and the latter from the southern point of the peninsula northwards; but the boundaries which separated the two cannot be determined. They were frequently engaged in wars with one another, of which a vivid picture is given in a well-known passage of Homer (Il. xi. 670, seq.; Strab. viii. pp. 336, 351). Polyxenus was the only one of the four chiefs who returned from Troy. In the time of his grandson the Dorians invaded Peloponnesus; and, according to the legend, Oxylus and his Aetolian followers obtained Elis as their share of the conquest. (Dict. of Biogr. art. Heraclidae).
  Great changes now followed. In consequence of the affinity of the Epeians and Aetolians, they easily coalesced into one people, who henceforth appear under the name of Eleians, forming a powerful kingdom in the northern part of the country in the plain of the Peneius. Some modern writers suppose that an Aetolian colony was also settled at Pisa, which again comes into notice as an independent state. Pisa is represented in the earliest times as the residence of Oenomaus and Pelops, who left his name to the peninsula; but subsequently Pisa altogether disappears, and is not mentioned in the Homeric poems. It was probably absorbed in the great Pylian monarchy, and upon the overthrow of the latter was again enabled to recover its independence; but whether it was peopled by Aetolian conquerors must remain undecided. From this time Pisa appears as the head of a confederacy of eight states. About the same time a change of population took place in Triphylia, which had hitherto formed part of the dominions, of the Pylian monarchy. The Minyae, who had been expelled from Laconia by the conquering Dorians, took possession of Triphylia, driving out the original inhabitants of the country, the Paroreatae and Caucones. (Herod. iv. 148.) Here they founded a state, consisting of six cities, and were sufficiently strong to maintain their independence against the Messenian Dorians. The name of Triphylia was sometimes derived from an eponymous Triphylus, an Arcadian chief (Polyb. iv. 77; Paus. x. 9. § 5); but the name points to the country being inhabited by three different tribes,--an explanation given by the ancients themselves. These three tribes, according to Strabo, were the Epeians, the Minyae, and the Eleians. (Strab. viii. p. 337.)
  The territory of Elis was thus divided between the three independent states of Elis Proper, the Pisatis, and Triphylia. How long this state of things lasted we do not know; but even in the eighth century B.C. the Eleians had extended their dominions as tar as the Neda, bringing under their rule the cities of the Pisatis and Triphylia. During the historical period we read only of Eleians and their subjects the Perioeci: the Caucones, Pisatans, and Triphylians entirely disappear as independent races.
  The celebration of the festival of Zeus at Olympia had originally belonged to the Pisatans, in the neighbourhood of whose city Olympia was situated. Upon the conquest of Pisa, the presidency of the festival passed over to their conquerors; but the Pisatans never forgot their ancient privilege, and made many attempts to recover it. In the eighth Olympiad; B.C. 747, they succeeded in depriving the Eleians of the presidency by calling in the assistance of Pheidon, tyrant of Argos, in conjunction with whom they celebrated the festival. But almost immediately afterwards the power of Pheidon was destroyed by the Spartans, who not only restored to the. Eleians the presidency, but are said even to have confirmed them in the possession of the Pisatis and Triphylia. (Paus. vi. 22. § 2; Strab. viii. p. 354, seq.; Herod. vi. 127.) In the Second Messenian War the Pisatans and Triphylians revolted from Elis and assisted the Messenians, while the Eleians sided with the Spartans. In this war the Pisatans were commanded by their king Pantaleon, who also succeeded in making himself master of Olympia by force, during the 34th Olympiad (B.C. 644), and in celebrating the games to the exclusion of the Eleians. (Paus. vi. 21. § 1, vi. 22. § 2; Strab. viii. p. 362; respecting the conflicting statements in the ancient authorities as to this period, see Grote, Hist. of Greece, vol. ii. p. 574.) The conquest of the Messenians by the Spartans must also have been attended by the submission of the Pisatans to their former masters. In the 48th Olympiad (B.C. 588) the Eleians, suspecting the fidelity of Damophon, the son of Pantaleon, invaded the Pisatis, but were persuaded by Damophon to return home without committing any further acts of hostility. But in the 52nd Olympiad (B.C. 572), Pyrrhus, who had succeeded his brother Damophon in the sovereignty of Pisa, invaded Elis, assisted by the Dyspontii in the Pisatis, and by the Macistii and Scilluntii in Triphylia. This attempt ended in the ruin of these towns, which were razed to the ground by the Eleians. (Paus. vi. 22. § 3, seq.) From this time Pisa disappears from history; and so complete was its destruction that the fact of its ever having existed was disputed in later times. (Strab. viii. p. 356.) After the destruction of these cities we read of no further attempt at revolt till the time of the Peloponnesian War. The Eleians now enjoyed a long period of peace and prosperity.
  The Eleians remained faithful allies of Sparta in the Peloponnesian War down to the peace of Nicias, B.C. 421; but in this year a serious quarrel arose between them. It was a settled policy of the Spartans to prevent the growth of any power in Peloponnesus, which might prove formidable to themselves; and accordingly they were always ready to support the independence of the smaller states in the peninsula [p. 819] against the-greater. Accordingly, when Lepreum in Triphylia revolted from the Eleians and craved the assistance of the Spartans, the latter not only recognised its independence, but sent an armed force to protect it. The Eleians in consequence renounced the alliance of Sparta, and formed a new league with Argos, Corinth, and Mantineia. (Thuc. v. 31.) The following year (B.C. 420) was the period for the celebration of the Olympic festival; and the Eleians, under the pretext that the Spartans had sent some additional troops to Lepreum after the proclamation of the Sacred Truce, fined the Spartans 2000 minae, and, upon their refusing to pay the fine, excluded them from the festival. (Thuc. v. 49, 50.) The Eleians fought with the other allies against the Spartans at the battle of Mantineia (B.C. 418); and though the victory of the Spartans broke up this league, the ill-feeling between Elis and Sparta still continued. Accordingly, when the fall of Athens gave the Spartans the undisputed supremacy of Greece, they resolved to take vengeance upon the Eleians. They required them to renounce their authority over their dependent towns, and to pay up the arrears due from them as Spartan allies for carrying on the war against Athens. Upon their refusal to comply with these demands, king Agis invaded their territory (B.C. 402). The war lasted nearly three years; and the Eleians were at length compelled to purchase peace by relinquishing their authority not only over the Triphylian towns, but also over Lasion, which was claimed by the Arcadians, and over the other towns of the hilly district of Acroreia (B.C. 400). They also had to surrender their harbour of Cyllene with their ships of war. (Xen. Hell. iii. 2. 21-30; Diod. xiv. 34; Paus. iii. 8. § 3, seq.) By this treaty the Eleians were in reality stripped of all their political power; and the Pisatans availed themselves of their weakness to beg the Lacedaemonians to grant to them the management of the Olympic festival; but as they were now only villagers, and would probably have been unable to conduct the festival with becoming splendour, the Spartans refused their request, and left the presidency in the hands of the Eleians. (Xen. Hell. iii. 2. 30)
  Soon after the battle of Leuctra (B.C. 371), by which the Spartan power had been destroyed, the Eleians attempted to regain their supremacy over the Triphylian towns; but the latter, pleading their Arcadian origin, sought to be admitted into the Arcadian confederacy, which had been recently organised by Epaminondas. The Arcadians complied with their request (B.C. 368), much to the displeasure of the Eleians, who became in consequence bitter enemies of the Arcadians. (Xen. Hell. vi. 5. 2, vii. 1. § 26.) In order to recover their lost dominions the Eleians entered into alliance with the Spartans, who were equally anxious to gain possession of Messenia. In B.C. 366 hostilities commenced between the Eleians and Arcadians. The Eleians seized by force Lasion and the other towns in the Acroreia, which also formed part of the Arcadian confederacy, and of which they themselves had been deprived by the Spartans in B.C. 400, as already related. But the Arcadians not only recovered these towns almost immediately afterwards, but established a garrison on the hill of Cronion at Olympia, and advancing against the town of Elis, which was unfortified, nearly made themselves masters of the place. The democratical party in the city rose against the ruling oligarchy, and seized the acropolis: but they were overcome, and fled from the city. Thereupon, assisted by the Arcadians, they seized Pylus, a place on the Peneius, at the distance of about 9 miles from Elis, and there established themselves with a view of carrying, on hostilities against the ruling party in the city. (Xen. Hell. vii. 4. 13-18; Diod. xv. 77.) In the following year (B.C. 365) the Arcadians again invaded Elis, and being attacked by the Eleians between their city and Cyllene, gained a victory over them. The Eleians, in distress, applied to the Spartans, who created a diversion in their favour by invading the south-western part of Arcadia. The Arcadians in Elis now returned home in order to defend their own country; whereupon the Eleians recovered Pylus, and put to death all of the democratical party whom they found there. (Xen. Hell. vi. 4. 19-26.) In the next year (B.C. 364) the 104th celebration of the Olympic festival occurred. The Arcadians, who had now expelled the Spartans from their country, and who had meantime retained their garrison at Olympia, resolved to restore the presidency of the festival to the Pisatans, and to celebrate it in conjunction with the latter. The Eleians, however, did not tamely submit to this exclusion, and, while the games were going on, marched with an armed force into the consecrated ground. Here a battle was fought; and though the Eleians showed great bravery, they were finally driven back by the Arcadians. The Eleians subsequently took revenge by striking out of the register this Olympiad, as well as the 8th and 34th, as not entitled to be regarded as Olympiads. (Xen. Hell. vii. 4. 28-32; Diod. xv. 78.) The Arcadians now seized the treasures in the temples at Olympia; but this act of sacrilege was received with so much reprobation by several of the Arcadian towns, and especially by Mantineia, that the Arcadian assembly not only denounced the crime, but even concluded a peace with the Eleians, and restored to them Olympia and the presidency of the festival (B.C. 362). (Xen. Hell. vii. 4. 33, 34.)
  Pausanias relates that when Philip, the father of Alexander the Great, obtained the supremacy in Greece, the Eleians, who had suffered much from civil dissensions, joined the Macedonian alliance, but at the same time would not fight against the Athenians and Thebans at the battle of Chaeroneia. After the death of Alexander the Great, they renounced the Macedonian alliance, and fought along with the other Greeks against Antipater, in the Lamian War. (Paus. v. 4. § 9.) In B.C. 312 Telesphorus, one of the generals of Antigonus, seized Elis and fortified the citadel, with the view of establishing an independent principality in the Peloponnesus; but the town was shortly afterwards recovered by Ptolemaeus, the principal general of Antigonus in Greece, who razed the new fortifications. (Diod. xix. 87.)
  The Eleians subsequently formed a close alliance with their kinsmen the Aetolians, and became members of the Aetolic League, of which they were the firmest supporters in the Peloponnesus. They always steadily refused to renounce this alliance and join the Achaeans, and their country was in consequence frequently ravaged by the latter. (Polyb. iv. 5, 9, 59, seq.) The Triphylians, who exhibit throughout their entire history a rooted repugnance to the Eleian supremacy, joined the Achaeans as a matter of course. (Comp. Liv. xxxiii. 34.) The Eleians are not mentioned in the final war between the Romans and the Achaean League; but after the capture of Corinth, their country, together with the rest of Peloponnesus, became subject to Rome. The Olympic games, however, still secured to the Eleians a measure of prosperity; and, in consequence of them, the emperor Julian exempted the whole country from the payment of taxes. (Julian, Ep. 35.) In A.D. 394 the festival was abolished by Theodosius, and two years afterwards the country was laid waste with fire and sword by Alaric.
  In the middle ages Elis again became a country of some importance. The French knights at Patras invaded the valley of the Peneius, where they established themselves with hardly any resistance. Like Oxylus and his Aetolian followers, William of Champlitte took up his residence at Andrabida, in a fertile district on the right bank of the Peneius. Gottfried of Villehardouin built Glarenza, which became the most important sea-port upon the western coast of Greece; under his successors Castro Tornese was built as the citadel of Glarenza. Gastuni and Santameri were also founded about the same period. Elis afterwards passed into the hands of the Venetians, under whom it continued to flourish, and who gave to the western province of the Morea the name of Belvedere, from the citadel of Elis. It was owing to the fertility of the plain of the Peneius that the Venetians called the province of Belvedere the milk-cow of the Morea. But the country has now lost all its former prosperity. Pyrgos is the only place of any importance; and in consequence of the malaria, the coast is becoming almost uninhabited. (Curtius, Peloponnesos, vol. ii. p. 16, seq.)

This text is from: Dictionary of Greek and Roman Geography (1854) (ed. William Smith, LLD). Cited June 2004 from The Perseus Project URL below, which contains interesting hyperlinks


Thasos

ΘΑΣΟΣ (Νησί) ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ & ΘΡΑΚΗ
  Island in the northern Aegean Sea, along the coast of Thracia.
  Thasos owed its name to the mythological hero Thasus, a son of the Phoenician king Agenor, and brother of Cadmus, Cilix , Phoenix and Europa. It is while running after his sister Europa, abducted by Zeus to become the mother of the Cretan king Minos, that Thasus eventually settled in the island to which he gave his name.

Bernard Suzanne (page last updated 1998), ed.
This text is cited July 2003 from the Plato and his dialogues URL below, which contains interesting hyperlinks.


Thermopylae

ΘΕΡΜΟΠΥΛΕΣ (Ιστορικός τόπος) ΛΑΜΙΑ
  Pass of East-central Greece along the coast of Locris facing northern Euboea.
  The pass of Thermopylae, whose name means “hot gates” in Greek, is a narrow pass about 4 miles long bordered by the sea on one side and the slopes of Mount Oeta on the other, and leading from Thessalia to central Greece. It owes its name to nearby hot springs that still exist. One tradition links this spring to the death of Heracles, who was exiled in the city of Trachis at the time: after he had put on him the tunic sent by Deiareina and smeared with the blood of Nessus that she thought was a love-charm, and the poison was burning him, he would have flung himself into a nearby stream and drowned. But the stream stayed hot as a result ever since.
  The pass of Thermopylae is most famous for having been the site of a famous battle in 480, at the start of the second Persian war, in which the army of Xerxes defeated the Greeks led by the spartan king Leonidas. In this battle, the Persians of Xerxes owed their victory to the treason of a local resident who showed them a little known path through the mountain that allowed them to secretly round the Greeks and attack them from the rear. Near the northeastern entrance of the pass was a village called Anthele and a temple of Demeter which served as a meeting place for the Delphic Amphictyony.

Bernard Suzanne (page last updated 1998), ed.
This text is cited July 2003 from the Plato and his dialogues URL below, which contains interesting hyperlinks.


Φάκελος Alois Brunner

Το Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, απευθύνεται στους χρήστες του Internet, σε όλο τον κόσμο, ζητώντας πληροφορίες, που θα μπορούσαν να βοηθήσουν τις αρχές και την Ιντερπολ, να εντοπίσουν-εφόσον βεβαίως βρίσκεται ακόμη στη ζωή- τον εγκληματία πολέμου Αλόϊς Μπρούννερ, ο οποίος οργάνωσε μαζί με άλλους Ναζί αξιωματικούς το Ολοκαύτωμα των 50.000 Εβραίων της Θεσσαλονίκης, καθώς και την εξόντωση 24.000 Εβραίων στο Ντρανσί της Γαλλίας και άλλες περιοχές της Ευρώπης στη διάρκεια του Β΄παγκοσμίου πολέμου.

Έχετε τη δυνατότητα να δείτε περισσότερες πληροφορίες για γειτονικές ή/και ευρύτερες περιοχές επιλέγοντας μία από τις παρακάτω κατηγορίες και πατώντας το "περισσότερα":

GTP Headlines

Λάβετε το καθημερινό newsletter με τα πιο σημαντικά νέα της τουριστικής βιομηχανίας.

Εγγραφείτε τώρα!
Greek Travel Pages: Η βίβλος του Τουριστικού επαγγελματία. Αγορά online

Αναχωρησεις πλοιων

Διαφημίσεις

ΕΣΠΑ