gtp logo

Πληροφορίες τοπωνυμίου

Εμφανίζονται 100 (επί συνόλου 127) τίτλοι με αναζήτηση: Ιστορία  στην ευρύτερη περιοχή: "ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ Περιφέρεια ΕΛΛΑΔΑ" .


Ιστορία (127)

Ανάμεικτα

ΑΦΥΤΙΣ (Αρχαία πόλη) ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ
  The area of Athytos has been uninterruptedly settled for at least 5000 years. Around the middle of the 8th century B.C. settlers from Euboea arrived. Aphytis, one of the most significant cities in Pallini (the ancient name of Cassandra), is mentioned by the ancient writers Herodotus, Thucydides, Xenophon, Aristotle, Pausanias, and Strabo among others.
  The city became well known for its Temple of Dionysus, which appears to have been built in the second half of the 8th century B.C. In the same area stood the Temple of Ammon Zeus, whose few remaining ruins date to the 4th century B.C. structure.
  The Temple of Dionysus, which dates to the Euboean settlement, and the growth of Aphytis are mentioned for the first time by Xenophon in his "Hellenica". In 381 B.C. Agesipolis, king of the Lacedaemonians, besieged Torone. During the siege he suffered serious burns, and asked to be taken to the "shady lodgings and sparkling waters" of the Temple of Dionysus, where, according to Xenophon, Agesipolis died a week later. He was placed in a storage jar full of honey and taken to his homeland for the official burial.
  During archaic and classical times Aphytis was a prosperous city, minting its own coins, which depicted the head of its patron, Ammon Zeus, the city's economy appears to have been mainly based on farming and vine-culture. Aristotle mentions the "agricultural law" of the Aphytians, a special, singular and interesting chapter in the history of ancient Greek public finances.
  Shipping must have played an important role in the economy of Aphytis if one is to judge by the size of its port, now silted up, which lies in the area of the small pine forest along the beach.
  According to Herodotus, during the Persian Wars (5th cent. B.C.) Aphytis was forced to support Xerxes sending soldiers and ships, as did other cities in Chalkidiki. However, it revolted against the Persians after the Battle of Plataea (479 B.C.) and joined the Athenian Confederacy. As a member of the Confederacy, Aphytis paid three talents annually to the Temple of Delos, a substantial sum for that time.
  An Athenian "resolution" found in Athytos gives a picture of the relations between Aphytis and Athens. This resolution, dated 423 B.C. gave directions concerning the minting of cons and currency relations in general.
  As a result of joining the Athenian Confederacy, Aphytis was besieged during the Peloponnesian War by the Lacedaemonian general Lysander. According to Pausanias, the patron of Aphytis, Ammon Zeus, appeared in a dream to Lysander and urged him to raise the siege, which he did.
  It is likely that Aphytis was destroyed by Philip of Macedon in 348 B.C., as were the rest of the cities in Chalkidiki. However, the construction of the Temple of Ammon Zeus during the second half of the 4th cent. B.C. implies that the city was prosperous. It has also been suggested that the Macedonian kings contributed to the construction of the temple. During Hellenistic and Roman times the city minted coins again; an event possibly related to the fame of the Temple of Ammon Zeus. Strabo mentions Aphytis among the five cities, which existed in Pallini in the first century B.C. (Cassandrea, Aphytis, Mendi, Scioni and Sani).
(text: Gerakina N. Mylona)
This text (extract) is cited November 2003 from the Community of Athytos tourist pamphlet (1994).

ΑΦΥΤΟΣ (Χωριό) ΧΑΛΚΙΔΙΚΗ
  Strabo mentions Aphytis among the five cities, which existed in Pallini in the first century B.C. (Cassandrea, Aphytis, Mendi, Scioni and Sani).
  A long interim period followed for which we have on records of Aphytis. Traces of the Mediefal wall in the citadel. The present "Koutsomylos", as well as the continuous use of the same name prove that there was uninterrupted life in Aphytos also during the Middle Ages. The first written information about Aphytos comes from Mount Athos documents of the 14th century in which it is mentioned as "Aphetos".
  In 1307-1309, it appears that the village was destroyed by the Catalans, and for a while its people settled in their farms.
  The chapel of the Archangels, frescoed in 1647 (demolished in 1954) indicated that Athytos was flourishing financially at that time.
  Athytos participated in the Revolution of 1821, sending men and suffering casualties. However, it also met the same fate as the rest of Cassandra: it was burnt. After the destruction, its people scattered to various parts of the country, mainly Skopelos, Skiathos and Atalanti.
  Around the year 1827 the refugees started returning, and Aphytos, mainly due to its position, was a long time the principal village of Cassandra. In Aphytos settled Captain Anastasis, who ruled the peninsula up to 1834.
(text: Gerakina N. Mylona)
This text (extract) is cited November 2003 from the Community of Athytos tourist pamphlet (1994).

Μυθικά χρόνια

ΒΕΡΟΙΑ (Αρχαία πόλη) ΒΕΡΟΙΑ
  Πότε χτίστηκε η Βέροια, είναι μάλλον και θα μείνει μια μάλλον αναπάντητη ερώτηση, γιατί ο χρόνος της ίδρυσής της τοποθετείται στην εποχή των μύθων, στην προϊστορία. Τα ευρήματα της περιοχής μαρτυρούν για ζωή ξεκινώντας από τη Νεολιθική εποχή (7.000-5.000 π.Χ.). Οι αρχαιολόγοι και οι άλλοι επιστήμονες που ασχολούνται με το παρελθόν, όταν κάποτε μας παρουσιάζουν όλα τα πορίσματά τους από τα ευρήματα μέσα και έξω από την πόλη, σίγουρα θα μας μάθουν πράματα που σήμερα πολλά απ’ αυτά ούτε καν υποψιαζόμαστε.
  Την απουσία ιστορικών πηγών για την ίδρυση της Βέροιας την καλύπτει, ως ένα σημείο φυσικά, η μυθοπλαστική ικανότητα των αρχαίων Ελλήνων που δεν συμπαθούσαν τα ιστορικά κενά. Η Βέροια λοιπόν είναι από τις λίγες πόλεις της μυθικής εποχής, που από την ώρα που μπήκαν στην ιστορία, είχαν ένα διαρκές και εντονότατο παρόν και μάλιστα με το πρώτο τους όνομα. Αυτό το τελευταίο δεν είναι χωρίς σημασία, γιατί ακόμη και σήμερα όταν βλέπεις τον τόπο της Βέροιας καταπράσινο χάρη στα άφθονα νερά, που είτε πηγάζουν από το κοντινό της Βέρμιο, είτε, όπως ο Αλιάκμονας, περνούν από δίπλα της ξεκινώντας από μακριά, σε αναγκάζουν να την ονομάσει τόπο νερών, πράγμα που τονίζουν και οι δύο τελευταίες συλλαβές του ονόματός της Βε-ροϊ-α/, Βέροια-ρέω/παλίρροια.
  Δεν θα επιμείνουμε στην ετυμολογία του ονόματος της πόλης μας, γιατί οι ερμηνείες που επιχειρήθηκαν είναι αρκετές και παρουσιάζονται και νέες. Ωστόσο το όνομά της εξακολουθεί να γοητεύει ακόμη τους γλωσσολόγους, Έλληνες και ξένους. Αλλοι το θέλουν ολότελα ελληνικό και σ’ άλλους πάλι φαίνεται ελληνοφρυγικό, γιατί είναι γεγονός ότι από την περιοχή μας, όπως αναφέρει και ο πατέρας της Ιστορίας, ο Ηρόδοτος, πέρασαν οι Βρίγες, οι γνωστότεροι ως Φρύγες της Μ. Ασίας με τους ονομαστούς βασιλιάδες τους, τον Γόρδιο (για να θυμηθούμε τον γόρδιο δεσμό που "έλυσε" ο Μεγαλέξανδρος) και το Μίδα με τους περίφημους κήπους του στο Βέρμιο, που είχαν τα αινιγματικά εξηκοντάφυλλα αυτοφυή ρόδα, τα αξεπέραστα σε ευωδία, και με τις φιλικές του σχέσεις με το θεό του κρασιού, το Διόνυσο.
  Αν οι Βρίγες είναι οι πρώτοι κάτοικοι της περιοχής μας, επομένως και της πόλης μας, ή αν ήρθαν έπειτα από κάποιους άλλους, ή τους Προέλληνες ή τους Έλληνες, και τους έδιωξαν για να μείνουν αυτοί, δεν είναι ακόμη απόλυτα εξακριβωμένο. Βέβαιο πάντως είναι το γεγονός ότι οι Μακεδόνες, όταν ήρθαν στην περιοχή μας, (1100 π.Χ.) τους βρήκαν εδώ, έζησαν κοντά τους σαν γείτονες και σαν διεκδικητές του χαρισματούχου αυτού τόπου, ώσπου ανάγκασαν τους περισσότερους να μεταναστεύσουν στη Μ. Ασία γύρω στον 9ο με 8ο π.Χ. αιώνα.
  Από το γειτόνεμα με τους Βρίγες, που ήταν συγγενείς των Ελλήνων, σίγουρα οι Μακεδόνες πήραν κάποια στοιχεία και γλωσσικά και πολιτιστικά, όπως ίσως τη μεγάλη αγάπη για το κρασί, τα οργιαστικά γλέντια της διονυσιακής λατρείας και τη λατρεία του Ορφέα του Οιάγρου.
  Τους Βρίγες ως Φρύγες πια τους ξαναντάμωσε αργότερα ο Μεγαλέξανδρος στη Μικρασία, "έλυσε" το γόρδιο δεσμό και τους αδελφοποίησε με τους Έλληνες, όπως έδειξε η κατοπινή ιστορία της περιοχής στα αλεξαδρινά, ελληνιστικά, ρωμαϊκά και βυζαντινά χρόνια μέχρι και τη Μικρασιατική καταστροφή. Αλήθεια, ποιος μπορεί να πει πόσοι από τους Έλληνες της Μικρασίας, που ήρθαν ως πρόσφυγες στη μητέρα Ελλάδα και που πολλοί έγιναν πια Βεροιώτες, δεν είχαν στις φλέβες τους και φρυγικό ή λυδικό ή καρικό κλπ. αίμα;
  Ας γυρίσουμε όμως πάλι στα χρόνια της γέννησης της Βέροιας, στα χρόνια του μύθου. Τότε την περιοχή μας τη διαφέντευε η νύμφη Βερόη, η κόρη του Ωκεανού και της Θέτιδας που, όπως φαίνεται, μόλις γεννήθηκε στα θαλασσινά παλάτια των γονιών της, στον παρθενικό της περίπατο αντίκρυσε τον τόπο μας, τη μάγεψε και τον έκανε κατοικία της δίνοντάς του και το όνομά της, κάπως αλλαγμένο βέβαια, τον βάφτισε Βέροια!
  Στα "Μακεδονικά" του, που δυστυχώς για μας χάθηκαν, ο αρχαίος ιστορικός Θεαγένης (τέλη του 5ου αι. π.Χ.) θα μας έλεγε και άλλες λεπτομέρειες για ός έγιναν στην περιοχή μας εκείνα τα μακρινά χρόνια. Σίγουρα όμως είμαστε τυχεροί και για λίγα κομμάτια που μας διέσωσε ένας άλλος μεταγενέστερος ερευνητής, ο Αριστοφάνης ο Βυζάντιος (257-180 π.Χ.).
  Αλλος μύθος εξάλλου θέλει τη Βερόη, κόρη το Αδωνη και της Αφροδίτης που μερικοί την ταυτίζουν με την Αμυμώνη. Αυτή τη Βερόη ή Βέροια στα ρωμαϊκά χρόνια την παρουσίαζαν στα νομίσματα της Βηρυτού τη στιγμή, που παίρνοντας με τη στάμνα της νερό από κάποια πηγή την έπιανε ο Ποσειδώνας.
  Αλλη πληροφορία θέλει τη Βέροια κτίσμα και αναδεξιμιά του Φέρωνα. "Βέροια, πόλις Μακεδονίας, ην Φέρων κτίσαι φασίν, αυτούς δε το φ εις β μεταποιείν, ως Βαλακρόν και Βίλιππον", καθώς αναφέρει ο Στέφ. Βυζάντιος, λόγιος και γεωγράφος (6ος μ.Χ. αι.).
  Αλλη, μυθολογική κι αυτή, εκδοχή θέλει τη Βέροια επώνυμη της κόρης του γιου του Μακεδόνα, γενάρχη των Μακεδόνων, του Βέρητα "Βέρης γαρ τρεις εγέννησε, Μίεζαν, Βέροιαν, Όλγανον". Από τις δύο κόρες του Βέρητα πήραν τα ονόματά τους οι δύο πόλεις της "ερατεινής Ημαθίας", όπως χαρακτηρίζει ο μεγάλος μας Όμηρος, την περιοχή μας, η Μίζα στην περιοχή γύρω από το Νυμφαίο και τη Σχολή του Αριστοτέλη, ΒΑ της Νάουσας, και η Βέροια. Ο γιος του ο Όλγανος, αφού εκεί κοντά, στην κοινότητα Κοπανού, βρέθηκε το 1947 η θαυμάσια προτομή του ποτάμιου θεού, έργο του 2ου μ.Χ. αιώνα, που στολίζει τώρα το μουσείο μας. Και μια και αναφέραμε έναν ποτάμιο θεό των Μακεδόνων, αξίζει να σημειώσουμε ότι ο L. Heuzey, Γάλλος αρχαιολόγος του περασμένου αιώνα, ταυτίζει τον Βέρη με τον ποταμό Αλιάκμονα, τον ιερό ποταμό των Μακεδόνων.
Το κείμενο (απόσπασμα) παρατίθεται τον Οκτώβριο 2003 από τουριστικό φυλλάδιο του Δήμου Βέροιας (1986).

Ο Μύθος, η Παράδοση, η Ιστορία

ΛΙΤΟΧΩΡΟ (Κωμόπολη) ΠΙΕΡΙΑ
  Μακραίωνη η ιστορία του Λιτόχωρου. Και συνεχής, αδιάσπαστη στο πέρασμα του χρόνου. Πηγές της ο μύθος και η παράδοση. Λέγεται ότι ιδρύθηκε από τους κατοίκους της αρχαίας Πίμπλειας, μικρής πόλης νοτιότερα, λατρευτικού κέντρου τον Πιμπλειάδων Μουσών, που υπαγόταν στην περίφημη πόλη του Δίου. Χτισμένος εκείνος ο οικισμός στις όχθες του ποταμού Ενιπέα, καταστράφηκε από τα νερά του, με αποτέλεσμα οι κάτοικοι να εγκατασταθούν στη σημερινή θέση του Λιτόχωρου.
  Τελευταίοι πιστοί στη λατρεία του Δωδεκάθεου του Ολύμπου, εκχριστιανίστηκαν όταν ο αυτοκράτορας Μέγας Θεοδόσιος έστειλε νησιώτες χριστιανούς ως εποίκους, που έφεραν μαζί τους και τη ναυτική παράδοση. Στα χρόνια της τουρκοκρατίας πάνω από εκατό ιστιοφόρα ανήκαν σε Λιτοχωρίτες καραβοκύρηδες. Η παραλία των Αγίων Θεοδώρων μάλιστα ονομάστηκε Στόλος από το πλήθος των αγκυροβολημένων ποίων.
  Δεν είναι γνωστός ο ακριβής χρόνος της δημιουργίας του Λιτόχωρου. Οι ρίζες του, πάντως, σύμφωνα με την παράδοση, τοποθετούνται στο 14ο αιώνα. Το 1540 έφτασε εδώ ο Αγιος Διονύσιος και έχτισε το ξακουστό μοναστήρι. Από τότε η πόλη και το μοναστήρι ακολούθησαν κοινή ιστορική πορεία. Ο Όλυμπος, η Μονή του Αγίου Διονυσίου και το Λιτόχωρο έγιναν το καταφύγιο των αρματωλών της περιοχής. Από εδώ πέρασε ο μεγάλος δάσκαλος του Γένους Κοσμάς ο Αιτωλός. Στην παραλία του Λιτόχωρου αποβιβάστηκε ο Νικοτσάρας, βρίσκοντας το 1807 ηρωικό θάνατο στην προσπάθειά του να ξεσηκώσει την περιοχή. Οι Λιτοχωρίτες συμμετείχαν ενεργά στον Απελευθερωτικό Αγώνα του 1821.
  Στο Λιτόχωρο συγκροτήθηκε το 1878 η πρώτη επαναστατική κυβέρνηση για την απελευθέρωση της Μακεδονίας με πρόεδρο τον Ευάγγελο Κοροβάγκο και άρχισε η επανάσταση του Ολύμπου. Οι Λιτοχωρίτες ναυτικοί Νικόλαος Βλαχόπουλος και Μιχαήλ Κωφός οδήγησαν στους απελευθερωτικούς πολέμους του 1912-1913 το ναύαρχο Νικόλαο Βότση στο Θερμαϊκό κόλπο, όπου τορπίλλισε τη ναυαρχίδα του τουρκικού στόλου. Στις πλαγιές και τις χαράδρες του Ολύμπου φώλιασε στο Β παγκόσμιο πόλεμο η εθνική αντίσταση.
  Με το μύθο και την ιστορία, αλλά και με το φυσικό περιβάλλον, είναι συνδεδεμένη και η ονομασία της πόλης. Κατά μία εκδοχή, όπως λέει ο μύθος, ονομάσθηκε Λητόχωρο γιατί εδώ είχε την πατρίδα της η πανέμορφη Λητώ, που λουζόταν στα νερά του Ενιπέα. Κατά άλλη εκδοχή η γραφή Λιτόχωρο οφείλεται στο λιτό χώρο ή στη βυζαντινή λέξη "λιτή", που σημαίνει προσευχή. Ίσως να προήλθε από το όνομα Λιθόχωρο, δηλαδή "πετρότοπος". Σε χάρτες μάλιστα της Μακεδονίας του 16ου και 17ου αιώνα αναφέρεται με την αρχαιοελληνική ονομασία Λισσάς από το ομηρικό "λις", που σημαίνει τον βράχο ή τον γκρεμό, τη γυμνή και λεία πέτρα. Υπάρχει, επίσης, η γραφή Λυτόχωρο, με την έννοια του "λυτού" ελεύθερου - τόπου, που γνώρισε χαλαρή την τουρκική κυριαρχία.
Το κείμενο (απόσπασμα) παρατίθεται τον Οκτώβριο 2003 από τουριστικό φυλλάδιο του Δήμου Λιτόχωρου.

Ιστορικό

ΜΟΝΗ ΕΙΚΟΣΙΦΟΙΝΙΣΣΗΣ (Μοναστήρι) ΣΕΡΡΕΣ
  Στο δρόμο Σερρών-Καβάλας, αμέσως μετά την Κοινότητα Κορμίστας, στα όρια των νομών Σερρών-Καβάλας, στη βόρεα πλευρά του κατάφυτου όρους Παγγαίου, σε μια θαυμάσια τοποθεσία, σε υψόμετρο 753 μ., βρίσκεται η ιερά Μονή της Παναγίας της Εικοσιφοίνισσας. Είναι ένας από τους δύο (2) ιερούς χώρους της Ανατολικής Μακεδονίας, που συνεχίζει και σήμερα να αποτελεί πόλο έλξης πλήθους πιστών, που έρχονται να προσκυνήσουν την "αχειροποίητο εικόνα της Θεοτόκου" και να ηρεμήσουν μέσα στο γαλήνιο περιβάλλον της.
  Το όνομα της Μονής, κατά μία από τις τρεις (3) εκδοχές, οφείλεται στο θαύμα της εικόνας της Παναγίας, η οποία έλαμπε και σκορπούσε φως "φοινικούν", δηλαδή κόκκινο, όπως η πορφύρα των Φοινίκων. Απ’ αυτό προέρχεται και η ονομασία: Εικών φοινίσσουσα - Εικών - φοίνισσα - Εικοσιφοίνισσα.
  Η Μονή, ιδίως στην περίοδο της Τουρκοκρατίας, πρόσφερε πάρα πολλά για τη διατήρηση της Ορθοδοξίας και τους Ελληνισμού στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη, ώστε δίκαια προκάλεσε την οργή, αρχικά των Τούρκων και κατόπιν των Βουλγάρων. Αντιμετώπισε επανειλημμένα τις καταστροφικές επιδρομές τους και ανέδειξε πλήθος μαρτύρων.
  Σύμφωνα με πληροφορίες, ο επίσκοπος Φιλίππων Σώζων, που έλαβε μέρος στη Δ Οικουμενική Σύνοδο (Χαλκηδόνα, 451) ίδρυσε ναό και μοναστικό οικισμό στη θέση Βίγλα, 50 μ. ανατολικά της σημερινής Μονής, όπου τα σωζόμενα ερείπια τείχους και πύργου, μαρτυρούν την ύπαρξη αρχαίου μεγάλου φρουρίου. Όλα αυτά εγκαταλείφθηκαν αργότερα, όταν έφθασε εδώ ο πρώτος κτίτορας της Μονής, ο Αγιος Γερμανός (513 μ.Χ.), ο οποίος από πολύ νεαρή ηλικία ασκήτευσε στους Αγιους Τόπους, στην Ι. Μονή Τιμίου Προδρόμου, πλησίον του Ιορδάνη ποταμού. Από τότε και για αρκετούς αιώνες η ιστορία της Εικοσιφοίνισσας είναι τελείως άγνωστη. Αρχαιολογικές ενδείξεις οδηγούν στο συμπέρασμα ότι κατά τον 11ο αι. κτίσθηκε ξανά το "Καθολικό" της Μονής. Κατά την περίοδο αυτή η Μονή έγινε "Σταυροπηγιακή", δηλ. εξαρτιόταν απ’ ευθείας από τον Οικουμενικό Πατριάρχη.
  Νέα λάμψη γνώρισε το Μοναστήρι το έτος 1472, όταν σ’ αυτό αποσύρθηκε, παραιτηθείς από το θρόνου του, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Αγ. Διονύσιος, που θεωρείται ο δεύτερος κτίτορας της ιεράς Μονής.
  Κατά το μακρύ διάστημα της παραμονής του στη Μονή, ανήγειρε πολλά νέα κτίσματα και επισκεύασε παλαιά. Στην εποχή του το Μοναστήρι απέκτησε μεγάλη ακμή και αίγλη. Έτσι, σύμφωνα με πληροφορία ενός κατάστιχου του 16ου αι., το έτος 1507 ζούσαν στη Μονή 24 Ιερομόναχοι, 3 Ιεροδιάκονοι και 145 Μοναχοί δηλ. συνολικά 172. Αυτοί διέτρεχαν την Ανατ. Μακεδονία και Θράκη, ενίσχυαν τους Χριστιανούς στην πίστη και απέτρεπαν τους εξισλαμισμούς. Η δράση τους αυτή προκάλεσε την οργή των Τούρκων, που την 25/8/1507 κατέσφαξαν και τους 172 μονάζοντες. Δεν κατέστρεψαν το ναό και τα κτίρια, όμως η Μονή παρέμεινε έρημη και ακατοίκητη επί 13 χρόνια.
  Μετά το τραγικό συμβάν της σφαγής, το Οικουμενικό Πατριαρχείο πέτυχε το 1510 (ή κατ’ άλλους το 1520) να λάβει άδεια του Σουλτάνου για την αναδιοργάνωση της Μονής. Έτσι, με τη βοήθεια δέκα (10) Μοναχών του Αγίου Όρους, μέσα σε δέκα χρόνια προσήλθαν να μονάσουν στη Μονή 50 μοναχοί, διάκονοι και ιερομόναχοι, που είχαν και τη διακυβέρνηση του Μοναστηριού.
  Στα χρόνια που ακολούθησαν η Μονή είχε γίνει πνευματικό και εθνικό κέντρο της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης. Εδώ, ελθών από τις Σέρρες, ο Εμμανουήλ Παπάς, όρκισε τους οπλίτες του και κήρυξε την Επανάσταση.
  Στην Ιερά Μονή λειτουργούσε περίφημη Ελληνική Σχολή. Ιδιαίτερα αξιόλογη ήταν η Βιβλιοθήκη της Εικοσιφοίνισσας. Πριν τη λεηλασία της από τους Βουλγάρους, το έτος 1917, περιελάμβανε 1300 τόμους βιβλίων. Ορισμένα χειρόγραφα ήταν μεγάλης αρχαιολογικής αξίας. Κατά τους αιώνες αυτούς της ακμής, επισκευάσθηκαν και ανεγέρθηκαν πολλά κτίσματα της Μονής. Κατά το 2ο μισό του 19ου αι., αντιμετώπισε σοβαρές δυσκολίες: το 1854 πυρκαγιά αποτέφρωσε τη δυτική πλευρά και μέρος της βόρειας, ενώ το 1864 επιδημία χολέρας αποδεκάτισε τους Μοναχούς. Για την ανόρθωση της Εικοσιφοίνισσας φρόντισε ιδιαίτερα ο περιφανής Μητροπολίτης Δράμας Χρυσόστομος (1902-1910). Την εποχή αυτή επίφοβοι δεν ήταν μόνο οι Τούρκοι, αλλά και οι Βούλγαροι, που το 1917 σύλησαν τους ανεκτίμητους εθνικο-θρησκευτικούς θησαυρούς της Μονής. Κατά το Β Παγκόσμιο Πόλεμο, πάλι οι Βούλγαροι, ολοκλήρωσαν την καταστροφή βάζοντας φωτιά (έτος 1943) και καίγοντας τα οικοδομήματά της. Η ανοικοδόμηση της Μονής άρχισε πραγματικά το έτος 1965 και μέσα σε μια 15ετία κατόρθωσε να έχει τη σημερινή της εμφάνιση. Σήμερα (έτος 1997) η Μονή αριθμεί 25 Μοναχές. Γιορτάζει στις 15 Αυγούστου στη μνήμη της Παναγίας Θεοτόκου, στις 14 Σεπτεμβρίου στη μνήμη του Τιμ. Σταυρού και στις 21 Νοεμβρίου στη μνήμη των Εισοδίων της Θεοτόκου.
Το κείμενο (απόσπασμα) παρατίθεται τον Σεπτέμβριο 2003 από τουριστικό φυλλάδιο της Νομαρχίας Σερρών.

Πρωτοβυζαντινοί & Μεσοβυζαντινοί χρόνοι (50-1430)

ΠΙΕΡΙΑ (Νομός) ΕΛΛΑΔΑ
  Η ιστορική πορεία της Πιερίας της περιόδου μας είναι μόνιμα και στενά συνδεδεμένη με εκείνη της Θεσσαλονίκης.
  α. Πνευματικός βίος. Οι πρώτες επί ευρωπαϊκού εδάφους Χριστιανικές κοινότητες ιδρύθηκαν από τον Απ. Παύλο στην Μακεδονία· στους Φιλίππους, στη Θεσσαλονίκη και στην Βέροια. Εκείθεν, ο Απ. Παύλος μετέβη στην Αθήνα, μέσω των πιερικών ακτών, του σημερινού λιμανιού της Μεθώνης, όπου υπάρχει ναός προς τιμήν το Απ. Παύλου.
  Επισκοπές μνημονεύονται καθόλη την χριστιανική-βυζαντινή περίοδο σ’ όλη την επαρχία της Πιερίας. Στο Δίο, στην Πύδνα, στο Κίτρος, στον Κολινδρό, στην Πέτρα, στον Πλαταμώνα. Η ύπαρξη τόσων επισκοπών στην Πιερία δείχνει ότι η περιοχή εδώ ήταν κατείδωλος. Επίκεντρο το Δίον, η ιερή πόλη των Μακεδόνων, του Φιλίππου-Μ. Αλεξάνδρου.
  Οι επισκοπές αυτές, στους Βυζαντινούς χρόνους και στη συνέχεια μέχρι το 1924 μ.Χ., υπάγονται στην δικαιοδοσία της μητροπόλεως Θεσσαλονίκης. Ο εκάστοτε επίσκοπος Κίτρους, από τον 11ο αι. κ.ε., ήταν ο πρωτόθρονος, δηλ. ο πρώτος κατά την τάξη, μετά τον μητροπολίτη Θεσσαλονίκης.
  Πολλά μετόχια μοναστηρίων της Θεσσαλονίκης και του Αγίου Όρους υπήρχαν στην Πιερική γη. Κάποια εξακολουθούν να λειτουργούν ως σήμερα.
  Σημερινά κατάλοιπα του πνευματικού βίου της χριστιανικής-βυζαντινής Πιερίας είναι οι ναοί και τα άγια λείψανα. Είναι οι δύο πρωτοχριστιανικές βασιλικές εκκλησίες στο αρχαίο Δίο και οι βυζαντινές στην Κουντουριώτισσα, στην Πέτρα, στον Πλαταμώνα, στο Αιγίνιο, στον Κολινδρό, στο Λιτόχωρο και αλλού της Πιερίας. Χαρακτηριστικό της ιδεολογικής συγκρούσεως μεταξύ Χριστιανισμού και ειδωλολατρείας στην Πιερία είναι το μαρτύριο, στις αρχές του 4ου μ.Χ. αι., του επισκόπου Πύδνης Αλεξάνδρου. Η κάρα του δωρίζεται το 964 μ.Χ. από τον Βυζαντινό Αυτοκράτορα Νικηφόρο Φωκά στην Μονή της Λαύρας στο Αγιο Όρος.
  β. Πολιτικός - Διοικητικός βίος. Η Πιερία, στον πολιτικο-διοικητικό βίο της, αποτελεί σταθερά τμήμα της επαρχίας Μακεδονίας Πρώτης.
  Τα κάστρα-πόλεις της Πιερίας στον Κολινδρό, στο Κίτρος-Πύδνα, στην Πέτρα και στον Πλαταμώνα, ενισχύουν στρατηγικά την θεματική διοικητική υπόσταση της Θεσσαλονίκης. Την περιοχή επισκέπτεται ο ίδιος ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου Βασίλειος ο Μακεδών ο Βουλγαροκτόνος το 1003 μ.Χ. Τότε παραδίδεται στον ίδιο το κάστρο του Κολινδρού από τον επιδρομέα Βούλγαρο τοπάρχη Δημήτριο Τειχωνά.
  Η σημασία των Βυζαντινών Κάστρων της Πιερίας επαυξάνει τον 13ο αι. και τον 14ο αιώνα. Ο Φράγκος βασιλιάς της Θεσσαλονίκης Βονιφάρτιος Μομφερατικός παραχωρεί το 1204 το κάστρο Κίτρους ως φέουδο στον Λομβαρδό Βίριχ Φον Ντάουν και το κάστρο του Πλαταμώνος στον Ρολάνδο Πισία. Τα δύο αυτά κάστρα ανακαταλαμβάνονται από τον Βασιλιά της Ηπείρου Θεόδωρο Α Κομνηνό Δούκα· ο ίδιος απελευθερώνει από τους Φράγκους και την Θεσσαλονίκη και ευθύς μετά στέφεται εκεί βασιλιάς (1218-1224).
  Στις αρχές του 14ου αι., το 1308 μ.Χ., εισβάλλουν Καταλανοί και Οθωμανοί στην Πιερία και την λεηλατούν κυρίως όμως τα κάστρα τόπος εξορίας των εκάστοτε ηττημένων στην Θεσσαλονίκη. Ο εμφύλιος πόλεμος μεταξύ Παλαιολόγων και Καντακουζηνών (1341-1346) και το ζηλωτικό κίνημα του 1345 στην πόλη, ήσαν κύμα των εξοριών στα κάστρα της Πιερίας.
  Από τις δυναστικές αυτές διαμάχες επωφελούνται κυρίως οι σύμμαχοι των αλληλοσυγκρουομένων. Αυτοί ήσαν οι Οθωμανοί του Ομάρ, του Αϊδινίου και οι Σέρβοι του Στεφάνου Δουσάν. Κυρίως όμως οι Οθωμανοί, που ελέγχουν ήδη από τότε την Πιερία και την άλλη ενδοχώρα της Θεσσαλονίκης.
Το κείμενο (απόσπασμα) παρατίθεται τον Οκτώβριο 2003 από τουριστικό φυλλάδιο της Νομαρχίας Πιερίας.

Η ονομασία του Πολυκάστρου

ΠΟΛΥΚΑΣΤΡΟ (Κωμόπολη) ΚΙΛΚΙΣ
  Το Πολύκαστρο μέχρι το 1928 ήταν γνωστό με το όνομα Καρασούλι. Η ονομασία αυτή, σύμφωνα με πληροφορίες των παλαιών κατοίκων είναι οθωμανικής προέλευσης και σημαίνει «Μαύρο έλος». (Καρά σημαίνει μαύρο και Σου νερό και κατά προέκταση Μαύρο έλος.) Για μια χρονική περίοδο ονομάζονταν και Μαυροσούλι. Αυτό διαπιστώνεται σε πρακτικό του Κοινοτικού Συμβουλίου της 23 Ιουλίου 1928, όπου φαίνεται η κυκλική σφραγίδα της υπογραφής του Προέδρου:
«Ελληνική Δημοκρατία - Κοινότης Μαυροσουλίου».
  Το Καρασούλι ονομάστηκε, έτσι, από τους Οθωμανούς που εγκαταστάθηκαν για πρώτη φορά στην περιοχή εξαιτίας ενός εντόπιου που ήταν μελαψός, «μαύρος» που κατάγονταν από το Σούλι της Ηπείρου. Πέρα από αυτά επίσημα στοιχεία για τη σημερινή ονομασία δεν υπάρχουν.
   Υπάρχουν αρκετές εκδοχές, για την κατοπινή ονομασία «Πολύκαστρο», κυρίως από προφορικές πηγές παλαιών κατοίκων. Πιο κάτω θα αναφερθούν μερικές από αυτές:
  Η πρώτη εκδοχή , η οποία θεωρείται επικρατέστερη των άλλων, αναφέρεται στη χρονική περίοδο του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, όπου, στην περιοχή του συνοικισμού υπήρχαν πολλές πολεμίστρες, οχυρωματικά έργα, σαν μικρά κάστρα και για το λόγο αυτό ο Γενικός Διοικητής Θεσσαλονίκης το 1928 ονόμασε τον οικισμό Πολύκαστρο.
  Η άποψη αυτή ενισχύεται από την αναφορά που γίνεται για την συγκεκριμένη περιοχή, όπου κατά τη διάρκεια του Α' Παγκόσμιου Πολέμου κατασκευάστηκαν, ως αναφέρεται στην Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, από τη Μεραρχία Σερρών. Συγκεκριμένα αναφέρεται ( τόμος ΙΕ σελ. 65) « Η μεραρχία Σερρών αποβιβάστηκε στο Σταθμό Γουμέντσας από 23/10 - 5/11/1917 και χρησιμοποιήθηκε στην ανατολική όχθη του Αξιού γύρω από το Καρασούλι για την κατασκευή αμυντικών έργων πίσω από τη γραμμή του Μετώπου».
  Η δεύτερη εκδοχή αναφέρεται στο έτος 1928, όταν ο τότε πρόεδρος της κοινότητας Καρασουλίου, Γκαντίδης Νικόλαος, ήθελε να δώσει ένα όνομα από την πατρίδα του, το Σιναπλή της Βουλγαρίας, αλλά αντέδρασε ο αντιπρόεδρος της Κοινότητας, Πόντιος, Τσελεπίδης Χαράλαμπος, με την αιτιολογία ότι οι πρώτοι πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή ήταν Πόντιοι και συνεπώς θα έπρεπε να δοθεί άλλο όνομα και έτσι ο Γενικός Διευθυντής Θεσσαλονίκης έδωσε ένα όνομα από μια ιταλική πόλη που λέγεται Πολύκαστρο, πράγματι, υπάρχει τέτοια πόλη, όπου υπήρχαν διάσπαρτα μικρά κάστρα στην περιοχή.
  Τέλος, το Πολύκαστρο από Κοινότητα έγινε Δήμος με το Π.Δ. 265/ΦΕΚ 123/19-8-1986, μετά από ένωση των κοινοτήτων Πολυκάστρου - Λιμνοτόπου.
  Σήμερα, βέβαια, έχει διευρυμένη μορφή και ο Δήμος Πολυκάστρου περικλείει τις κοινότητες: Αξιοχωρίου, Ασπρου, Λιμνοτόπου, Βαφειοχωρίου, Πευκοδάσους, Μικροδάσους, Ευζώνων, Ποντοηράκλειας. Συνολικά στο Δήμο είναι ενσωματωμένοι 24 οικισμοί με 12.000 κατοίκους.
Τα στοιχεία είναι από το βιβλίο του Δικαίου Βασιλειάδη "Ιστορία του Πολυκάστρου"

Το κείμενο παρατίθεται τον Ιούνιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Πολυκάστρου


ΠΟΤΙΔΑΙΑ (Αρχαία πόλη) ΧΑΛΚΙΔΙΚΗ
  Αρχαία πόλη της Χαλκιδικής, αποικία των Κορινθίων. Ιδρύθηκε την εποχή του τύραννου Περίανδρου (ΣΤ’ αι. π.Χ.) στο στενό ισθμό που συνδέει τη χερσόνησο Παλλήνη με τη Στερεά. Το 479 π.Χ. την πολιόρκησε δίχως επιτυχία ο στρατηγός του Ξέρξη Αρτάβαζος. Η απόσπασή της από την Αθηναϊκή συμμαχία υπήρξε μία από τις αφορμές του Πελοποννησιακού πολέμου. Το 429 την κατέλαβαν οι Αθηναίοι οι οποίοι μετέφεραν τους κατοίκους της στην Ολυνθο και εγκατέστησαν στη θέση τους Αθηναίους. Το 356 η Ποτίδαια καταστράφηκε από το Φίλιππο Β΄ της Μακεδονίας ο οποίος ίδρυσε στη θέση της την Κασσάνδρεια. Σύμφωνα με κάποιες πηγές την πρώτη διώρυγα στην Ποτίδαια άνοιξε ο Κάσσανδρος, ενώ η ύπαρξή της αναφέρεται από τον 1ο αι. π.Χ. Στη συνέχεια την επιδιόρθωσε ο Ι. Παλαιολόγος το 1407. Η διώρυγα απέκτησε τη σημερινή της μορφή το 1930 και στα 1970 κατασκευάστηκε η γέφυρα που ενώνει τις δυο ακτές. Στα 357 π.Χ. ο Φίλιππος ο Β' κατέλαβε την Ποτίδαια και προσάρτησε την περιοχή στη Μακεδονία. Το 316 π.Χ. ο βασιλιάς της Μακεδονίας Κάσσανδρος έκτισε στη θέση της την Κασσάνδρεια, η οποία γρήγορα αναπτύχθηκε και άνθησε ιδίως κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο. Η ιστορία της πόλης συνεχίζεται μέσα στους αιώνες και το 1922 έρχονται εδώ κάτοικοι της Μικράς Ασίας και κτίζουν τη Νέα Ποτίδαια. Στα Αρχαιολογικά Μουσεία του Πολύγυρου και της Θεσσαλονίκης υπάρχουν πολλά ευρήματα από τους τάφους της αρχαίας Ποτίδαιας.

Το κείμενο παρατίθεται τον Ιούλιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Τεχνολογικού Εκπαιδευτικού Ιδρύματος Πειραιά


ΣΤΑΥΡΟΣ (Κωμόπολη) ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
  Η γοητευτική περιοχή του Σταυρού, το καταπράσινο και ηλιόλουστο παραλιακό κέντρο εμφανίζεται στο προσκήνιο από τα πανάρχαια χρόνια. Σύμφωνα με ιστορικές ενδείξεις εδώ ήταν εγκατεστημένος αρχαίος μυγδονικός οικισμός, δηλ. μια πολίχνη και ορμητήριο γνωστό κατά τον Στέφανο Βυζάντιο ως "Βορμίσκος" ή κατά το Θουκυδίδης "Βρομίσκος" και μάλιστα κοντά στις εκβολές του Ρήχειου Ποταμού. Εδώ σύμφωνα με εικασίες των ιστορικών βρήκε τραγικό θάνατο ο αρχαίος ποιητής Ευριπίδης που κατασπαράχθηκε από άγρια σκυλιά του Αρχέλαου κατά την διάρκεια ενός βασιλικού κυνηγιού.
  Η σπουδαιότητα του οικισμού προκύπτει αφενός από το γεγονός ότι συμμετείχε στην αττικοδηλιακή συμμαχία των Αθηνών μαζί με άλλες γνωστές μυγδονικές και αξιόλογες πόλεις αφετέρου ότι έγινε προσπελάσιμος χώρος τόσο από τα στρατεύματα του Λακεδαιμόνιου Στρατηγού Βρασίδα όσο και από τον πολυπληθή στρατό του Ξέρξη.
  Κατά την Βυζαντινή περίοδο αποτέλεσε στρατηγικό κόμβο αφού βρίσκονταν δίπλα στην Εγνατία οδό και στο διάβα των περιηγητών προς Αγιο Όρος.
  Οι ρίζες όμως του σημερινού Σταυρού μπήκαν από τους πολυπαθείς πρόσφυγες της Μ. Ασίας.
  Όταν το 1922 ξεριζώθηκε το Ελληνικό στοιχείο από τα παράλια της Μ. Ασίας πολλοί πρόσφυγες από το Κατιρλί της Βιθυνίας και ιδίως ενορίτες της Αγίας Παρασκευής ήρθαν και εγκαταστάθηκαν στον πανέμορφο Σταυρό μέσα σε πρόχειρους καταυλισμούς.
  Μαζί με αυτούς και πρόσφυγες από την Μάδυτο, περιοχή της Προύσης και άλλες περιοχές.
  Παρά τις κακουχίες και τις μύριες δυσκολίες άνθρωποι πονεμένοι μα θαυμάσιοι, μαχητικοί με οράματα, ιδέες και όρεξη για την ζωή ρίχτηκαν αθόρυβα στον αγώνα και με πολύ μόχθο άρχισαν να χτίζουν την Κοινότητά τους, το σημερινό Σταυρό.
  Ξακουστοί υλοτόμοι και ψαράδες οι Κατιρλιώτες μόλις ρίζωσαν στην νέα τους πατρίδα και βρίσκοντας πανομοιότυπη την φυσική μορφολογία της νέας τους πατρίδας μ’ αυτήν που άφησαν πίσω τους ρίχτηκαν με μεράκι για την κατάκτηση του μέλλοντος.
Το κείμενο (απόσπασμα) παρατίθεται το Νοέμβριο 2003 από τουριστικό φυλλάδιο του Δήμου Ρεντίνας.

Links

Η αποστασία της Ακάνθου από την αθηναϊκή κυριαρχία

ΑΚΑΝΘΟΣ (Αρχαία πόλη) ΧΑΛΚΙΔΙΚΗ
Η Ακανθος κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου αποστάτησε από τους Αθηναίους (424 π.Χ.) αφού προέβη σε μυστική ψηφοφορία ύστερα από τη δημηγορία του Σπαρτιάτη Βρασίδα, που προηγουμένως μαζί με τους Χαλκιδείς είχε βαδίσει κατά της Ακάνθου (Θουκ. 4,88,1).

Η Ακανθος στη συνθήκη Αθηναίων & Σπαρτιατών

Η Ακανθος αναφέρεται στη συνθήκη μεταξύ Αθηναίων και Σπαρτιατών (μετά την αποστασία της από τους Αθηναίους το 424 π.Χ.) ανάμεσα σε άλλες πόλεις της Μακεδονίας, με τον όρο ότι θα είναι ουδέτερες: σύμμαχοι ούτε των Αθηναίων ούτε των Σπαρτιατών. Αν πάλι το θελήσουν μπορούν να είναι σύμμαχοι των Αθηναίων (Θουκ. 5,18,5).

Βυζαντινή Βέροια

ΒΕΡΟΙΑ (Πόλη) ΗΜΑΘΙΑ
  The famous city of Beroia, with a history uninterrupted from antiquity to modern times, acquired particular importance as the frontiers of the medieval Greek state continued to shrink. In 1001 the emperor Basil II Bulgaroktonos (the Bulgar-Slayer) brought a brief Bulgarian occupation of the city to an end. Beroia faced further disturbance from foreign conquerors (Franks, Bulgars, Serbs) in the 13th and 14th centuries. In 1433 it was taken by the Turks.
  The importance of Beroia in the closing years of Byzantium is evident in the place it occupied in the ecclesiastical hierarchy of the Patriarchate of Constantinople: an archiepiscopal see at the end of the 13th century, it became a metropolis in the early 14th. Forty-eight historic churches still survive in Beroia, of which 39 possess wall--paintings dating from the very beginning of the 13th to the 18th century.

By kind permission of:Ekdotike Athenon
This text is cited Nov 2003 from the Macedonian Heritage URL below, which contains image.


Γιαννιτσά

ΓΙΑΝΝΙΤΣΑ (Πόλη) ΠΕΛΛΑ

Φάκελος Alois Brunner

Το Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, απευθύνεται στους χρήστες του Internet, σε όλο τον κόσμο, ζητώντας πληροφορίες, που θα μπορούσαν να βοηθήσουν τις αρχές και την Ιντερπολ, να εντοπίσουν-εφόσον βεβαίως βρίσκεται ακόμη στη ζωή- τον εγκληματία πολέμου Αλόϊς Μπρούννερ, ο οποίος οργάνωσε μαζί με άλλους Ναζί αξιωματικούς το Ολοκαύτωμα των 50.000 Εβραίων της Θεσσαλονίκης, καθώς και την εξόντωση 24.000 Εβραίων στο Ντρανσί της Γαλλίας και άλλες περιοχές της Ευρώπης στη διάρκεια του Β΄παγκοσμίου πολέμου.

Απελευθέρωση από τους Ναζί, 30 Οκτωβρίου

Η 30ή Οκτωβρίου 1944 είναι η άγια μέρα, που απελευθερώθηκε η Θεσσαλονίκη και η υπόλοιπη Μακεδονία από το χιτλεροφασιστικό ζυγό.

Η πυρκαγιά τoυ 1917

  Starting with one house at the beginning of Ayiou Dimitriou street, the fire destroyed, with the help of the Vardaris (a strong north wind), 250 acres of building area, 9,500 houses and most of the city's churches, banks, schools, printing presses, hotels and shops. It left 72,000 people homeless, two thirds of whom were Jews. The fire wiped out the traditional, cosmopolitan appearance of the city but it opened the way for the town-planning miracle of the Hebrard Plan.
  From "Pages from an autobiography" by the poet Yiorgos Vafopoulos
  "On the next day, August 6, the feast of Our Saviour, Thessaloniki made history, yet again. There where once the labyrinthine alleys of the Jewish district had spread out, were now only stones and smouldering ashes. In the other quarter, where the grand shops and hotels tower, tragic ruins reminded one of their former glory. And all these sad remains of a rich big city were swathed in heavy clouds of smoke. Deep in their basements the embers glowed for several months after the fire and, as we discovered later, so great was the force of the fire that all the glassware melted and amidst the debris of the pastry shops one could make out the jars of sweets transformed into a mass of burnt sugar and glass. The tremendous expanse covered by this catastrophe took the name of the Kammena (burnt areas). The whole district had been transmuted into a new Pompeii, where by day teams of excavators labored and by night the bums, criminals and lovers found refuge".
The Hebrard Plan (1917-1921)
  Drafted by an international committee headed by the architect-archaeologist Ernest Hebrard and composed of such architects as Aristotelis Zachos and Konstantinos Kitsikis, the plan swept aside the memories of the Orient in favor of a European layout with neo-Byzantine elements.
  At the same time, it created a topography adapted to the social, economic and town-planning demands of an industrial city with wide avenues and regular city blocks. Its implementation was referred to round the world as "the greatest achievement of 20th century European urban planning," and it made for a lovely, Greek Thessaloniki which unprincipled post-war reconstruction would eliminate.

By kind permission of:Ekdotike Athenon
This text is cited Nov 2003 from the Macedonian Heritage URL below, which contains images.


ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ (Αρχαία πόλη) ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ
POLITICAL AND MILITARY HISTORY. Thessalonica was a place of some importance, even while it bore its earlier name of Therma. Three passages of chief interest may be mentioned in this period of its history. Xerxes rested here on his march, his land-forces being encamped on the plain between Therma and the Axius, and his ships cruising about the Thermaic gulf; and it was the view from hence of Olympus and Ossa which tempted him to explore the course of the Peneius. (Herod. vii. 128, seqq.) A short time (B.C. 421) before the breaking out of the Peloponnesian War, Therma was occupied by the Athenians (Thucyd. i. 61); but two years later it was given up to Perdiccas (Id. ii. 29.) The third mention of Therma is in Aeschines (de Fals. Leg. p. 31, ed. Bekk.), where it is spoken of as one of the places taken by Pausanias.
  The true history of Thessalonica begins, as we have implied above, with the decay of Greek nationality. The earliest author who mentions it under its new name is Polybius. It seems probable that it was rebuilt in the same year (B.C. 315) with Cassandreia, immediately after tile fall of Pydna and the death of Olympias. We are told by Strabo that Cassander incorporated in his new city the population, not only of Therma, but likewise of three smaller towns, viz. Aeneia and Cissus (which are supposed to have been on the eastern side of the gulf), and Chalastra which is said by Strabo (vii. Epit. 9) to have been on the further side of the Axius, whence Tafel (p. xxii.) by some mistake infers that it lay between the Axius and Therma. It does not appear that these earlier cities were absolutely destroyed; nor indeed is it certain that Therma lost its separate existence. Pliny seems to imply that a place bearing this name was near Thessalonica; but the text is probably corrupt.
  As we approach the Roman period, Thessalonica begins to be more and more mentioned. From Livy (xliv. 10) this city would appear to have been the great Macedonian naval station. It surrendered to the Romans after the battle of Pydna (Ib. xliv. 45), and was made the capital of the second of the four divisions of Macedonia (Ib. xlv. 29). Afterwards, when the whole of Macedonia was reduced to one province (Flor. ii. 14), Thessalonica was its most important city, and virtually its metropolis, though not so called till a later period. Cicero, during his exile, found a refuge here in the quaestor's house (pro Planc. 41); and on his journeys to and from his province of Cilicia he passed this way, and wrote here several of his extant letters. During the first Civil War Thessalonica was the head-quarters of the Pompeian party and the senate. (Dion Cass. xli. 20.) During the second it took the side of Octavius and Antonius (Plunt. Brut. 46; Appian, B.C. iv. 118), and reaped the advantage of this course by being made a free city. It is possible that the word eleutherias, with the head of Octavia, on some of the coins of Thessalonica, has reference to this circumstance (see Eckhel, ii. p. 79); and some writers see in the Vardar gate, mentioned below, a monument of the victory over Brutus and Cassius.
  Even before the close of the Republic Thessalonica was a city of great importance, in consequence of its position on the line of communication between Rome and the East. Cicero speaks of it as posita in gremio imperii nostri. It increased in size and rose in importance with the consolidation of the Empire. Strabo in the first century, and Lucian in the second, speak in strong language of the amount of its population. The supreme magistrates (apparently six in number) who ruled in Thessalonica as a free city of the Empire were entitled politarchai, as we learn from the remarkable coincidence of St. Luke's language (Act. Ap. xvii. 6) with an inscription on the Vardar gate. (Bockh, 1967. Belley mentions another inscription containing the same term.) In Act. Ap. xvii. 5, the demos is mentioned which formed part of the constitution of the city. Tafel thinks that it had a boule also.
  During the first three centuries of the Christian era, Thessalonica was the capital of the whole country between the Adriatic and the Black Sea; and even after the founding of Constantinople it remained practically the metropolis of Greece, Macedonia, and Illyricum. In the middle of the third century, as we learn from coins, it was made a Roman colonia; perhaps with the view of strengthening this position against the barbarian invasions, which now became threatening. Thessalonica was the great safeguard of the Empire during the first shock of the Gothic inroads. Constantine passed some time here after his victory over the Sarmatians; and perhaps the second arch, which is mentioned below, was a commemoration of this victory: he is said also by Zosimus (ii. p. 86, ed. Bonn) to have constructed the port, by which we are, no doubt, to understand that he repaired and improved it after a time of comparative neglect. Passing by the dreadful massacre by Theodosius (Gibbon's Rome, ch. xxvii.), we come to the Sclavonic wars, of which the Gothic wars were only the prelude, and the brunt of which was successfully borne by Thessalonica from the middle of the sixth century to the latter part of the eighth. The history of these six Sclavonic wars, and their relation to Thessalonica, has been elaborated with great care by Tafel.
  In the course of the Middle Ages Thessalonica was three times taken; and its history during this period is thus conveniently divided into three stages. On Sunday, July 29th, 904, the Saracen fleet appeared before the city, which was stormed after a few days' fighting. The slaughter of the citizens was dreadful, and vast numbers were sold in the various slave-markets of the Levant. The story of these events is told by Jo. Cameniata, who was crozierbearer to the archbishop of Thessalonica. From his narrative it has been inferred that the population of the city at this time must have been 220,000. (De Excidio Thessalonicensi, in the volume entitled Theophanes Continnatus of the Bonn ed. of the Byz. writers, 1838.) The next great catastrophe of Thessalonica was caused by a different enemy, the Normans of Sicily. The fleet of Tancred sailed round the Morea to the Thermaic gulf, while an army marched by the Via Egnatia from Dyrrhachium. Thessalonica was taken on Aug. 15th, 1185, and the Greeks were barbarously treated by the Latins. Their cruelties are described by Nicetas Choniates (de Andron. Comneno, p. 388, ed. Bonn, 1835). The celebrated Eustathius was archbishop of Thessalonica at this time; and he wrote an account of this capture of the city, which was first published by Tafel (Tubingen, 1832), and is now printed in the Bonn ed. of the Byz. writers. (De Thessalonica a Latinis capta, in the same vol. with Leo Grammaticus, 1842.) Soon after this period follows the curious history of western feudalism in Thessalonica under Boniface, marquis of Montferrat, and his successors, during the first half of the 13th century. The city was again under Latin dominion (having been sold by the Greek emperor to the Venetians) when it was finally taken by the Turks under Amurath II., in 1430. This event also is described by a writer in the Bonn Byzantine series (Joannes Anagnostes, de Thessalonicensi Excidio Narratio, in the same volume with Phranzes and Cananus, 1838).
ECCLESIASTICAL HISTORY. The annals of Thessalonica are so closely connected with religion, that it is desirable to review them in this aspect. After Alexander's death the Jews spread rapidly in all the large cities of the provinces which had formed his empire. Hence there is no doubt that in the first century of the Christian era they were settled in considerable numbers at Thessalonica: indeed this circumstance contributed to the first establishment of Christianity there by St. Paul (Act. Ap. xvii. 1). It seems probable that a large community of Jews has been found in this city ever since. They are mentioned in the seventh century during the Sclavonic wars; and again in the twelfth by Eustathius and Benjamin of Tudela. The events of the fifteenth century had the effect of bringing a large number of Spanish Jews to Thessalonica. Paul Lucas says that in his day there were 30,000 of this nation here, with 22 synagogues. More recent authorities vary between 10,000 and 20,000. The present Jewish quarter is in the south-east part of the town.
  Christianity, once established in Thessalonica, spread from it in various directions, in consequence of the mercantile relations of the city. (1 Thess. i. 8.) During the succeeding centuries this city was the bulwark, not simply of the Byzantine Empire, but of Oriental Christendom, - and was largely instrumental in the conversion of the Sclavonians and Bulgarians. Thus it received the designation of The Orthodox City. It is true that the legends of Demetrius, its patron saint (a martyr of the early part of the fourth century), disfigure the Christian history of Thessalonica; in every siege success or failure seems to have been attributed to the granting or withholding of his favour: but still this see has.a distinguished place in the annals of the Church. Theodosius was baptized by its bishop; even his massacre, in consequence of the stern severity of Ambrose, is chiefly connected in our minds with ecclesiastical associations. The see of Thessalonica became almost a patriarchate after this time; and the withdrawal of the provinces subject to its jurisdiction from connection with the see of Rome, in the reign of Leo Isauricus, became one of the principal causes of the separation of East and West. Cameniata, the native historian of the calamity of 904, was, as we have seen, an ecclesiastic. Eustathius, who was archbishop in 1185, was, beyond dispute, the most learned man of his age, and the author of an invaluable commentary on the Iliad and Odyssey, and of theological works, which have been recently published by Tafel. A list of the Latin archbishops of Thessalonica from 1205 to 1418, when a Roman hierarchy was established along with Western feudalism, is given by Le Quien (Oriens Christianus, iii. 1089). Even to the last we find this city connected with questions of religious interest. Symeon of Thessalonica, who is a chief authority in the modern Greek Church on ritual subjects, died a few months before the fatal siege of 1430; and Theodore Gaza, who went to Italy soon after this siege, and, as a Latin ecclesiastic, became the translator of Aristotle, Theophrastus, and Hippocrates, was a native of the city of Demetrius and Eustathius.

This extract is from: Dictionary of Greek and Roman Geography (1854) (ed. William Smith, LLD). Cited June 2004 from The Perseus Project URL below, which contains interesting hyperlinks


Αξιόλογες επιλογές

The Peace of Nicias

ΑΜΦΙΠΟΛΙΣ (Αρχαία πόλη) ΣΕΡΡΕΣ
Cleon, the most prominent and influential leader at Athens after the Athenian victory at Pylos in 425, was dispatched to northern Greece in 422 to try to stop Brasidas. As it happened, both he and Brasidas were killed before Amphipolis in 422 B.C. in a battle won by the Spartan army. Their deaths deprived each side of its most energetic military commander and opened the way to negotiations. Peace came in 421 B.C. when both sides agreed to resurrect the balance of forces just as it had been in 431 B.C. The agreement made in that year is known as the Peace of Nicias after the name of the Athenian general Nicias, who was instrumental in convincing the Athenian assembly to agree to a peace treaty. The Spartan agreement to the peace revealed a fracture in the coaltion of Greek states allied with Sparta against Athens and its allies because the Corinthians and the Boetians refused to join the Spartans in signing the treaty.

This text is from: Thomas Martin's An Overview of Classical Greek History from Homer to Alexander, Yale University Press. Cited Oct 2002 from Perseus Project URL below, which contains bibliography & interesting hyperlinks.


Causes of the Peloponnesian War

ΠΟΤΙΔΑΙΑ (Αρχαία πόλη) ΧΑΛΚΙΔΙΚΗ
The outbreak of the war came when the Spartans issued ultimatums to Athens that the men of the Athenian assembly rejected at the urging of Pericles. The Spartan ultimatums promised attack unless Athens lifted its economic sanctions against the city-state of Megara, a Spartan ally that lay just west of Athenian territory, and stopped its military blockage of Potidaea, a strategically located city-state in northern Greece. The Athenians had forbidden the Megarians from trading in all the harbors of the Athenian empire, a severe blow for Megara, which derived much income from trade. The Athenians had imposed the sanctions in retaliation for alleged Megarian encroachment on sacred land along the border between the territory of Megara and Athens. As for Potidaea, it been an ally of Athens but was now in rebellion. Potidaea retained ties to Corinth, the city that had originally founded it, and Corinth, an ally of Sparta, had protested the Athenian blockade of its erstwhile colony. The Corinthians were already angry at the Athenians for having supported the city-state of Corcyra in its earlier quarrel with Corinth and securing an alliance with Corcyra and its formidable navy. The Spartans issued the ultimatums in order to placate the Megarians and, more importantly, the Corinthians with their powerful naval force. Corinth had threatened to withdraw from the Peloponnesian League and join a different international alliance if the Spartans delayed any longer in backing them in their dispute with the Athenians over Potidaea. In this way, the actions of lesser powers nudged the two great powers, Athens and Sparta, over the brink to war in 431 B.C.

This text is from: Thomas Martin's An Overview of Classical Greek History from Homer to Alexander, Yale University Press. Cited Mar 2003 from Perseus Project URL below, which contains bibliography & interesting hyperlinks.


Β' Παγκοσμίου Πολέμου

Μάχες οχυρού Ρούπελ

ΚΕΡΚΙΝΗ (Βουνό) ΣΕΡΡΕΣ

Βυζαντινή περίοδος (324-1453 μ.Χ.)

Βυζαντινά χρόνια

ΒΕΡΟΙΑ (Πόλη) ΗΜΑΘΙΑ
  Η Βυζαντινή εποχή της Βέροιας άρχισε με επιδρομές και καταλήψεις από τους Γότθους, Ούνους, Βούλγαρους και Γέτες. Έπειτα κατεβαίνουν οι Σλάβοι. Στα 904 μ.Χ. παρουσιάζονται οι Σαρακηνοί πειρατές, που μετά την κατάληψη της Θεσσαλονίκης κυριεύουν και τη Βέροια. Τη βρήκαν χτυπημένη πρόσφατα από σεισμό και πήραν πολλούς Βεροιώτες για τα σκλαβοπάζαρα της Ανατολής.
  Στα τέλη του 10ου αιώνα μ.Χ. η Βέροια έπεσε στα χέρια του βασιλιά των Βουλγάρων, του Σαμουήλ, για να ελευθερωθεί ύστερα από λίγα χρόνια από τον Βασίλειο τον Βουλγαροκτόνο.
  Ακολουθούν νέες επιδρομές Βουλγάρων, Ούνων, Κουμάνων και Πατζινακών, ώσπου εμφανίζονται οι Νορμανδοί και το 1204 η Βέροια πέφτει στα χέρια των Σταυροφόρων, χρόνια σκοτεινά. Η Βέροια συχναλλάζει κατακτητές, ώσπου το1224 εντάσσεται στο ελληνικό Δεσποτάτο της Ηπείρου και έπειτα στην Αυτοκρατορία της Νίκαιας και στην αναστημένη απ’ αυτήν βυζαντινή Αυτοκρατορία των Παλαιολόγων (1261 μ.Χ.) ενώ στα 1309 μ.Χ. συντρίφτηκαν κοντά στη Βέροια από το στρατηγό Χανδρηνό οι περιβόητοι Καταλανοί.
  Στα χρόνια των βυζαντινών αυτοκρατόρων Ανδρόνικου Β (1282-1328 μ.Χ.) και Ανδρονίκου Γ (1328-1341 μ.Χ.) η Βέροια έγινε πεδίο εμφυλίων συγκρούσεων. Την εποχή αυτή η Επισκοπή της Βέροιας προάγεται σε Μητρόπολη και τοιχογραφείται η εκκλησία του Χριστού από το σημαντικό αγιογράφο Καλλιέργη, ενώ παράλληλα ο Πατριάρχης είναι ο Βεροιώτης Νήφων.
  Αλλος εμφύλιος πόλεμος στη συνέχει ανάμεσα στον Ιωάννη Καντακουζηνό (1347-1354 μ.χ.) και στον επίτροπο του ανήλικου αυτοκράτορα Ιωάννη Ε Ματθαίο φέρνει πάλι στο προσκήνιο τη Βέροια.
  Στα 1343 σαν διεκδικητής του θρόνου ο Ιωάννης Καντακουζηνός κυρίεψε τη Βέροια με τη βοήθεια του Σέρβου κράλη Στέφανου Δουσάν.
  Η Βέροια στα χρόνια που ακολουθούν γνωρίζει τους Σέρβους και του Τούρκους άλλοτε σαν συμμάχους των αντιμαχόμενων βυζαντινών και άλλοτε σαν επιδρομείς.
  Στα 1345/6 η Βέροια πέφτει στα χέρια του Στέφανου Δουσάν (1331-1355 μ.Χ.) που την κρατά ως τα 1350. Πάλι χρόνια δύσκολα και σκοτεινά. Το 1358 πληροφορούμαστε ότι την διοικεί ο Σέρβος ευγενής Ροδοσλάβος Χλάπενος. Τα χρόνια αυτά εμφανίζονται σαν μισθοφόροι του Ιωάννη Καντακουζηνού, ο Μανουήλ, πράμα που δείχνει τη σπουδαιότητα της πόλης και σ’ αυτά τα χρόνια.
  Πληροφορίες για τη Βέροια στα βυζαντινά χρόνια μας δίνουν οι συγγραφείς: Ιωάννης Καμινιάτης ή Καμενιάτης (10ος αι. μ.Χ.), ο συγγραφέας αυτοκράτορας Ιωάννης Καντακουζηνός, που εκείνα τα ταραγμένα χρόνια έζησε αρκετές μέρες στη Βέροια και περπάτησε γεμάτος έγνοιες δίπλα στα βασανισμένα τείχη της, οι βιογράφοι της όσιας Θεοδώρας της Θεσσαλονίκης, του όσιου Αντωνίου του Νέου κ.α.
  Δεν είναι τυχαίο ότι η Βέροια αναφέρεται και ως έδρα θέματος με επικεφαλής της διοίκησης του Δούκα. Γυναίκα Δούκα ίσως ήταν η θρυλική Βεργίνα που κατά την παράδοση μαζί με το παιδί της έπεσε στον Τριπόταμο από τη γνωστή "Γέφυρα της Βεργίνας" για να μην πέσει στα χέρια των Τούρκων.
  Η Βέροια και στα βυζαντινά χρόνια ήταν σπουδαίο, θρησκευτικό κέντρο - η παράδοση συνεχίστηκε - με πολλές εκκλησίες και μοναστήρια· γι’ αυτό και ονομαζόταν "Μικρά Ιερουσαλήμ".
  Μια τόσο σπουδαία πόλη δεν μπορούσε να ξεφύγει τη βουλιμία των Τούρκων που αγωνίστηκαν να την κατακτήσουν. Την κυρίεψαν και την έχασαν αρκετές φορές. Πάνω από πενήντα χρόνια πάλαιψε η Βέροια για να γλιτώσει από την τούρκικη κυριαρχία χωρίς τελικά να το κατορθώσει.
  Αν όμως και η Βέροια δεν κατάφερε να αποφύγει την μακροχρόνια σκλαβιά, κατάφερε κάτι πιο θαυμαστό, να μείνει πόλη ελληνική.
Το κείμενο (απόσπασμα) παρατίθεται τον Οκτώβριο 2003 από τουριστικό φυλλάδιο του Δήμου Βέροιας (1986).

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ (Πόλη) ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ
  Thessalonike played an important role in historic events that occurred during the Byzantine period. Its strongly fortified walls resisted a succession of barbarian hordes, and were overrun only four times in the course of a thousand years.
  As an administrative centre Thessalonike was the hub of many state services and military commands, while the products of the Balkan Peninsula passed through her port. A metropolitan see with twelve bishoprics dependent upon it, it was honoured by the presence of men of letters (e.g. Ioannis in the 7th century, Leon the Mathematician in the 9th, Eustathios in the 12th, Grigorios Palamas in the 14th, and Symeon in the 15th century).
  Thessalonike also played a leading part in the conversion of the Slavs to Christianity: the brothers Cyril and Methodios, missionaries to the Slavic peoples in the 9th century, were born and bred in Thessalonike.
  From the Middle Byzantine period onwards it was the scene of intense cultural activity, comparable with that of Constantinople, its influence being felt even on Mount Athos. Despite religious conflicts (Hesychasm), civil wars and social disorders (the Zealots), Thessalonike was at its peak in the 14th century, as is evident most particularly in the architecture, wall-paintings, and mosaics.
  Following disturbances at the end of the 14th century and a brief occupation by the Venetians (1423-30), the city was annexed by Murad II in 1430 and entered upon a new phase of its history.

By kind permission of:Ekdotike Athenon
This text is cited Nov 2003 from the Macedonian Heritage URL below, which contains image.


ΡΟΔΟΛΙΒΟΣ (Κωμόπολη) ΣΕΡΡΕΣ
   Το Ροδολίβος μνημονεύεται για πρώτη φορά απ' όσο μέχρι τώρα τουλάχιστον γνωρίζω το 1098, σε ισοκώδικο του μάγιστρου - χαρτουλάριου Νικήτα Αντζά, σύμφωνα με το οποίο ο Αλέξιος Α' Κομνηνός (1081 - 1118) δώρησε το "χωρίον" στη μοναχή - κουροπαλάτισσα Μαρία Βασιλάκινα, σύζυγο του Γρηγορίου Πακουριανού, του μεγάλου δομέστικου της Δύσης, που στη συνέχεια το αφιέρωσε στη μονή Ιβήρων του Αγίου Όρους για τη σωτηρία της ψυχής του αποθαμένου συζύγου της. Την εποχή αυτή (1098) το Ροδολίβος υπαγόταν στο θέμα Στρυμόνος και Ζαβαλτείας, τμηματική υποδιαίρεση της εκτενέστερης διοικητικής περιφέρειας "Βολερού και Στρυμόνος" και αριθμούσε 13 αγροτικές οικογένειες με εισόδημα 97/24 χρυσά νομίσματα. Το ισοκώδικο του Νικήτα Αντζά έχει ξέχωρη σημασία για την περιοχή του Ροδολίβους αφού, παράλληλα, με τον γενόμενο "περιορισμό" του χωρίου (καθορισμός των ορίων δικαιοδοσίας του) μνημονεύονται γειτονικά τοπωνύμια μερικά από τα οποία διατηρούνται μέχρι σήμερα.
  Το αναφερόμενο τοπωνύμιο Βελτζίστου μετονομάσθηκε σε Δόμηρος και το Σιόμαλτο ή Σέμαλτο σε Μικρό Σούλι. Στην πρώτη δημοσίευση της επιγραφής από τον Perdrizet παραλείπονται μερικά γράμματα που σήμερα είναι ευδιάκριτα. Από τα παραπάνω αρχιτεκτονικά μέλη το ιωνίζον κιονόκρανο, ο αμφικιονίσκος παραθύρου και το τμήμα του κίονα προϋποθέτουν ύπαρξη παλαιοχριστιανικού ναού, αποκλείοντας βέβαια την εκδοχή ότι τα μέλη αυτά είναι φερτά. Από αντίγραφο χρυσοβούλου λόγου του Μιχαήλ Θ' (1294 - 1320), συναυτοκράτορα του Ανδρονίκου Β' (1282 - 1328), υπογραφόμενο από τον Πατριάρχη Νήφωνα, πληροφορούμαστε ότι η μονή Ιβήρων εξακολουθεί το 1310 να διατηρεί το "προάστειον Ραδολίου" και την γύρω περιοχή. Στις αρχές του 14ου αι. το Ροδολίβος, σαν μετόχι της πλούσιας μονής Ιβήρων, αναπτύχθηκε σημαντικά, όπως χαρακτηριστικά φαίνεται στον απογραφικό κατάλογο του 1316 που έγινε από τον απογραφέα - ορφανοτρόφο Τρύφωνα Κεδρηνό αριθμεί 222 αγροτικές οικογένειες με 972 συνολικά κατοίκους που πλήρωναν στη μονή Ιβήρων "τέλος" (φόρο) 400 υπέρπυρα που μαζί με τους φόρους των παρακείμενων αγροτικών οικισμών, Οβηλού, Βορισκού και Δοβροβίκειας ανερχόταν σε 520 υπέρπυρα. Από τους οικισμούς αυτούς ο Οβηλός και η Δοβροβίκεια υπαγόταν στο καπετανίκιο Ποπολίας ή Λυκοσχίσματος τοποθετούμενο στις ανατολικές υπώρειες του Παγγαίου, ο δε Βορισκός στο καπετανίκιο Ζαβαλτείας. Η απογραφή του 1316 με τη λεπτομερειακή καταγραφή όλων των περιουσιακών στοιχείων των κατοίκων του Ροδολίβους μας βοηθεί στην εξέταση της κοινωνικής δομής του "Χωριού" και στη συναγωγή επαγωγικού συμπεράσματος για την αγροτική διάρθρωση των βυζαντινών επαρχιακών μικροκέντρων. Η πλειονότητα των χωρικών ασχολείται με τη γεωργία και ειδικότερα με την καλλιέργεια αμπελιών. Καλλιεργούνται συνολικά 1.400 μόδιοι αμπελιών που ισοδυναμούν με 1.244 σημερινά στρέμματα. Πιθανότατα οι χωρικοί (πάροικοι) του Ροδολίβους δεν είχαν, εκτός από ελάχιστους, δικά τους χωράφια για την παραγωγή δημητριακών προϊόντων. Τέτοιου είδους καλλιεργήσιμες εκτάσεις ανήκαν στην κυριότητα της μονής Ιβήρων που καλλιεργούνταν από τους χωρικούς με τη δεσμευμένη υποχρέωση των "αγγαρειών". Η κτηνοτροφία σε σχέση με τη γεωργία δεν φαίνεται ιδιαίτερα αναπτυγμένη. Τρέφονταν συνολικά 363 πρόβατα, 130 κατσίκια, 46 χοίροι, 87 βόδια, 65 αγελάδες, 49 ονικά ( γαϊδούρια - άλογα ).
  Από την καθαρά γεωργοκτηνοτροφική κοινωνία του Ροδολίβους δεν έλειπαν και οι χρειαζόμενοι τεχνίτες και μικροεπαγγελματίες. Αναφέρονται 9 χαλκείς (σιδηρουργοί), 2 αμαξάδες, 3 πελεκάνοι ( κτίστες ), 7 τζυκαλάδες ( αγγειοπλάστες ), 1 υφάντης, 1 ψιαθάς ( ψαθάς ), 3 καπασάδες ( σαμαροποιοί ), 3 ράπτες και 23 τσαγκάρηδες. αναφορά των τζυκαλάδων στον απογραφικό κατάλογο του 1316 προϋποθέτει την ύπαρξη τοπικού εργαστηρίου κεραμικής και παράλληλα το συμπέρασμα για την ύπαρξη αγγειοπλαστικών εργαστηρίων, όχι μόνο στα μεγάλα αστικά κέντρα (Κωνσταντινούπολη - Θεσσαλονίκη ) αλλά και στις επαρχιακές πόλεις και στα μικροκέντρα των βυζαντινών επαρχιών. Παρατηρούμε δηλαδή την ανάπτυξη - οργάνωση κλειστής κοινωνίας με μια κάποια, δική της αυτάρκεια. Η μέσα σε δυο περίπου αιώνες (1098 - 1316) πληθυσμιακή αύξηση του Ροδολίβους θα πρέπει πιθανότατα να συσχετιστεί με μεγάλες μετακινήσεις πληθυσμών που έγιναν τη χρονική αυτή περίοδο όπως μπορούμε να υποθέσουμε από μνημονευόμενα, στον απογραφικό κατάλογο του 1316, επίθετα χωρικών, όπως π.χ. Στρουμιτζινός,Παφλαγών, Λαμψακηνός, Πρεβιστηνός που δείχνουν τον τόπο προέλευσής τους. Αλλα μνημονευόμενα επίθετα, όπως Μελισσηνός, Χαντρινός, Βρυέννιος, μας θυμίζουν γνωστές βυζαντινές οικογένειες. Η οικονομική κρίση, που έπληξε το Βυζάντιο μετά τον εμφύλιο πόλεμο των Ανδρονίκων, φαίνεται καθαρά και στον δεύτερο, για το Ροδολίβος, απογραφικό κατάλογο του 1341. Οι καλλιεργήσιμες εκτάσεις μειώνονται σημαντικά αν και ο πληθυσμός του χωριού σημειώνει μικρή αύξηση. Καλλιεργούνται 1064 μόδιοι αμπελιών έναντι 1.400 του 1316. Οι αγροτικές οικογένειες δεν αυξάνονται αλλά γίνονται περισσότερο πολυμελείς, πράγμα που σημαίνει αύξηση του όρου γεννητικότητας. Η κτηνοτροφία σε σύγκριση με αυτή του 1316 κυμαίνεται στα ίδια περίπου επίπεδα. Τρέφονται 70 βόδια, 130 αγελάδες, 58 ονικά, 83 χοίροι, 215 αιγίδια, 30 πρόβατα. Η μονή Ιβήρων λαμβάνει το έτος αυτό (1341) από το Ροδολίβος 270 υπέρπυρα έναντι των 400 του 1316. Η ύπαρξη αγειοπλαστικού εργαστηρίου έξω από τα μεγάλα αστικά κέντρα έχει εξακριβωθεί, από ανασκαφικά δεδομένα. Ο πληθυσμός του χωριού το 1341 είναι 1060 κάτοικοι έναντι 972 του 1316.
  Συνέπεια τουρκικής επιδρομής οι γειτονικοί οικισμοί Οβηλός και Δοβροβίκεια καταστρέφονται και ερειπώνονται χωρίς ωστόσο να παρατηρηθεί εγκατάσταση των κατοίκων των κατεστραμμένων οικισμών στο Ροδολίβος, που δυνατόν να κατέφυγαν σε ασφαλέστερες περιοχές. Η μονή Ιβήρων και μετά την καταστροφή των δυο οικισμών εξακολουθεί να λαμβάνει το φόρο από τους, στα διάφορα μέρη, διασκορπισμένους κατοίκους που ανερχόταν, μαζί με τα 270 υπέρπυρα του Ροδολίβους, σε 448 υπέρπυρα έναντι των 520 του 1316. Από τα 448 υπέρπυρα έπρεπε η μονή Ιβήρων να πληρώνει στο κράτος "ως κεφάλαιον" 200 υπέρπυρα, ενώ ο εμφύλιος πόλεμος του 1341 επέβαλε τον διπλασιασμό του παραπάνω ποσού με την επιβολή του "υπέρ ζευγαρατικίου" φόρου. Συμπεραίνεται δηλαδή ότι η οικονομική κρίση που έπληξε το Βυζάντιο, κτύπησε καίρια και τα αγιορείτικα μοναστήρια που σε μια προσπάθειά τους να αναλάβουν οικονομικά ζητούν την κατάργηση των φόρων από τον, νέο κυρίαρχο της περιοχής, Σέρβο ηγεμόνα Στέφανο Δουσάν (1331 - 1355) που εκμεταλλευόμενος τις διαμάχες του Καντακουζηνού και του Ιωάννη του Ε' κυρίεψε μεγάλα τμήματα της Αυτοκρατορίας καταλαμβάνοντας μάλιστα το 1345 και την πόλη των Σερρών. Με κέντρο τις Σέρρες και σκεπτόμενος ότι η ανακήρυξή του ως "τσάρος των Σέρβων και των Ρωμαίων" θα ήταν νόμιμη εάν ευλογόταν από την εκκλησία προσπάθησε να κερδίσει την επιρροή και την εύνοια του βυζαντινού κλήρου των περιοχών που είχε κατακτήσει, με επικυρώσεις παλαιών χρυσοβούλλων, αυξήσεις προνομίων και δωρεών για τα μοναστήρια του Αθω. Ετσι με χρυσόβουλλο του Ιανουαρίου του 1346 ο Δουσάν απαλλάσσει τη μονή Ιβήρων από το φόρο των 400 υπερπύρων που πλήρωνε για το Ροδολίβος και τα γύρω, από αυτό, κτήματά της ενώ δεύτερο χρυσόβουλλο του Απριλίου του ίδιου έτους επικυρώνει την ισχύ του προηγούμενου.
  Το 1351 η μονή Ιβήρων αποτείνεται στον αυτοκράτορα του Βυζαντίου Ιωάννη Ε΄ (1341 - 1376) & (1379 - 1391) και πετυχαίνει, χωρίς για λόγους διπλωματικούς να αναφέρει τα προνομιούχα χρυσόβουλλα του Δουσάν, την αναγνώριση της εκκοπής του "υπέρ κεφαλαίου" φόρου, για το Ροδολίβος, που είχε φθάσει στα 480 υπέρπυρα. Η αποκατάσταση της Βυζαντινής κυριαρχίας στην περιοχή πρέπει να τοποθετηθεί μεταξύ του 1358 και του 1367. Το 1358 η μεγάλη μεγάλη γεωκτήμων Αννα Τορνίκινα προσφέρει στον στρατοπεδάρχη Αλέξιο και στον πριμικήριο Ιωάννη, γνωστοί στρατηγοί των βυζαντινών στρατευμάτων, συγγενείς της αυτοκρατορικής οικογένειας και ιδρυτές της μονής Παντοκράτορος του Αγίου Όρους, το μισό μερίδιο κτήματός της βρισκόμενο στον γειτονικό οικισμό του Ροδολίβους Βελτζίσθα (σημ. Δόμηρος ή βουλτσίστα) μετόχι της μονής Παντοκράτορος, εάν ελευθερωνόταν από την σέρβικη κυριαρχία. Η ίδρυση του βυζαντινού πύργου στην προς την Αμφίπολη όχθη του Στρυμόνα από τους παραπάνω στρατηγούς το 1367, προϋποθέτει την αποκατάσταση της βυζαντινής κυριαρχίας ενώ λίγα χρόνια αργότερα (1383) η περιοχή πέφτει στα χέρια των Τούρκων.

Το κείμενο παρατίθεται τον Ιούνιο 2005 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Ροδολίβους


ΣΕΡΡΕΣ (Πόλη) ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ
  The famed city of Serrhai was destroyed when the Bulgarians set it on fire as they began their retreat in 1913. Its Byzantine monuments were consumed by the flames, with the sole exception of the three-aisled 11th century basilica of Ayioi Theodoroi, now reconstructed, which hints at the former wealth and culture of the second most important city of Macedonia after Thessalonike.
  The sturdy, solid walls of the acropolis still bear witness to the size of medieval Serrhai. The town has a significant place in the history of the 12th and later centuries. It attained its greatest importance in the 14th century during the conflict between Byzantium and the Serbian state; in 1345 Serrhai was captured by the Serb ruler Stefan Dusan.
  In 1371 the then ruler of the city, the Serb John Ugliesa, was defeated in the battle of Maritsa (Evros River) in his attempt to uphold the rights of the entire Orthodox world against the Turks.

By kind permission of:Ekdotike Athenon
This text is cited Nov 2003 from the Macedonian Heritage URL below, which contains images.


Γεγονότα νεότερης ιστορίας

Η Πιερία από τον Μακεδονικό Αγώνα μέχρι σήμερα

ΠΙΕΡΙΑ (Νομός) ΕΛΛΑΔΑ
  Κύριο χαρακτηριστικό της περιόδου του Μακεδονικού αγώνα στην Πιερία αποτελεί ο καθαρά αμυντικός χαρακτήρας της ανταρτικής δράσης.
  Την οργάνωση της περιφέρειας ανέλαβε ο Σωτήριος Παπαγεωργίου με το ψευδώνυμο "Παρόχθιος". Κατά καιρούς έστελνε στην περιοχή τον Λοχαγό Μιχαήλ Αναγνωστάκο (Ματαπάς), προξενικό υπάλληλο με αρμοδιότητα τον Όλυμπο, ενώ περιστασιακά ήρθαν και ο Ανθυπολοχαγός Νικόλαος Ρόκας (Κολιός) και Γεώργιος Φραγκάκος (Μαλέας).
  Η κατάσταση ξεκαθαρίζει οριστικά με την άφιξη την 25η Μαρτίου 1904 του εμπνευσμένου Επισκόπου Κίτρους Παρθενίου Βαρδάκα. Πάντα σε διαρκή επαφή με τον άμεσο αρμόδιο για την περιοχή Μ. Αναγνωστάκο (Ματαπά) οργανώνει Εθνικές Επιτροπές στην Κατερίνη, Λιτόχωρο, Κολινδρό και όλα τα χωριά και σώμα πεζοπόρων οδηγών-ταχυδρόμων για την ασφαλή διέλευση προς το εσωτερικό της Μακεδονίας των διαφόρων ελληνικών σωμάτων και την μεταφορά όπλων. Από πλευράς στρατιωτικών γεγονότων αναφέρεται η εξόντωση 15 Βουλγάρων που περιφέρονταν στα Πιέρια δήθεν σαν καρβουνιάρηδες.
  Μετά τη λαμπρή προέλαση του Ελληνικού Στρατού απ’ τα στενά του Σαρανταπόρου, μια Ελληνική Μεραρχία (η 7η) με διοικητή τον Κλεομένη Κλεομένους κατέρχεται από τα στενά της Πέτρας και απελευθερώνει την Κατερίνη στις 16 Οκτωβρίου 1912. Στην είσοδο της πόλης δολοφονείται από Τούρκο ο Αντισυνταγματάρχης Δημήτριος Σβορώνος.
  Ενώ τα καϊκια της περιοχής βοηθούσαν στο λιμάνι του Ελευθεροχωρίου την εκφόρτωση πολεμοφοδίων για να προωθηθούν στα Γιαννιτσά, δύο Λιτοχωρινοί ψαράδες, οι Μιχαήλ Κωφός και Νικόλαος Βλαχόπουλος, βεβαιώνουν τον Υποπλοίαρχο και μετέπειτα Ναύαρχο Ι. Βότση, κυβερνήτη του τορπιλλοβόλου ΙΙ, ότι μπορούν λόγω του μικρού εκτοπίσματος του πολεμικού του να τον οδηγήσουν μέσω των ναρκοθετημένων διαύλων του Θερμαϊκού στο τουρκικό θωρηκτό Φεχτή Μπουλέτ, που με τα τηλεβόλα του είχε καθηλώσει τον Ελληνικό στρατό στα Γιαννιτσά.
  Τη νύχτα της 18.10.1912 χωρίς φώτα και με τις μηχανές χαμηλωμένες έφτασαν σε απόσταση βολής από το τουρκικό θωρηκτό. Μετά τον επιτυχή τορπιλλισμό με 2 τορπίλλες και με όλες τις μηχανές ανοιχτές διαφεύγουν από τα πολυβολεία του Καρά-Μπουρνού και τηλεγραφείται στην Αθήνα η πρώτη μεγάλη ναυτική επιτυχία των Βαλκανικών πολέμων.
  Στην περίοδο του Ελληνοϊταλικού τα στρατευμένα της παιδιά μετέχουν σε όλα τα μέτωπα. Μετά την κατάρρευση του μετώπου καταλαμβάνεται από τους Γερμανούς. Ο Όλυμπος και τα Πιέρια γίνονται και πάλι καταφύγιο ανταρτών. Με υψηλό φρόνημα οι ομάδες Εθνικής Αντίστασης, κάτω από δυσχερέστατες συνθήκες, προσθέτουν νέες σελίδες ηρωισμού στις πλούσιες αγωνιστικές παραδόσεις του Πιερικού λαού: Ανατίναξη τρένου και σιδηροδρομικής γραμμής στα Τέμπη, Μάχη στην τοποθεσία Τάχνιστα της Μηλιάς (24.4.1942). Προκαλούν έτσι την οργή των Γερμανών που στη διάρκεια εκκαθαριστικών επιχειρήσεων βομβαρδίζουν και καταστρέφουν την Ι. Μ. Αγίου Διονυσίου (16.4.1943) και εκτελούν πολλούς κατοίκους στο Λιτόχωρο, Περίσταση, Θεσσαλονίκη.
  Η απελευθέρωση της Πιερίας από τον τουρκικό ζυγό συνδέεται και με ένα άλλο σημαντικό γεγονός που έμελε να έχει καθοριστική επίδραση στη μελλοντική εξέλιξη της περιοχής. Στις 2-8-1913 ο Χρήστος Κάκαλος ανεβάζει τους Ελβετούς FREDERIC BOISSONAS και DANIEL BOOD-BOVY για πρώτη φορά στον Μύτικα, την υψηλότερη (2.917 μ.) κορυφή του μυθικού βουνού και στο γεγονός αυτό δίνεται παγκόσμια προβολή. Ταυτόχρονα έρχονται και οι άνθρωποι του πνεύματος. Ονομαστότερος ο ζωγράφος Βασίλης Ιθακήσιος (1879-1977) που κάνει τον Όλυμπο κατοικία του (Σπηλιά Ιθακήσιου - Ασυλο των Μουσών) και διάσημο στον καλλιτεχνικό κόσμο. Η τουριστική αξία της περιοχής ανεβαίνει με την αξιοποίηση των αρχαιολογικών χώρων και τη διοργάνωση του Διεθνούς Φεστιβάλ Ολύμπου κάθε χρόνο. Πρότυπος Νομός της ΕΟΚ από το 1977, με απεριόριστες δυνατότητες γεωργικής, τουριστικής και πολιτιστικής ανάπτυξης, η Πιερία βαδίζει σταθερά το δρόμο που φαντάστηκε ο νεώτερος ποιητής γι’ αυτήν:
"Ω Πιερία μακαρισμένη
η διαλεγμένη απ’ τους θεούς για κατοικία!".
Το κείμενο (απόσπασμα) παρατίθεται τον Οκτώβριο 2003 από τουριστικό φυλλάδιο της Νομαρχίας Πιερίας.

Εμφυλίου πολέμου

Μάχες του Μπέλες

ΚΕΡΚΙΝΗ (Βουνό) ΣΕΡΡΕΣ
Στη διάρκεια του εμφυλίου έγιναν σφοδρές μάχες στο βουνό.

Ιδρυση-οικισμός του τόπου

Founded by the Andrii

ΑΚΑΝΘΟΣ (Αρχαία πόλη) ΧΑΛΚΙΔΙΚΗ
Acanthus, a city situated on the isthmus of Athos; it was founded by the Andrii, and from it many call the gulf the Acanthian Gulf.

Mende colony of the Eretrians

ΜΕΝΔΗ (Αρχαία πόλη) ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ
Mende a town in Pallene and a colony of the Eretrians

Corinthian colony

ΠΟΤΙΔΑΙΑ (Αρχαία πόλη) ΧΑΛΚΙΔΙΚΗ
The Potidaeans, who inhabit the isthmus of Pallene, being a Corinthian colony

Ιστορικές προσωπικότητες

Κάσσανδρος

Γιος του Αντίπατρου και σύζυγος της Θεσσαλονίκης, κόρης του Φιλίππου, που επανεγκατέστησε τους Ποτειδαιάτες στην πατρίδα τους και δόθηκε στην πόλη το όνομά του.

Καταστροφές του τόπου

Από τον Φίλιππο

ΓΑΛΗΨΟΣ (Αρχαία πόλη) ΣΕΡΡΕΣ

By Philip the Macedon, 348-347 BC

ΟΛΥΝΘΟΣ (Αρχαία πόλη) ΧΑΛΚΙΔΙΚΗ
When this year had elapsed, at Athens Theophilus was archon, and at Rome Gaius Sulpicius and Gaius Quintius were elected as consuls, and the one hundred eighth celebration of the Olympian games was held at which Polycles of Cyrene won the stadion race. During their term of office Philip, whose aim was to subdue the cities on the Hellespont, acquired without a battle Mecyberna and Torone by treasonable surrender, and then, having taken the field with a large army against the most important of the cities in this region, Olynthus, he first defeated the Olynthians in two battles and confined them to the defence of their walls; then in the continuous assaults that he made he lost many of his men in encounters at the walls, but finally bribed the chief officials of the Olynthians, Euthycrates and Lasthenes, and captured Olynthus through their treachery. After plundering it and enslaving the inhabitants he sold both men and property as booty. By so doing he procured large sums for prosecuting the war and intimidated the other cities that were opposed to him. Having rewarded with appropriate gifts such soldiers as had behaved gallantly in the battle and distributed a sum of money to men of influence in the cities, he gained many tools ready to betray their countries. Indeed he was wont to declare that it was far more by the use of gold than of arms that he had enlarged his kingdom.

This extract is from: Diodorus Siculus, Library (ed. C. H. Oldfather, 1989). Cited Apr 2003 from The Perseus Project URL below, which contains comments & interesting hyperlinks.


By Artabazus

Artabazus laid siege to Potidaea, and suspecting that Olynthus too was plotting revolt from the king, he laid siege to it also. This town was held by Bottiaeans who had been driven from the Thermaic gulf by the Macedonians. Having besieged and taken Olynthus, he brought these men to a lake and there cut their throats and delivered their city over to the charge of Critobulus of Torone and the Chalcidian people. It was in this way that the Chalcidians gained possession of Olynthus.

This extract is from: Herodotus. The Histories (ed. A. D. Godley, 1920), Cambridge. Harvard University Press. Cited Apr 2003 from The Perseus Project URL below, which contains comments & interesting hyperlinks.


Κλασική περίοδος (480-323 π.Χ.)

Ιστορικά και Κλασικά χρόνια

ΒΕΡΟΙΑ (Αρχαία πόλη) ΒΕΡΟΙΑ
  Στο χώρο της ιστορίας μπαίνει η Βέροια χάρη στο μεγαλύτερο ιστορικό της αρχαιότητας, το Θουκυδίδη, που γράφει ότι οι Αθηναίοι, στα 432 π.Χ. σε εκστρατεία τους στη Χαλκιδική, για να τιμωρήσουν το βασιλιά της Μακεδονίας Περδίκα Β, (455-419 π.Χ.) προσπάθησαν, χωρίς να το κατορθώσουν, να κυριέψουν τη Βέροια. Το πέρασμα λοιπόν των Αθηναίων απ’ εδώ εισήγαγε τη Βέροια επώνυμα πλέον στην ιστορία.
  Εφέτος η Βέροια διανύει το 2.418 έτος της ιστορικής της πορείας κι αυτό ίσως το χρωστάει στα δυνατά της κάστρα με τα οποία από νωρίς είχαν φροντίσει να την προικίσουν οι Μακεδόνες.
  Στα τέλη του 5ου π.Χ. αιώνα ο βασιλιάς Αρχέλαος (413-399 π.Χ.) μετέφερε την πρωτεύουσα του κράτους του από τις Αιγές στην Πέλλα, που τότε ήταν ένα ασφαλέστατο λιμάνι, αφού με τον ανοιχτό Θερμαϊκό κόλπο συνδέονταν μέσω του Λουδία ποταμού, που όπως και στις μέρες μας, ήταν πλωτός. Πλωτός σχεδόν ως τη Βέροια ήταν τότε και ο Αλιάκμονας, που παρέμεινε πλωτός τουλάχιστον ως τα μέσα του 14ου αιώνα μ.Χ. σύμφωνα με την πληροφορία του αυτοκράτορα Ιωάννη Καντακουζηνού (1347-1354 μ.Χ.).
  Στα χρόνια του Αρχέλαου η Μακεδονία γνώρισε μεγάλη πνευματική και καλλιτεχνική κίνηση. Με πρόσκληση του φιλόμουσου βασιλιά την επισκέφτηκαν, έζησαν και δούλεψαν σ’ αυτήν μερικοί απ' τους πιο περίφημους δημιουργούς της εποχής, όπως ο Ευριπίδης, ο Αγάθων, ο Ζεύξις κ.α. Τότε ίσως χτίστηκαν και τα ανάκτορα της Βεργίνας. Τότε πρέπει να φιλοτεχνήθηκε και το περίφημο ως "κόρη της Βέροιας" χάλκινο αγαλματάκι, που αντίγραφό του στολίζει το πάρκο της Εληάς, ενώ το πρωτότυπο βρίσκεται στο Μόναχο. Αν η "κόρη της Βέροιας" που βρέθηκε το 1909 στην πόλη μας, κατασκευάστηκε σε τοπικό εργαστήρι, τότε έχουμε μια μοναδική μαρτυρία για την καλλιτεχνική ανάπτυξη της Βέροιας από τον 5ο κιόλας προχριστιανικό αιώνα.
  Στις αρχές του 4ου π.Χ. αιώνα, όταν βασίλευε ο πατέρας του Φίλιππου Β (359-336 π.Χ.), ο Αμύντας Β (392-390 π.Χ.) κυρίεψαν και κράτησαν τη Βέροια για δύο χρόνια οι σύμμαχοι των Αθηναίων, οι Ολύνθιοι. Στον αιώνα αυτό, τον 4ο, που μαζί με τον προηγούμενο αποτελούν τους χρυσούς αιώνες του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, ανήκουν και τα πρωτότυπα δύο αντιγράφων που στολίζουν το μουσείο μας. Ο κορμός της Αναδυομένης Αφροδίτης, της οποίας το πρωτότυπο ήταν του Απελλή, και το κεφάλι της Μέδουσας που βρέθηκε το 1943 στην ανατολική έξοδο της πόλης μας και που ήταν στημένο επάνω στα τείχη, για να φοβερίζει τους εχθρούς.
  Στον 4ο π.Χ. αι. εξάλλου, στα χρόνια του Μεγαλέξανδρου, το όνομα της Βέροιας ταξιδεύει στην Ασία χάρη σε δύο ονομαστά παιδιά της, τον τριήραρχο Μυλλέα, το γιο του Ζωίλου, και τον επιμελητή της είσπραξης των φόρων στη Φοινίκη, τον Κοίρανο. Αυτούς τους δύο, ο ιστορικός της Ανάβασης του Αλέξανδρου, ο Αρριανός, τους μνημονεύει ως Βεροιείς.
  Στα 336 π.Χ., όπως μας πληροφορεί ο μεγάλος ανταγωνιστής του Δημοσθένη, ο ρήτορας Αισχίνης, ήρθε στη Βέροια ένας άλλος ρήτορας, φίλος του Φίλιππου και του Αλέξανδρου, ο Καλλιμέδων, που νυμφεύτηκε μάλιστα μια όμορφη και πλούσια Βεροιώτισσα.
  Αλλά την πιο μεγάλη της ακμή την γνώρισε η Βέροια τότε που βασίλευαν στη Μακεδονία οι Αντιγονίδες (306-168 π.Χ.), μια μεγάλη δυναστεία που είναι πολύ πιθανό να κατάγονταν από τη Βέροια. Ίσως έτσι να εξηγείται η ιδιαίτερη εύνοια των Αντιγονιδών στη Βέροια.
Το κείμενο (απόσπασμα) παρατίθεται τον Οκτώβριο 2003 από τουριστικό φυλλάδιο του Δήμου Βέροιας (1986).

Μάχες

Η μάχη της Δοϊράνης

ΔΟΪΡΑΝΗ (Χωριό) ΚΙΛΚΙΣ
  Την επόμενη ημέρα της μάχης του Κιλκίς, ο ελληνικός στρατός προελαύνοντας έπληξε τους Βούλγαρους κοντά στη λίμνη της Δοϊράνης, όπου αφού είχαν υποχωρήσει ανασυντάχθηκαν, την 23η Ιουνίου 1913. Ήταν η 3η βουλγαρική μεραρχία που οχυρώθηκε εκεί για να καλύψει την αποχώρηση των ηττηθέντων τμημάτων του Κιλκίς. Η 10η μεραρχία απώθησε τους Βούλγαρους πρώτα από το σιδηροδρομικό σταθμό και την κωμόπολη Δοϊράνη, που ως τότε αποτελούσε τη βάση ανεφοδιασμού του εχθρού στο μέτωπο της Σερβίας.
Το κείμενο (απόσπασμα) παρατίθεται τον Οκτώβριο 2003 από τουριστικό φυλλάδιο της Νομαρχίας Κιλκίς.

Μάχη του Κιλκίς

ΚΙΛΚΙΣ (Πόλη) ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ
  Την εποχή εκείνη ο ελληνικός στρατός προχωρούσε κατά μήκος της γραμμής του σιδηροδρόμου Θεσσαλονίκης-Σερρών.
  Στα γύρω υψώματα είχαν οχυρωθεί λίαν καλώς τα βουλγαρικά στρατεύματα. Η εκτόπιση του εχθρού απ’ τα χαρακώματα του Κιλκίς ήταν έργο δύσκολο γιατί υποστηρίζονταν από ισχυρότατες δυνάμεις. Επί τρεις συνεχείς ημέρες 20-21 και 22 Ιουνίου 1913 εξαπολύονταν απ’ το ελληνικό στρατόπεδο αλλεπάλληλα κύματα εφόδων εναντίον του εχθρού κι αποκρούονταν οι λυσσώδεις αντεπιθέσεις του. Ο αγώνας γίνονταν εφ’ όπλου λόγχη. Οι απώλειες εκατέρωθεν ήταν σημαντικές ιδίως των Ελλήνων, κυρίως σε αξιωματικούς.
  Στο τέλος θριάμβευσε η ορμή των Ελλήνων. Στις 22 Ιουνίου οι Βούλγαροι εγκατέλειψαν τις θέσεις τους και τράπηκαν σε φυγή πανικόβλητοι.
  Για την ηρωική αυτή θυσία του στρατού μας οι κάτοικοι του Κιλκίς έστησαν μέσα στην πόλη τους περίλαμπρο μνημείο, ένα απ’ τα αξιοθέατα της πόλης.
  Η μάχη του Κιλκίς υπήρξε η πιο πεισματώδης μάχη των βαλκανικών πολέμων του 1912-13. Προκάλεσε τα πιο ενθουσιώδη σχόλια όλων των φίλων της Ελλάδας. Σ’ αυτήν αποδείχτηκε η ζωτικότητα κι ο πατριωτισμός κι η αδάμαστη μαχητικότητα του ελληνικού στρατού.
  Την ίδια μέρα το δεξιό τμήμα της ελληνικής παράταξης έδινε νικηφόρα κατά των Βουλγάρων τη μάχη στη θέση Λαγανά, επίσης με έφοδο εφ’ όπλου λόγχης.
Το κείμενο (απόσπασμα) παρατίθεται τον Οκτώβριο 2003 από τουριστικό φυλλάδιο της Νομαρχίας Κιλκίς.

Battle of Pydna, 168 BC

ΠΥΔΝΑ (Αρχαία πόλη) ΠΙΕΡΙΑ

The Battle of Pydna, 168 BC

Μάχη του Σκρα-Ραβινέ

ΣΚΡΑ (Χωριό) ΚΙΛΚΙΣ
  Η ένδοξη ελληνική ιστορία θέλησε να γράψει ακόμη μια σελίδα δόξας του ελληνικού στρατού στα εδάφη του Κιλκίς κοντά στο χωριό Σκρα της επαρχίας Παιονίας, κατά τη διάρκεια του Α Παγκόσμιου Πολέμου, πάλι εναντίον των Βούλγαρων, στις 17, 17 Μαϊου 1918. Αυτή τη φορά ο Βούλγαροι τελούσαν κάτω απ’ τη συμμαχική τους υποστήριξη της πανίσχυρης γερμανικής στρατιωτικής μηχανής και πάλι θριάμβευσαν οι ελληνικές λόγχες. Η Μακεδονία και η Θράκη είχαν τελειωτικά ελευθερωθεί κι ενταχθεί στην ελληνική επικράτεια. Τα ονόματα του Κιλκίς, της Δοϊράνης και του Σκρα κατέχουν τη θέση τους στο μνημείο του άγνωστου στρατιώτη στην πλατεία Συντάγματος των Αθηνών, κάτι για το οποίο όλοι οι Έλληνες και ιδιαίτερα οι ακρίτες του Κιλκίς είναι ιδιαίτερα υπερήφανοι.
Το κείμενο (απόσπασμα) παρατίθεται τον Οκτώβριο 2003 από τουριστικό φυλλάδιο της Νομαρχίας Κιλκίς.

Μετακινήσεις πληθυσμών

Βοττική, περιοχή

ΒΟΤΤΙΑΙΑ (Αρχαία περιοχή) ΕΛΛΑΔΑ
Σε περιοχή της Χαλκιδικής εγκαταστάθηκαν μετά την κατάκτηση της χώρας τους και την απομάκρυνσή τους από αυτή οι Βοττιαίοι, λαός θρακικής καταγωγής. Η περιοχή ονομάστηκε Βοττική, ονομασία όμως που έπαψε να υπάρχει τον 4ο αι. π.Χ.

Galepsus, a colony of Thasos

ΓΑΛΗΨΟΣ (Αρχαία πόλη) ΣΕΡΡΕΣ

ΠΕΛΛΑ (Αρχαία πόλη) ΓΙΑΝΝΙΤΣΑ
(...) and by the acquisition in Paeonia of a narrow strip along the river Axius extending to Pella and the sea; the district of Mygdonia, between the Axius and the Strymon, being also added by the expulsion of the Edonians.

This extract is from: Thucydides. The Peloponnesian War (ed. Richard Crawley, 1910). Cited Mar 2003 from The Perseus Project URL below, which contains comments & interesting hyperlinks.


Πιερία - Φάγρης

ΦΑΓΡΗΣ (Αρχαία πόλη) ΣΕΡΡΕΣ
This was effected by the expulsion from Pieria of the Pierians, who afterwards inhabited Phagres and other places under Mount Pangaeus, beyond the Strymon lpar;indeed the country between Pangaeus and the sea is still called the Pierian gulf.

Βοττική, περιοχή

ΧΑΛΚΙΔΙΚΗ (Αρχαία περιοχή) ΕΛΛΑΔΑ
Περιοχή της Χαλκιδικής, που πήρε το όνομά της από τους Βοττιαίους (λαός θρακικής καταγωγής), που εγκαταστάθηκαν εκεί μετά την κατάληψη της χώρας τους από τους Μακεδόνες. Από τον 4ο αιώνα π.Χ. έπαψε αυτή η ονομασία (εγκυκλοπαίδεια P.L.B.)

Eretria colonized the cities situated round Pallene and Athos, and Chalcis colonized the cities that were subject to Olynthus, which later were treated outrageously by Philip.

Ο τόπος κατακτήθηκε από:

Σπαρτιάτες υπό τον Βρασίδα, 424 π.Χ.

ΓΑΛΗΨΟΣ (Αρχαία πόλη) ΣΕΡΡΕΣ

Αθηναίους υπό τον Κλέονα, 422 π.Χ.

Philip of Makedon, 348 B.C.

ΜΗΚΥΒΕΡΝΑ (Αρχαία πόλη) ΧΑΛΚΙΔΙΚΗ

Philippe of Macedon, 356 BC

ΠΟΤΙΔΑΙΑ (Αρχαία πόλη) ΧΑΛΚΙΔΙΚΗ
  About the same time Philip, king of the Macedonians, who had been victorious over the Illyrians in a great battle and had made subject all the people who dwelt there as far as the lake called Lychnitis, now returned to Macedonia, having arranged a noteworthy peace with the Illyrians and won great acclaim among the Macedonians for the successes due to his valour. Thereupon, finding that the people of Amphipolis were ill-disposed toward him and offered many pretexts for war, he entered upon a campaign against them with a considerable force. By bringing siege-engines against the walls and launching severe and continuous assaults, he succeeded in breaching a portion of the wall with his battering rams, whereupon, having entered the city through the breach and struck down many of his opponents, he obtained the mastery of the city and exiled those who were disaffected toward him, but treated the rest considerately. Since this city was favourably situated with regard to Thrace and the neighbouring regions, it contributed greatly to the aggrandizement of Philip. Indeed he immediately reduced Pydna, and made an alliance with the Olynthians in the terms of which he agreed to take over for them Potidaea, a city which the Olynthians had set their hearts on possessing. Since the Olynthians inhabited an important city and because of its huge population had great influence in war, their city was an object of contention for those who sought to extend their supremacy. For this reason the Athenians and Philip were rivals against one another for the alliance with the Olynthians. However that may be, Philip, when he had forced Potidaea to surrender, led the Athenian garrison out of the city and, treating it considerately, sent it back to Athens--for he was particularly solicitous toward the people of Athens on account of the importance and repute of their city--but, having sold the inhabitants into slavery, he handed it over to the Olynthians, presenting them also at the same time with all the properties in the territory of Potidaea.

This extract is from: Diodorus Siculus, Library (ed. C. H. Oldfather, 1989). Cited Mar 2003 from The Perseus Project URL below, which contains comments & interesting hyperlinks.


Οθωμανική περίοδος (1453-1821)

ΠΙΕΡΙΑ (Νομός) ΕΛΛΑΔΑ
  Οι Τούρκοι μπορεί να κατέλαβαν το 1453 τη Βασιλεύουσα μα δεν υπέταξαν τους Έλληνες. Πολύ περισσότερο δεν κατέλαβαν τον Όλυμπο που και στα χρόνια της Ρωμαιοκρατίας ακόμη ζούσε σε καθεστώς ημιανεξαρτησίας.
  Ήδη από το 1599 ληστές ροβολούν από τον Όλυμπο και συλλαμβάνουν στον Πλαταμώνα τον Βενετό πρέσβη που πήγαινε στην Κωνσταντινούπολη αποδεικνύοντας με την πράξη τους αυτή ότι η τουρκική κυριαρχία δεν είναι εδραιωμένη στην Πιερία.
  Ονομαστός αρματολός αναφέρεται ο καπετά Σαλαμούρας με έδρα τον Πλαταμώνα, ενώ το αρματολίκι του Ολύμπου γνώρισε μεγάλη δόξα, με τον γενάρχη τον Λάζο, της ηρωικής οικογένειας των Λαζαίων, που πρόσφερε πάνω από 400 θύματα στο βωμό της Εθνικής Ανεξαρτησίας. Γόνος της οικογένειας αυτής ήταν και ο Εθνικός μας ήρωας Γεωργάκης Ολύμπιος, που μετά από ηρωικούς αγώνες στον Όλυμπο και τη Μακεδονία, σχεδίασε την Επανάσταση κατά του Οθωμανικού ζυγού στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων. Τελικά θυσιάστηκε στην μακρινή μονή του Σέκκου, στα Καρπάθια όρη. Το αρματολίκι του Ολύμπου έχει να επιδείξει πλειάδα αγωνιστών. Τα αδέλφια και τα παιδιά του γενάρχη Λάζου, ο Τόλιος, ο Λιόλιος, ο Κώστας Λάζος, ο Γεωργάκης Ολύμπιος, ο Διαμαντής Νικολάου Ολύμπιος, ο Γούλας Δράσκος, ο Νικοτσάρας, ο Σύρος, ο Μπίνος, ο Λιακόπουλος και πολλοί άλλοι, όχι απλά οργάνωσαν τα επαναστατικά κινήματα στον Όλυμπο σε συνεννόηση με τους κλεφταρματολούς της Χαλκιδικής, των Σερρών και της Βέροιας, αλλά και μετά την καταστολή της επανάστασης στην Μακεδονία με τη συντριβή των επαναστατικών δυνάμεων στην Χαλκιδική, τη Νάουσα και την καταστροφή του Πύργου των Λαζαίων στη Μηλιά Πιερίας, δεν υπόστειλαν τη σημαία της Επανάστασης. Με υψηλό φρόνημα κατέβηκαν στη Ν. Ελλάδα και συμμετείχαν με τις υπόλοιπες Ελληνικές δυνάμεις σε πολλά πεδία των μαχών, όπως στα Ψαρά, στην Σκιάθο, στο Μεσολόγγι, στους Μύλους της Λέρνης.
  Οι κλεφταρματολοί του Ολύμπου δεν συμβιβάστηκαν ποτέ με την ιδέα μιας αλύτρωτης Μακεδονίας. Ήδη από το 1835 ο γενναίος κλεφταρματολός της Νάουσας Καραμήτσος επιτίθεται με τα παληκάρια του εναντίον της τουρκικής φρουράς του Κάστρου του Πλαταμώνα και απελευθερώνει τη Λεπτοκαρυά Πιερίας. Υπέρτερες όμως τουρκικές δυνάμεις ανακαταλαμβάνουν την περιοχή. Το Μάρτιο του 1854, καθώς οι Τούρκοι είχαν εμπλακεί σε πόλεμο με τη Ρωσία, ο αρματολοί ροβολούν από τον Όλυμπο και απελευθερώνουν τη Βροντού Πιερίας. Η παρέμβαση όμως ξένων δυνάμεων εμπόδισε την ολοκλήρωση των οραμάτων των κλεφταρματολών μας.
  Τον Φεβρουάριο του 1878, όταν ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος έληγε με τη συνθήκη του Αγίου Στεφάνου και τη δημιουργία της Μεγάλης Βουλγαρίας σε βάρος των εθνικών μας συμφερόντων, στο Λιτόχωρο Πιερίας, ύστερα από συνάντηση αντιπροσώπων από όλα τα παρολύμπια χωριά, κηρύσσεται η ομώνυμη επανάσταση. Εκλέγεται επαναστατική κυβέρνηση, υπό τον Ευάγγελο Κοροβάγκο, έμπορο από το Λιτόχωρο και με τη συμμετοχή του επισκόπου Κίτρους Νικολάου Λούση, του Αθανασίου Αστερίου, του Π. Ζαχαριάδη, του Ιερομονάχου Νικηφόρου κλπ. διαμηνύεται στις πρεσβείες των Ευρωπαϊκών Λαών ότι ο Μακεδόνες με τα όπλα πια, διεκδικούν την απελευθέρωση της καθηγμένης περιοχής.
  Η επανάσταση θα πετύχει την απελευθέρωση της Κατερίνης, αλλά υπέρτερες τουρκικές δυνάμεις θα καταστείλουν το κίνημα και θα βυθίσουν στο αίμα την Πιερία, θα πυρπολήσουν όλα σχεδόν τα χωριά της.
Το κείμενο (απόσπασμα) παρατίθεται τον Οκτώβριο 2003 από τουριστικό φυλλάδιο της Νομαρχίας Πιερίας.

Οικιστές

Chalcidians

ΟΛΥΝΘΟΣ (Αρχαία πόλη) ΧΑΛΚΙΔΙΚΗ
Chalcis colonized the cities that were subject to Olynthus, which later were treated outrageously by Philip. (Strabo 10.1.8)

Potidaea was founded by a son of Periander

ΠΟΤΙΔΑΙΑ (Αρχαία πόλη) ΧΑΛΚΙΔΙΚΗ

Πολιορκίες

The siege of Poteidaia in 480-79 BC, by Artabazus

  Artabazus son of Pharnaces, who was already a notable man among the Persians and grew to be yet more so through the Plataean business, escorted the king as far as the passage with sixty thousand men of the army that Mardonius had chosen. Xerxes, then, was now in Asia, and when Artabazus came near Pallene in his return (for Mardonius was wintering in Thessaly and Macedonia and making no haste to come to the rest of his army), he thought it right that he should enslave the people of Potidaea, whom he found in revolt. When the king had marched away past the town and the Persian fleet had taken flight from Salamis, Potidaea had openly revolted from the barbarians and so too had the rest of the people of Pallene.
  Thereupon Artabazus laid siege to Potidaea, and suspecting that Olynthus too was plotting revolt from the king, he laid siege to it also. This town was held by Bottiaeans who had been driven from the Thermaic gulf by the Macedonians. Having besieged and taken Olynthus, he brought these men to a lake and there cut their throats and delivered their city over to the charge of Critobulus of Torone and the Chalcidian people. It was in this way that the Chalcidians gained possession of Olynthus.
  Having taken Olynthus, Artabazus dealt immediately with Potidaea, and his zeal was aided by Timoxenus the general of the Scionaeans, who agreed to betray the place to him. I do not know how the agreement was first made, since there is no information available about it. The result, however, was as I will now show. Whenever Timoxenus wrote a letter to be sent to Artabazus, or Artabazus to Timoxenus, they would wrap it around the shaft of an arrow at the notches, attach feathers to the letter, and shoot it to a place upon which they had agreed. Timoxenus' plot to betray Potidaea was, however, discovered, for Artabazus in shooting an arrow to the place agreed upon, missed it and hit the shoulder of a man of Potidaea. A throng gathered quickly around the man when he was struck (which is a thing that always happens in war), and they straightway took the arrow, found the letter, and carried it to their generals; the rest of their allies of Pallene were also there present. The generals read the letter and perceived who was the traitor, but they resolved for Scione's sake that they would not condemn Timoxenus with a charge of treason, for fear that the people of Scione should hereafter be called traitors.
  This is how Timoxenus' treachery was brought to light. But when Artabazus had besieged Potidaea for three months, there was a great ebb-tide in the sea which lasted for a long while, and when the foreigners saw that the sea was turned to a marsh, they prepared to pass over it into Pallene. When they had made their way over two-fifths of it, however, and three yet remained to cross before they could be in Pallene, there came a great flood-tide, higher, as the people of the place say, than any one of the many that had been before. Some of them who did not know how to swim were drowned, and those who knew were slain by the Potidaeans, who came among them in boats. The Potidaeans say that the cause of the high sea and flood and the Persian disaster lay in the fact that those same Persians who now perished in the sea had profaned the temple and the image of Poseidon which was in the suburb of the city. I think that in saying that this was the cause they are correct. Those who escaped alive were led away by Artabazus to Mardonius in Thessaly. This is how the men who had been the king's escort fared.

This extract is from: Herodotus. The Histories (ed. A. D. Godley, 1920), Cambridge. Harvard University Press. Cited Mar 2003 from The Perseus Project URL below, which contains comments & interesting hyperlinks.


The siege of Poteidaia in 432 BC

  Since the people of Athens desired for the glory of it to take Potidaea by storm, they sent Hagnon there as general with the army which Pericles had formerly commanded. He put in at Potidaea with the whole expedition and made all his preparations for the siege; for he had made ready every kind of engine used in sieges, a multitude of arms and missiles, and an abundance of grain, sufficient for the entire army. Hagnon spent much time making continuous assaults every day, but without the power to take the city. For on the one side the besieged, spurred on by their fear of capture, were putting up a sturdy resistance and, confiding in the superior height of the walls, held the advantage over the Athenians attacking from the harbour, whereas the besiegers were dying in large numbers from the plague and despondency prevailed throughout the army. Hagnon, knowing that the Athenians had spent more than a thousand talents on the siege and were angry with the Potidaeans because they were the first to go over to the Lacedaemonians, was afraid to raise the siege; consequently he felt compelled to continue it and to compel the soldiers, beyond their strength, to force the issue against the city. But since many Athenian citizens were being slain in the assaults and by the ravages of the plague, he left a part of his army to maintain the siege and sailed back to Athens, having lost more than a thousand of his soldiers. After Hagnon had withdrawn, the Potidaeans, since their grain supply was entirely exhausted and the people in the city were disheartened, sent heralds to the besiegers to discuss terms of capitulation. These were received eagerly and an agreement to cessation of hostilities was reached on the following terms: All the Potidaeans should depart from the city, taking nothing with them, with the exception that men could have one garment and women two. When this truce had been agreed upon, all the Potidaeans together with their wives and children left their native land in accordance with the terms of the compact and went to the Chalcidians in Thrace among whom they made their home; and the Athenians sent out as many as a thousand of their citizens to Potidaea as colonists and portioned out to them in allotments both the city and its territory.

This extract is from: Diodorus Siculus, Library (ed. C. H. Oldfather, 1989). Cited Mar 2003 from The Perseus Project URL below, which contains comments & interesting hyperlinks.


Ρωμαϊκή περίοδος (31 π.Χ.-324 μ.Χ.)

Ρωμαιοκρατία

ΒΕΡΟΙΑ (Αρχαία πόλη) ΒΕΡΟΙΑ
  Οι Ρωμαίοι ακολουθώντας τη δοκιμασμένη πολιτική του "διαίρει και βασίλευε" ανακήρυξαν στο συνέδριο της Αμφίπολης (167 μ.Χ.) τις μακεδονικές πόλεις ελεύθερες. Χώρισαν τη Μακεδονία σε τέσσερα κομμάτια. Η Βέροια ανήκε στο τρίτο που είχε πρωτεύουσα την Πέλλα. Στη συνέχεια το 148 π.Χ μετά από την αποτυχημένη επανάσταση των Μακεδόνων με τον Ανδρίσκο, η Μακεδονία έγινε ρωμαϊκή επαρχία. Αλλά και το 142 π.Χ. η ανήσυχη Μακεδονία που δεν μπορούσε ακόμη να ξεχάσει τις παλιές της δόξες, επαναστάτησε ξανά με τον Αλέξανδρο τον Ψευδοπερσέα με αποτέλεσμα και νέα ήττα και την καταστροφή των τειχών των μακεδονικών πόλεων.
  Στα τέλη του 2ου π.Χ. αι. κατασκευάζεται η Εγνατία οδός για να συνδέσει τη Ρώμη με τις ανατολικές της επαρχίες. Η Βέροια συνδέθηκε με την Εγνατία με δευτερεύουσα πλακοστρωμένη οδό, της οποίας μερικά τμήματα σώθηκαν και υπάρχουν σήμερα στα υπόγεια των πολυκατοικιών. Τα πιο καλοδιατηρημένα βρίσκονται κατά μήκος της σημερινής οδού Μητροπόλεως, και μπορεί να τα επισκεφτεί κάποιος, μόνο αφού συνεννοηθεί με την αρχαιολογική υπηρεσία.
  Η εμφύλιοι πόλεμοι των Ρωμαίων δεν άφησαν έξω τη Βέροια. Το 49 π.Χ. στην περιοχή της πόλης μας εκπαίδευε τα στρατεύματά του ο Πομπήιος πριν από τη μάχη των Φαρσάλων, όπου νικήθηκε από τον Ιούλιο Καίσαρα.
  Στα χρόνια που κύλησαν στη συνέχεια φαίνεται ότι η Βέροια εξελίσσεται με σταθερό ρυθμό σε οικονομικό κέντρο και προσελκύει μετανάστες από διάφορα μέρη της αυτοκρατορίας.
Το κείμενο (απόσπασμα) παρατίθεται τον Οκτώβριο 2003 από τουριστικό φυλλάδιο του Δήμου Βέροιας (1986).

Σελίδες εκπαιδευτικών ιδρυμάτων

Βυζάντιο-Τουρκοκρατία

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ (Πόλη) ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ
Για την αρχαία ιστορία της Θεσσαλονίκης βλέπε αρχαία πόλη : Θεσσαλονίκη

Περίοδος Βυζαντινής Ιστορίας
  Όταν η ρωμαϊκή αυτοκρατορία άρχισε να παρακμάζει, μετά την αποχώρηση του Διοκλητιανού και Μαξιμιλιανού, η Θεσσαλονίκη έγινε το ορμητήριο του Μεγάλου Κωνσταντίνου στον πόλεμό του κατά του γαμπρού του Λικίνιου (313 μ.Χ.). Το 324 μ.Χ. ο Κωνσταντίνος εγκαταστάθηκε με το μεγάλο του στρατό των 120.000 ανδρών στην πόλη, αφού κατασκεύασε στη θέση του παλιού ρωμαϊκού λιμένα νέο μεγάλο λιμάνι, για να συγκεντρώσει σε αυτό το στόλο του από 200 "τριακόντορες", γαλέρες και 2.000 εμπορικά πλοία, όπως αναφέρει ο ιστορικός Ζώσιμος.
  Αφού επικράτησε στον πόλεμο ο Μ. Κωνσταντίνος σαν μονοκράτορας, με επίσημη πια θρησκεία το χριστιανισμό, ίδρυσε στην παλιά αποικία των Μεγαρέων Βυζάντιο (στην Προποντίδα) τη νέα πρωτεύουσα του Ρωμαϊκού κράτους, την Κωνσταντινούπολη, ή Νέα Ρώμη. Από εδώ και μπρος η Κωνσταντινούπολη και η Θεσσαλονίκη θα αποτελέσουν τους κύριους πόλους ανάπτυξης της βυζαντινής αυτοκρατορίας στη μακραίωνη ιστορία της για μία περίοδο πάνω από 1.000 χρόνια. Η Κωνσταντινούπολη είναι η "βασιλεύουσα" και η Θεσσαλονίκη η "συμβασιλεύουσα" του κράτους, η "μετά την μεγάλην παρά Ρωμαίων πρώτην πόλιν", ο "οφθαλμός της Ευρώπης και κατ'εξοχήν της Ελλάδος".
  Στη νέα περίοδο που αρχίζει, η Θεσσαλονίκη ενισχύει τα Τείχη της, για να αντιμετωπίσει τις επιδρομές των βαρβάρων. Σημαντικά έργα έγιναν επί Ιουλιανού του Παραβάτη (361-363) και κύρια επί Μ. Θεοδοσίου (379-395), όταν αυτός τη διάλεξε σαν ορμητήριο στους πολέμους του κατά των Γότθων και άλλων βόρειων επιδρομέων. Την εποχή της παρουσίας του Θεοδοσίου στη Θεσσαλονίκη έγινε κατά διαταγή του η μεγάλη σφαγή 7.000 Θεσσαλονικέων στον Ιππόδρομο της πόλης σαν τιμωρία και εκδίκηση, γιατί οι κάτοικοι της Θεσσαλονίκης είχαν προηγούμενα εξεγερθεί κατά της γοτθικής φρουράς και του αρχηγού της Βουτέριχου (390 μ.Χ.).
  Στους επόμενους αιώνες, από το 395 ως το 695, η Θεσσαλονίκη δοκιμάσθηκε σκληρά από συχνές επιδρομές διεξάγοντας σκληρούς αγώνες. Αποκρούσθηκαν οι φοβεροί Γότθοι του Αλάριχου και του Θεοδώριχου, και αλεπάλληλες επιδρομές Σλάβων που προωθήθηκαν από τα Καρπάθια προς το νότο, απειλώντας το Βυζαντινό κράτος. Το 580 η Θεσσαλονίκη πολιορκήθηκε από τους Αβάρους, λαό μογγολικής καταγωγής, για δύο συνεχή χρόνια, χωρίς να λυγίσει. Στη συνέχεια, κι όλο τον 7ο αιώνα, η πόλη πέρασε φοβερούς κινδύνους από τις συχνές επιδρομές και πολιορκίες από τους Δραγουβίτες, Σαγουδάτες, Βεγεζίτες, Βερζίτες. Την απειλή αυτή σταμάτησε τελικά ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός Β΄ ο Ρινότμητος, που, αφού νίκησε αποφασιστικά τους Σλάβους μπήκε θριαμβευτικά με το στρατό του στη Θεσσαλονίκη το 688.
  Στους μέσους χρόνους του Βυζαντίου (642-1071), η Θεσσαλονίκη και η Κωνσταντινούπολη συγκυριαρχούν στο κράτος. Παρά τον εδαφικό περιορισμό της αυτοκρατορίας, το κράτος τώρα περιορίζεται στις περιοχές όπου κυριάρχησαν και κυριαρχούσαν οι Έλληνες, με συνέπεια να πάρει το Βυζάντιο καθαρά ελληνική και εθνική φυσιογνωμία.
  Όπως ήταν επόμενο, η Θεσσαλονίκη συμμετείχε ενεργά σε όλα τα κύρια γεγονότα της αυτοκρατορίας. Αυτό φάνηκε στη μεγάλη θρησκευτική ταραχή της "Εικονομαχίας", όπου η πόλη διαδραμάτισε σοβαρό ρόλο. Από την Θεσσαλονίκη, που αποτελούσε φιλοσοφικό και θρησκευτικό κέντρο με μεγάλη ακτινοβολία, ξεκίνησαν οι δύο Θεσσαλονικείς θεολόγοι, Κύριλλος και Μεθόδιος, στα χρόνια του Βυζαντινού αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ΄ για να πραγματοποιήσουν διάφορες ιεραποστολές στη Βουλγαρία, Συρία, Μοραβία και στη χώρα των Χαζάρων, με τις οποίες διέδωσαν το χριστιανισμό και συνέβαλλαν αποφασιστικά στην πολιτιστική ανάπτυξη των λαών αυτών.
  Το 904 η Θεσσαλονίκη, απροετοίμαστη και απαράσκευη για πόλεμο, δέχθηκε φοβερή επιδρομή Σαρακηνών Αράβων πειρατών της Δύσης. Η πόλη, παρά τη σθεναρή της αντίσταση, έπεσε στα χέρια των Σαρακηνών και λεηλατήθηκε άγρια για πολλές μέρες. Ο βυζαντινός ιστορικός Ιωάννης Καμενιάτης, στη μοναδική του μαρτυρία για την άλωση της πόλης, περιέγραψε με λεπτομέρειες τις ωμότητες και τις θηριωδίες των κουρσάρων επιδρομέων που κυριολεκτικά ερήμωσαν την πόλη. Όμως η Θεσσαλονίκη επέζησε. Ανασυντάχθηκε και ανασυγκροτήθηκε γρήγορα και έτσι μπόρεσε να αντιμετωπίσει και πάλι νέες επιδρομές των Βουλγάρων, που κράτησαν πάνω από 100 χρόνια (904-1065). Η πόλη σώθηκε από την απειλή αυτή και η περιοχή της Μακεδονίας ειρήνευσε χάρη στον αυτοκράτορα Βασίλειο Β΄ τον Βουλγαροκτόνο (976-1025). Ο Βασίλειος, με ορμητήριό του τη Θεσσαλονίκη, νίκησε κατά κράτος τους Βουλγάρους στο Στρυμόνα το 1014. Η ειρήνη που ακολούθησε έδωσε την ευκαιρία να ηρεμήσει η πολυτάραχη Μακεδονία και η Θεσσαλονίκη να γνωρίσει νέες περιόδους μεγάλης ακμής.   Ενδεικτικό της ακμής της πόλης ήταν οι θρησκευτικές και λαϊκές γιορτές των "Δημητρίων", που γίνονταν από τα χρόνια αυτά προς τιμήν του πολιούχου της Θεσσαλονίκης Αγίου Δημητρίου κάθε Οκτώβριο, στην ημερομηνία γιορτής του. Ενώ στην πόλη τελούνταν μέσα σε κατανυκτική ατμόσφαιρα και θρησκευτική έξαρση τελετές προς τιμήν του Αγίου, στη μεγάλη πεδιάδα του Αξιού, δυτικά της πόλης, πραγματοποιούνταν μεγάλη εμποροπανήγυρη, στην οποία συμμετείχαν έμποροι από όλα τα μέρη της βυζαντινής αυτοκρατορίας, ακόμα και από την Ιταλία, την Αίγυπτο, την Ισπανία, τη Φοινίκη, τον Εύξεινο Πόντο.
  Μετά το θάνατο του αυτοκράτορα Βασιλείου του Β΄ αρχίζει η παρακμή του Βυζαντίου. Το κράτος βαθμιαία αποδυναμώνεται, ενώ πυκνώνουν οι εξωτερικοί κίνδυνοι που το απειλούν. Σε αυτή την κατάσταση η Θεσσαλονίκη δέχθηκε ένα δεύτερο μεγάλο πλήγμα. Αυτή τη φορά από τους Νορμανδούς, που προερχόμενοι από την Σκανδιναβία, εγκαταστάθηκαν σε διάφορα μέρη της Ευρώπης και ιδιαίτερα της Ιταλίας.
  Οι Νορμανδοί (ή Νορμάνοι), με 80.000 στρατό και 200 καράβια, πολιόρκησαν το 1185 τη Θεσσαλονίκη από στεριά και θάλασσα. Η πόλη, αβοήθητη ουσιαστικά από το κέντρο, μετά από απεγνωσμένο αγώνα έπεσε στα χέρια των επιδρομέων, για να λεηλατηθεί βάναυσα για μία ακόμη φορά. Ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Ευστάθιος, που αγωνίστηκε με σθένος μαζί με τους συμπολίτες του για τη σωτηρία της Θεσσαλονίκης, άφησε ένα μοναδικό σε πληροφόρηση χρονικό για την άλωση της πόλης, την καταστροφή και λεηλασία που ακολούθησε. Μετά από λίγα χρόνια καταλύθηκε το βυζάντιο από τους Λατίνους Σταυροφόρους της Δύσης (1204) και η Θεσσαλονίκη έγινε πρωτεύουσα Φράγκικου Βασιλείου με βασιλιά τον Ιταλό Βονιφάτιο Μομφερατικό. Με την εγκατάσταση των "ιπποτών" της δύσης στην πόλη, αρχίζει μία νέα περίοδος πρωτοφανούς καταπίεσης και καταδυνάστευσης του ντόπιου πληθυσμού.
  Η Λατινοκρατία δεν κράτησε παρά 20 μόνο χρόνια στη Θεσσαλονίκη. Ο δεσπότης της Ηπείρου Θεόδωρος Αγγελος Κομνηνός, μετά από μεθοδική προετοιμασία και σειρά πολέμων, κατέλαβε τη Θεσσαλονίκη και ορκίστηκε "βασιλέας και αυτοκράτορας των Ρωμαίων", δημιουργώντας έτσι την Ελληνική αυτοκρατορία της Θεσσαλονίκης (1224-1246). Ο Θεόδωρος αγωνίστηκε στη συνέχεια να διώξει τους Λατίνους και από την Κωνσταντινούπολη και να επανασυστήσει το ελληνικό βυζαντινό κράτος. Ό,τι όμως δεν κατάφεραν οι Κομνηνοί της Ηπείρου το κατόρθωσε λίγο αργότερα ο γιος του διοικητή της Θεσσαλονίκης δομέστιχου Κομνηνού Ανδρόνικου Παλαιολόγου, Μιχαήλ Παλαιολόγος. Ο Μιχαήλ με το στρατό του έδιωξε το βασιλιά της Κωνσταντινούπολης Βαλδουϊνο Β΄ καθώς και το Λατίνο "πατριάρχη" Ιουστινιάνη και ανασύστασε το Βυζαντινό κράτος.
  Στα χρόνια του αυτοκράτορα Ανδρόνικου Β΄ (1282-1328) η Θεσσαλονίκη έγινε μόνιμος τόπος κατοικίας της Βυζαντινής Βασίλισσας Ιολάνδης-Ειρήνης. Η Ειρήνη ανέπτυξε ιδιαίτερα θερμές σχέσεις με τους γείτονες Σέρβους, αφού μάλιστα ο ηγεμόνας τους "κράλλης" Στέφανος Ούρεση Β΄ Μιλιούτιν παντρεύτηκε την κόρη του Ανδρόνικου και της Ειρήνης πριγκήπισσα Σιμωνίδα (1299). Όμως η περίοδος ηρεμίας δεν κρατάει πολύ για τη Θεσσαλονίκη και την ευρύτερη περιοχή της. Αυτή τη φορά απειλή είναι οι Καταλανοί μισθοφόροι του αυτοκράτορα. Αυτοί, αφού προσπάθησαν χωρίς επιτυχία να καταλάβουν την Κωνσταντινούπολη, στράφηκαν προς τη Μακεδονία και τη Θεσσαλονίκη λεηλατώντας στο πέρασμά τους τα πάντα. Ακόμα και το Αγιο Ορος γνώρισε τη θηριωδία των μισθοφόρων τυχοδιωκτών (1308). Τελικά, παρά τη στενή πολιορκία από στεριά και θάλασσα, η Θεσσαλονίκη απόκρουσε τους Καταλανούς επιδρομείς, που αναγκάστηκαν να στραφούν προς τη νότια Ελλάδα, φτάνοντας ως την Αθήνα, όπου ίδρυσαν "καταλανικό" κράτος.
  Τη μεγαλύτερη ακμή της, η Θεσσαλονίκη τη γνώρισε κατά τη βυζαντινή περίοδο στο 14ο αιώνα, που δίκαια χαρακτηρίστηκε ο χρυσός αιώνας της πόλης. Παρά τους εμφύλιους πολέμους, τις θρησκευτικές διαμάχες και τις κοινωνικές αναταραχές που συντάραξαν το κράτος, η Θεσσαλονίκη, βασισμένη κύρια στις δικές της δυνάμεις, αναπτύσσει την περίοδο αυτή μία έντονη, πολύπλευρη και πολυσύνθετη δραστηριότητα. Η ιδιότυπη αυτονομία και αυτοδιοίκηση που κατακτήθηκε από τους κατοίκους της μετά από αγώνες αιώνων, δημιούργησε ιδανικό πλαίσιο για την ελεύθερη ανάπτυξη των γραμμάτων και τεχνών καθώς και του εμπορίου, της βιοτεχνίας, ακόμα και κάποιας βιομηχανίας. Περίφημοι λόγιοι, ρήτορες, φιλόσοφοι, θεολόγοι, ιστορικοί, νομικοί αλλά και αγιογράφοι, ψηφιδογράφοι, ξυλογλύπτες, υμνολόγοι κ.λπ. συνδέονται με την περίοδο της μεγάλης αυτής άνθησης της Θεσσαλονίκης (Θωμάς Μάγιστρος, Νικόλαος Καβάσιλας, Δημήτριος και Πρόχορος Κυδώνης, Νικηφόρος Γρηγοράς, Γρηγόριος Ακίνδυνος, Κωνσταντίνος Αρμενόπουλος, Ματθαίος Βλάσταρης, Νικηφόρος Χούμνος, Μανουήλ Πανσέληνος κ.ά.). Προπαντώς στην αρχιτεκτονική ναοδομία, στην αγιογραφία και στην ψηφιδογραφία, η Θεσσαλονίκη το 14ο αιώνα έγινε κέντρο της δικής της "σχολής" για ολόκληρη τη Βαλκανική. Δείγματα αυτής της τέχνης διασώθηκαν ως τις μέρες μας και μαρτυρούν τη λαμπρή αυτή περίοδο της πόλης που έμεινε γνωστή σαν "αναγέννηση των Παλαιολόγων" (ναός Αγίας Αικατερίνης, ναός Αγίων Αποστόλων, ναός Αγίου Νικολάου Ορφανού, ναός Προφήτη Ηλία, ναός Αγίου Παντελεήμονα, ναός Ταξιαρχών, ναϊδριο Μεταμόρφωσης του Σωτήρα, Μονή Βλατάδων).
  Η Θεσσαλονίκη, η "πολυάνθρωπη" και "ευανδρούσα" αυτή πόλη του Βυζαντίου, υπήρξε την ίδια περίοδο κέντρο ποικίλων θρησκευτικών και κοινωνικών ζυμώσεων, καθώς το γενικότερο κλίμα που επικρατούσε στην πόλη ευνοούσε κάθε αναζήτηση, έρευνα και, ακόμα, κοινωνική διεκδίκηση του λαού.
  Στο θρησκευτικό χώρο είναι ενδεικτική η διαμάχη των "ησυχαστών" με αρχηγό τον -αργότερα- μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Γρηγόριο Παλαμά και των αντιφρονούντων "βαρλααμιστών" με αρχηγό το μοναχό Βαρλαάμ από την Καλαβρία της νότιας Ιταλίας. Η διαμάχη αυτή, που έθιγε την ουσία της χριστιανικής πίστης, πήρε μεγάλες διαστάσεις και πέρα ακόμα από τα όρια της βυζαντινής αυτοκρατορίας.   Εξίσου σημαντικό γεγονός για την παναθρώπινη ιστορία της πάλης των λαών για κοινωνικές διεκδικήσεις αποτελεί και το γνωστό κίνημα-επανάσταση των "Ζηλωτών" της Θεσσαλονίκης, που εγκαθίδρυσε στην πόλη λαϊκή δημοκρατία για 7 χρόνια (1342-1349) σε μία περίοδο ακμής της φεουδαρχίας και του τιμαριωτισμού.
Περίοδος Οθωμανικής Κατοχής

  Ο 14ος αιώνας δεν ήταν όμως μία ειρηνική περίοδος για την πόλη. Τα τελευταία 50 χρόνια σημαδεύονται ξανά από πολλές επιδρομές και απειλές κατά της πόλης, καθώς το Βυζάντιο κυριολεκτικά αγωνίζεται να επιβιώσει, αντιμετωπίζοντας το νέο εχθρό που ήρθε από τα βάθη της Ασίας: τους Οθωμανούς Τούρκους.
  Οι Τούρκοι εκμεταλλευόμενοι την αδυναμία του Βυζαντινού κράτους και τις αντιθέσεις των Βαλκανικών λαών, προωθήθηκαν βαθμιαία στο χώρο της Μακεδονίας και της Βαλκανικής και δημιούργησαν ασφυκτικό κλοιό γύρω από τη Θεσσαλονίκη. Η πόλη, μετά από πολλές περιπέτειες έγινε "φόρου υποτελής"στους Τούρκους του Μουράτ Α΄ (1387), για να απαλλαγεί από τους δυνάστες της το 1403, όταν αυτοκράτορας της Κωνσταντινούπολης έγινε ο άλλοτε δεσπότης της Θεσσαλονίκης Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγος. Όταν η τουρκική απειλή έγινε αργότερα ξανά επικίνδυνη, ο δεσπότης της Θεσσαλονίκης Ανδρόνικος και οι άρχοντες της Θεσσαλονίκης παραχώρησαν την πόλη στους Βενετσιάνους (1423) με όρους που απέβλεπαν στη σωτηρία της.
  Η Βενετοκρατία όμως στη Θεσσαλονίκη γρήγορα εξελίχθηκε σε νέα τυρρανία. Η πόλη απογυμνώθηκε από τον πληθυσμό της και αποδυναμώθηκε αντί να προετοιμαστεί για την αντιμετώπιση των Τούρκων, που συστηματικά περιόριζαν τις δυνατότητές της για απόκρουσή τους. Έτσι σχεδόν μοιραία, το Μάρτη του 1430, η Θεσσαλονίκη μετά από πολιορκία έπεσε στα χέρια των Τούρκων του Μουράτ Β΄, για να αρχίσει μία περίοδος μακρόχρονης δουλείας και στυγνής καταδυνάστευσης.
  Οι Τούρκοι λεηλάτησαν και κατέστρεψαν σχεδόν ολοκληρωτικά την πόλη. Η Θεσσαλονίκη ερημώθηκε κυριολεκτικά από κατοίκους, ενώ χιλιάδες αιχμάλωτοι, σιδηροδέσμιοι οδηγήθηκαν στα σκλαβοπάζαρα της ανατολής. Οι κυριότεροι βυζαντινοί ναοί της πόλης επιτάχθηκαν για να μετατραπούν σε "τζαμιά".
  Ακόμα, τα περισσότερα σπίτια των ευγενών καταλήφθηκαν από τους Τούρκους αξιωματούχους και τα υπόλοιπα δόθηκαν σε άτακτους Τούρκους του στρατεύματος ή άλλους ομοεθνείς τους που ήρθαν στην πόλη από την έλξη της λείας του πολέμου. Μετά από 23 χρόνια θα πέσει στους Τούρκους και η πρωτεύουσα της άλλοτε κραταιάς βυζαντινής αυτοκρατορίας, η Κωνσταντινούπολη, για να ανοίξει ο δρόμος της Βαλκανικής και της Κεντρικής Ευρώπης στους Ασιάτες κατακτητές.
  Στα πρώτα χρόνια της τουρκοκρατίας, η Θεσσαλονίκη έχει ελάχιστο πληθυσμό. Οι περισσότεροι από τους κατοίκους της, προ και μετά την άλωση από τους Τούρκους, σκόρπισαν στα γύρω βουνά, στον Ολυμπο, στο Βέρμιο, στα Πιέρια, στα Χάσια, στην Πίνδο, στο Χολομώντα, όπου ιδρύθηκαν νέοι οικισμοί από πρόσφυγες της πόλης. Χρειάστηκε να ληφθούν ιδιαίτερα μέτρα από το σουλτάνο ώστε να επιστρέψει μέρος του πληθυσμού στη Θεσσαλονίκη με την ελπίδα κάποιου καλύτερου μέλλοντος. Πολλές τότε συνοικίες, με καθαρά ελληνικό χαρακτήρα δημιουργήθηκαν (ή διατηρήθηκαν) στην πόλη, κυρίως γύρω από μικρές και ταπεινές εκκλησίες και μικρά μοναστήρια που έμειναν στα χέρια των χριστιανών (Αγιος Μηνάς, Αγία Θεοδώρα, Γρηγόριος Παλαμάς, Νέα Παναγία, Παναγία Δέξια, Υπαπαντή, Άγιος Κωνσταντίνος, Αγιος Αθανάσιος, Λαγουδιανή, Μονή Βλατάδων κ.ά.).
  Βαθμιαία όμως η πόλη συνέρχεται από το πλήγμα. Γίνεται πολυάνθρωπη και ανθηρό λιμάνι της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Πολλοί περιηγητές του 15ου και 16ου αιώνα μιλούν με θαυμασμό στις ταξιδιωτικές τους εντυπώσεις για τη Θεσσαλονίκη (Gio Maria degli Angiollelo στα 1470, Joos van Chistele στα 1481, Pierre Bellon στα 1546, Lorenzo Bernardo στα 1591).
  Κατά τη διάρκεια του 15ου αιώνα η Θεσσαλονίκη δέχθηκε αλεπάλληλα κύματα Εβραίων προσφύγων, που κατέφυγαν στην οθωμανική αυτοκρατορία διωγμένοι από τη χριστιανική Δύση. Είναι οι γνωστοί "Ασκεναζίμ", Εβραίοι της Ουγγαρίας, Γερμανίας και Βαυαρίας, και οι "Σεφαρδίμ", κύρια προερχόμενοι από την Ισπανία. Με τον ερχομό και την εγκατάσταση των Εβραίων στην πόλη δημιουργήθηκε μία αξιόλογη και δραστήρια κοινότητα, που συνέβαλλε ουσιαστικά στην ανάπτυξη του εμπορίου και της ναυτιλίας της Θεσσαλονίκης.
  Το 17ο αιώνα η Θεσσαλονίκη είναι μία πυκνοκατοικημένη πόλη. Είναι έδρα του Τούρκου "σαντζάκ-μπέη", καθώς και έδρα "μολλά", δηλαδή ανώτατου Τούρκου ερμηνευτή των νόμων και ανώτατου δικαστή. Στην πόλη υπάρχει, ακόμα, ανώτατος Τούρκος στρατιωτικός διοικητής ("κεχαγιά-γερί") και πολύς στρατός, γεγονός που απέκλειε κάθε σκέψη για ξεσηκωμό των υπόδουλων κατά των δυναστών τους.
  Ο Τούρκος περιηγητής του 17ου αιώνα Εβλιά Τσελεπή άφησε στο "Οδοιπορικό" του πολλές και ανεκτίμητες πληροφορίες για τη Θεσσαλονίκη και τη γύρω περιοχή αυτής της περιόδου. Η περιγραφή του για την πόλη είναι πραγματικά συναρπαστική, καθώς ο περιηγητής εντυπωσιάζεται από τα πολλά "χαμάμια" (λουτρά), τα "ταρσιά" (αγορές), τους "μποζαχανέδες" (αναψυκτήρια) της πόλης κ.ά. Ακόμα βλέπει με θαυμασμό τα μεγάλα λιθόκτιστα πολυόροφα "σεράγια" (αρχοντόσπιτα), τις υπέροχες αυλές και τους κατάφυτους κήπους της πόλης. Ανάλογες είναι οι περιγραφές και του άλλου Τούρκου περιηγητή του ίδιου αιώνα Χατζή-Κάλφα, καθώς και των Ευρωπαίων περιηγητών R. de Dreux, Brown, Covel, Paul Lucas, P. Jean Baptiste, Souciet, Felix-Beaujour αργότερα.
  Μετά την ήττα του στρατού του Μωάμεθ Δ΄ στην πολιορκία της Βιέννης από τους Πολωνούς και Γερμανούς (1683), άρχισε ουσιαστικά η κατάρρευση της οθωμανικής αυτοκρατορίας, ενώ παράλληλα παρουσιάζεται μία αφύπνιση των λαών της Βαλκανικής. Όμως η καταπίεση των Τούρκων αυξάνεται, ιδιαίτερα στη Μακεδονία, που αποτελούσε το χώρο διέλευσης όλων των στρατευμάτων των Οθωμανών που κατευθύνονταν προς τα μέτωπα ή προς τις επαναστατημένες -σε λίγο-περιοχές. Μέσα σε αυτή την πραγματικότητα, οι υπόδουλοι υποφέρουν τα πάνδεινα από τις δυσβάσταχτες φορολογίες ("avariz"), τις κακουχίες, τους εξευτελισμούς και τις στερήσεις. Το 1712 μάλιστα ξέσπασε φοβερός λοιμός στη Θεσσαλονίκη, που ήταν συνέπεια των κακών συνθηκών διαβίωσης των κατοίκων. Μόνο το 1713 πέθαναν στην πόλη πάνω από 8.000 άτομα από το φοβερό αυτό λοιμό. Λίγο αργότερα, το 1720, οι Θεσσαλονικείς ξεσηκώνονται κατά της τουρκικής διοίκησης με αφορμή την έλλειψη σταριού για ψωμί. Το ίδιο επαναλήφθηκε και αργότερα, στα χρόνια 1753, 1758 και 1789.
  Η Θεσσαλονίκη του 18ου αιώνα, σύμφωνα με περιγραφές περιηγητών, ήταν κτισμένη μέσα στο χώρο που όριζαν τα βυζαντινά της Τείχη, που μεγάλο τμήμα τους σώζεται και σήμερα σε καλή κατάσταση. Στη γύρω περιοχή δεν είχαν δημιουργηθεί ακόμα συνοικίες ή οικισμοί και προάστια. Στην πόλη υπήρχαν 4 μεγάλοι πύργοι. Δύο από τους πύργους αυτούς, ένας κυκλικός και ένας τετράγωνος, βρίσκονταν στο νότιο τμήμα των τειχών. Ο πρώτος είναι ο σημερινός Λευκός Πύργος. Οι κάτοικοι της πόλης φτάνουν τις 40.000 περίπου (Έλληνες, Τούρκοι και Εβραίοι). Οι δρόμοι του εμπορικού κέντρου είναι σκεπαστοί με σανίδες ("σκεπαστά"), που δημιουργούν ευχάριστη δροσιά το καλοκαίρι. Στην παραλία της Θεσσαλονίκης, στη θέση της σημερινής μητρόπολης του Γρηγορίου Παλαμά, ήταν κτισμένος ο παραθαλάσσιος ναός του Αγίου Δημητρίου. Αναφέρονται επίσης οι ναοί του Αγίου Αθανασίου, Αγίου Νικολάου, Αγίου Μηνά, Παναγίας και η κρύπτη του Αγίου Δημητρίου.
  Στον Αγώνα της Εθνικής Παλιγγενεσίας του 1821 μεγάλη ήταν η προσφορά της Μακεδονίας και της Θεσσαλονίκης. Εκτός από τους Έλληνες της διασποράς που αγωνίστηκαν για να προβάλουν το ελληνικό θέμα στο εξωτερικό, οι υπόδουλοι στους Τούρκους προσέφεραν μεγάλες θυσίες αίματος για να στεριώσει ο αγώνας της ελευθερίας.
  Ένας από τους κύριους "εταίρους" της "Φιλικής Εταιρίας" ήταν ο Μακεδόνας αρματολός από το Μπλάτσι της Δυτικής Μακεδονίας, Ιωάννης Φαρμάκης. Ο Φαρμάκης, με το βαθμό του "Αρχηγού των Αφιερωμένων", ξεκίνησε από την Κωνσταντινούπολη το 1818 και μύησε στον αγώνα της Ελευθερίας πολλούς πρόκριτους της Μακεδονίας και της Θεσσαλονίκης. Έτσι, σύντομα δημιουργήθηκε ένας σημαντικός επαναστατικός πυρήνας της "Φιλικής" στη Θεσσαλονίκη με μέλη το Χριστόδουλο Μπαλάνο, Αθανάσιο Σκανδαλίδη, Στέργιο Πολύδωρο, Κυριάκο Τοσίτσα, Αργυρό Ταπουχτσή, Αναστάσιο Κυδωνιάτη, πρωτοσύγκελο Χρύσανθο κ.ά. Το 1820 θα περάσει από την πόλη με οδηγίες και γράμματα του Υψηλάντη και ο "Φιλικός" Ύπατρος.
  Όταν κηρύχθηκε επανάσταση κατά των Τούρκων στη γειτονική Χαλκιδική από το Σερραίο πατριώτη Εμμανουήλ Παπά, στις 23 Μαρτίου 1821, οι Τούρκοι της Θεσσαλονίκης ξέσπασαν με απάνθρωπη μανία στον άμαχο ελληνικό πληθυσμό της πόλης. Τουλάχιστον 3.000 Θεσσαλονικείς μαζί με τους πρόκριτους της πόλης σφαγιάστηκαν στο τουρκικό διοικητήριο ("κονάκι") και στο προαύλιο του μητροπολιτικού ναού, ενώ εκατοντάδες αγωνιστές φυλακίστηκαν στο φρικτό κάτεργο του σημερινού Λευκού Πύργου.
  Οι Τούρκοι γρήγορα κατάπνιξαν στο αίμα τα επαναστατικά κινήματα της Μακεδονίας, χωρίς όμως να πτοήσουν το επαναστατικό φρόνημα των υπόδουλων Ελλήνων.
  Στα τέλη του 19ου αιώνα και ενώ στο νότο υπάρχει ήδη ελεύθερο ελληνικό κράτος, η Θεσσαλονίκη εξωραϊζεται, καθώς οι Τούρκοι προσπαθούν να εξυγχρονίσουν το κράτος τους που παρακμάζει. Το 1869, με διαταγή του Τούρκου διοικητή της πόλης κατεδαφίζονται μεγάλα τμήματα των βυζαντινών τειχών για να "αναπνεύσει" η πόλη. Αρχικά κατεδαφίζονται τα παραθαλάσσια τείχη και ο μεγάλος πύργος που βρισκόταν μπροστά στο λιμάνι (Γιαλού-καπού), στο ύψος της αρχαίας Αιγυπτιακής αγοράς (σημερινή οδός Αιγύπτου). Μετά από λίγα χρόνια κατεδαφίζονται τα τείχη του "πυροβολοστάσιου" ("Τοπ-Χανέ") και το ανατολικό τείχος από την Κασσανδρεωτική πύλη (πλατεία Συντριβανίου σήμερα) ως τον πύργο του "Κανλή-Κουλέ" (Πύργος του Αίματος). Μάλιστα ο πύργος αυτός με την απαίσια φήμη του φρικτού κάτεργου βάφεται λευκός για να ονομασθεί έτσι Λευκός Πύργος. Νέοι δρόμοι διανοίγονται ή διευρύνονται. Δημιουργείται η οδός Σαμπρή πασά (σημερινή Βενιζέλου) το 1867, η οδός Μηδάτ πασά (σημερινή Αγίου Δημητρίου) και το 1873 η λεωφόρος Χαμηδιέ (Εθνικής Αμύνης), όπου κτίστηκαν τα κτίρια της Τουρκικής διοίκησης.
  Το 1871, κάτω από την πίεση των Μεγάλων Δυνάμεων της Ευρώπης, η Τουρκία κατασκευάζει τη σιδηροδρομική γραμμή Θεσσαλονίκης-Σκοπίων και το 1888 τη σύνδεση του σιδηροδρομικού δικτύου με το σερβικό δίκτυο, για να ενωθεί έτσι η Θεσσαλονίκη με την Κεντρική Ευρώπη. Το 1893-1894 κατασκευάζεται η γραμμή Θεσσαλονίκης-Φλώρινας και Θεσσαλονίκης-Μοναστηριού, ενώ το 1896 γίνεται η σύνδεση με την Αλεξανδρούπολη.
  Με την εγκατάσταση των πρώτων τραμ που έσερναν ρωσσικά και ουγγρικά άλογα, το 1893, δίνεται το ξεκίνημα για την ανάπτυξη των προαστίων της πόλης, ιδιαίτερα του ανατολικού τομέα. Στα προάστια κτίζονται επιβλητικές επαύλεις, οι λεγόμενοι "πύργοι" και η Θεσσαλονίκη αποκτά νέο πρόσωποκαι φυσιογνωμία. Ο πληθυσμός της πόλης αυξάνεται ραγδαία. Έτσι, ενώ το 1865 οι κάτοικοι της Θεσσαλονίκης ήταν 50.000, το 1880 έγιναν 90.000, για να φτάσουν το 1895 τις 120.000 περίπου.
  Στις αρχές του 20ου αιώνα έγινε πια φανερό πως ο ευρωπαϊκός χώρος της Τουρκίας θα περιερχόταν στους λαούς που τον κατείχαν από αιώνες. Η παρακμή της Τουρκίας ήταν πια και εσωτερικά φανερή, ενώ το ενδιαφέρον των Μεγάλων Δυνάμεων για την περιοχή επιτάχυνε τις εξελίξεις. Ο ένοπλος αγώνας των υπόδουλων λαών έδωσε την ευκαιρία να γίνουν φανερές οι εδαφικές διεκδικήσεις στο χώρο της Μακεδονίας, που πολλές φορές υποδαυλιζόταν από ξένες επεμβάσεις και σωβινιστικές διαθέσεις. Η Ελλάδα στον αγώνα αυτό, που πήρε το όνομα Μακεδονικός Αγώνας, υπερασπίστηκε με πολλές θυσίες τις εθνικές της διεκδικήσεις. Με κέντρο το ελληνικό Γενικό Προξενείο της Θεσσαλονίκης (σημερινό Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα), αναπτύχθηκε έντονη δραστηριότητα στο χώρο της Μακεδονίας, όπου από την αρχαιότητα ζούσε συμπαγής Ελληνικός πληθυσμός. Αν και ο αγώνας αυτός δεν είχε άμεσα αποτελέσματα, συνέβαλλε όμως ουσιαστικά στην απελευθέρωση της περιοχής και στην ένταξή της δικαιωματικά στο χώρο της Ελλάδας λίγο αργότερα.

Το κείμενο παρατίθεται τον Αύγουστο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Πανεπιστημίου Μακεδονίας


ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ (Αρχαία πόλη) ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ
Αναδρομή-Ανάπτυξη οικιστικής δραστηριότητας στη Μακεδονία (5.000 π.Χ-2.000π.Χ.)
  
Η Θεσσαλονίκη, η μεγαλύτερη -μετά την πρωτεύουσα- πόλη της Ελλάδας, έχει μία μεγάλη σε διάρκεια και συγκλονιστική σε περιεχόμενο ιστορία. Από το 315 π.Χ., που ιδρύθηκε από το βασιλιά της Μακεδονίας Κάσσανδρο, έχουν περάσει 2.300 χρόνια έως σήμερα. Σε όλη τη χρονική διάρκεια των 23 αιώνων, η όμορφη αυτή παραθαλάσσια πόλη, που είναι κτισμένη αμφιθεατρικά στο εσωτερικό του Θερμαϊκού κόλπου του βορείου Αιγαίου Πελάγους, διαδραμάτισε ένα σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση των ελληνικών πραγμάτων. Υπήρξε η πόλη με την πιο έντονη παρουσία σε ολόκληρη τη Βαλκανική Χερσόνησο, γεγονός που αποδεικνύει σωστή την επιλογή και ενέργεια του οικιστή της Κάσσανδρου.
  Από αρχαιολογικές ανασκαφές που έγιναν κατά καιρούς, προκύπτει πως ο ευρύτερος χώρος της Θεσσαλονίκης είχε κατοικηθεί τουλάχιστον πριν από 5.000 χρόνια (3.000 π.Χ.). Ευρήματα ανθρώπινων εγκαταστάσεων βρέθηκαν πάνω σε τεχνητούς λόφους ("τούμπες") που περιβάλλουν τη Θεσσαλονίκη. Αλλα επίσημα αρχαιολογικά ευρήματα δείχνουν πως στην ίδια περιοχή υπήρχαν οικισμοί από την εποχή του σιδήρου (1.000 π.Χ.) και μάλιστα συνέχισαν να υπάρχουν μέχρι τον 5ο και 4ο π.Χ. αιώνα. Έτσι, γύρω στο φυσικό λιμάνι του Θερμαϊκού, εμφανίσθηκε από νωρίς μία έντονη οικιστική δραστηριότητα με τη δημιουργία πολλών μικρών πόλεων ("πολισμάτων"), μεταξύ των οποίων κύρια ήταν η Θέρμη, από την οποία πήρε και το όνομά του ο Θερμαϊκός κόλπος. Η οικιστική αυτή δραστηριότητα συμπίπτει με την ανάπτυξη της δυναστείας των Μακεδόνων, που από τα ορεινά της Μακεδονίας και τις πεδιάδες γύρω από τους ποταμούς (Ανω) Αλιάκμονα, Αξιό και Εριγώνα, προωθήθηκαν προς τα παράλια του Θερμαϊκού, ιδιαίτερα στα χρόνια του βασιλιά της Μακεδονίας Αμύντα Α΄ (520-500 π.Χ.). Προηγούμενα και από τον 7ο π.Χ. αιώνα, στο χώρο της Μακεδονίας και ιδιαίτερα στη Χαλκιδική και στο Θερμαϊκό, είχε δημιουργηθεί μία σειρά πόλεων-αποικιών από τους Έλληνες του νότου, κύρια των πόλεων της Χαλκίδας, Ερέτριας, Κορίνθου και Αθήνας.
Εμφάνιση των Μακεδόνων-Μακεδονική Δυναστεία (2.000 π.Χ.-148 π.Χ.)
  Η παρουσία των Μακεδόνων στο βορειοελλαδικό χώρο γίνεται γύρω στο 2.000 π.Χ. Οι Μακεδόνες ήταν Δωριείς που δεν ακολούθησαν τη μεγάλη μάζα των ομοφύλων τους στη μετακίνησή τους προς τη νότια Ελλάδα, αλλά παρέμειναν και εγκαταστάθηκαν στα ορεινά της Μακεδονίας. Δεν είχαν έτσι καμία ουσιαστική διαφοροποίηση από τους Έλληνες του νότου. Μιλούσαν ένα διαλεκτικό ιδίωμα των Δωριέων, χρησιμοποιούσαν ελληνικά ονόματα και πίστευαν στους ίδιους Θεούς των αδελφών τους του νότου. Από τον 5ο π.Χ. αιώνα μάλιστα αρχίζει μία άνθηση των Ελλήνων της Μακεδονίας, παράλληλα με αυτή της νότιας Ελλάδας. Πολλές τότες πόλεις του βορειοελλαδικού χώρου έγιναν κέντρα όπου αναπτύχθηκαν σε υψηλά επίπεδα τα γράμματα και οι τέχνες (Αβδηρα, Θάσος, Στάγειρα, Αμφίπολη, Ολυνθος, Πέλλα, Δίον, Αιγές κ.λπ.).
  Ιδιαίτερη ακμή και αίγλη γνώρισε η Μακεδονία στα χρόνια του Φιλίππου Β΄, βασιλιά της Μακεδονίας, που ανάλαβε το θρόνο στα 358 π.Χ., σε μία εποχή εσωτερικών και εξωτερικών πολέμων, με συσσωρευμένα πολλά προβλήματα. Ο Φίλιππος, μετά από πολλούς αγώνες, κατάφερε να κυριαρχήσει στο χώρο της Ελλάδας και ιδιαίτερα της Μακεδονίας και να αναγνωρισθεί -έστω και μεταγενέστερα- σαν ο θεμελιωτής της έννοιας του ελληνικού κράτους, όταν κυριαρχούσαν στην Ελλάδα οι διασπαστικές τάσεις των πόλεων-κρατών του ελληνικού χώρου.
  Το 334 π.Χ., ο γιος του Φιλίππου, Αλέξανδρος ο Μέγας, βασιλιάς της Μακεδονίας και κυρίαρχος αναμφισβήτητος όλης της Ελλάδας θα πραγματοποιήσει τη μεγάλη του εκστρατεία κατά των Περσών της Μ. Ασίας. Το 323 π.Χ., ο μεγάλος αυτός στρατηλάτης θα πεθάνει στη Βαβυλώνα, για να αρχίσουν οι πόλεμοι των "Διαδόχων" της απέραντης αυτοκρατορίας του. Ο Κάσσανδρος, ο μεγαλύτερος γιος του στρατηγού του Μεγάλου Αλεξάνδρου Αντίπατρου, δεν ακολούθησε το Μακεδόνα στρατηλάτη στη μεγάλη του εκστρατεία στη Μ. Ασία. Έμεινε στη Μακεδονία σαν "επιμελητής" του Μακεδονικού κράτους. Αργότερα, μετά τη συνέλευση των "Διαδόχων" στον Τριπαράδεισο της Συρίας (321 π.Χ.), όπου ο Αντίπατρος ορίστηκε "επιμελητής" της αυτοκρατορίας, ο Κάσσανδρος έγινε χιλίαρχος του Μακεδονικού ιππικού στην Ασία. Όταν πέθανε ο Αντίπατρος (319 π.Χ.) αφήνοντας διάδοχό του το στρατηγό Πολυσπέρχοντα, ο Κάσσανδρος στράφηκε κατά του νέου ηγεμόνα έχοντας συμμάχους τον Πτολεμαίο, τον Αντίγονο, τον Λυσίμαχο και τον Ευμένη. Στους πολέμους της διαδοχής πήρε μέρος και η μητέρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, υποστηρίζοντας το στρατηγό Πολυσπέρχοντα. Όμως στη μάχη της Πύδνας μεταξύ των αντιμαχομένων, ο Κάσσανδρος νίκησε την Ολυμπιάδα και την καταδίκασε σε θάνατο. Η πράξη του όμως αυτή δημιούργησε μεγάλες αντιδράσεις στη Μακεδονία, όπου τα κατορθώματα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, γιου της Ολυμπιάδας, είχαν κιόλας γίνει θρύλος με επικές διαστάσεις. Κάτω από αυτή την πραγματικότητα, για να φανεί αρεστός στη Μακεδονική αριστοκρατία, ο Κάσσανδρος ίδρυσε τη Θεσσαλονίκη, δίνοντας σε αυτή το όνομα της συζύγου του και αδελφής του Μεγάλου Αλεξάνδρου από άλλη μητέρα.
  Στην ενέργειά του αυτή προχώρησε ο Κάσσανδρος προβλέποντας τη δυσμενή εξέλιξη της ως τότε πρωτεύουσας του Μακεδονικού κράτους, Πέλλας. Η Πέλλα δεν προσφερόταν πια σαν πρωτεύουσα, κύρια από λόγους ανύπαρκτης φυσικής οχύρωσης, γεωγραφικής ακαταλληλότητας και δυσχέρειας στη θαλάσσια επικοινωνία.
  Η Θεσσαλονίκη κτίσθηκε με επίκεντρο την αρχαία πόλη Θέρμη, αφού συγχωνεύθηκαν σε αυτή 26 άλλες μικρές πόλεις ("πολίσματα") της περιοχής. Ο αρχαίος γεωγράφος Στράβωνας αναφέρει μεταξύ αυτών των μικρών πόλεων την Απολλωνία, τη Χαλάστρα, τη Γαρησκό την Αίνεια και την Κισσό.
  Στόχος του οικιστή της Θεσσαλονίκης Κάσσανδρου ήταν ασφαλώς να δημιουργήσει τη μελλοντική μητρόπολη της Μακεδονίας. Και η ιστορία τον δικαίωσε απόλυτα. Η Θεσσαλονίκη, με τα έξοχα γεωπολιτικά χαρακτηριστικά της, γρήγορα εξελίχθηκε σε πρωτεύουσα της Μακεδονίας και διατηρήθηκε τέτοια σε ολόκληρη τη μακραίωνη ιστορία της.
  Η πόλη της Θεσσαλονίκης φαίνεται πως οχυρώθηκε νωρίς με τείχη. Μόλις 30 χρόνια μετά την ίδρυσή της ο βασιλιάς της Μακεδονίας Αντίγονος την επέλεξε σαν τον πιο ασφαλή τόπο για να αμυνθεί κατά του επιδρομέα βασιλιά της Ηπείρου Πύρρου.
  Αργότερα, το 279 π.Χ., έξω από τα τείχη της πόλης συντρίφτηκε φοβερή επίθεση Κελτών επιδρομέων. Στη μάχη, μάλιστα, αυτή σκοτώθηκε ο βασιλιάς της Μακεδονίας Πτολεμαίος ο Κεραυνός, υπερασπιζόμενος τη Θεσσαλονίκη.
Περίοδος Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (148 π.Χ.-313 μ.Χ.)

  Στη ρωμαϊκή περίοδο η Θεσσαλονίκη εξελίχθηκε σε ακμαία πόλη, για να γίνει γρήγορα πρωτεύουσα ρωμαϊκής επαρχίας.
  Μετά την ήττα του τελευταίου Μακεδόνα βασιλιά Περσέα από τους Ρωμαίους του Ύπατου Αιμίλιου Παύλου στην Πύδνα (168 π.Χ.) και την ίδια τύχη του Ανδρίσκου (148 π.Χ.), η Μακεδονία περιήλθε ολοκληρωτικά στους Ρωμαίους.
  Όλη τότε η περιοχή της Μακεδονίας χωρίστηκε σε 4 τμήματα ("regiones") και η Θεσσαλονίκη έγινε πρωτεύουσα του "δεύτερου" τμήματος της Μακεδονίας ("Macedonia Secunda") για χρονικό διάστημα 20 χρόνων.
  Την περίοδο αυτή πολλά μνημεία και καλλιτεχνικοί θησαυροί της Μακεδονίας και της Θεσσαλονίκης ξηλώθηκαν από "αργυρολόγους" Ρωμαίους διοικητές της επαρχίας για να μεταφερθούν σαν τρόπαια στη Ρώμη και να επιδειχθούν στους "Θριάμβους" που οργάνωσαν οι Ρωμαίοι για να τιμηθούν οι νικητές. Μετά το 148 π.Χ. οι 4 επαρχίες της Μακεδονίας ενοποιήθηκαν σε μία, για να δημιουργηθεί η επαρχία της Μακεδονίας ("Provincia Macedonia") με πρωτεύουσα τη Θεσσαλονίκη. Στην επαρχία αυτή συμπεριλήφθηκε σε λίγο και η νότια Ελλάδα, για να ισχύσει αυτό το καθεστώς 120 χρόνια, ως την εποχή του Αυγούστου (27 π.Χ.), οπότε αποσπάστηκε η νότια Ελλάδα και δημιουργήθηκε από αυτήν η επαρχία Αχαϊας ("Provincia Achaia"). Την περίοδο αυτή η Θεσσαλονίκη είναι η "μήτηρ πάσης της Μακεδονίας". Είναι το κέντρο όλης της χερσονήσου του Αίμου, με αναπτυγμένο εμπόριο, βιοτεχνία και προπαντώς με μεγάλη πνευματική και πολιτιστική ανάπτυξη. Η πόλη μάλιστα κρατά τον ελληνικό της χαρακτήρα, γεγονός που αποδεικνύεται από πλήθος επιγραφών και νομισμάτων της εποχής. Μεγάλες και ευεργετικές ήταν οι επιπτώσεις του γειτονέματος της Θεσσαλονίκης με τη στρατιωτική Via Egnatia (Εγνατία οδό), που κατασκεύασαν οι Ρωμαίοι πάνω στα ίχνη παλιότερου δρόμου που μνημονεύει ο Αριστοτέλης, για να ενώσουν την Αδριατική (Δυρράχιο) με τον Ελλήσποντο και τη Μ. Ασία. Ο δρόμος αυτός, που διευκόλυνε σημαντικά και το εμπόριο, πιστεύεται πως περνούσε λίγα μόλις χιλιόμετρα βόρεια της Θεσσαλονίκης.
  Οι Ρωμαϊκές λεγεώνες που κατάκλυσαν την Ελλάδα δεν ήταν πάντα αήττητες. Έτσι, πολλές φορές η Μακεδονία και η Θεσσαλονίκη πέρασαν, στην πρώτη περίοδο της ρωμαιοκρατίας φοβερούς κινδύνους από επιδρομές βαρβάρων. Ο Ρωμαίος κτήτορας Κικέρωνας, που κατάφυγε στη Θεσσαλονίκη το 58 π.Χ. ως πολιτικός εξόριστος, αναφέρει μία παρόμοια σκληρή δοκιμασία, όταν βάρβαρα φύλα του βορρά επιτέθηκαν κατά της Θεσσαλονίκης, αναγκάζοντας τους κατοίκους της να αμυνθούν με σθένος για να σωθούν. Κατασκευάσθηκαν τότε με γρήγορο ρυθμό πολλά οχυρά έργα στην Ακρόπολη της Ανω Πόλης, όπου συγκεντρώθηκαν οι κάτοικοι και η φρουρά της πόλης για να αντιμετωπίσουν τους επιδρομείς.
  Στον εμφύλιο πόλεμο των Ρωμαίων (49-31 π.Χ.) η Μακεδονία έγινε ο χώρος αναμέτρησης των εμπολέμων (φιλοκαισαρικοί, δημοκρατικοί). Η πόλη στους πολέμους αυτούς είχε ταχθεί με το μέρος των αυτοκρατορικών Αντωνίου και Οκταβίου, παρόλο τον κίνδυνο που διέτρεχε σε περίπτωση επικράτησης των αντιπάλων τους. Μετά τη νίκη των αυτοκρατορικών στους Φιλίππους (42 π.Χ.), οι Θεσσαλονικείς έστεισαν τιμητική αψίδα στη δυτική πύλη του Αξιού, για να τιμήσουν τους νικητές Αντώνιο και Οκτάβιο που μπήκαν θριαμβευτικά στην πόλη.   Αποτέλεσμα της στάσης αυτής της πόλης ήταν να ονομασθεί η Θεσσαλονίκη "ελεύθερη πόλη" ("Liberam Civitatem"), να αποκτήσει πολλά προνόμια και ακόμα ο "δήμος" της ουσιαστική αυτοδιοίκηση. Ενδεικτικό αυτής της αυτοδιοίκησης της πόλης, που την κράτησε για αιώνες και στο Βυζάντιο, ήταν οι δημόσιες ελεύθερες συνεδριάσεις του "δήμου" και το γεγονός ότι την πόλη υπερασπιζόταν "δημοτική" φρουρά. Με λαμπρότητα, την περίοδο αυτή, γιορτάζονταν στη Θεσσαλονίκη τα "Ολύμπια" και τα "Πύθια", κατά τα πρότυπα των αρχαίων αγώνων της Ολυμπίας, ενώ παράλληλα καλλιεργούνταν τα γράμματα και οι τέχνες. Περίφημοι σοφοί δάσκαλοι, συγγραφείς, φιλόσοφοι, ποιητές και λόγιοι, ζούσαν και δίδασκαν στην πόλη, δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για μια πολύπλευρη πνευματική και πολιτιστική ανάπτυξη, καθώς μάλιστα το αναπτυγμένο εμπόριο έφερνε στην πόλη κάθε κοινωνική ζύμωση και κάθε ανθρώπινη αγωνία και αναζήτηση.
  Με την παραπάνω εικόνα να κυριαρχεί στην πόλη το πρώτο μισό του 1ου μ.Χ. αιώνα, δεν ήταν συμπτωματικό ή τυχαίο το ότι ο Απόστολος Παύλος διάλεξε τη Θεσσαλονίκη, αμέσως μετά τους Φιλίππους της Καβάλας, για πρώτο του μεγάλο σταθμό για τη διάδοση της νέας θρησκείας του Χριστιανισμού στην Ευρώπη. Με τον ερχομό του το 50 μ.Χ. στη Θεσσαλονίκη, ο Απόστολος Παύλος ιδρύει στην πόλη τη "Χρυσή Πύλη", όπως την ονομάζει χαρακτηριστικά, τη δεύτερη Χριστιανική Εκκλησία στον Ευρωπαϊκό χώρο. Προς τους κατοίκους της πόλης ο Απόστολος Παύλος θα στείλει σε λίγο τις γνωστές Α΄ και Β΄ προς "Θεσσαλονικείς" επιστολές του, που αποτελούν σημαντικά κείμενα της χριστιανικής πίστης.
  Η μεγαλύτερη ακμή της Θεσσαλονίκης στη Ρωμαϊκή περίοδο σημειώνεται στα χρόνια του Καίσαρα Γαλέριου. Ο Γαλέριος, γαμπρός του Διοκλητιανού και μέλος της Ρωμαϊκής "Τετραρχίας", όταν έγινε κυβερνήτης ολόκληρης της Βαλκανικής, του "Ιλλυρικού", όπως ονομαζόταν τότε, έκανε τη Θεσσαλονίκη έδρα της εξουσίας του (αρχές του 4ου μ.Χ. αιώνα). Στην πόλη κατασκευάστηκαν επιβλητικά ανάκτορα και μεγάλα κτιριακά συγκροτήματα από δημόσια κτίρια. Μερικά από τα κτίρια αυτά, που ολόκληρα ή τμήματά τους διασώθηκαν ως τις μέρες μας (Ροτόντα, Ανάκτορα, Θριαμβική Αψίδα Γαλερίου, Αρχαία Αγορά κ.ά.) δείχνουν το μέγεθος της μεγαλοπρέπειας που επικρατούσε την περίοδο αυτή στη Θεσσαλονίκη.
  Την πόλη διέσχιζε κατά μήκος ένας "φαρδύς δρόμος", η σημερινή Εγνατία οδός (Via Egnatia), που άρχιζε από τη "Χρυσή Πύλη" (πύλη του Αξιού, σημερινή πλατεία Δημοκρατίας) και έφτανε στην "Κασσανδρεωτική πύλη" (πύλη της Καλαμαριάς, σημερινή πλατεία Συντριβανίου) στα ανατολικά τείχη. Ένας άλλος δρόμος, παράλληλος προς τον προηγούμενο στη θέση της σημερινής οδού Αγίου Δημητρίου, ένωνε τις άλλες δύο πύλες της πόλης: τη "Ληταία Πύλη", των δυτικών τειχών με τη "Νέα Χρυσή Πύλη" ανατολικά, ενώ ένας κάθετος δρόμος, πιθανά στη θέση της σημερινής οδού Βενιζέλου, ένωνε το λιμάνι με την Ακρόπολη (Ανω Πόλη), όπου στρατοπέδευε η φρουρά της πόλης. Ακόμα, περιγραφές αρχαίων συγγραφέων αλλά και ευρήματα αρχαιολογικών ερευνών δείχνουν πως στο ανατολικό και δυτικό τμήμα της Θεσσαλονίκης, έξω από τα τείχη, υπήρχαν νεκροταφεία στην ίδια θέση περίπου με εκείνα της ελληνιστικής εποχής.
  Στις αρχές του 4ου μ.Χ. αιώνα τοποθετείται χρονικά και ο μαρτυρικός θάνατος του προστάτη και πολιούχου της Θεσσαλονίκης Αγίου Δημητρίου και του φίλου του Νέστορα. Από τότε, η Θεσσαλονίκη έγινε το κέντρο της λατρείας του Αγίου Δημητρίου σε ολόκληρο το χριστιανικό κόσμο. Ο "μυροβλήτης" Αγιος Δημήτριος συνδέθηκε άρρηκτα με την τύχη της πόλης και η παράδοση αναφέρει πολλές περιπτώσεις σωτήριας επέμβασής του για να σωθεί η πόλη από τις επιδρομές των βαρβάρων.

Για τη συνέχεια της ιστορίας της αρχαίας Θεσσαλονίκης βλέπε σύγχρονη πόλη : Θεσσαλονίκη

Το κείμενο παρατίθεται τον Αύγουστο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Πανεπιστημίου Μακεδονίας


ΟΛΥΝΘΟΣ (Αρχαία πόλη) ΧΑΛΚΙΔΙΚΗ
  Αρχαία πόλη της Χαλκιδικής κοντά στο μυχό του κόλπου της Κασσάνδρας, τέσσερα χιλιόμετρα από τη θάλασσα. Η λέξη "Όλυνθος" είναι προελληνική και σημαίνει "αγριοσυκιά". Στην περιοχή κατοικούσαν άνθρωποι από την ύστερη νεολιθική εποχή. Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι στην Όλυνθο είχαν εγκατασταθεί Βοττιείς (λαός που κατοικούσε ανάμεσα στους ποταμούς Αξιό και Λουδία) αλλά τους έδιωξαν από εκεί οι Μακεδόνες.
  Στη διάρκεια του Χρυσού Αιώνα (5ος π.Χ.) ξανακτίστηκε ακολουθώντας το ιπποδάμειο σύστημα, σε τετράγωνα με πλατείς δρόμους και τέλεια συστήματα ύδρευσης και αποχέτευσης, μάρτυρες του υψηλού βιοτικού επιπέδου των κατοίκων της. Η αρχαία Όλυνθος είναι μια από τις καλύτερα διατηρημένες κλασικές ελληνικές πόλεις. Θαυμάσια είναι τα ψηφιδωτά δάπεδα που ήρθαν στο φως, τα οποία είναι τα αρχαιότερα γνωστά ελληνικά ψηφιδωτά, πρόδρομοι των εντυπωσιακών ψηφιδωτών του Δίου, των Αιγών και της Πέλλας.
  Στους Μηδικούς πολέμους (αρχές Ε΄ π.Χ. αιώνα) η Όλυνθος αντιστάθηκε ηρωικά στους Πέρσες. Οι Πέρσες όμως την κατέστρεψαν τελικά και την παρέδωσαν στους Χαλκιδείς. Στον Δ΄ π.Χ. αιώνα η πόλη έφτασε σε μεγάλη ακμή και έγινε η πρώτη πόλη της Χαλκιδικής. ΄Ηταν κέντρο ισχυρής συμμαχίας των γύρω πόλεων. Στον καιρό του Αμύντα Γ΄ (396-369), βασιλιά της Μακεδονίας, οι Ολύνθιοι και οι σύμμαχοί τους κατέλαβαν την Πέλλα. Αργότερα ήρθαν σε σύγκρουση με τους Σπαρτιάτες, οι οποίοι κατέλαβαν την Όλυνθο (379 π.Χ.).
  Όταν ο Φίλιππος άρχισε να υλοποιεί τα επεκτατικά του σχέδια, συμπεριφέρθηκε φιλικά προς τους Ολυνθίους, αναζητώντας όμως αφορμή για να στραφεί έπειτα εναντίον τους. Η αφορμή του δόθηκε όταν οι αδερφοί του και αντίπαλοί του κατέφυγαν στην πόλη. Οι Ολύνθιοι κάλεσαν σε βοήθεια τους Αθηναίους και ο πόλεμος φάνηκε να γενικεύεται. Αλλά ο Φίλιππος είχε οργανώσει ισχυρό μακεδονικό κόμμα μέσα στην πόλη, κατόρθωσε να πείσει τους Ολυνθίους για τις καλές του προθέσεις και να αποτρέψει τη σύγκρουση. Το 349 π.Χ. όμως απέρριψε το προσωπείο και παρά τη βοήθεια των Αθηναίων κατέλαβε την πόλη (348 π.Χ.) και την κατέστρεψε μαζί με άλλες 32 πόλεις της Χαλκιδικής.   Από τότε η Όλυνθος έμεινε ακατοίκητη. Λέγεται μάλιστα πώς ο Μέγας Αλέξανδρος, παρόλο που εκτιμούσε πολύ τον Ολύνθιο φιλόσοφο Καλλισθένη, αρνήθηκε να ικανοποιήσει την παράκλησή του και να ξαναχτίσει την Όλυνθο.

Το κείμενο παρατίθεται τον Ιούλιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Τεχνολογικού Εκπαιδευτικού Ιδρύματος Πειραιά


Η ιστορία των Σερρών

ΣΕΡΡΕΣ (Πόλη) ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ

Σελίδες επίσημες

ΑΓΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ (Χωριό) ΓΙΑΝΝΙΤΣΑ
  Δεν είναι γνωστό πότε ακριβώς χτίστηκε το χωριό και ποια ήταν η ελληνική του ονομασία. Οι Τούρκοι το αποκαλούσαν "Ντορτ Αρμούτ", δηλαδή Τέσσερις Αχλαδιές, πιθανώς λόγω της ύπαρξης τεσσάρων πανύψηλων δέντρων που υπήρχαν στο χωριό. Η παλιά του θέση βρισκόταν στην περιοχή "βουδολίβαδο". Πάνω στο δρόμο υπήρχε ένα φημισμένο χάνι Καστοριανού Χατζή, όπου όλοι οι ταξιδιώτες ήταν καλοδεχούμενοι. Ερείπιά του σώζονταν μέχρι το 1954, οπότε και καταστράφηκαν με τη διανομή των χωραφιών. Στη σημερινή θέση της Εκκλησίας του Αγίου Δημητρίου ήταν το κονάκι του Αρβανίτη Μπέη και γύρω από αυτό χτίστηκε το χωριό από κατοίκους των γειτονικών οικισμών. Λόγω της εξουσίας του μπέη, η οποία υπερείχε μέχρι και της τουρκικής αστυνομίας, στο χωριό βρίσκανε άσυλο κυνηγημένοι χριστιανοί. Στη συνέχεια όμως, ήρθαν κλέφτες και κακοποιοί, οι οποίοι προς αντάλλαγμα της προστασίας τους εργάζονταν στα κτήματα του μπέη.
  Τόσο ένας Aγγλος (1876), όσο και ένας Γερμανός περιηγητής αναφέρουν την ύπαρξη του χωριού με το χάνι και το νεκροταφείο, το οποίο ήταν το μοναδικό στην περιοχή. Η καταστροφή του νεκροταφείου το 1989 έφερε στην επιφάνεια επιτάφια πλάκα με ημερομηνία 1800 και ελληνικά ονόματα. Μαρτυρίες των γερόντων αναφέρουν και την ύπαρξη τριών λόφων ύψους 3 μέτρων, σε απόσταση 200 μέτρων η μια από την άλλη. Εικάζεται ότι επί Βυζαντινής Αυτοκρατορίας χρησίμευαν στη μετάδοση πληροφοριών με φωτιές. Σήμερα σώζονται οι δύο, εκ των οποίων η μια καταστραμμένη.
  200 μέτρα από το χωριό βρισκόταν η Εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, περιτριγυρισμένη από πανύψηλα δέντρα. Κατά τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο Τούρκοι έφεδροι των γειτονικών πόλεων, στην πορεία τους προς την Αδριανούπολη, φιλοξενήθηκαν στο χωριό. Στις λεηλασίες που διέπρατταν στην πορεία τους, οφείλεται και η καταστροφή της Εκκλησίας το 1877. Την εποχή εκείνη στο χωριό κατοικούσαν λίγες οικογένειες, καθώς η χολέρα είχε αποδεκατίσει τον πληθυσμό. Γενάρχης του χωριού θεωρείται ο Παπαντωνίου από τη Νότια Αλμωπίας, ο οποίος για να αποφύγει τον εξισλαμισμό κατέφυγε στο Βαλτολίβαδο μαζί με άλλους χριστιανούς από την Αριδαία και στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στον Αγιο Γεώργιο.

Το κείμενο παρατίθεται τον Μάιο 2005 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Μεγάλου Αλεξάνδρου


ΑΜΜΟΥΛΙΑΝΗ (Νησί) ΧΑΛΚΙΔΙΚΗ
Έως το 1925 το νησί ήταν μετόχι της Μονής Βατοπεδίου του Αγίου Όρους, όπου και έμεναν 2-3 καλόγεροι που διαχειρίζονταν την κτηματική περιουσία και είχαν ως βοηθούς περίπου 20 εργάτες από την γύρω περιοχή. Αυτοί ασχολούνταν με την καλλιέργεια χωραφιών, την βοσκή ζώων και το μάζεμα των ελιών. Αρχές του 1925 το νησί παραχωρείται σε πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία και συγκεκριμένα από νησιά της Προποντίδος (Γαλλιμή - Πασαλιμάνι -Σκουπιά). Προερχόμενοι από τις περιοχές αυτές που γειτόνευαν με την Κωνσταντινούπολη έφεραν μαζί τους τον πολιτισμό, τα ήθη και τα έθιμα τους. Έχοντας την γνώση της θάλασσας ασχολήθηκαν κυρίως με την αλιεία και κατάφεραν σε λίγα χρόνια να ξεχωρίσουν στον τομέα αυτό.

Το κείμενο παρατίθεται τον Μάρτιο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Σταγίρων - Ακάνθου


ΑΜΦΙΠΟΛΙΣ (Αρχαία πόλη) ΣΕΡΡΕΣ
Προϊστορικοί χρόνοι
  Η περιοχή των εκβολών του Στρυμόνα, με το φυσικό της πλούτο, προσέφερε από τα προϊστορικά χρόνια ευνοϊκές συνθήκες ζωής και εγκατάστασης. Ευρήματα από τον οικισμό του λόφου 133, από το νεκροταφείο του οικισμού στο γειτονικό λόφο του Καστά και άλλες κοντινές θέσεις, μαρτυρούν την έντονη παρουσία του ανθρώπου από τη Μέση Νεολιθική Εποχή μέχρι την Πρώιμη Εποχή Σιδήρου (5000-750 π.Χ.).

Πρώιμοι ιστορικοί χρόνοι
  Από τα μέσα του 7ου αιώνα π.Χ., με την ίδρυση Ελληνικών πόλεων στις εκβολές του Στρυμόνα, αρχίζει η προοδευτική διείσδυση του Ελληνικού πληθυσμού στη Θράκη, όπως δείχνουν τα αττικά και κορινθιακά αγγεία που βρέθηκαν σε τάφους αρχαϊκής εποχής. Οι πρώτες προσπάθειες αποικισμού στην περιοχή της Αμφίπολης (Εννέα Οδοί) χρονολογούνται στο α´ μισό του 5ου αιώνα π.Χ.

Κλασικοί και Ελληνιστικοί χρόνοι
  Η ίδρυση της Αμφίπολης το 437 π.Χ., στα χρόνια του Περικλή, υπήρξε μεγάλη επιτυχία, για τους Αθηναίους, οι οποίοι προσπαθούσαν για χρόνια να αποκτήσουν έρεισμα στο εσωτερικό της πλούσιας ενδοχώρας. Ωστόσο, λίγα χρόνια αργότερα (422 π.Χ.) η πόλη αποκτά την αυτονομία της και τη διατηρεί μέχρι την ένταξή της στο Βασίλειο της Μακεδονίας από το Φίλιππο Β (357 π.Χ.). Η Αμφίπολη, στα πλαίσια του Μακεδονικού Βασιλείου, εξακολουθεί να είναι σημαντικό κέντρο εμπορικής και πολιτιστικής δραστηριότητας. Ξεχωριστή σημασία για την πόλη, την εποχή αυτή είχαν τα ιερά της. Η οικονομία της βασιζόταν στο γεωργικό πληθυσμό, που καλλιεργούσε τον "εύκαρπο αυλώνα του Στρυμόνα". Μεγάλος όμως ήταν και ο αριθμός των εμπόρων, των βιοτεχνών, των τεχνιτών και των δούλων. Η έντονη εμπορική ζωή της πόλης αντικατοπτρίζεται στις πλούσιες σειρές των νομισμάτων της και την εγκατάσταση σε αυτήν βασιλικού νομισματοκοπείου στην εποχή των Μακεδόνων. Η ευμάρεια της πόλης υποστηρίζεται από την παραγωγή των τοπικών αγγείων, έργων κοροπλαστικής, γλυπτικής και μικροτεχνίας αντικειμένων που απηχούν την καθημερινή ζωή της πόλης. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον την περίοδο αυτή παρουσιάζει ο "εφηβαρχικός νόμος", χαραγμένος σε εντυπωσιακή μαρμάρινη στήλη, ο οποίος δίνει πολλές πληροφορίες για τους κανόνες της εκπαίδευσης των νέων.

Ρωμαϊκοί χρόνοι
  Μετά την κατάκτηση της Μακεδονίας από τους Ρωμαίους (168 π.Χ.), η Αμφίπολη ορίζεται πρωτεύουσα της Πρώτης Μερίδας της Μακεδονίας. Η ρωμαϊκή εποχή είναι για την Αμφίπολη άλλη μια περίοδος ακμής, μέσα στα πλαίσια της κοσμοκρατορίας των Ρωμαίων. Ως σταθμός της Εγνατίας οδού και με την υποστήριξη των ρωμαίων αυτοκρατόρων, όπως ο Αύγουστος και Αδριανός, η πόλη ακμάζει οικονομικά και αυτό φαίνεται από τα μνημειακά κτίρια με ψηφιδωτά δάπεδα και τα έργα γλυπτικής, αγγειοπλαστικής και μικροτεχνίας, που έχουν έλθει στο φως με τις ανασκαφές.

Παλαιοχριστιανικοί χρόνοι
  Με το τέλος του αρχαίου κόσμου (4ος αιώνας μ.Χ.) η έκταση της πόλης μειώνεται. Η μεταφορά, όμως, στην Κωνσταντινούπολη και η καθιέρωση του Χριστιανισμού ως επίσημης θρησκείας, ευνοούν τη δυναμική συνέχεια της ζωής στην Αμφίπολη και στους Πρώιμους Χριστιανικούς αιώνες, όπως δείχνουν οι Παλαιοχριστιανικές Βασιλικές, με τα περίτεχνα ψηφιδωτά και τον εντυπωσιακό αρχιτεκτονικό διάκοσμο. Ο λοιμός του 6ου αιώνα μ.Χ. και οι μετακινήσεις Σλαβικών πληθυσμών στη συνέχεια, οδηγούν σε νέα συρρίκνωση της Αμφίπολης που διαλύεται ως αστικό κέντρο.

Βυζαντινοί χρόνοι
  Το οικιστικό ενδιαφέρον μετά τον 9ο αιώνα μ.Χ. μετατοπίσθηκε στις εκβολές του Στρυμόνα, όπου αναπτύχθηκε μια σημαντική πόλη-λιμάνι γνωστή με το όνομα Χρυσούπολις. Στα ερείπια της Αμφίπολης, στις βορειοδυτικές παρυφές των λόφων, αναπτύχθηκε μικρός οικισμός, το Μαρμάριον, ο οποίος εξυπηρετούσε τις ανάγκες στάθμευσης των ταξιδιωτών, που διάβαιναν τον ποταμό Στρυμόνα από το πέρασμα που ήταν γνωστό ως "Πόρος του Μαρμαρίου".

Μεταβυζαντινοί χρόνοι
  Τελευταία αναφορά για το Μαρμάριο γίνεται το 1547 μ.Χ. από τον περιηγητή P. Belon. Από τον 18ο αιώνα στη θέση του Μαρμαρίου αναφέρεται ένα νέο χωριό, το Νεοχώριον. Στους πρώιμους Οθωμανικούς χρόνους το βασικό οικιστικό και εμπορικό κέντρο στην περιοχή παρέμεινε η Χρυσούπολις, την οποία αργότερα διαδέχθηκε το μικρότερο σε έκταση οθωμανικό κάστρο του Ορφανίου, 6 χλμ. ανατολικότερα και σε απόσταση 3 χλμ. από την παραλία. Η εμπορική και βιοτεχνική κίνηση, ωστόσο, στο δέλτα του Στρυμόνα και στο στόμιο του ποταμού συνεχίσθηκε σε όλη την Τουρκοκρατία.
Το κείμενο (απόσπασμα) παρατίθεται τον Αύγουστο 2003 από τουριστικό φυλλάδιο της Νομαρχίας Σερρών.

Ιστορία της Αξιούπολης

ΑΞΙΟΥΠΟΛΗ (Πόλη) ΚΙΛΚΙΣ
Η παλιά ονομασία της πόλης είναι Μποϊμίτσα. Μετά την απελευθέρωσή της από τους Τούρκους, στις 22-10-1912, έγινε «ΒΟΕΜΙΤΣΑ» και από την 1-1-1927 πήρε τη σημερινή της ονομασία «AΞΙΟΥΠΟΛΗ». Η ονομασία της Μποϊμίτσας προέρχεται από την Σλαϋική λέξη ΜΠΟΪ, που σημαίνει μεγάλος - δυνατός - ανδρειωμένος και την οφείλει στην ηρωική στάση των κατοίκων ανά τους αιώνες αλλά και στην συνεχή επαγρύπνηση και στον αγώνα για ελευθερία, καθόσον σαν τοποθεσία βρίσκεται σ'ένα από τα μεγαλύτερα σταυροδρόμια του κόσμου. Δηλαδή ακριβώς στη δίοδο της κοιλάδας του Αξιού ποταμού από βορρά προς νότο, προς τη θάλασσα και το Αιγαίο, ενώ ταυτόχρονα είναι και πέρασμα από ανατολή προς δύση και αντίστροφα.
  Για την ίδρυση της Μποϊμίτσας, η παράδοση αναφέρει ότι γύρω στα 1720 έγινε η συνένωση τριών χριστιανικών οικισμών που υπήρχαν από πολύ παλιά στα γύρω υψώματα. Εκτός όμως από τους κατοίκους των τριών αυτών οικισμών, το μωσαϊκό συμπλήρωσαν και άλλες ομάδες που κατέβηκαν από βορρά, όπως αυτή από το Ντράτσκο το 1760 περίπου, αλλά και από άλλες κατευθύνσεις όπως οι Ναουσαίοι το 1820 με την καταστροφή της Νάουσας, αλλά και άλλοι που έψαχναν για μέρη πιο φιλόξενα - πιο εύφορα και πιο θερμά - δίπλα στον Αξιό ποταμό. Ο Αξιός ποταμός έπαιζε πάντα σοβαρότατο ρόλο στη ζωή των κατοίκων και εθεωρείτο άλλοτε θείο δώρο και άλλοτε μάστιγα λόγω υγρασίας του βάλτου και της ελονοσίας. Κατά την διάρκεια της Τουρκοκρατίας, οι κάτοικοι, ξεσηκώθηκαν πολλές φορές μαζί με τα γύρω χωριά. Επίσης, οι κάτοικοι ξεσηκώθηκαν το 1878 όταν ξεκίνησε η επανάσταση στην Μακεδονία με τον Κοσμά Δουμπιώτη.
  Η εκκλησία του Αγίου Δημητρίου άρχισε να κτίζεται το 1843 - μετά την παραχώρηση του δικαιώματος στους χριστιανούς από τους Τούρκους, να κτίζουν εκκλησίες, σχολεία και να δημιουργούν δικές τους κοινότητες - και ολοκληρώθηκε το 1859. Τότε κτίσθηκαν και όλες οι εκκλησίες της περιοχής, οι οποίες έχουν τον ίδιο ρυθμό και την ίδια αρχιτεκτονική. Το 1860 άρχισε η αγιογράφηση του Αγίου Δημητρίου από τον σπουδαίο αγιογράφο της εποχής, τον Μαργαρίτη από την Κουλακιά - Χαλάστρας και τελείωσε το 1862. Το πρώτο ελληνικό σχολείο στην Μποϊμίτσα κτίσθηκε και λειτούργησε το 1894.
  Καθόλη την διάρκεια του Μακεδονικού αγώνα, οι κάτοικοί της έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην όλη εξέλιξή του στην περιοχή και βασικός λόγος ήταν ότι δίπλα περνούσε η σιδηροδρομική γραμμή Θες/νίκης - Ευρώπης και ο σταθμός ήταν το κέντρο διακίνησης εμπορευμάτων, όπλων, επιβατών και ιδεών. Όποιος έλεγχε το σταθμό, έλεγχε όλη την περιοχή. Από εκεί μάθαιναν τα νέα, όπου ήταν το ταχυδρομείο και λίγο μετά το 1913 εκεί ήταν και το πρώτο τελωνείο στα σύνορα Ελλάδας - Σερβίας.
  Στις 22 Οκτωβρίου του 1912, ο Ελληνικός στρατός, μετά την μάχη των Γιαννιτσών, μπήκε στην Μποϊμίτσα και την απελευθέρωσε από τους Τούρκους. Μετά το 1913, με την εγκατάσταση των Γευγελιωτών προσφύγων στην περιοχή, έχουμε αλματώδη ανάπτυξη του εμπορίου και του παζαριού που υπάρχει από το 1885 περίπου, μια και οι περισσότεροι από αυτούς ήταν έμποροι.
  Στην γύρω περιοχή, πλην της Γουμένισσας δεν υπήρχε κανένα μαγαζί και η Αξιούπολη έγινε το εμπορικό κέντρο της περιοχής με πολλά και ποικίλα μαγαζιά. Αυτό είχε σαν συνέπεια την επόμενη δεκαετία η πόλη να γίνει πόλος έλξης πολλών προσφύγων ποντίων, μικρασιατών και θρακιωτών οι οποίοι έδωσαν νέα ώθηση στην ήδη υπάρχουσα εμπορική κίνηση και η αγορά και το παζάρι επιβάλλονται ολοκληρωτικά στη γύρω περιοχή.
  Και στους δύο παγκόσμιους πολέμους η περιοχή, διαδραμάτισε και πάλι σημαντικό ρόλο στην όλη εξέλιξη των γεγονότων λόγω της γεωπολιτικής θέσης της. Κατά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, το 1916 - 1918, ο Γαλλικός στρατός που εγκαταστάθηκε στην περιοχή για να μπορεί να διακινεί με ταχύτητα εφόδια για τον στρατό, αναγκάσθηκε να φτιάξει μεγάλα και σπουδαία έργα για την πόλη και την περιοχή που άλλαζαν σχεδόν την όψη της πόλης. Με διαταγή του στρατηγού Γκιγιωμά, κατασκευάσθηκε το τραινάκι «Ντικωβίλ», όπως το έλεγαν. Περνούσε μέσα από την πόλη και μετέφερε εφόδια του γαλλικού στρατού από το σιδηροδρομικό σταθμό Αξιούπολης στο μέτωπο κάπου κοντά στο Σκρα. Τότε κατασκευάσθηκε η μεγάλη ξύλινη γέφυρα του Αξιού με ράγες από τα τραμ του Παρισιού που τότε ξήλωναν για να κατασκευασθεί το μετρό. Τότε δημιουργήθηκε και η σημερινή αγορά της πόλης με την εκτροπή της κοίτης του χειμάρρου που περνούσε μέσα από αυτήν.
  Το 1913 είχαμε τους πρώτους πρόσφυγες από την γειτονική Γευγελή που συνέχιζαν να έρχονται μέχρι και το 1918. Το 1914 ήρθαν οι πρώτοι πρόσφυγες από την Θράκη. Έμειναν για μερικά χρόνια και ξαναγύρισαν στην πατρίδα τους το 1919 για να επιστρέψουν το 1924. Αυτοί ήταν από τις περιοχές Μηδείας, Σωργάς και Τσατάλτσας. ΟΙ πρώτοι πόντιοι και καυκάσιοι πρόσφυγες ήρθαν το 1919 και στη συνέχεια το 1922 - 1924 ήρθε το μεγάλο κύμα από τις περιοχές Τραπεζούντας, Κερασούντας, Τρίπολης, Σαμψούντας, Ορτού, Αμυσώς και Τσάκρας.
  Οι Μικρασιάτες ήρθαν από τα χωριά Μπουτεβελί και Παπαζλί της Μαγνησίας. Επίσης από τις ελληνικές μεραρχίες αρχιπελάγους και Κρητών, κατά τον Α' Παγκόσμιο πόλεμο, έμειναν επτά στρατιώτες Κρητικοί και Μικρασιάτες. Το 1923 εγκαταστάθηκαν στην Αξιούπολη έξι οικογένειες Βλάχων Μεγαλολιβαδιωτών. Δεν υπάρχει περιοχή της Ελλάδας στην οποία να μην εκπροσωπείται η Αξιούπολη από ένα ή περισσότερα άτομα. Αυτό είχε σαν συνέπεια, η γλώσσα που μιλιέται τουλάχιστον μετά το 1950, να μην έχει κανένα ιδιωματισμό. Οι Γερμανοί μπήκαν στην Αξιούπολη την 8/4/1944. Ένας λόχος έμεινε εδώ καθόλη τη διάρκεια της κατοχής και ήταν επιφορτισμένος με την φύλαξη των δύο γεφυρών του Αξιού, την σιδηροδρομική γραμμή που αποτελούσε μέρος του μοναδικού άξονα συγκοινωνίας προς το νότο, της οδικής ξύλινης, των στενών από Αξιούπολη μέχρι Ειδομένη καθώς και του Μεταλλείου. Ο λόχος αυτός ήταν ο τελευταίος που έφυγε από την Ελλάδα την 31/10/1944. Ο ΕΛΑΣ έκανε πολλά σαμποτάζ στη γραμμή και την γέφυρα, μια και προσφερόταν το έδαφος, ενώ οι κάτοικοι βοήθησαν με κίνδυνο της ζωής τους, πολλούς εγγλέζους στρατιώτες και αξιωματικούς σαμποτέρ. Η Αξιούπολη όπως προαναφέραμε, απελευθερώθηκε στις 22/11/1912 και αμέσως μετά δημιουργήθηκε η πρώτη προσκοπική ομάδα, η οποία τον Ιούνιο του 1913 έλαβε μέρος στη μάχη του Κιλκίς σαν τραυματιοφορείς.

Το κείμενο παρατίθεται τον Ιούλιο 2006 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Αξιούπολης

ΑΡΝΑΙΑ (Πόλη) ΧΑΛΚΙΔΙΚΗ
  Μοναδική πηγή για την Αρναία της αρχαιότητος είναι ο Θουκυδίδης, όπου διαβάζουμε ότι ο στρατηγός Βρασίδας, κατευθυνόμενος με το στρατό του από την Ακανθο προς την Αμφίπολη, αναχώρησε από την πόλη «Αρναί». «Αρνη» κατά τη μυθολογία, ονομαζόταν η κόρη του Αιόλου και μητέρα του Βοιωτού. Σύμφωνα με όσα αναφέρει ο Παυσανίας (ΙΧ, 40, 5), από αυτήν πήραν το όνομά τους δύο πόλεις: στη Θεσσαλία και στη Βοιωτία. Το Φθινόπωρο του 424 π.Χ. ο στρατηγός της Σπάρτης Βρασίδας ήταν δραστηριοποιημένος στην σημερινή Χαλκιδική, προσπαθώντας να προσεταιρισθεί τις πόλεις της Χερσονήσου. Λίγο «προ του Τρυγητού» πολιορκεί την Ακανθο. Με την χρήση λόγων γοητευτικών, βοηθούσης και της βεβαίας απειλής ότι θα καταστραφούν τα σταφύλια, έπεισε τους Aκανθίους να εγκαταλείψουν την συμμαχία των Αθηναίων και να προσχωρήσουν στο στρατόπεδο των Σπαρτιατών. Λίγες ήμερες αργότερα προσχώρησε και η Στάγειρος, η οποία βρισκόταν δίπλα στην σημερινή Ολυμπιάδα. H σχετική διήγηση του Θουκυδίδη συνεχίζεται με λεπτομερείς περιγραφές άλλων πολεμικών γεγονότων τα όποια διαδραματίσθηκαν στην περιοχή της Βοιωτίας. Δεν γνωρίζουμε τις ενδιάμεσες κινήσεις του Βρασίδα, στον oποίο επανέρχεται ο ιστορικός γράφοντας:

"Επί ταύτην (Αμφίπολην) ουν ο Βρασίδας άρας εξ Αρνών της Χαλκιδικής επορεύετο τω στρατώ και αφικνόμενος περί δείλην επί τον Αυλώνα και Βρομίσκον ..." (Θουκ. 4.103)
  Πρόκειται για την μοναδική ιστορική αναφορά που έχουμε για την πόλη των Αρνών. Ούτε καν την ονομαστική του ονόματος της γνωρίζουμε, ούτε το πού ακριβώς βρισκόταν. Το μόνο που μας μένει λοιπόν είναι να προσεγγίσουμε την πόλη μας με μία σειρά συλλογισμών: Ως προς τη θέση της, λαμβάνοντας υπόψη την πορεία του στρατηγού Βρασίδα και τα ερείπια αρχαίων τειχών, κεραμοσκεπών τάφων και το πλήθος οστράκων που βρέθηκαν στα βόρεια του λόφου Προφήτης Ηλίας, μπορούμε να υποθέσουμε ότι η αρχαία πόλη «Αρναί» βρισκόταν κοντά στο λόφο αυτό. Κατά μία άλλη όμως έκδοχή, γύρω από το λόφο αυτό βρισκόταν η αρχαία πόλη Αυγαία. Επρεπε να ήταν χτισμένη στο σημείο όπου βρίσκεται η σημερινή Αρναία και ο λόφος του «Αϊ-Λια» να ήταν η ακρόπολή της. Ως προς την χρονολογία κτίσεως των Αρνών δέν υπάρχει κάποια απόλυτα συγκεκριμένη πληροφόρηση. Το γεγονός όμως ότι ο Ηρόδοτος δεν αναφέρει την πόλη Αρναία στη διήγηση της πορείας του Ξέρξη, ο οποίος ακολούθησε τον ίδιο δρόμο, αντίθετα προς τον Βρασίδα, πηγαίνοντας προν την Ακανθο, μας οδηγεί στο να δεχθούμε, χωρίς απόλυτη βεβαιότητα, ότι την εποχή εκείνη η πόλη δεν υπήρχε. Είναι πιθανό πάντως η πόλη Αρναί να ήταν αποικία των Ανδρίων, εφόσον στην Ανδρο υπήρχε πόλη που ονομαζόταν Αρνη.
   Τελείως άγνωστα είναι ο χρόνος και τα αίτια της καταστροφής των Αρνών. Ισως να ήταν μία από τις 32 πόλεις της Ολυνθιακής Ομοσπονδίας πού κατέλαβε καί κατέστρεψε ο βασιλιάς της Μακεδονίας Φίλιππος Β'. Η άποψη αυτή ενθαρρύνεται και από το ότι βρέθηκαν ασημένια νομίσματα των Αρνών της Ολυνθιακής Ομοσπονδίας με την επιγραφή ΑΡΝ, ερμηνευμένη ως «Αρνών». Μετά την καταστροφή των Αρνών, η ίδια τοποθεσία δεν φαίνεται να ξανακατοικήθηκε.
   Στη γύρω περιοχή, σύμφωνα με ανεξακρίβωτες πληροφορίες, υπήρξαν αργότερα οικισμοί των οποίων ονόματα διατηρήθηκαν σε αρκετές περιοχές γύρω απο την Αρναία ως τοπωνύμια πλέον: Μέρτικα, Προφήτης Ηλίας, Μπάρα, Βενετιά, Αγιος Χριστόφορος, Αγιος Μόδεστος, Αγιος Μηνάς, Καστέλλι, Γκόμπελος - Αγιος Κοσμάς, Λουζνό, Καστανιά - Παλιοχέρωνα. Οι ανασκαφές που έγιναν το 1977 στη θέση Καστανιά Χαλκιδικής έδωσαν την ευκαιρία να διαπιστωθεί παλαιοχριστιανική ζωή στην περιοχή αυτή.
   Το 1246, όπως αναφέρεται, η περιοχή αυτή περιλαμβάνεται στο καπετανίκιο τής Ακρας ή Ιερισσού. Στο τέλος του l5ου αιώvα, δημιουργείται σ' αυτό τον τόπο ένας μεγάλος οικισμός, η Λιαρίγκοβη ή Λιαρίγκοβα.
Προέλευση - Εξήγηση της ονομασίας Λιαρίγκοβη-α: (1). «Ελληνοσλαβικής καταγωγής» αποτελείται από τις λέξεις: "λιέρα-γκοβνή=κοπριά-σωρός" επειδή η πεδιάδα ήταν παλιά τόπος βοσκής ζώων που εκτρέφονταν από την μονή Κωνσταμονίτου (2) ότι η λέξη προέρχεται από την τουρκική "Γιαρίγκοβη" που σημαίνει σχισμένη πεδιάδα από χείμαρρο.
Για την προέλευση του ονόματος αυτού υπάρχουν διάφορες εκδοχές. Η πιο λογική εκδοχή αποδίδει την ίδρυση σε εργάτες που προέρχονταν από τους γύρω οικισμούς και από τις άλλες περιοχές της Ελλάδας και της Βουλγαρίας και oι οποίοι εγκαταστάθηκαν στο μετόχι της μονής Κωνσταμονίτου. Η πρώτη αναφορά περιέχεται στο πλαστό χρυσόβουλλο του Ιωάννου Ε' Παλαιολόγου. Πρόκειται για έγγραφο προβληματικό και ως προς την χρονολόγηση του, η σύνθεση του οποίου θα πρέπει να στηρίχθηκε σε κάποιο αυθεντικό χρυσόβουλλο του Ιωάννου Ε', εκδοθέν την 15η Ιουνίου 1363. Στο ανωτέρω «χρυσόβουλλο», περιέχονται τα μετόχια της Μονής και μεταξύ αυτών αναφέρεται και το -εις την Ραλήγγοβην- μετόχιον εις όνομα τιμώμενον του Αγίου Στεφάνου. Ο έκδοτης του κειμένου παρατηρεί ότι το όνομα «Ραλήγγοβη» είναι αλλοίωση της «Λιαρίγκοβης» με αναστροφή των γραμμάτων. Στον βακουφναμέ της Μονής του 1569, όπου περιλαμβάνονται όλα τα περιουσιακά στοιχεία της, δεν συμπεριλαμβάνεται μετόχι στην Λιαρίγκοβη. Θα πρέπει λοιπόν να θεωρήσουμε ως πιθανόν ότι η πλαστογράφηση έγινε μετά το έτος αυτό. Η πρώτη σαφώς χρονολογούμενη αναφορά του μετοχίου την οποία μπορέσαμε να εντοπίσουμε, γίνεται σε ένα φερμάνιο του 1750, το όποιο περιέχει απόσπασμα παλαιοτέρου εγγράφου μη χρονολογημένου. Το απόσπασμα είναι κατάλογος των μετοχιών της Κασταμονίτου, όπου μεταξύ των άλλων αναφέρονται και τα εξής:
«Εν τω δήμω των Σιδηροκαυσίων:
- μίαν οικίαν εντός των συνόρων του χωρίου Ισβώρου,
- εν λειβάδιον παρά την θέσιν Λαρίγκοβη,
- μίαν οίκίαν εν τοις συνόροις του χωρίου Ερισσού»
  Είναι χαρακτηριστικό ότι το «λειβάδιον» προσδιορίζεται ως ευρισκόμενο «παρά την θέσιν Λαρίγκοβη» και όχι «παρά το χωρίον Λαρίγκοβη». Παρατηρούντες την ακριβολογία του εγγράφου, το όποιο όταν γράφει «θέση» φαίνεται να μην αναφέρεται σε κατοικημένη περιοχή, έχουμε την γνώμη ότι το έγγραφο συντάχθηκε πριν από την ίδρυση της Λιαρίγκοβης και (πιθανώς) μετά το 1569, έτος εκδόσεως του Βακουφναμέ. Η παλαιότερη γνωστή σαφής μαρτυρία για την ύπαρξη του χωρίου Λιαρίγκοβη είναι μόλις του 1762. Το έτος αυτό εκδόθηκε το φερμάνιο στο οποίο περιέχεται ο πρώτος γνωστός κατάλογος «των χωρίων του μεταλλείου Μαντεμοχωρίων», μεταξύ των οποίων αναφέρεται και ή Λιαρίγκοβη». Μπορούμε λοιπόν να πούμε ότι το χωριό φαίνεται να ιδρύθηκε κάπου μετά το 1569 και πολύ προ του 1762. Ως λόγο ιδρύσεως θα πρέπει να θεωρήσουμε την συσπείρωση κατοίκων γύρω από τον μετοχικό πυρήνα της μονής Κασταμονίτου, γεγονός συνηθισμένο στην Χαλκιδική. Παρόμοια παραδείγματα και μάλιστα αρκετά παλαιότερα έχουμε με την Ιδρυση των χωριών Αγιος Νικόλαος, Νικητή, Πολύγυρος κ.λ.π. Στις περιπτώσεις αυτές προσκλήθηκαν (ή προσέφυγαν) ακτήμονες καλλιεργητές οι όποιοι συνοικίσθηκαν στις μετοχιακές εγκαταστάσεις ή γύρω από αυτές και καλλιεργούσαν το μοναστηριακό κτήμα ως κολίγοι. Με την πάροδο των ετών αποκτούσαν συναισθηματικούς και νομικούς δεσμούς με τον χώρο και μόλις η Μονή έπεφτε σε περίοδο διοικητικής κρίσεως και εγκατέλειπε για ένα διάστημα την εποπτεία του μετοχιού, οι κολίγοι εμφανίζονταν ως κύριοι μέρους ή του συνόλου του.
   Η Ιστορία της μονής Κασταμονίτου έχει πολλές περιόδους παρακμής και καταπτώσεως. Χαρακτηριστικότερες είναι οι περίοδοι των μέσων του 17ου αι. όταν είχε μόνον έξη μοναχούς και του 1717, όταν πυρπολήθηκε ένα μεγάλο τμήμα της. Επομένως ευκαιρίες αποδεσμεύσεως του οικισμού από την Μονή υπήρξαν.
   Το 1793 πέρασε από την Λιαρίγκοβη ο γάλλος πρόξενος στην Θεσσαλονίκη Cuisinery ο oποίος μας περιγράφει έναν δυναμικό οικισμό. Παρόμοια γράφει και ο άγγλος συνταγματάρχης Leake, ο όποιος στάθηκε στα Σιδηροκαύσια (σήμερα Στάγειρα) το 1806. Eνδειξη της τότε ευμάρειας των Λιαριγκοβινών είναι και ή εκκλησία του Aγίου Στεφάνου, πάτρωνoς της μονής Κασταμονίτου, κτίσμα του 1814.
   Δεν έχουμε σαφείς πληροφορίες για τα εισοδήματα των κατοίκων γύρω στις αρχές του 19ου αί. Γνωρίζουμε ότι συμμετείχαν στο «Κοινόν του Μαδεμίου», αλλά σε μία εποχή κατά την oποία ή εκμετάλλευση των μεταλλείων της περιοχής ήταν ασύμφορη. H μνημονευόμενη από τον Cuisinery κατασκευή και εμπορία ταπήτων δεν αρκεί για την ευμάρια του τόπου. Δεν μπορούμε λοιπόν παρά να πούμε ότι οι Λιαριγκοβινοί είχαν πάντα τον δικό τους μυστηριώδη τρόπο για να τα φέρουν βόλτα, χρησιμοποιώντας κυρίως το μυαλό τους.
   Κατά την προεπαναστατική περίοδο, η Λιαρίγκοβη είναι μία από τις 12 κοινότητες που αποτελούν τα Μαντεμοχώρια, των οποίων oι κάτοικοι εργάζονταν ως μεταλλωρύχοι στα μεταλλεία Ολυμπιάδος - Στρατωνίου και στη συνέχεια τα εκμεταλλεύονταν oι ίδιοι κοινοτικά. Ο περιηγητής Pierre Belon μας δίνει αρκετές πληροφορίες ότι την εποχή εκείνη (1550), oι Μαντεμοχωρίτες είχαν όρους και υποχρεώσεις προς τους Τούρκους. Η Πύλη το 1775 δέχτηκε να εμπιστευτεί την εκμετάλλευση των μεταλλείων στα Μαντεμοχώρια - που επανειλημμένα είχαν ζητήσει - με την υποχρέωση να της παραχωρούν ένα μέρος από την παραγωγή των μεταλλείων. Μετά την απόφαση αυτή, oι Μαντεμοχωρίτες σκέφθηκαν να οργανωθούν σε συνεταιρισμό, για καλύτερη αντιμετώπιση των υποχρεώσεων τους. Η Αρναία, την προεπαναστατική εκείνη εποχή, ήταν η μεγαλύτερη κωμόπολη των Μαντεμοχωρίων. Παρ' όλη την αποτυχία της επιχείρησης, δεν έγινε καμμία έκκληση στην Κωνσταντινούπολη για μείωση των υποχρεώσεων του συνεταιρισμού. Ο λόγος ήταν ότι η σύμβαση αυτή ήταν μέν σαν επιχείρηση ατυχής, αλλά τους εξασφάλιζε την αυτοδιοίκηση.
   Ο Γάλλος Πρόξενος Μ.Ε.Μ. Cousinery μας δίνει αρκετές πληροφορίες για τις συνθήκες ζωής των κατοίκων στην περιοχή κατά το τέλος του l8ου και αρχές του 19ου αιώνα. Ιδιαίτερα για την Αρναία, αναφέρει ότι ήταν η πρωτεύουσα της Ομοσπονδίας, ένα μεγάλο χωριό με 400 σπίτια. Ως το 1805 τα χωριά της Ομοσπονδίας εξαρτώνταν άμεσα από την Κωνσταντινούπολη. Από το 1805 ως το 1819 εξαρτώνταν από τον μπέη των Σερρών και από το 1819 ως το 1821 - όταν ξέσπασε και στη Χαλκιδική η Επανάσταση - και πάλι από την Κωνσταντινούπολη. Η Αρναία ήταν τότε ένα από τα 42 χωριά πού κάηκαν από τον Μπαϊράμ πασά. Oι κάτοικοί της καθώς και oι υπόλοιποι Μαντεμοχωρίτες, όταν έμαθαν ότι o τουρκικός στρατός ερχόταν από τη Θεσσαλονίκη με σκοπό να καταστρέψει τα πάντα, έφυγαν προς το Αγιον Ορος, την Αμουλιανή και προς την πλευρά του Παγγαίου όπου οι κάτοικοι δεν είχαν επαναστατήσει. Μετά την καταστολή της Επανάστασης, όσοι κάτοικοι των Μαντεμοχωρίων επέστρεψαν, δεν κατόρθωσαν να επαναφέρουν και πάλι το προηγούμενο καθεστώς του μεταλλευτικού συνεταιρισμού. Τα χωριά υπάγονταν πια στη δικαιοδοσία του πασά και του καδή της Θεσσαλονίκης, απ' όπου καί διοριζόταν ο μαντέμ αγάς, που είχε δικαίωμα ζωής και θανάτου πάνω στους κατοίκους. Oι κάτοικοι της Λιαρίγκοβης που επέστρεψαν στο τόπο τους μετά την καταστροφή άρχισαν να χτίζουν και πάλι το καμμένο χωριό τους. Το 1854, όταν έγινε η επάνασταση του Τσάμη στη Χαλκιδική, η Αρναία και τα υπόλοιπα Μαντεμοχώρια δεν υπέστησαν καμμιά νέα καταστροφή από τους Τούρκους.
   Κατά τα τρία χρόνια του Μακεδονικού Αγώνα, η Αρναία και η περιοχή της δεν γνώρισε σλαβική προπαγάνδα. Αυτό όμως δεν άφησε αμέτοχους τους κατοίκους που σχημάτισαν επιτροπή άμυνας με καθοδήγηση του Προξενείου Θεσσαλονίκης. Στις 2 Νοεμβρίου 1912 ελευθερώθηκε από τους Τούρκους. Μέχρι το 1928 το επίσημο ονομα του χωριού ήταν Λιαρίγκοβα. Η επιτροπή μετενομασίας των χωριών, έχοντας υπόψη τις δύο εκδοχές, ότι δηλ. πιθανόν να ήταν χτισμένες κοντά σ' αυτή οι αρχαίες πόλεις Αρναί και Αυγαία, μετενόμασε την κωμόπολη σε Αρναία, ενώνοντας την συλλαβή Αρν των Αρνών με την κατάληξη αία της Αυγαίας.
   Πριν την Επανάσταση του 1821, αλλά και μετά, οι κύριες ασχολίες των κατοίκων, εκτός από τα μεταλλεία, ήταν η γεωργία, η κτηνοτροφία, η μελισσοκομία, η ύφανση χαλιών με ντόπιο μαλλί και το εμπόριο ξυλείας και ζώων. Γύρω στο 1932 η Αρναία είναι το πιο μεγάλο χωριό της Βόρειας Χαλκιδικής, με 3000 κατοίκους. Την εποχή αυτή οι κάτοικοι είναι κυρίως μελλισοτρόφοι, ξυλουργοί, κατασκευαστές παπουτσιών και έμποροι. Σήμερα oι εγγεγραμμένοι (απογραφή 1991) στο δήμο κάτοικοι είναι 2235 και οι διαμένοντες 3000.

Κείμενο: Δημητρίου Κύρου, Ιωακείμ Παπάγγελου
Το κείμενο παρατίθεται τον Οκτώβριο 2002 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Αρναίας


ΒΙΣΑΛΤΙΑ (Αρχαία περιοχή) ΣΕΡΡΕΣ
Βισάλτες (Η καταγωγή και η ονομασία τους)
  Οι Βισάλτες ήταν Θράκες στην καταγωγή και μιλούσαν διάφορες γλώσσες. Σχετικά με την προέλευση του ονόματος των Βισαλτών ελάχιστες πληροφορίες από τους αρχαίους υπάρχουν. Το όνομα Βισάλτης ή Βισάλτιος έλαβε το όνομά του από τον Βισάλτην τον γιο του Ηλιου και της Γης.
Θέση και έκταση
  Η αρχαία Βισαλτία ανήκε στο χώρο της αρχαίας Μακεδονίας. Αυτή βρίσκεται μεταξύ του όρους Βερτίσκος, που ήταν το δυτικό της σύνορο, του Στρυμόνα και της Κερκινίτιδος λίμνης, που ήταν το ανατολικό της σύνορο. Βρίσκεται, δηλαδή, στο γεωγραφικό χώρο που περιλαμβάνεται σήμερα η περιοχή της Νιγρίτας και του Σοχού. (...)
Θρησκεία Και Ζωή
  Δύο είναι οι κεντρικοί πόλοι γύρω από τους οποίους στρέφεται η ζωή των Βισαλτών και η προσπάθειά τους προς την πρόοδο και την πολιτιστική ανάπτυξη. Ο Στρυμόνας, που λατρευόταν ως θεός, θεωρούνταν θεϊκό δώρο και το λίκνο των Μαινάδων το Παγγαίο, αποτελεί το κέντρο της αινιγματικής λατρείας του Διονύσου.
  Χαρακτηριστικά γνωρίσματα που συνέθεταν το χρώμα της κοινωνικής ζωής των Βισαλτών ήταν ότι παρείχαν ελευθερία στις γυναίκες πριν από το γάμο, ενώ απαιτούσαν πίστη από αυτές όταν τις παντρεύονταν. Εκτός από αυτό είχαν τη συνήθεια να πουλούν ως δούλους τα παιδιά τους και να εξαγοράζουν τις γυναίκες τους με πολλά χρήματα από τους γονείς τους.
  Χρησιμοποιούσαν πολύ τον οίνο που ήταν το ιερό ποτό του θεού Διονύσου. Καλλιεργούσαν τα αμπέλια και τα δημητριακά, ενώ ασχολούνταν με την κτηνοτροφία, την υλοτομία καθώς και την εξόρυξη χρυσού και αργύρου από τα ορυχεία τους,κάτι που τους έκανε πολύ πλούσιους. Πολύ διαδεδομένη ήταν και η καλλιέργεια της ελιάς.
Πολιτική Οργάνωση
  Οι Βισάλτες ήταν προικισμένοι με ψυχικά χαρίσματα, δημιούργησαν θρησκευτικές ιδέες και ήταν εργατικοί, πράγμα που μαρτυριέται από τον πλούτο που απέκτησαν. Είχαν, επίσης, ανεπτυγμένη την αγάπη τους προς τη πατρίδα. Παρόλα αυτά, ήταν ειρηνικός λαός. Όμως, όπως όλοι οι Θράκες, δεν είχαν συναίσθηση της κοινωνικότητας και της κρατικής ενότητας, έτσι ώστε το κράτος τους να έχει τη δύναμη να επιβιώσει και να αντισταθεί στους ποικίλους εχθρούς της περιοχής και κυρίως τους Μακεδόνες. Το πολίτευμα της περιοχής ήταν η Βασιλεία και ο βασιλιάς ήταν ο απόλυτος δεσπότης.
  Οι βασιλείς ήταν φορείς της υπέρτατης εξουσίας και συμπεριφέρονταν προς τους υπηκόους τους, χωρίς να δίνουν σε κανένα συλλογικό όργανο λόγο των πράξεων τους, με πράξεις που είχαν τη σφραγίδα της αγριότητας. Αργότερα όταν υποτάχθηκαν στους Μακεδόνες (479 π.Χ.) διατήρησαν την αυτονομία τους από τον ίδιο το βασιλιά. Μόνο το 342 π.Χ. καταργείται η αυτονομία των λαών της Θράκης.
Οικονομία Και Πολιτισμός
  Το πεδινό του έδαφος επέτρεπε την καλλιέργεια βάμβακος που τότε ήταν περιζήτητη από τους Ευρωπαίους και θεωρούνταν πηγή πλούτου. Στην πεδιάδα των Σερρών καλλιεργούνταν, επίσης και αμπέλια. Οι κάτοικοι ασχολούνταν με τη γεωργία, υπήρχαν, όμως και βαφεία, χαλκουργεία, χρυσοχοΐα, πεταλωτήρια, σιδηρουργεία.

Το κείμενο παρατίθεται τον Οκτώβριο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Νιγρίτας


ΓΑΛΑΤΑΔΕΣ (Κωμόπολη) ΓΙΑΝΝΙΤΣΑ
  Ο οικισμός των Γαλατάδων είναι ένας από τους παλαιότερους της περιοχής, όπως επιβεβαιώνει η παλαιά εκκλησία του Αγίου Αθανασίου, η οποία υπολογίζεται ότι χτίστηκε πριν το 1806, χρονολογία που αναγράφεται στην εικόνα του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου. Το χωριό είναι χτισμένο σε υψόμετρο μεγαλύτερο από αυτό των γύρω περιοχών και ήταν προστατευμένο από τα νερά του βάλτου που υπήρχε στη νότια πλευρά του. Έτσι, όταν το 1979 πλημμύρισε η περιοχή από τα νερά του ποταμού Μογλενίτσα, οι Γαλατάδες ήταν σαν ένα νησί μέσα σε μια λίμνη.
  Η παλιά ονομασία των Γαλατάδων ήταν Καδίνοβο. Το όνομα αυτό οφείλεται σε έναν Τούρκο δικαστή (καντής στα τούρκικα), ο οποίος έμενε στο χωριό. Το Καδίνοβο αναγνωρίστηκε ως κοινότητα στις 28-6-1918 με έδρα την Καρυώτισσα και περιελάμβανε τους οικισμούς Μπαρίνοβο (Λιπαρό), Πρίσνα (Κρύα Βρύση), Πλούγκαρ (δεν υπάρχει σήμερα), Καρυώτισσα και Λοζάνοβο (Παλαίφυτο). Σύμφωνα με την απογραφή του 1920 το Καδίνοβο είχε 390 κατοίκους, οι οποίοι ασχολούνταν με τη γεωργία και την κτηνοτροφία.
  Σημαντική ήταν η συμβολή τους στη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα, κατά τον οποίο οι χωριανοί Μακεδονομάχοι των οικογενειών Στογιαννίδη και Χαρισιάδη συγκεντρώνονταν στο σπίτι του Νασιρίδη και υπό την ηγεσία του οπλαρχηγού Γκόνου Γιώτα, καθορίζανε τη δράση τους κατά των Τούρκων και των Βουλγάρων. Ο πατέρας του οπλαρχηγού Γκόνου Γιώτα, καταγόταν από τους Γαλατάδες και ο ίδιος είχε καλύβα-ορμητήριο στο βάλτο, στη θέση Πρίσνα. Κατά την απελευθέρωση του χωριού στις 18-10-1918 οι Τούρκοι σκότωσαν δύο Έλληνες έφιππους στρατιώτες. Οι κάτοικοι τους θάψανε στο χωριό και αφιέρωσαν ηρώο στη μνήμη τους.
  Το 1924 εγκαταστάθηκαν στο χωριό πρόσφυγες από το χωριό Εξαμήλι της χερσονήσου της Καλλιπόλεως της Ανατολικής Θράκης. Το όνομα του χωριού άλλαξε σε Γαλατάδες λόγω της μεγάλης παραγωγής γάλατος που υπήρχε, καθώς η απέραντη περιοχή του βάλτου προσφερόταν για τη βόσκηση των 9.000 βοοειδών και πολλών περισσότερων αιγοπροβάτων που είχαν οι κάτοικοι. Οι Γαλατάδες αναγνωρίστηκαν ως αυτόνομη κοινότητα στις 25-8-1933 και παρουσιάζουν σταθερή αύξηση του πληθυσμού. Στην απογραφή του 1928 είχαν 846 κατοίκους, το 1940 είχαν 1286, το 1961 είχαν 1684 και το 1991 είχαν 2039 κατοίκους. Σήμερα, είναι το μεγαλύτερο χωριό του Δήμου με περίπου 2300 κατοίκους.
  Στους Γαλατάδες λειτουργούσε σχολείο από τα τέλη του 19ου αιώνα με πρώτο δάσκαλο, όπως αναφέρουν οι κάτοικοι, τον Χρήστο Δούμη, ενώ από πολύ νωρίς λειτούργησε και ιατρείο με ιατρό τον κ.Τσέλιο από τη Θεσσαλονίκη. Μετά την αποξήρανση της λίμνης των Γιαννιτσών, στα μέσα του '30 οι κάτοικοι του οικισμού Πλούγκαρ εγκατέλειψαν το χωριό τους και εγκαταστάθηκαν εξίσου στους Γαλατάδες και την Κρύα Βρύση.
  Η ιστορία των Γαλατάδων άλλαξε ριζικά τα τελευταία 35 χρόνια. Η εισαγωγή της καλλιέργειας του σπαραγγιού στους Γαλατάδες από τον Φιλοποίμην Γκράτσιο το 1970, αποτελεί ορόσημο στην εξέλιξη του χωριού. Η επιτυχής καλλιέργεια και η ανώτερη ποιότητα του σπαραγγιού, μετέτρεψαν τους Γαλατάδες σε "πρωτεύουσα" παραγωγής και εμπορίας του Ελληνικού σπαραγγιού και πρωτοπόρο στην εξαγωγή του σε χώρες της Ευρώπης. Τέλος, το 1998 είναι ακόμη ένα σημείο αναφοράς για τους Γαλατάδες καθώς, με βάση το σχέδιο Καποδίστρια περί συνενώσεων των κοινοτήτων, ορίστηκαν ως έδρα του νεοσύστατου Δήμου Μεγάλου Αλεξάνδρου, συγκεντρώνοντας το σύνολο των υπηρεσιών του Δήμου.

Το κείμενο παρατίθεται τον Μάιο 2005 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Μεγάλου Αλεξάνδρου


ΓΙΑΝΝΙΤΣΑ (Πόλη) ΠΕΛΛΑ
  Τα Γιαννιτσά είναι μια πόλη που βρίσκεται επί της οδού ΕΓΝΑΤΙΑ, κοντά στην αποξηραμένη πλέον λίμνη των Γιαννιτσών. Στη σύγχρονη φάση της ιστορίας της χτίστηκε από τους Οθωμανούς το 1380. Η ονομασία τους σημαίνει «Νέα Πόλη». Πάντως ο Ελληνας γλωσσολόγος Γιώργος Χατζηδάκης υποστήριξε ότι η προέλευση του τοπωνυμίου είναι ελληνική και προέρχεται από το όνομα Γιάννης
  Όμως πρόσφατες ανασκαφές έδειξαν ότι η περιοχή των Γιαννιτσών κατοικείται από τα τέλη της 7ης χιλιετίας π.Χ. και κατά τη διάρκεια των μεταγενέστερων εποχών του χαλκού, του Σιδήρου, και στην Ιστορική Εποχή. Συγκεκριμένα βρέθηκαν σπουδαίοι αρχαίοι οικισμοί στον Πενταπλάτανο και στο Αρχοντικό. Στη βυζαντινή εποχή στη θέση Παλαιά Αγορά των Γιαννιτσών υπήρχε σημαντικός οικισμός, που εκτεινόταν βορείως της Εγνατίας οδού. Ο οικισμός αυτός πιθανότατα ονομαζόταν Βαρδάρι.
  Τα Γιαννιτσά θεωρούνταν από τους μουσουλμάνους ιερή πόλη, διότι εκεί τάφηκε ο Τούρκος στρατηγός Χατζή Εβρενός μπέης και οι απόγονοί του, καθώς και ο σείχης Ιλαχή. Η πόλη γνώρισε μεγάλη ακμή σε όλη τη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας. Η οικονομία της στηριζόταν στη γεωργική παραγωγή, στην αλιεία από τη λίμνη και το εμπόριο. Πληροφορίες αναφέρουν ότι στις αρχές του 19ου αι. η πόλη είχε 10.000 κατοίκους, ενώ στα τέλη του ίδιου αιώνα κατοικούνταν από 7.500 μουσουλμάνους και 5.600 χριστιανούς, συγκεντρωμένους κυρίως στην Ανω Πόλη. Η βυθοκόρος "Αξιός" κατά την αποξήρανση της λίμνης των Γιαννιτσών.
  Στις αρχές του 20ου αι. και κυρίως στο διάστημα 1904-1908 η λίμνη των Γιαννιτσών αποτέλεσε ένα από τα σημαντικότερα πεδία του ελληνοβουλγαρικού ανταγωνισμού. Η Πηνελόπη Δέλτα στο βιβλίο της "Τα Μυστικά του Βάλτου" αφηγείται τα γεγονότα της εποχής. Μάλιστα πολλοί Γιαννιτσιώτες είχαν ενταχθεί και πολέμησαν στα ελληνικά σώματα. Η πόλη απελευθερώθηκε από τον ελληνικό στρατό στις 20 Οκτωβρίου 1912, στη διάρκεια του Α' Βαλκανικού Πολέμου, μετά από διήμερη αποφασιστική μάχη με τον οθωμανικό στρατό.
  Μεγάλη ώθηση στην οικονομία της πόλης και της γύρω περιοχής έδωσε η εγκατάσταση προσφύγων από τη Μικρασία του Πόντου, την Ανατολική Θράκη και την Ανατολική Ρωμυλία, το 1922, καθώς και η αποξήρανση της λίμνης στο διάστημα 1933-1936 από την εταιρία Foundation Company. Η αποξήρανση έδωσε για καλλιέργεια 290.000 στρέμματα γης στα οποία εγκαταστάθηκαν 6.850 οικογένειες.
  Στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, πολλοί κάτοικοι της πόλης και της γύρω περιοχής έλαβαν μέρος στην Εθνική Αντίσταση, κυρίως μέσα από τις τάξεις του 30ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ. Όμως η αντιστασιακή δράση προκάλεσε την αντίδραση των Γερμανών, οι οποίοι στις 14 Σεπτεμβρίου 1944 εκτέλεσαν 120 περίπου κατοίκους και έκαψαν μεγάλο μέρος της πόλης. Τα Γιαννιτσά απελευθερώθηκαν από τους Γερμανούς στις 17-18 Οκτωβρίου 1944.

Το κείμενο παρατίθεται τον Σεπτέμβριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, του Δήμου Γιαννιτσών


ΓΟΜΑΤΙ (Χωριό) ΧΑΛΚΙΔΙΚΗ
Λέγεται πως η ονομασία του Γοματίου προέρχεται από πρόσφυγες του όρμου Γοματίου της νήσου Λήμνου. Μία άλλη εκδοχή αναφέρει πως το όνομα « Γομάτι» προέρχεται από τον Γόματο, επιστάτη της περιοχής υπό την διοίκηση του Αγίου Όρους. Είναι γνωστή η σχέση του Γοματίου με τον Aθω, δεδομένου ότι αποτελούσε μετόχι των ιερών μονών Ιβήρων και Ξηροποτάμου του Αγίου Όρους.

ΓΥΨΟΧΩΡΙ (Οικισμός) ΠΕΛΛΑ
  Το Γυψοχώρι, όπως μαρτυρείται και από την εκκλησία του Αγίου Αθανασίου (1851), είναι παλαιός οικισμός. Δυστυχώς όμως, δεν υπάρχουν καταγεγραμμένα στοιχεία για την ιστορία του. Κανείς δεν γνωρίζει με ακρίβεια πώς δόθηκε το όνομα "Γυψοχώρι" στο χωριό. Σύμφωνα με μια εκδοχή, το όνομα αποδίδεται στην κόρη του Μπέη της περιοχής, την Γιουψάν, η οποία κατοικούσε στο χωριό. Με το όνομα αυτό προσδιόριζαν και ολόκληρο τον οικισμό. Αργότερα, το χωριό ονομάστηκε Γιούψοβο. Στο σημείο όπου βρίσκεται σήμερα η πλατεία του χωριού, υπήρχε το κονάκι του Μπέη. Ήταν ένα μεγάλο διώροφο κτίριο, το οποίο κατεδαφίστηκε στα μέσα του προηγούμενου αιώνα. Εικάζεται ότι υπήρχε και δεύτερο κονάκι στην είσοδο του χωριού.
  Την περίοδο του Μακεδονικού Αγώνα, έντονη ήταν η συμμετοχή των κατοίκων στην προσπάθεια για την απαλλαγή του τόπου από τους Τούρκους και τους Βούλγαρους. Τεκμήριο αποτελεί το εξαίρετο ιστορικό μυθιστόρημα της Πηνελόπης Δέλτα "Στα Μυστικά του Βάλτου", όπου αναφέρονται πολλά ονόματα Γυψοχωριτών αγωνιστών. Το 1928 εγκαταστάθηκαν στο χωριό Πόντιοι πρόσφυγες. Το 1951 συστάθηκε η κοινότητα Γυψοχωρίου με συνοικισμό το Τριφύλλι. Όμως, το 1977 οι αρμοδιότητες μετατέθηκαν στο Τριφύλλι και δημιουργήθηκε η κοινότητα Τριφυλλίου με συνοικισμό το Γυψοχώρι.

Το κείμενο παρατίθεται τον Μάιο 2005 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Μεγάλου Αλεξάνδρου


ΔΙΑΒΑΤΑ (Κωμόπολη) ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
  Το Dudular ήταν τούρκικο τσιφλίκι ευρισκόμενο δυτικά του Χαρμάνκιοι και βόρεια του αμαξιτού δρόμου Θεσσαλονίκης-Γιαννιτσών. Σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση η ονομασία του οικισμού προέρχεται από τον τούρκικο γυναικείο τίτλο "Dudu" (όμορφη κυρά), τον οποίο έφερε κάποια επώνυμη μουσουλμάνα κάτοικός του. Αγνωστο είναι αν το Ντούντουλαρ έχει κάποια σχέση με το δημοφιλή λαϊκό χορό "ντούντουλο", ο οποίος χορευόταν σε διάφορα μέρη της Μακεδονίας και της Θεσσαλίας, κυρίως την τρίτη ημέρα του Πάσχα, με τη δοξασία ότι εμπεριείχε το στοιχείο επίκλησης της βροχής.
  Το Ντούντουλαρ ανήκε στο μουκατά των χωριών των καρβουνιάρηδων και οι κάτοικοί του ήταν υποχρεωμένοι να παρασκευάζουν και να παραδίδουν ετήσια στο τουρκικό δημόσιο ορισμένη ποσότητα ξυλοκάρβουνων για τις ανάγκες των Σιδηροκαυσίων (Μαντεμοχώρια Χαλκιδικής). Παράλληλα οι κάτοικοι του τσιφλικιού ασχολούνταν με τη γεωργία και την κτηνοτροφία.
  Τους 15ο-16ο αιώνες το Ντούντουλαρ διέθετε 21 σπίτια, τα οποία αυξήθηκαν σε 34 κατά τους 17ο-18ο αιώνες. Το 1694 όλοι οι κάτοικοι του οικισμού ήταν χριστιανοί, πλήρωσαν δε τότε ispense 200 άσπρα.
  Οι κάτοικοι του Ντούντουλαρ εκκλησιάζονταν στο ναό του Αγίου Δημητρίου, που κτίσθηκε το 1853 και αποτελεί σήμερα διατηρητέο εκκλησιαστικό μνημείο. Ο ναός αυτός βρίσκεται στη βόρεια πλευρά του οικισμού των Διαβατών, μέσα στον περίβολο του τοπικού νεκροταφείου. Το τέμπλο του ναού αποτελεί ξυλόγλυπτο έργο τέχνης, διακοσμημένο με αξιόλογες εικόνες αγιογράφων της Κουλιακιάς. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του ναού του Αγίου Δημητρίου αποτελούν οι πολλές σλάβικες επιγραφές, στοιχείο ενδεικτικό της προσχώρησης των κατοίκων του Ντούντουλαρ στη σχισματική εκκλησία της Βουλγαρίας.
  Κατά το σχολικό έτος 1894-1895 στο ελληνικό γραμματοδιδασκαλείο του Ντούντουλαρ φοιτούσαν 14 μαθητές και δίδασκε ένας δάσκαλος. Το 1906 το γραμματοδιδασκαλείο του οικισμού ήταν βουλγάρικο και φοιτούσαν σ' αυτό 20 μαθητές.
  Στις αρχές του 20ου αιώνα το Ντούντουλαρ ανήκε στην ιδιοκτησία του Σκενδέρ πασά και κατοικούνταν από 26 βουλγάρικες οικογένειες, που αριθμούσαν 156 κατοίκους.

Το κείμενο παρατίθεται τον Οκτώβριο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα της Δήμου Εχεδώρου


ΔΡΟΣΕΡΟ (Χωριό) ΓΙΑΝΝΙΤΣΑ
  Το Δροσερό υπήρχε ήδη από τις αρχές του 19ου αιώνα με το όνομα "Ασάρ Μπέη", που σημαίνει "Η κρεμάλα του Μπέη". Το αξιοπερίεργο αυτό όνομα οφείλεται στον Μπέη που είχε την έδρα του στο χωριό και καθώς ήταν αιμοσταγής, είχε μετατρέψει τους απαγχονισμούς και τις εκτελέσεις σε συχνό φαινόμενο. Το κονάκι του βρισκόταν στην ανατολική πλευρά του χωριού κοντά στην παλαιά εκκλησία του Αγίου Αθανασίου. Μέχρι το 1913, οπότε απελευθερώθηκε η Μακεδονία, στο χωριό ζούσαν πολλές τούρκικες οικογένειες. Στην περιοχή όπου είναι χτισμένο το κτίριο του Δημοτικού Σχολείου, υπήρχε τούρκικο νεκροταφείο.
  Το 1922 εγκαταστάθηκαν στο χωριό πρόσφυγες από τα χωριά Ταϊφίρι της Ανατολικής Θράκης και Ηράκλειο Νικομήδειας της Μικράς Ασίας, ενώ το 1925 εγκαταστάθηκαν και Βλάχοι. Λέγεται ότι το όνομα "Δροσερό" δόθηκε στο χωριό όταν κάποιοι διερχόμενοι, που κάθισαν στην πλατεία να ξεκουραστούν, εξύμνησαν τον δροσερό αέρα που φυσούσε εκείνη την στιγμή. Το χωριό υπήρξε διοικητικό κέντρο από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα. Από το 1912 λειτουργούσαν στο Δροσερό Αστυνομικός Σταθμός, Ιατρείο και Δημοτικό Σχολείο.
  Το 1940 έφτασαν στο χωριό οι κατοχικές δυνάμεις των Γερμανών. Με την αποχώρησή τους το 1944, ξέσπασε εμφύλιος πόλεμος, που επηρέασε άμεσα την τύχη του Δροσερού. Τον Φεβρουάριο του 1946 οι κάτοικοι εγκατέλειψαν το χωριό και εγκαταστάθηκαν στα γειτονικά χωριά και στα Γιαννιτσά. Στις 3-7-1947 κάηκε σχεδόν ολόκληρο το χωριό, εκτός από περίπου δέκα σπίτια και την εκκλησία. Οι κάτοικοι επέστρεψαν το 1950 και ξαναέχτισαν το χωριό από την αρχή.

Το κείμενο παρατίθεται τον Ιούνιο 2005 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Μεγάλου Αλεξάνδρου


ΕΛΕΥΘΕΡΙΟ-ΚΟΡΔΕΛΙΟ (Δήμος) ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

  Με το Προεδρικό Διάταγμα αριθ. 555 της 13.8.1982 η Κοινότητα Ελευθερίου και ο Συνοικισμός Νέου Κορδελιού ενώθηκαν και αποτέλεσαν από κοινού το σημερινό Δήμο Ελευθερίου Κορδελιού, διατηρώντας και τα δύο τοπωνύμια, γεγονός που δεν συναντάται σε άλλες περιοχές της χώρας μας.
  Τα ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ κατά τον πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, ήταν η θέση στην οποία είναι σήμερα ο Συνοικισμός αυτός. Ηταν στρατώνας των Αγγλο-Γαλλικών στρατευμάτων. Στα ξύλινα αυτά παραπήγματα που έμενε ο στρατός και αφού πέρασαν στη δικαιοδοσία της Πρόνοιας εγκαταστάθηκαν προσωρινά το έτος 1920 πρόσφυγες Πόντιοι από τη Ρωσία. Αργότερα μετά τη Μικρασιατική καταστροφή στεγάστηκαν και από διάφορα μέρη της Μικράς Ασίας πρόσφυγες γιατί αυτός ο συνοικισμός μέχρι και το 1928 χρησιμοποιήθηκε ως Κέντρο Διαμονής Προσφύγων. Οι εναπομείναντες πρόσφυγες, αφού έμειναν μέχρι το 1936 στη συνέχεια ίδρυσαν τον Συνοικισμό ΧΑΡΜΑΝΚΙΟΪ που σημαίνει στην τουρκική γλώσσα "αλωνότοπος", γιατί ως τέτοιος χρησιμοποιήθηκε ο συνοικισμός επί Τουρκοκρατίας. Το 1924 μετονομάστηκε σε ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ γιατί πέρασε από κει ο Ελευθέριος Βενιζέλος και η Κοινότητα πλέον ονομάστηκε επίσημα - Κοινότητα Ελευθερίου.

ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ
Εν Αθήναις τη 18 Ιανουαρίου 1934 ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟΝ Αρ. Φύλλου 23

ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΑ
Περί αναγνωρίσεως κοινοτήτων εν τω νομώ Θεσσαλονίκης.
Αναγνωρίζομεν εν τω νομώ Θεσσαλονίκης εις ιδίας κοινότητας τους κάτωθι συνοικισμούς αποσπώμενους εκ του δήμου Θεσσαλονίκης.
1) Ευκαρπίαν, υπό το όνομα "κοινότης Ευκαρπίας" και με έδραν τον ομώνυμον συνοικισμόν.
2) Κορδελιό, υπό το όνομα "κοινότης Κορδελιού" και με έδραν τον ομώνυμον συνοικισμόν. Εις την αναγνωριζομένην ταύτην κοινότητα ενούνται και οι συνοικισμοί Παλαιό Χαρμανκιόϊ, Νέο Κορδελιό και Νέος Κουκλουτζάς, αποσπώμενοι εκ του αυτού δήμου.

  Το Νέο Κορδελιό ιδρύθηκε το 1924 από πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν από την Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων (ΕΑΠ) και πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία 1922-1924 και άλλες πόλεις της Ελλάδας (εσωτερικούς μετανάστες). H πλειονότητα όμως των κατοίκων καταγόταν από την παραλιακή κωμόπολη της Μικράς Ασίας το Κορδελιό της Σμύρνης. Ξακουστό προάστιο 13χμ. έξω από τη Σμύρνη. Γνωστό επίσης με τα ονόματα Περαία και Καρσί-Γιακά, δηλαδή "πέρα μακριά" όπου πριν από τη Μικρασιατική καταστροφή στην πόλη κατοικούσαν περίπου 15.000 Έλληνες. Ετσι ο συνοικισμός σε ανάμνηση της γενέτειρας των κατοίκων ονομάστηκε ΚΟΡΔΕΛΙΟ και φέρει ως σήμερα την ονομασία αυτή. Αργότερα κατά τα έτη 1927-1928 εγκαταστάθηκαν στον συνοικισμό αυτό από την Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων, πρόσφυγες από το Βασιλικό της Ανατολικής Θράκης.
  Σε όλους αυτούς τους πρόσφυγες προστέθηκαν Σαρακατσάνοι που ήρθαν από γειτονικές χώρες. Σήμερα πανελλαδικά θεωρείται ο Δήμος με τις περισσότερες οικογένειες Σαρακατσάνων (6.000 άτομα). Τέλος τη δεκαετία του 1990 ένας μεγάλος αριθμός Παλιννοστούντων επέλεξε το Δήμο Ελευθερίου Κορδελιού ως τόπο εγκατάστασής τους.
  Στη διάρκεια των 81 χρόνων που πέρασαν, η περιοχή αναβαθμίσθηκε σημαντικά και σήμερα πλέον συγκαταλέγεται στους αναπτυσσόμενους Δήμους του Πολεοδομικού Συγκροτήματος Θεσσαλονίκης, οι δε κάτοικοι του Δήμου διαπρέπουν σε όλους τους τομείς της κοινωνικής, πολιτιστικής και οικονομικής ζωής.
  Οι 285 πρόσφυγες που αρχικά πρωτοκατοίκησαν εδώ σήμερα αριθμούν περίπου 32.000 δυναμικούς ανθρώπους με ένα κοινό όραμα "Να γίνει ο Δήμος Ελευθερίου Κορδελιού, ένας σύγχρονος Δήμος - πρότυπο, διατηρώντας το ανθρώπινο, φιλικό και φιλόξενο πρόσωπό του". Αλλωστε η δύναμη κάθε τόπου είναι οι άνθρωποι του...

Το κείμενο παρατίθεται τον Απρίλιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, του Δήμου Ελευθερίου Κορδελίου


ΕΧΕΔΩΡΟΣ (Δήμος) ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
  Ο Εχέδωρος ήταν ανέκαθεν χείμαρρος, ο οποίος πάντοτε είχε περιορισμένες ποσότητες νερού. Μάλιστα ο Ηρόδοτος αναφέρει, ότι τα νερά του Εχεδώρου δεν έφθασαν για να ξεδιψάσει ο στρατός του Ξέρξη. Ο Εχέδωρος πηγάζει από τους πρόποδες του βουνού Κερκίνη και δια μέσου των στενών "Νάρες" εισέρχεται στον κάμπο της Θεσσαλονίκης και εκβάλλει στο Θερμαϊκό κόλπο. Κατά την αρχαιότητα η κοίτη του ποταμού απείχε από τη Θεσσαλονίκη περί τα οκτώ χιλιόμετρα και κατέληγε στο έλος, που υπήρχε δίπλα στις εκβολές του Αξιού. Η πρώτη ονομασία του ποταμού ήταν "Ηδωνός". Η ονομασία αυτή προέρχεται από τους Ήδωνες, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στις όχθες του στις αρχές της δεύτερης χιλιετίας π.Χ. Εν τούτοις κατά την αρχαιότητα ήταν γνωστός με τις ονομασίες "Εχέδωρος", "Εχείδωρος" και "Χείδωρος". Όλες αυτές οι ονομασίες προέρχονται από τη σύνθεση του ρήματος "έχω" και του ουσιαστικού "δώρο", το οποίο συμβολίζει προφανώς τον άφθονο χρυσό, που περιείχαν τα νερά του ποταμού.
  Το "Etymologicon Magnum Lexikon", που γράφτηκε από μοναχούς κατά τη βυζαντινή περίοδο, αναφέρει τα εξής για τον Εχέδωρο "Ποταμός της Μακεδονίας, ο πρότερον Ηδωνός καλούμενος. Ο έχων δώρα. Χρυσού γαρ καταφέρων ψήγματα, οι εγχώριοι αρύονται δέρματα αιγών κείραντες και καθιέντες εις το ύδωρ". Από τις φράσεις αυτές πληροφορούμαστε τόσο την προέλευση της ονομασίας του ποταμού, όσο και τον τρόπο, με τον οποίο οι κάτοικοι των παρόχθιων περιοχών του συνέλεγαν το ευγενές μέταλλο. Ο τρόπος αυτός ήταν η ρίψη γιδοπροβιών στα νερά του ποταμού και η "αγκίστρωση" των ψηγμάτων του πολύτιμου μετάλλου στην τριχωτή πλευρά τους. Στο προαναφερθέν βυζαντινό λεξικό διατυπώνεται διαζευτικά και μία άλλη εκδοχή της προέλευσης της ονομασίας του Εχεδώρου. Συγκεκριμένα αναγράφεται η φράση "...ή από Δώρου τινός Αρκάδος, ός συμμαχών Αλεξάνδρω τω Φιλαδέλφω, εμπεσών ποταμώ, αίτιος γέγονε της ονομασίας".
  Σύμφωνα με τον καθηγητή Μ. Τιβέριο η εκμετάλλευση του χρυσού του Εχεδώρου άρχισε πιθανότατα κατά τη μέση γεωμετρική εποχή. Αυτό συνάγεται από το γεγονός, ότι κατά τον 9ο π.Χ. αιώνα παρατηρήθηκαν για πρώτη φορά σημαντικές ποσότητες εισαγμένης γεωμετρικής κεραμικής από την Αττική και την Εύβοια. Η επείσακτη αυτή κεραμική, που εντοπίσθηκε τόσο στη "διπλή τράπεζα" της Αγχιάλου, όσο και σε ορισμένους τάφους του αρχαίου νεκροταφείου της Σίνδου, οδηγεί στο συμπέρασμα, ότι οι νότιοι Έλληνες αντάλλασαν τα πολύτιμα αγγεία τους με το χρυσό του Εχεδώρου. Η προβειά συλλογής του χρυσού, που ονομαζόταν "κως", προσέδωσε πιθανότατα στον ποταμό και την ονομασία "Γαλλικός". Οι χρήστες της προβειάς έδωσαν συμβολικά σ'αυτήν τον επιθετικό προσδιορισμό "καλή", εξ αιτίας της πολύτιμης ιδιότητάς της. Σταδιακά οι δύο λέξεις "καλή" και "κως", συγχωνεύθηκαν και διαμόρφωσαν τη λέξη "καλλικώς", η οποία έγινε "γαλλικώς", διότι στη μακεδονική διάλεκτο το γράμμα "γ" χρησιμοποιούνταν αντί του "κ". Δεν έχει προσδιορισθεί χρονικά η μετονομασία του Εχεδώρου σε Γαλλικό. Πάντως κατά τους βυζαντινούς χρόνους ήταν σε χρήση οι ονομασίες "Γαλλικός", "Γαλικός" και "Γαλυκός". Ειδικότερα, ο Ι. Καντακουζηνός αναφέρει "...ήλθεν εις Γαλικόν, ποταμόν τινά εγγύς Θεσσαλονίκης", ο δε Ν. Βρυένιος γράφει "...επεί προς ποταμόν γέγονεν, ον Γαλλικόν καλούσιν εγχώριοι...".
  Ο Γερμανός αρχαιολόγος Α.Struck ισχυρίζεται, ότι η ονομασία του Γαλλικού έλκει την προέλευσή της από τους Γαλάτες, οι οποίοι εποίκισαν την περιοχή του ποταμού κατά την περίοδο της ρωμαιοκρατίας. Ανάλογη άποψη διατυπώνει και ο ιστορικός ερευνητής Γ. Σταυρίδης, που ισχυρίζεται ότι ο Εχέδωρος μετονομάσθηκε σε Γαλλικό προς εξευμενισμό των Γαλατών, οι οποίοι επέδραμαν στη Μακεδονία το 279 π.Χ.
  Ο Αγγλος ιστορικός Ν. Hammond, ερμηνεύοντας μία παράγραφο του βιβλίου "Περί Κτισμάτων" του βυζαντινού ιστορικού Προκοπίου (6ος αι.), ταυτίζει τον αναγραφόμενο σ'αυτήν ποταμό "Ρήχιο" με τον Εχέδωρο. Πρόκειται προφανώς για λανθασμένη εκτίμηση, αφού Ρήχιος ονομάζεται ένας μικρός ποταμός, που δια μέσου των στενών της Ρεντίνας εκβάλλει στο Στρυμονικό κόλπο. Φαίνεται, ότι ο Ν. Hammond παρασύρθηκε τόσο από τη φράση του Προκοπίου, ότι ο ποταμός αυτός έρρεε "όχι πολύ μακριά από τη Θεσσαλονίκη", όσο και από τον προβληματισμό της έκδοσης του "University Harvard Press" μήπως ο αναγραφόμενος στο κείμενο αυτό του Προκοπίου ποταμός είναι ο Αξιός.

Το κείμενο παρατίθεται τον Οκτώβριο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα της Δήμου Εχεδώρου


Ιστορική Αναδρομή

ΘΕΡΜΑΪΚΟΣ (Δήμος) ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
  Η Ιστορία της περιοχής μας ξεκινάει το 1923 οπότε και εγκαταστάθηκαν οι πρώτοι κάτοικοι που ήρθαν μετά από τη Μικρασιατική Καταστροφή ως πρόσφυγες από τη Περιοχή της Μικράς Ασίας και της Θράκης, που σήμερα ανήκουν στη Τουρκία. 37.387 πρόσφυγες δημιούργησαν 75 προσφυγικούς συνοικισμούς στην περιοχή της Θεσσαλονίκης. Από αυτούς, 1.754 από τα παράλια της Μικράς Ασίας και της Ανατολικής Θράκης καταφεύγουν στα νοτιοανατολικά παράλια του Θερμαϊκού Κόλπου και δημιουργούν τρείς συνοικισμούς: την Αγία Τριάδα, τους Νέους Επιβάτες και την Περαία.
  Η Περαία εκείνη την εποχή ήταν στην ιδιοκτησία ενός τούρκου Μπέη, όπου αρχικά εγκαταστάθηκαν 204 οικογένειες (132 από τη Δυτική Μικρά Ασία και 72 από την Ανατολική Θράκη), συνολικά 740 άτομα. Η καταγωγή των προσφύγων από δύο διαφορετικές περιοχές είχε σαν αποτέλεσμα να υπάρξουν διαφωνίες για το όνομα που θα δινόταν στον προσφυγικό συνοικισμό. Ο τότε Διευθυντής Εποικισμού Μακεδονίας πρότεινε την σημερινή ονομασία, και μετά από μια κλήρωση των 3 προτεινόμενων ονομάτων από την κληρωτίδα βγήκε το όνομα Περαία.   Δυτικά της Περαίας και κατά μήκος της Παραλίας βρίσκονται οι Νέοι Επιβάτες. Την εποχή εκείνη ήταν τούρκικο τσιφλίκι και λεγόταν Μπαξέ Τσιφλίκι. Εκεί κατέφυγαν 159 οικογένειες (631 άτομα) όλες προερχόμενες από τους Επιβάτες, που ήταν παράλια πόλη στα βόρεια της Προποντίδας, και έδωσαν και το όνομα Νέοι Επιβάτες στον συνοικισμό τους.
  Τέλος δυτικά των Ν.Επιβατών και κατά μήκος της παραλίας βρίσκεται η Αγία Τριάδα. Στο χώρο αυτό που τότε ονομαζόταν "Λευκή Βρύση", εγκαταστάθηκαν 40 οικογένειες από το Ξάστερο και 45 οικογένειες από το Οικονομειό, που βρισκόταν πολύ κοντά στους Επιβάτες.
  Η ζωή στους προσφυγικούς συνοικισμούς άρχισε να οργανώνεται και η περιοχή να αναπτύσσεται με πολύ γρήγορους ρυθμούς. Έτσι στα 78 χρόνια που μεσολάβησαν μέχρι σήμερα υπήρξε ραγδαία εξέλιξη σ'όλους τους τομείς. Αναμφίβολα η γεωγραφική θέση της Περιοχής και η μικρή απόσταση που την χωρίζει από το μεγάλο αστικό κέντρο (Θεσσαλονίκη) συνέβαλαν στην ανάπτυξή της και ενίσχυσαν τη συμμετοχή της στα κοινωνικά και πολιτιστικά δρώμενα. Έτσι παρότι ο Δήμος Θερμαϊκού βρίσκεται στην Περιφέρεια, δεν υπολείπεται των αστικών κέντρων.

Το κείμενο παρατίθεται τον Μάιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Θερμαϊκού


Σύντομη Ιστορική Αναδρομή

ΘΕΡΜΗ (Χωριό) ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
  Η ζωή στην περιοχή ξεκινάει από τη νεολιθική εποχή (5.000 π.Χ.). Οι αρχαιολογικές έρευνες έχουν αποδείξει τη συνεχή κατοίκηση της περιοχής κατά τη διάρκεια όλων των προϊστορικών χρόνων και της ιστορικής περιόδου μέχρι σήμερα.
  Ευρήματα των ανασκαφών του νεκροταφείου δείχνουν ότι κατά την περίοδο των αρχαίων χρόνων και της κλασικής αρχαιότητας, στα όρια του σημερινού οικισμού της Θέρμης, είχε αναπτυχθεί μια σημαντική αρχαία πόλη.
   Στους παλαιοχριστιανικούς και βυζαντινούς χρόνους η Θέρμη που ονομαζόταν τότε Σέδες, ήταν πλούσια αγροτική περιοχή και χρησιμοποιήθηκε για την εγκατάσταση μετοχίων αυτοκρατορικών μονών.
   Από το 1906 άρχισαν να εγκαθίστανται στην περιοχή πρόσφυγες από την Ανατολική Ρωμυλία, τη Μικρά Ασία, τη Θράκη και τον Καύκασο. Το μεγάλο κύμα προσφύγων ήρθε μετά το 1920 από τον Πόντο, οπότε έφθασαν και Βλάχοι και Σαρακατσάνοι.
   Το 1994 η Κοινότητα Θέρμης αναγνωρίζεται σε Δήμο ενώ το 1998 με την εφαρμογή του Νόμου "Καποδίστριας" συνενώνεται με τις κοινότητες Ν. Ραιδεστού, Ταγαράδων και Ν. Ρυσίου.

Το κείμενο παρατίθεται τον Μάρτιο 2005 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, του Δήμου Θέρμης


ΚΑΛΑΜΑΡΙΑ (Δήμος) ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
  Η περιοχή που σήμερα ονομάζουμε Καλαμαριά έχει μια πανάρχαια ιστορία. Η ζώη στην περιοχή αυτή άνθισε πριν ιδρυθεί η Θεσσαλονίκη από τον Κάσσανδρο, το 315 π.Χ.
  Συγκεκριμένα στο ακρωτήριο του Δήμου Καλαμαριάς (το Καραμπουρνάκι), οι αρχαιολογικές ανασκαφές και έρευνες, που εδώ και τρία χρόνια ξανάρχισαν, αποδεικνύουν την ύπαρξη ενός προϊστορικού οικισμού.
  Ο οικισμός αυτός γνώρισε μεγάλη ακμή τον 5ο π.Χ. αιώνα, αφού από τα ευρήματα αποδεικνύεται η επικοινωνία του με τον Μυκηναϊκό πολιτισμό, την Αττική, την Ιωνία και τα νησιά του Αιγαίου.
  Αντικρουόμενες είναι οι απόψεις των αρχαιολόγων σχετικά με το αν το Καραμπουρνάκι ταυτίζεται με την Αρχαία Θέρμη ή αν υπήρξε το επίνειο, το εμπορικό της λιμάνι.
  Το τοπωνύμιο "Καλαμαριά" πρωτοεμφανίζεται το έτος 1083, σε έγγραφο της μονής Ξενοφώντας και αναφέρεται στη Νοτιοανατολική περιοχή της Θεσσαλονίκης.
  Η ονομασία "Καλαμαριά" πιθανότητα προήλθε από παράφραση του όρου "Καλή μεριά" - ωραία μέρη, ωραίοι τόποι. Η άποψη αυτή ενισχύεται από το ότι σε πολλές αναφορές η Καλαμαριά περιγράφεται ως ο τόπος με την πλούσια βλάστηση, τους εύφορους αγρούς, την αφθονία καρπών, αμπελώνων και λουλουδιών.
  Μια άλλη εκδοχή υποστηρίζει ότι το όνομα είναι παράγωγο των λέξεων "Σκάλα - μεριά". "Σκάλα" ήταν ο Βυζαντινός ναύσταθμος, που υπήρχε στην περιοχή του Μικρού Εμβολου και προστάτευε την είσοδο του Θερμαϊκού κόλπου από τις επιδρομές των Αράβων πειρατών, μέχρι τον 10ο αιώνα.
  Ανάμεσα στα έτη 904 και 1083, η διοικητική ρύθμιση των Βυζαντινών, ορίζει τη νοτιοανατολική περιοχή της Θεσσαλονίκης ως Βάνδον και αργότερα, το 1300, ως Καπετανίκειον Καλαμαριάς.
  Για το λόγο αυτό η Κασσανδρειώτικη Πύλη που οδηγεί από τη Θεσσαλονίκη προς τη Χαλκιδική, μετονομάζεται σε Πύλη της Καλαμαριάς, ονομασία που διατηρεί ως τις αρχές του 20ου αιώνα.
  Στα εκτεταμένα όρια του Καπετανικείου, εκτός από τη γεωργική παραγωγή, ακμάζουν επίσης τα μοναστήρια και τα δεκατρία ονομαστά Μετόχια.
  Η περιοχή της σημερινής Καλαμαριάς παραμένει σχεδόν ακατοίκητη μέχρι το 1920. Οι πρώτοι που θα εγκατασταθούν στον τόπο είναι ´Ελληνες πρόσφυγες που έρχονται το 1920 από τον Καύκασο και τη Γεωργία.
  Η εκτεταμένη όμως εγκατάσταση είναι αυτή των προσφύγων της Μικρασιατικής καταστροφής το 1922 και της Ανταλλάγης των Πληθυσμών μετά τη συνθήκη της Λωζάννης, το 1923.
  Η τραγωδία της Μικρασιατικής καταστροφής δικαιολογημένα θεωρείται από τους ιστορικούς σαν η μεγαλύτερη καταστροφή για τον Ελληνισμό, μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης το 1453.
  Πάνω από 1.000.000 ´Ελληνες πρόσφυγες έφυγαν από την Μικρά Ασία, τον Πόντο και την Ανατ. Θράκη για να έρθουν στην Ελλάδα. Σύμφωνα με την απογραφή του 1928, το 1/4 των προσφύγων (κυρίως αστοί) εγκαταστήθηκαν στη Νότια Ελλάδα και τα 3/4 (κυρίως αγρότες) στη Βόρεια Ελλάδα.
  Από αυτούς υπολογίζεται ότι 80.000 - 100.000 εγκαταστάθηκαν στη Θεσσαλονίκη - που δίκαια ο Γ.Ιωάννου την αποκαλεί "Πρωτεύουσα των προσφύγων" - και το μεγαλύτερο μέρος τους στην Καλαμαριά που γίνεται ο πολυπληθέστερος προσφυγικός συνοικισμός, μια πραγματική προσφυγομάνα. Αξίζει να σημειωθεί ότι η Μακεδονία είχε μόλις πριν 10 χρόνια απελευθερώθει ύστερα από 400 σχεδόν χρόνια Οθωμανικής κατόχης.
  Οι πρόσφυγες της Καλαμαριάς, με επικρατέστερο το Ποντιακό στοιχείο, είχαν να αντιμετωπίσουν την πείνα, τις στερήσεις, την ανεργία αλλά και τις αρρώστιες - κυρίως ελονοσία - που μαζί με τις κακουχίες τους θέριζαν. Η δυσκολία της προσαρμογής στην καινούργια πατρίδα μεγάλη. Αλλά ακόμη μεγαλύτερο το πείσμα τους, η δύναμη και το πάθος για ένα καινούργιο ξεκίνημα, μια νέα ζωή.
  Μετά τη διανομή τον πρώτο καιρό σε σκηνές και σε θαλάμους, από το 1926 και ύστερα ξεκινά η διανομή των οικοπέδων και η κατασκευή των πρώτων σπιτιών, τα περισσότερα παράγκες στην αρχή, με τη βοήθεια της Επιτροπής Αποκατάστασης Προσφύγων και της Κοινωνικής Πρόνοιας.
  Οργανώνουν (κυρίως οι Πόντιοι) σωματεία και συλλόγους για να διατηρήσουν ακμαίο το ηθικό τους και να διαφυλάξουν τα ιερά και τα όσια από τις αλησμόνητες πατρίδες τους.
  Ανάμεσά τους επανιδρύουν το αρχαιότερο Ελληνικό - Ποντιακό σωματείο που είχε ιδρυθεί το 1869 στην Τραπεζούντα, την "Αδελφότητα Κρωμναίων" αλλά και (το 1925) τον μουσικογυμναστικό σύλλογο "Απόλλων".
  Αλλά αυτή την προσπάθεια ανασυγκρότησης και ανάπτυξης διακόπει λίγο μετά ο Β΄ Παγκόσμιος πόλεμος. Στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής του 1941-44, η Καλαμαριά πληρώνει το δικό της φόρο αίματος. Καθώς ο συνοικισμός γειτνιάζει με τον στρατιωτικό στόχο του αεροδρομίου της Μίκρας, δέχεται συχνούς βομβαρδισμούς. Οι Καλαμαριώτες πήραν ενεργό μερός στην Εθνική Αντίσταση, πληρώνοντας τη συμμμετοχή τους με 29 θύματα στον μπλόκο της Καλαμαριάς, την 13η Αυγούστου 1943.

Το κείμενο παρατίθεται τον Μάιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, του Δήμου Καλαμαριάς


ΚΑΡΥΩΤΙΣΣΑ (Κωμόπολη) ΓΙΑΝΝΙΤΣΑ
  Η Παλαιά Καρυώτισσα βρισκόταν στις όχθες της λίμνης των Γιαννιτσών, σε απόσταση 5χλμ νοτιότερα από τη σημερινή θέση του χωριού. Η Καρυώτισσα ήταν η έδρα της κοινότητας Καδίνοβου από τις 28-6-1918. Στο χωριό τότε κατοικούσαν περίπου 50 οικογένειες με πληθυσμό 293 κατοίκους, σύμφωνα με την απογραφή του 1920. Η αυτάρκεια ήταν το κύριο χαρακτηριστικό της ζωής τους. Ασχολούνταν με τη γεωργία και την κτηνοτροφία, ενώ το άφθονο κυνήγι που τους πρόσφερε ο βάλτος, όπως και η ξυλεία του γειτονικού δάσους, κάλυπταν τις βασικές ανάγκες τους. Στο χωριό αίσθηση προκαλούσαν τρεις λόφοι ύψους 20 μέτρων, τους οποίους οι Τούρκοι χρησιμοποιούσαν σαν παρατηρητήρια, και τέσσερις κουλέδες (επαύλεις), από τους οποίους μόνο ο ένας σώζεται μέχρι σήμερα.
  Τον Ιούλιο του 1924 εγκαταστάθηκαν στην τοποθεσία του σημερινού χωριού πρόσφυγες από το Νεοχώρι της Επαρχίας Ζέρκου της Ανατολικής Θράκης, σύμφωνα με όσα καθόριζε η συνθήκη της Λωζάνης (1923) περί ανταλλαγής πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας-Τουρκίας. Τόσο η ζωή τους στο Νεοχώρι, όσο και η οδύσσεια των ξεριζωμένων Θρακιωτών περιγράφονται εξαίσια στο βιβλίο "1924-1999, 75 Χρόνια Κοινότητας Νέας Καρυώτισσας", που εκδόθηκε από τον Πολιτιστικό Σύλλογο του χωριού. Οι συνθήκες που συνάντησαν οι 850 περίπου πρόσφυγες στο βαλτώδες αυτό μέρος ήταν τραγικές. Η απαλλαγή του τόπου από την ελονοσία, που έγινε με την αποξήρανση της λίμνης το 1935, συνέβαλε στην αύξηση της γεννητικότητας, και έδωσε τη δυνατότητα στους κατοίκους του χωριού να αποκτήσουν νέα και εύφορη γη. Μετά και την κατοχή από τους Γερμανούς, ο εκσυγχρονισμός της Καρυώτισσας ήταν συνεχής και με 1798 κατοίκους το 1961 αποτέλεσε το διοικητικό κέντρο της περιοχής, με Αστυνομικό Σταθμό, Ταχυδρομείο και Αγροτικό Ιατρείο.

Το κείμενο παρατίθεται τον Μάιο 2005 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφία, του Δήμου Μεγάλου Αλεξάνδρου


ΚΑΤΕΡΙΝΗ (Πόλη) ΠΙΕΡΙΑ
  Η Κατερίνη, πρωτεύουσα του Νομού Πιερίας με περισσότερους από 60.000 κατοίκους, χτισμένη στον κάμπο που σχηματίζεται ανάμεσα στα Πιέρια, τον Ολυμπο και το Θερμαϊκό κόλπο, ιδρύθηκε κατά πάσα πιθανότητα στα χρόνια της Τουρκοκρατίας από Έλληνες που ήρθαν από την περιοχή της Μονής Σινά. Ίδρυσαν οικισμό γύρω από την εκκλησία της Αγίας Αικατερίνης, που είναι η προστάτιδα της πόλης.
  Για την ονομασία της πόλης υπάρχουν δυο εκδοχές. Η πρώτη υποστηρίζει ότι πήρε το όνομά της από την Αγία Αικατερίνη του Σινά και η δεύτερη όπως λέει ο φιλόλογος συγγραφέας Παν. Αναγνωστόπουλος από την παλιά Μακεδονική πόλη Ατηρα (απ' όπου ετυμολογικά παράγεται το όνομα Κατερίνη).
  Στα τέλη του 19ου αιώνα η Κατερίνη εξελίσσεται σε ακμαίο αστικό κέντρο με 3.700 κατοίκους από τους οποίους οι 2.500 Έλληνες και οι 1.200 Μουσουλμάνοι.
  Η συμμετοχή της πόλης και της ευρύτερης περιοχής είναι πλούσια στην Νεότερη Ιστορία της Ελλάδας. Πήρε μέρος στον απελευθερωτικό αγώνα του 1821 με πολλούς αρματολούς και κλέφτες. Απελευθερώθηκε το 1878 με την επανάσταση του Ολύμπου αλλά υποτάχθηκε πάλι στους Τούρκους μετά το άδοξο τέλος της εξέγερσης. Αργότερα στο Μακεδονικό αγώνα συμμετείχε με τον ένδοξο επίσκοπο Παρθένιο Βαρδάκα και πολλούς ντόπιους Μακεδονομάχους.
  Τελικά απελευθερώθηκε στις 16 Οκτωβρίου του 1912 από τον Ελληνικό στρατό που οδηγούσε ο Κλεομένης Κλεομένους. Μετά την απελευθέρωση της το 1912 και την εγκατάσταση προσφύγων από τον Πόντο, τη Μικρά Ρωσία και τη νότια Ρωσία, ο πληθυσμός της αυξήθηκε αλματωδώς και ο ρυθμός της ανάπτυξης της επιταχύνθηκε.
  Το Σεπτέμβρη του 1929, η Κατερίνη μας από κοινότητα γίνεται Δήμος. Το 1998 με τη δημιουργία Καποδιστριακών Δήμων ενσωματώνονται στο Δήμο Κατερίνης εκτός από το Ν. Κεραμίδι και τη Χράνη και οι κοινότητες του Ανω Αγ. Ιωάννη, Γανόχωρας, Νεοκαισάρειας και Σβορώνου. Ο Δήμος Κατερίνης συνορεύει με τους Δήμους Κορινού, Παραλίας, Λιτοχώρου, Δίου, Πέτρας και Ελαφίνας.
  Σήμερα, η Κατερίνη είναι ένα μωσαϊκό πολιτιστικής, πολιτισμικής και κοινωνικής ζωής και ταυτόχρονα μια οργανωμένη κοινωνία που κατάφερε από μια αγροτική πόλη να γίνει ένα σύγχρονο αστικό κέντρο με πλήθος πνευματικών, πολιτιστικών και αθλητικών εκδηλώσεων.

Το κείμενο παρατίθεται τον Μάιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Κατερίνης


ΚΕΡΚΙΝΗ (Δήμος) ΣΕΡΡΕΣ
  Πρόκειται να γίνει αρχαιολογική έρευνα οπότε τα ανασκαφικά πορίσματα θα μας πληροφορήσουν για την απαρχή κατοίκησης της περιοχής μας.
  Όμως με βάση την προφορική παράδοση και κάποια ιστορικά γεγονότα φαίνεται ότι οι πρώτοι απο τους σημερινούς κατοίκους έφθασαν εδώ στα τέλη του 18ου αιώνα από διάφορες ελληνικές περιοχές και κυρίως από την Ήπειρο, τη Θεσσαλία και τη Δυτική Μακεδονία μετά από διωγμούς.
  Οι περισσότεροι απ' αυτούς ήταν βλαχόφωνοι με άκρως ελληνική συνείδηση. Δεν διέφεραν κατά πολύ στα ήθη και τα έθιμα (μεταξύ τους) έτσι που στη νέα τους πατρίδα δεν αντιμετώπισαν προβλήματα προσαρμογής.
  Στα χρόνια που ακολούθησαν και μετά τη Μικρασιατική καταστροφή του 22 τη συνθήκη της Λωζάνης του '23 και την ανταλλαγή πληθυσμών ήρθαν και εγκαταστάθηκαν στην περιοχή προσφυγικές οικογένειες από τη Θράκη, τον Πόντο, την Σμύρνη και αλλού. Οι πρόσφυγες έφεραν το δικός τους πολιτισμό, τις γνώσεις τους, συμβίωσαν με τους πρώτους οικιστές και δημιούργησαν τη σημερινή σύνθεση του πληθυσμού.
  Η λαϊκή αρχιτεκτονική παράδοση της περιοχής μας δεν διαφέρει από την γενική βορειοελλαδίτικη αν και ελάχιστα παραδοσιακά σπίτια έχουν δασωθεί.

Το κείμενο παρατίθεται τον Σεπτέμβριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Κερκίνης


ΚΙΛΚΙΣ (Νομός) ΕΛΛΑΔΑ
  Ο Νομός Κιλκίς βρίσκεται στην Κεντρική Μακεδονία, ανάμεσα στους Νομούς Πέλλας, Θεσσαλονίκης και Σερρών. Μεγάλο μέρος του απλώνεται γύρω από την κατάφυτη κοιλάδα του ποταμού Αξιού, την αρχαία Αμφαξίτιδα. Τις δυτικές και βόρειες περιοχές του καταλαμβάνουν το πανέμορφο δασωμένο Πάϊκο και το Μπέλες, βορειοανατολικά τα Κρούσια, ενώ δυτικά και βόρεια η λίμνη Δοϊράνη, αποτελεί, επίσης, ένα σύνορο και ταυτόχρονα έναν πλούσιο υδροβιότοπο με σπάνια είδη πουλιών και φυτών. Ολόκληρη η περιοχή φαίνεται ότι ήταν χώρος ανθρώπινης δραστηριότητας από την εποχή του Χαλκού και του Σιδήρου. Προϊστορικοί οικισμοί και διάσπαρτοι τάφοι έχουν δώσει σημαντικά ευρήματα από την εποχή της 2ης π.Χ. χιλιετίας.
  Σημαντικό μέρος του Νομού είναι η αρχαία Κρηστωνία, ανατολικά του Αξιού, κοντά στις πηγές του σημερινού Γαλλικού ποταμού, του αρχαίου Εχέδωρου, δηλαδή του ποταμού που έδινε δώρα-χρυσάφι μέσα από τις φερτές ύλες του.
  Δυτικά απλώνεται η Παιονία στην οποία αναφέρεται ο Όμηρος, εκεί που ονομάζει τον Αξιό το πιο πλατύ και το πιο ωραίο ποτάμι της γης Στο τέλος των αρχαϊκών χρόνων η περιοχή του Νομού Κιλκίς πέρασε στα χέρια των Μακεδόνων, που από τον 8ο αι. π.Χ. και μετά συγκρότησαν το Μακεδονικό κράτος μέσα στα όρια του σημερινού Ελληνικού.
  Οι σπουδαιότερες πόλεις της περιοχής τότε ήταν η Ειδομένη, η Ευρωπός, η Αταλάντη, η Γορτυνία, η Τέρπυλλος, η Φύσκα και η Καλλίνδροια.
  Η ανάπτυξη της περιοχής στα χρόνια αυτά περνάει μέσα από τη μεγάλη Μακεδονική ακμή που φιλοξένησε στις βασιλικές αυλές της εποχής φιλόσοφους, ποιητές και καλλιτέχνες.
  Όμως η περιοχή του Κιλκίς ακολουθεί την τύχη της υπόλοιπης Μακεδονίας και το 148 π.Χ υποτάσσεται στη ρωμαϊκή κυριαρχία. Ακολουθούν περισσότερα από 250 χρόνια της λεγόμενης Ρωμαϊκής Ειρήνης, ενώ μετά η περιοχή όπως και η υπόλοιπη Κεντρική Μακεδονία λεηλατείται από τους Γότθους, Ούννους, Αβαρούς και Σλάβους, που εγκαθίστανται στη Βαλκανική τον 6ο και 7ο αιώνα, αλλά και αργότερα.
  Η Φραγκοκρατία αυτή αποτελεί τη συνέχεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, μέσα στην οποία βρέθηκε και η περιοχή του Κιλκίς.
  Οι Παλαιολόγοι παρά τους εμφύλιους σπαραγμούς πρόσφεραν σημαντικά έργα και ανάπτυξη στην ευρύτερη περιοχή. Με την κατάκτηση της Θεσσαλονίκης το 1430 μ.Χ. από τους Τούρκους, ολόκληρη η περιοχή περνάει πια κάτω από τον οθωμανικό ζυγό. Οι Τούρκοι, μάλιστα, από το 1699 και μετά προσπαθούν να αντικαταστήσουν τους Έλληνες κατοίκους της περιοχής με Τούρκους.
  Στη συνέχεια και μετά την επανάσταση του 1821 η περιοχή του Κιλκίς παραμένει σκλαβωμένη, αλλά αργότερα ξεκινά ο Μακεδονικός Αγώνας και ακολουθούν οι δύο Βαλκανικοί Πόλεμοι. Με τον 1ο (1912-1913) απελευθερώνονται από τον τουρκικό ζυγό σημαντικά τμήματα της Μακεδονίας καθώς και η Θεσσαλονίκη. Ο 2ος Βαλκανικός πόλεμος που ακολούθησε περιλαμβάνει μάχες σημαντικές που διαδραματίστηκαν κατά ένα μεγάλο μέρος στην περιοχή του Κιλκίς του Λαχανά. Ήταν ένας πόλεμος από τους πρώην συμμάχους, Έλληνες και Σέρβους από τη μια πλευρά και τους φλεγόμενους από την πανσλαβική ιδέα Βουλγάρους από την άλλη.
  Σ' αυτή τη μάχη του Κιλκίς κρίθηκε η ολοκλήρωση της απελευθέρωσης όλης της σημερινής Μακεδονίας και Θράκης.
  Ακολουθεί η λαίλαπα του Α' Παγκοσμίου Πολέμου (1914-1918). Η ευρύτερη περιοχή του Κιλκίς υπήρξε θέατρο έντονων συμμαχικών δραστηριοτήτων, αλλά και μαχών. Οι νίκες των Ελλήνων και των συμμάχων τους στο Σκρα και τη Δοϊράνη είναι από τις σημαντικότερες.
  Η Μικρασιατική καταστροφή, που σημάδεψε την ιστορία της Ελλάδας και η συνθήκη της Λωζάνης (1922), που ξερίζωσε τον Ελληνισμό από τις εστίες του στη Μικρά Ασία καθόρισαν οριστικά τη σύνθεση του πληθυσμού στην περιοχή του Κιλκίς.
  Βέβαια την κατοπινή πορεία της Ελλάδας, πορεία που ακολούθησε και το Κιλκίς, καθόρισε λίγο αργότερα ο πόλεμος του 1940. Στην περιοχή του Κιλκίς δόθηκαν μερικές από τις πιο σημαντικές μάχες του ελληνικού στρατού. Σήμερα η περιοχή βρίσκεται σε γενική ανασυγκρότηση, οικονομική και πολιτισμική, και δέχεται τον επισκέπτη της στα πλούσια από άποψη φυσικής ομορφιάς μέρη της με μεγάλη ευχαρίστηση.

Το κείμενο παρατίθεται τον Ιανουάριο 2005 από την ακόλουθη ιστοσελίδα της Νομαρχίας Κιλκίς


Ο Κολινδρός διαμέσου της Ιστορίας

ΚΟΛΙΝΔΡΟΣ (Κωμόπολη) ΠΙΕΡΙΑ
  Παρ' όλο που το όνομα Κολινδρός πρωτοαναφέρεται σε έγγραφο λίγο μετά το 1000 μ.Χ. τα ευρήματα στην περιοχή του μαρτυρούν αδιάλειπτη πολιτισμένη δραστηριότητα πολλών χιλιάδων χρόνων. Οι πρόσφατες ανασκαφές στον οικισμό των Παλιαμπέλων αποκαλύψαν ότι η θέση αυτή οργανωμένης δραστηριότητας είναι η αρχαιότερη της Πιερίας (Μέση Νεολιθική περίοδος 5800 π.Χ. ίσως και παλαιότερα). Είναι πάμπολα τα ευρήματα που κατά καιρούς ανασύρονται από τα άροτρα ή αποκαλύπτονται κατά τη διάρκεια κατασκευαστικών και καλλιεργητικών εργασιών, δυστυχώς ακόμα και από αρχαιοκαπήλους. Ερείπια και τάφοι της ιστορικής περιόδου εντοπίζονται σε πάρα πολλές περιοχές (Τ' αηξιάρη, Τζιρικνιά, Μπογιάτες, μέσα στον Κολινδρό), οι οποίες καλύπτουν τεράστια έκταση, από τα Ρυάκια έως τα Παλιάμπελα και από τον Αμαξηγό έως το Λιβάδι.
  Αν όμως για τα προϊστορικά και τα αρχαία χρόνια μαρτυρούν μόνο τα ευρήματα για την περίοδο της τελευταίας χιλιετίας έχουμε και γραπτές μαρτυρίες καθώς και την προφορική από γενιά σε γενιά παράδοση. Ο Κολινδρός του 19ου αιώνα είναι καλώς γνωστός από τους αγώνες του κατά του Τούρκου κατακτητή, για δε τον εικοστό αιώνα τα στοιχεία βρίθουν.
  Ας παρακολουθήσουμε λοιπόν την ιστορική διαδρομή του τόπου μας με βάση τον παρακάτω διαχωρισμό κατά χρονικές περιόδους: Προϊστορικοί χρόνοι
  Ξεκινάμε από τη Μέση Νεολιθική περίοδο, έκτη χιλιετία π.Χ. Οι ερευνητές πιθανολογούν ότι ίσως προκύψουν στοιχεία και από την Αρχαιότερη Νεολιθική (τέλη έβδομης χιλιετίας).
Ελληνιστικοί και Ρωμαϊκοί χρόνοι
  Πάμπολα είναι τα ευρήματα που μαρτυρούν ότι στην περιοχή υπήρξε ακμαίο κέντρο των Μακεδόνων και στη συνέχεια των Ρωμαίων, σε περισσότερες της μιας θέσεις.
Βυζαντινοί χρόνοι
  Κατ' αυτή την περίοδο έχουμε πολλαπλές αναφορές στον Κολινδρό, υπό το σημερινό του όνομα.
Τουρκοκρατία
  Ο Κολινδρός, σημαντικό Μακεδονικό κεφαλοχώρι, συμμετέχει ενεργά σε κάθε εθνική προσπάθεια, πληρώνοντας βαρύ τίμημα στο όραμα για ελευθερία. Οι αναφορές βεβαίως γίνονται πολλές και συγκεκριμένες.
  Το σημαντικότερο γεγονός αυτής της μαύρης περιόδου είναι η κορύφωση της αντίστασης των Κολινδρινών και των άλλων Ολυμπίων και Πιεριέων ενάντια στο βάρβαρο με την Επανάσταση του Ολύμπου (Φεβρουάριος - Απρίλιος 1878).
Νεότερα χρόνια
  Ο Κολινδρός του αιώνα μας,άλλοτε σφριγηλή και κατά περιόδους παρακμάζουσα κωμόπολη παρακολουθεί και αυτός όλες τις φάσεις της σύγχρονης ιστορίας μας.

Το κείμενο παρατίθεται τον Απρίλιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Κολινδρού


ΛΙΠΑΡΟ (Χωριό) ΓΙΑΝΝΙΤΣΑ
  Υπάρχουν τεκμηριωμένες πληροφορίες για την ύπαρξη του οικισμού του Λιπαρού από το 1357, από μια καταγραφή που έγινε στα χρόνια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, με το όνομα Λιπαρίνο και με 210 κατοικίες. Ο οικισμός βρισκόταν στην περιοχή "Μπέκερ", όπου υπάρχει και τούμπα των Μακεδονικών χρόνων. Γύρω στο 1840 πλημμύρισε ο παρακείμενος ποταμός Μογλενίτσας, προκαλώντας μεγάλες καταστροφές και πνιγμούς μωρών. Έτσι, ο οικισμός μεταφέρθηκε στη σημερινή θέση, σε υψόμετρο 10 μέτρων. Την περίοδο εκείνη στο χωριό ζούσαν 15 Ελληνικές και 500 Τούρκικες οικογένειες.
  Το όνομα "Μπέκερ" είναι η τούρκικη ονομασία του ονόματος Δημήτριος. Η τοπική παράδοση αναφέρει ότι ο Δημήτριος ήταν Έλληνας χριστιανός, υπηρέτης του Τούρκου Μπέη. Του έγινε πρόταση να αλλαξοπιστήσει επειδή απέδιδαν σε αυτόν διάφορα θαύματα και υπήρχε φόβος εξέγερσης των χριστιανών. Ο Δημήτριος αρνήθηκε και οι Τούρκοι των θανάτωσαν. Τον έθαψαν σε αυτή την περιοχή και μέχρι σήμερα υπάρχει πίστη για θαυματουργικές ιδιότητες του χώματος του τάφου του για δερματικές παθήσεις κ.ά.
  Την περίοδο 1928-30 εγκαταστάθηκαν στο χωριό Πόντιοι πρόσφυγες και το 1935 ήρθαν Βλάχοι από την Αετομηλίτσα της Ηπείρου. Το Λιπαρό, με το όνομα Λιπαρίνοβο ή Μπαρίνοβο και 154 κατοίκους, στις 28-6-1918 συγκρότησε την κοινότητα Καδίνοβου, μαζί με τα χωριά Πρίσνα, Πλούγαρ, Καρυώτισσα, Λοζάνοβο και Καδίνοβο. Στη συνέχεια, αποτέλεσε κοινότητα με τα χωριά Δάφνη και Αγιος Γεώργιος, μέχρι το 1967, οπότε και έγινε ανεξάρτητη κοινότητα.

Το κείμενο παρατίθεται τον Μάιο 2005 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Μεγάλου Αλεξάνδρου


ΜΑΚΕΔΟΝΙΔΑ (Δήμος) ΗΜΑΘΙΑ
  Την εποχή του τουρκικού ζυγού, οι ορεινοί και διάσπαρτοι οικισμοί των Πιερίων, χρησιμοποιούνται σαν καταφύγιο από τους αμαρτωλούς και κλέφτες. Οι επιδημίες χολέρας, πανούκλας και ευλογιάς, αναγκάζουν τους κατοίκους πεδινών περιοχών να αφήσουν τον κάμπο και να εγκατασταθούν στους ορεινούς οικισμούς των Πιερίων. Μετά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, κατά τα πρώτα χρόνια της απελευθέρωσης, η γεωγραφική θέση των οικισμών αυτών ευνόησε πολύ την ανάπτυξή τους. Την περίοδο του μεσοπολέμου, στους οικισμούς του ορεινού όγκου των Πιερίων, πνέει άνεμος αναγέννησης και αναδημιουργίας. Η καλλιεργήσιμη γη, που τόσα χρόνια την κατείχαν και την εκμεταλλεύονταν οι Τούρκοι, επανήλθε στα χέρια των Ελλήνων.
  Στη συνέχεια ακολουθούν τα δύσκολα χρόνια της γερμανικής κατοχής, 1941 - 1944. Στα χρόνια που ακολουθούν 1945-1949, κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, η περιοχή δοκιμάζεται σκληρά, όπως και όλη η χώρα και ιδιαίτερα η Δυτική Μακεδονία. Μετά το τέλος του εμφυλίου, το 1950 αρχίζει μια νέα περίοδος για όλη την περιοχή. Καταλαγιάζουν τα πάθη και αρχίζει ο επαναπατρισμός. Κύρια απασχόληση των κατοίκων των οικισμών των Πιερίων (Πολυδένδρι, Σφηκιά, Χαράδρα, Ελαφίνα, Ριζώματα, Δάσκιο), την περίοδο αυτή είναι η κτηνοτροφία και η υλοτομία.
  Από το 1955 ξεκινά η καπνοκαλλιέργεια σε ολόκληρη σχεδόν την ορεινή Ελλάδα. Την περίοδο 1970, εμφανίζεται η μαζική μετανάστευση και σύντομα οι οικισμοί εγκαταλείπονται από το παραγωγικό τους ανθρώπινο δυναμικό. Οι νέες συνθήκες ζωής και οι ανάγκες των οικογενειών, αναγκάζουν τα νέα ζευγάρια να εγκαταλείψουν τα μικρά και φτωχά χωριά των Ημαθιώτικων Πιερίων. Η καπνοκαλλιέργεια, που ξεκίνησε την δεκαετία του '50, έδωσε στους κατοίκους των οικισμών διέξοδο απασχόλησης σε όλους τους γεωργούς που παρέμειναν στα χωριά. Η δημιουργία των τριών φραγμάτων κατά μήκος της διαδρομής του Αλιάκμονα κατά τη δεκαετία του 1970 (Πολύφυτο) και στις αρχές της δεκαετίας του 1980 (Σφηκιά και Ασώματα), τόνωσε την ντόπια οικονομία των μικρών χωριών, αφού έδωσε διέξοδο σε απασχόληση στην κατασκευή των παραπάνω έργων και με ντόπιο προσωπικό.

Το απόσπασμα παρατίθεται τον Νοέμβριο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα της Δήμου Μακεδονίδος


ΜΕΓΑΛΗ ΠΑΝΑΓΙΑ (Κωμόπολη) ΧΑΛΚΙΔΙΚΗ
Παλαιότερα η Μεγάλη Παναγία ονομαζόταν Ρεβενίκια και η αρχική αναγνώριση της κοινότητας τοποθετείται στο έτος 1918 ( Β.Δ/γμα 28-6-1918). Η τοπωνυμία Ρεβενίκια σηματοδοτεί την νίκη του τότε οικισμού επί των Αράβων κατακτητών, που λεηλατούσαν και καταδυνάστευαν την περιοχή. Η κοινότητα Ρεβενικίων μετονομάσθηκε σε Μ. Παναγία το 1927 ( Δ/ γμα 20-8-1927).
Οι κάτοικοι της Μ. Παναγίας είναι ντόπιοι χωρίς προσμίξεις προσφυγικού πληθυσμού.

ΜΕΝΕΜΕΝΗ (Δήμος) ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
  Μετά την απελευθέρωση του 1912 και την ενσωμάτωση στον εθνικό κορμό των ελληνικών εδαφών της Μακεδονίας ορίστηκαν μέσα σ’ ένα μεταβατικό πλαίσιο τα όρια και οι αρμοδιότητες του Δήμου Θεσσαλονίκης, που αναγνωρίστηκε με το Β. Δ/γμα της 3ης Μαϊου 1918 (ΦΕΚ 98/5-5-1918).
  Οι ιδιαίτερες συνθήκες που επικρατούσαν, οι τοπικές ιδιομορφίες και η δυναμική των εξελίξεων καθόρισαν εν πολλοίς τόσο την εξέλιξη του Δήμου Θεσσαλονίκης, όσο και των κοινοτήτων που σιγά - σιγά άρχισαν να δημιουργούνται.
  Στην ευρύτερη αγροτική περιοχή των αγροκτημάτων πολλές συγκεντρώσεις πληθυσμών μορφοποίησαν νέους συνοικισμούς. Μεταξύ αυτών ήταν και η Νέα Μενεμένη, οικισμός που δημιουργήθηκε από οικογένειες προσφύγων μετά τη μικρασιατική καταστροφή του 1922. Το 1926 αποσπάστηκαν από το δήμο Θεσσαλονίκης οι συνοικισμοί Χαρμάνκιοϊ, Λεμπέτ, Ευκαρπίας και Καρά-Ισίν και αποτέλεσαν την Κοινότητα Χαρμάνκιοϊ, στην οποία προστέθηκαν οι συνοικισμοί Νέου Κουκλουτζά, Αμπελοκήπων, Νέας Μενεμένης και Νέου Κορδελιού. Η κοινότητα αυτή εντάχθηκε και πάλι στο Δήμο Θεσσαλονίκης το 1929.
  Ως το 1934 ο Δήμος Θεσσαλονίκης περιλάμβανε σχεδόν ολόκληρο το οικιστικό - πολεοδομικό συγκρότημα της πόλης. Με το Δ/γμα της 19ης Ιανουαρίου 1934 (ΦΕΚ 23/34) έγιναν σημαντικές ανακατατάξεις στα διοικητικά όρια του Δήμου Θεσσαλονίκης και δημιουργήθηκαν νέες κοινότητες. Έτσι, οι συνοικισμοί Μενεμένης, Νέου Χαρμάνκιοϊ, Νέου Βοσπόρου, Νέας Μενεμένης αποτέλεσαν την Κοινότητα Μενεμένης.
  Οι Κοινότητες Ελευθερίου, Μενεμένης, Πυλαίας και Τριανδρίας αναγνωρίσθηκαν ως δήμοι μετά την απογραφή του έτους 1981, οπότε προέκυψε πληθυσμός μεγαλύτερος του ορίου των δέκα χιλιάδων κατοίκων. Η αναγνώριση αυτή έγινε με το ΠΔ554/1982 (ΦΕΚ 98 Α /23-8-1982)
... οι άνθρωποι
  Ο οικισμός λοιπόν της Μενεμένης δημιουργήθηκε στα 1922, όταν εκατόν εξήντα περίπου προσφυγικές οικογένειες ήρθαν και εγκαταστάθηκαν από τον τόπο προέλευσής τους, τη Μενεμένη της Μικράς Ασίας.
  Οι πρώτοι κάτοικοι ήταν αποκλειστικά αγρότες, αλλά με την πάροδο του χρόνου ασχολήθηκαν ταυτόχρονα με την αμπελουργία και την κτηνοτροφία. Ιδιαίτερη παράδοση δημιούργησαν ορισμένοι στο επάγγελμα της τουβλοποιϊας.
   Όπως προαναφέρθηκε, οι περιοχές εγκατάστασης και εργασίας (Μενεμένη, Νέα Μενεμένη κ.λπ.) μορφοποιήθηκαν ως νέα κοινότητα το 1935, όταν η Μενεμένη αποσχίστηκε από το Δήμο Θεσσαλονίκης. Ο κεντρικός οικιστικός πυρήνας και το αγρόκτημα της κοινότητας του 1935 δεν μεταβλήθηκαν και στα επόμενα χρόνια. Η εσωτερική μετανάστευση - μετά το 1950 - και η μαζική εισροή πληθυσμών από την ύπαιθρο αλλοίωσε σημαντικά την οικιστική φυσιογνωμία της ευρύτερης περιοχής, που σιγά - σιγά άρχισε να γκετοποιείται.
  Στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1950 δημιουργήθηκε ο συνοικισμός Δενδροποτάμου σε μια έκταση παλιών αμπελώνων. Μέσα στη δεκαετία αυτή εγκαταστάθηκαν στην περιοχή και οι πρώτοι Τσιγγάνοι. Παρά τη γειτνίαση της περιοχής με βιομηχανικές - λιμενικές εγκαταστάσεις η συνοικία απέκτησε οικιστικό χαρακτήρακαι διαμορφώθηκε ο σημερινός συνοικισμός Αγίου Νεκταρίου.

Πηγή: Θεσσαλονίκη 2300 χρόνια.

Το κείμενο παρατίθεται τον Απρίλιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφία, του Δήμου Μενεμένης


Ιστορία και Εξέλιξη

ΜΗΧΑΝΙΩΝΑ (Δήμος) ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
  Ο νέος Δήμος της Μηχανιώνας που θα υφίσταται από την 1/1/1999 θα προέλθει από τη συνένωση του Δήμου της Ν. Μηχανιώνας και της Κοινότητας του Αγγελοχωρίου. Η Ν. Μηχανιώνα μετατράπηκε σε Δήμο την 1/1/1994 με βάση το ΦΕΚ της 1/1/1994. Ο λόγος της μετρατροπής αυτής εντοπίζεται στο γεγονός της πληθυσμιακής αύξησης. Όπως θα δούμε ο οικισμός της Ν. Μηχανιώνας αυξήθηκε, με βάση την απογραφή του 1991, ξεπερνώντας τους 5.000 κατοίκους. Οι 5.000 κάτοικοι είναι, σύμφωνα με το νόμο, το όριο για τη μετατροπή μιας Κοινότητας σε Δήμο. Στη συνέχεια ο Δήμος της Ν. Μηχανιώνας συνενώθηκε με την Κοινότητα της Ν. Κερασιάς. Ο νέος Δήμος που προήλθε από τη συνένωση υφίσταται διοικητικά από το 1995.
  Οι τρείς οικισμοί κατοικούνται από πρόσφυγες, κυρίως από τη Μ. Ασία και τη Θράκη. Όσον αφορά στον οικισμό της Ν. Μηχανιώνας, για τον οποίο υπάρχουν τα περισσότερο διαθέσιμα ιστορικά στοιχεία, ιδρύθηκε στις 14 Μαΐου του 1923. Η αρχική τους εγκατάσταση έγινε σε σκηνές και αργότερα, προς τα τέλη του Αυγούστου του ίδιου χρόνου, εγκαταστάθηκαν στα πρώτα προσφυγικά σπίτια που μόλις είχαν ανεγερθεί. Οι πρώτες οικογένειες που ίδρυσαν τη Ν. Μηχανιώνα ήταν 450 και προέρχονταν από την "παλιά" Μηχανιώνα της Προποντίδας, το Αυδήμιο της Α. Θράκης, την Κερασιά της Ανατολικής Θράκης, το Καστέλι, το Αμπαρλί, και το Τσεσμέ της Σμύρνης.
  Αρχικά ο οικισμός υπαγότανε διοικητικά στην Κοινότητα της Επανομής. Η Ν. Μηχανιώνα αποτέλεσε ξεχωριστή Κοινότητα από τον Ιούνιο του 1926. Το ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι στη νέα Κοινότητα εντάχθηκαν οι οικισμοί της Ν. Κερασιάς και του Αγγελοχωρίου. Η αρχική λοιπόν οικιστική σύνθεση συμπίπτει με την "καποδιστριακή" του μορφή (η Ιστορία συμπίπτει μέσα στους χρονικούς κύκλους της!).
•  Για τους περισότερους πρόσφυγες που τελικά εγκατασταθήκανε στην ευρύτερη περιοχή της Ν. Μηχανιώνας η Μικρασιατική καταστροφή του 1922 σημαίνει για αυτούς μια σχετικά μεγάλη πορεία στον Ελλαδικό χώρο. Οι περισότεροι κάτοικοι της μικρασιατικής Μηχανιώνας σταμάτησαν προσωρινά στα Λουτρά της Αιδηψού. Οι πρόσφυγες που προερχότανε από το Τσεσμέ ακολούθησαν διαφορετική πορεία. Οι περισσότεροι απ' αυτούς ασκούσαν ναυτικά επαγγέλματα (ψαράδες, ναύτες, καπετάνιοι). Για αυτό το λόγο οι περισσότεροι πέρασαν με τα δικά τους πλεούμενα στα απέναντι νησιά (Χίο, Σάμο, Λέσβο). Όταν πια είχε οικοδομηθεί η Ν. Μηχανιώνα στη σημερινή της περιοχή τότε εγκαταστάθηκαν και αυτοί εκεί. Το 1923 λοιπόν τους Μηχανιώτες της Αιδηψού τους μεταφέρει το ατμόπλοιο "Θέτις" αρχικά στη Θεσσαλονίκη και στο τέλος αυτοί εγκαθίστανται στη σημερινή τοποθεσία. Οι γεωργοί, στο επάγγελμα, εγκαταστάθηκαν στο εσωτερικό και οι ψαράδες στην παραλία.
•  Πρώτα οι νέοι κάτοικοι εγκαταστάθηκαν σε αντίσκηνα, που τους χορήγησε η Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων. Αργότερα το Ελληνικό κράτος σε συνεργασία με γερμανική εταιρεία προχώρησε στην κατασκευή των πρώτων σπιτιών. Οι κάτοικοι που προερχότανε από την Αγία Παρασκευή προχώρησαν μόνοι τους στην κατασκευή των κατοικιών τους . Μόνο ελάχιστα ερείπια απ' αυτούς τους δύο τύπους σπιτιών σώζονται σήμερα.
•  Σημαντικότερος πόρος εκείνης της εποχής για τους Μηχανιώτες ήταν η αλιεία. Οι κάτοικοι της Μηχανιώνας ήτανε παράκτιοι ψαράδες ενώ αυτοί της Αγίας Παρασκευής ήταν ιδιοκτήτες καραβιών μέσης αλιείας. Με το πέρασμα του χρόνου ο οικισμός άρχισε να αναπτύσσει εμπορική δραστηριότητα γεγονός που συνείσφερε σε νέο εισόδημα. Όσον αφορά στο όνομα του νέου οικισμού δύο είναι οι κυριότερες εκδοχές για την προέλευσή του. Σύμφωνα με την πρώτη εκδοχή οι κάτοικοι της μικρασιατικής Μηχανιώνας προερχότανε από τα Χανιά της Κρήτης. Φαίνεται ότι στη μετοίκησή τους αυτή οδηγήθηκαν από το γεγονός ότι ήταν δυσαρεστημένοι από την διαμονή τους στα Χανιά. Όταν λοιπόν αναφερότανε στον αρχικό τρόπο προέλευσης τους αναφωνούσανε: "μη Χανιά, μη Χανιά". Παραφθορά αυτής της έκφρασης είναι το Μηχανιώτες και ο οικισμός τους στη Μικρά Ασία επικράτησε να λέγεται Μηχανιώνα. Μάλιστα αυτή η εκδοχή ενισχύεται από το γεγονός ότι πολλοί από τους Μηχανιώτες φέρουν επώνυμα κρητικής προέλευσης. Μια δεύτερη εκδοχή του ονόματος λέει ότι στον Μικρασιατικό οικισμό της Μηχανιώνας λειτουργούσε μηχανουργείο. Από τη δραστηριότητα αυτού του μηχανουργείου λέγεται ότι πήρε το όνομά του ο οικισμός της Μικράς Ασίας.

Το κείμενο παρατίθεται τον Απρίλιο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, του Δήμου Μηχανιώνας


ΜΙΚΡΟ ΣΟΥΛΙ (Χωριό) ΣΕΡΡΕΣ
   Το μικρό Σούλι θεωρείται το πιο παλαιό χωριό του Παγγαίου. Το όνομά του ήταν Σέμαλτο ή Σιόμαλτον ή Σεμάλτι. Υπάρχουν πολλές εξηγήσεις για το όνομα και την ετυμολογία και την εξήγηση των λέξεων αυτών. Η λέξη Σέμαλτος λέγεται ότι προήλθε από την λατινική λέξη "Σεμ" που σημαίνει "ημι" και "Αλτο" που σημαίνει λόφος και η ερμηνεία της είναι "ημίψηλος λόφος". Το όνομα του χωριού αναφέρεται σε βυζαντινές γραφές σε σημείο που ονομαζόταν στα χρόνια του βυζαντίου το όρος Παγγαίο Σεμάλτιο Όρος. Η Σέμαλτος υπαγόταν στον οικισμό της αρχαίας Αμφίπολης. Σε κεντρικό σημείο του χωριού είναι κτισμένο το εκκλησάκι του Αι - Γιάννη όπως δείχνουν τα αρχαιολογικά ευρήματα και συμφωνούν με την μορφολογία του εδάφους. Υπάρχει πιθανότητα στο λόφο του Αι - Γιάννη να υποκρύπτεται ο τάφος της Ρωξάνης και του Αλεξάνδρου, γιου του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Τη Ρωξάνη σκότωσε ο γαμπρός του Μ. Αλεξάνδρου, Κάσσανδρος, η οποία είχε συλληφθεί στην Σαμοθράκη. Τα στοιχεία αυτά προκύπτουν από τα αρχαία κείμενα καθ' ομολογία της εφόρου αρχαιολογίας Καβάλας κας Χάιδως Κουκούλη.
  Αργότερα ονομάστηκε Μ. Σούλι από την πανοραμική θέα που έχει και θυμίζει το Σούλι της Ηπείρου . Για κάποιους άλλους η λέξη Σούλι είναι Αλβανική ονομασία και θυμίζει ολόφωτο. Κατά το έτος 1863 από γράμμα του Νομάρχη Δράμας προς την υψηλή Πύλη στην Κωνσταντινούπολη (έτσι λεγόταν η Κυβέρνηση των Μωαμεθανών στην Πόλη) λόγω μεγάλων σμηνών ακρίδας, καταστράφηκε η παραγωγή του Μ. Σουλίου και των γύρω χωριών και οι κάτοικοι αναγκάστηκαν να ζητιανέψουν για να ζήσουν.
  Το 1865 οι κάτοικοι της περιοχής Παγγαίου και Ν. Ζίχνης και των γύρω χωριών δοκιμάστηκαν από την επιδημία της χολέρας και πάρα πολλά ήταν τα θύματα. Μόνο οι κάτοικοι του Σέμαλτος και της Νικήσιανης σώθηκαν γιατί ανέβηκαν εγκαίρως στο Παγγαίο. Τα ανωτέρω δημοσιεύθηκαν στο Μακεδονικό ημερολόγιο το 1970 και είναι μετάφραση από την Τουρκική γλώσσα στην Ελληνική. Εγγράφως του Τούρκου Νομάρχη Δράμας προς την Υψηλή Πύλη (Κωνσταντινούπολη 1893) στην αρχή του Μακεδονικού αγώνα Μεγάλη Παρασκευή κατά την διάρκεια των Θείων Παθών κάποιος ψίθυρος έπεσε στην εκκλησία που σιγά - σιγά έμεινε κραυγή πανικού "οι Κομητατζήδες έρχονται" στην προσπάθεια των πιστών να φύγουν από την εκκλησία και στον γυναικωνίτη ποδοπατήθηκαν γυναίκες και παιδιά. Δεν αναφέρεται ο αριθμός θυμάτων αλλά από τα τοπικά τραγούδια προκύπτει ότι τα θύματα ήταν πολλά. Εδώ τονίζουμε τη συμμετοχή του Σέμαλτος στον Μακεδονικό Αγώνα. Η ανάμειξη του χωριού μας και οι αποστολές που του ανέθεσε η κεντρική επιτροπή του Μακεδονικού αγώνα είχαν δύο σκέλη. Το πρώτο σκέλος λόγου του αμιγούς Ελληνικού Πληθυσμού ήταν η αποθήκευση όπλων και πυρομαχικών για τις ανάγκες του αγώνα, το δεύτερο ήταν η εκτέλεση από τους ενόπλους του χωριού για τις καταδρομικές επιχειρήσεις. Εδώ μπορούν να αναφέρουμε την καταδρομική επιχείρηση που έγινε το 1904 εναντίον της Τσέτας των Βουλγάρων Κομιτατζήδων του Πανίτσα από το Αγιοχώρι Σερρών (Αλιστράτη).
  Ενώ η ανατολική Μακεδονία απελευθερώθηκε από τους Τούρκους και Βουλγάρους το καλοκαίρι του 1913 η περιοχή του Παγγαίου απελευθερώθηκε στις 24 Οκτωβρίου 1912 από τους προσκόπους σημερινούς Λοκατζίδες του Καπετάν Τσάρα.
   Το Μάιο του 1913 η περιοχή μας καταλήφθηκε από τους Βουλγάρους και οι κάτοικοι του χωριού μας μαζί με τους κατοίκους Παλαιοκώμης Λακωικίων Γενί - Κιόι (Νεοχώρι) Αμφίπολης Κάρνακης, φύγανε για την Βουρβουρού.
  Εκεί στάθηκαν άτυχοι γιατ ί τους θέρισε στην κυριολεξία η επιδημία της χολέρας αναγκάστηκαν να γυρίσουν πίσω με μεγάλες απώλειες. Μόλις επέστρεψαν στην πατρίδα τους κηρύχθηκε ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος το 1913-1914 όπου πάλι πρόσφυγες αφήνοντας πίσω τα σπίτια τους τα οποία λεηλατήθηκαν.
   Στην συνέχεια τα σπίτια καταστράφηκαν ολοσχερώς από τους Βουλγάρους οι οποίοι τα κατεδάφισαν και χρησιμοποίησαν τα υλικά για να κατασκευάσουν τα οχυρωματικά του έργα και τους νέους τους έστειλαν ομήρους στην Βουλγαρία. Πολλοί από αυτούς δεν άντεξαν τα βασανιστήρια και τις κακουχίες και πέθαναν εκεί. Από την καταστροφή σώθηκε μόνο η εκκλησία και το καμπαναριό, η οποία είχε κτιστεί το 1835 με την φροντίδα του τότε Ιερέα παπά - Κώστα. Όταν όμως άρχισαν οι μάχες μια βόμβα από ένα αγγλικό πλοίο έπεσε και κατέστρεψε την εκκλησία πλην του ιερού. Μετά το τέλος του πολέμου επέστρεψαν οι επιζήσαντες χωριανοί και στεγάστηκαν σε παράγκες μέχρι το 1918. Αρχισαν να ασχολούνται με την γεωργία προέκυψε όμως πρόβλημα αποθήκευσης των αγροτικών προϊόντων τους και το κράτος στην συνέχεια έκτισε δύο αποθήκες. Μεταγενέστερα οι αποθήκες αυτές η μία έγινε κοινοτικό κατάστημα και η άλλη Δημοτικό Σχολείο.
   Το 1923 οι αρχές του χωριού με τον Ιερέα και τα εξαπτέρυγα και τους συχωριανούς μας πήγαν στην Βουρβουρού όπου έκαναν εκταφή των νεκρών (όπου είχαν πεθάνει από τη χολέρα και έφεραν τα οστά τους πίσω στην γενέτειρά τους. Την εποχή εκείνη και κατά το έτος 1924 άλλαξαν το όνομα του χωριού από Σέμαλτο σε Μικρό Σούλι. Στην διάρκεια του Α' Παγκοσμίου πολέμου με αγγαρείες των συχωριανών και των κατοίκων των άλλων χωριών της περιοχής μας οι αρχές κατοχής κατασκεύασαν τον δρόμο που οδηγεί στο κανόνι και στην συνέχεια κατασκεύασαν το Φρούριο προκειμένου να ελέγχουν τον Στρυμωνικό Κόλπο.

Το κείμενο παρατίθεται τον Ιούνιο 2005 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Ροδολίβους


ΝΕΑ ΖΙΧΝΗ (Δήμος) ΣΕΡΡΕΣ
  Τοποθεσίες και παράγοντες του Νομού Σερρών και της επαρχίας Φυλλίδας ειδικότερα, όπως ο τότε διάσημος βασιλιάς Συλέας στην περιοχή του Παγγαίου, αναφέρονται από τους μυθικούς χρόνους. Σύμφωνα με την μυθολογία υποχρέωνε ο Συλέας τους διαβάτες της περιοχής να δουλεύουν στους αμπελώνες του, μέχρι που ο περαστικός Ηρακλής δεν κατέστρεψε μόνο τα αμπέλια, αλλά σκότωσε και τον Συλέα και την κόρη του Ξενοδίκη.
  Στην ίδια περιοχή έλαβε χώρο και ο δέκατος άθλος του Ηρακλή, ο οποίος επιστρέφοντας από την Θράκη διευθέτησε την κοίτη του Στρυμόνα για να απαλλάξει τους κατοίκους της περιοχής από τις συχνές και καταστροφικές πλημμύρες του ποταμού. Aλλη μια αναφορά φέρει τον γιο του Θησέα, Δημοφώνοντα ή Ακάμα, να παντρεύεται την Φυλλίδα, κόρη ντόπιου βασιλιά, για να την εγκαταλείψει λίγο αργότερα, οπότε η δυστυχισμένη βασιλοπούλα αυτοκτόνησε στις Εννέα Οδούς, την σημερινή Αμφίπολη.
  Σαν πρώτοι κάτοικοι των Σερρών αναφέρονται οι Θράκες, ενώ μετά την κατάκτηση της Τροίας εισήλθαν διάφορες Παιονικές και Θράκικες φυλές στην περιοχή, όπως Αγριάνες, Βισάλτες, Ηδωνοί, Μαίδοι, Οδόμαντοι, Οδρύσες, Παίονες, Παιόπλες, Σάτρες, Σιντοί, Σιροπαίονες.
  Η "Φυλλίς" (από την ομώνυμη κόρη του βασιλιά Σιθώνα της θράκης) αποτελούσε κατά την αρχαιότητα ένα από τα τρία τμήματα της Ηδωνικής χώρας, συμπεριλαμβάνοντας τις σημερινές περιοχές Ζίχνης, Αλιστράτης και Δράμας. Η ύπαρξη διάφορων φυλών αποδεικνύεται από νομίσματα που βρέθηκαν στην περιοχή της Νέας Ζίχνης.
  Οι παιονικής καταγωγής Ζαιελέοι, που προτιμούσαν να ζουν στα ορεινά και κατοίκησαν γύρω από το Στρυμόνα, αναφέρονται σε νομίσματα που χρονολογούνται από το 520 π.Χ. περίπου. Επίσης αναφέρεται σε Βυζαντινά έγγραφα μια πόλη με το όνομα Ζελίχοβα, Ζιλίχοβα ή Ζηλιάχοβα, που βρίσκονταν σε μικρή απόσταση από την τοποθεσία της σημερινής Νέα Ζίχνης.
  Ως συγγενικός με τους Ζαιελέους φέρεται ο λαός των Ιχναίων στην περιοχή της Φυλλίδας. Σύμφωνα με της επιστημονικές εκτιμήσεις κόπηκαν τα νομίσματα των Ιχναίων κατά την εποχή των Μακεδόνων βασιλέων στην Ίχνα του Παγγαίου. Βρέθηκε ακόμα και μεγάλος αριθμός νομισμάτων του λαού των Ορρεσκίων, φέροντας τις ίδιες παραστάσεις με τα νομίσματα των Ιχναίων και παραπέμποντας πάλι στους Παιόνες.
  Μαζί με τα άλλα δυο τμήματα, "Κυρίως Ηδωνίς" και "Πιερία", η Ηδωνική χώρα περιελάμβανε εκτός από την Αμφίπολη, που ήταν η σημαντικότερη, πολλές άλλες πόλεις: Ακόντισμα, Γαληψό, Γάζωρο, Δάτο, Δραβήσκο, Ηιόνα, Μύρκινο, Νεάπολη, Οισύμη, Πέρνη, Πίστυρο, Σκαπτή Υλη, Φάγρητα, Φιλίππους.
  Περί τον 4ο π.Χ. αιώνα προσαρτήθηκε η Φυλλίδα στο Μακεδονικό κράτος και απετέλεσε τμήμα της "Επικτήτου Μακεδονίας". Ο βασιλιάς Φίλιππος Β' έκοψε νέου τύπου νόμισμα που ονομάσθηκε "Φιλιππείων" και είχε μεγάλη διάδοση και πέρα των ορίων του Μακεδονικού κράτους. Η ιστορία της σημερινής Νέας Ζίχνης φτάνει μέχρι αρκετά πριν από το 1000 π.Χ. στα βάθη της αρχαίας εποχής. Αν και σχετικές αναφορές και μελέτες διαφωνούν μεταξύ τους, επικρατεί η άποψη ότι, η αρχαία πόλη Ίχναι βρίσκονταν στην τοποθεσία των μεταγενέστερων οικισμών Ζίχνας και Νέας Ζίχνης. Ο σήμερα ερειπωμένος οικισμός της Ζίχνας εγκαταλείφτηκε στης αρχές του 20υ αιώνα.
  Κατά την διάρκεια της Ρωμαϊκής κατοχής και αφού οι Ρωμαίοι κατέκτησαν το 168 π.Χ. την Μακεδονία, το Μακεδονικό κράτος διαλύθηκε και η περιοχή περιλήφθηκε στην επαρχία "Μακεδόνων Πρώτην" με πρωτεύουσα την Αμφίπολη. Χιλιάδες κάτοικοι της περιοχής εξορίστηκαν στην Ιταλία και δεν επέστρεψαν ποτέ. Στη εποχή αυτή περνούσε από την Αμφίπολη η Εγνατία Οδός, ενώνοντας το Δυρράχιο με την Κωνσταντινούπολη. Ένα λιθόστρωτο τμήμα της μεγάλης στρατιωτικής οδού σώζεται στην περιοχή 'Φραγκάλα' κοντά στο σημερινό χωριό Δραβήσκος.
  Με την Βυζαντινή εποχή επήλθε η συγχώνευση των διαφόρων λαών της περιοχής και ο Νομός Σερρών ενσωματώθηκε στην Ζ' επαρχία ("Ιλλυρικού") του Βυζαντινού Κράτους, αργότερα στο λεγόμενο "Θέμα" του Στρυμόνα. Στους επόμενους αιώνες η περιοχή αποτελούσε αντικείμενο εκτεταμένων διαμαχών μεταξύ Βυζαντινών, Βουλγάρων και Σέρβων και οι τοπικές πόλεις έπαθαν πολλές καταστροφές. Το 1345 μ.Χ. εισέβαλαν Σέρβοι κατακτητές, οι οποίοι ερήμωσαν την ύπαιθρο και κατέλαβαν μετά από πολιορκία και την πόλη των Σερρών.
  Εφ' όσον η Οθωμανική αυτοκρατορία επεκτείνονταν, μετά από μια περίοδο πολιτικής αστάθειας στην ευρύτερη περιοχή κατακτούν οι Τούρκοι το 1375 και την επαρχία της Ζίχνας, υποδουλώνοντας τους τοπικούς κατοίκους με ιδιαίτερη σκληρότητα. Το 1402 περιέρχεται η περιοχή για μικρό διάστημα πάλι στον Μανουήλ Παλαιολόγου, ενώ το 1425 ξαναπέφτει και παραμένει για διάστημα περίπου 500 ετών στους Τούρκους. Περίπου το 1390 εγκαταστάθηκε στην Ζίχνα ο "σούμπασης" Λουζάκος, πρώην διοικητής της Βέροιας και απόγονος του Σουλτάνου του Ικονίου Ιζζεδδίν Καϊκαούς Β' (Izzeddin Kaikaus). Ως υπήκοοι του Λυζάκου ονομάζονταν οι κάτοικοι της περιοχής "Καϊκαούζηδες" ή "Γκαγκαούζηδες". Η ονομασία αυτή χρησιμοποιείται σήμερα πια σπάνια για τους εντόπιους, μη τούρκικης καταγωγής κατοίκους της περιοχής Νέας Ζίχνης. Το επαναστατικό κίνημα του 1821 με εξέχοντα παράγοντα τον Εμμανουήλ Παπά, παρά των εκκλήσεων προς το Ελληνικό Κοινοβούλιο μεμονωμένο και ανυποστήρικτο, εξαλείφθηκε με μια γενική Τούρκικη εκστρατεία στην ευρύτερη περιοχή.
  Ο μακροχρόνιος Μακεδονικός Αγώνας φέρει και την περιοχή της Ζίχνης στο επίκεντρο της επικαιρότητας. Εφ' όσον η Βουλγαρία με την επίμονη μεθόδευση "Μακεδονικού ζητήματος", που στην ουσία στόχευε αποκλειστικά στην επέκταση του Βουλγάρικου Βασιλείου μέχρι το Αιγαίο, δεν επέτυχε τα επιθυμητά, ακολούθησε η καταστροφική δράση των Κομιτατζήδων. Εκμεταλλευόμενοι την προοδευτική αποδυνάμωση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, οι Βούλγαροι επιχείρησαν με κάθε τρόπο το "σπάσιμο" του εθνικού φρονήματος των Μακεδόνων, διώκοντας με ιδιαίτερη αγριότητα το κάθε Ελληνικό στοιχείο. Ο πλέον ορατός κίνδυνος της οριστικής απώλειας της Μακεδονίας ανάγκασε την Αθηναϊκή κυβέρνηση να εγκαταλείψει επιτέλους την παθητική της στάση και να υποστηρίξει τις ανταρτικές ομάδες των Μακεδονομάχων, όπως του οπλαρχηγού καπετάν Δούκα στην περιοχή του Παγγαίου.
  Η διάλυση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας επισφραγίστηκε με τους Βαλκανικούς πολέμους. Ελληνικά στρατεύματα απελευθέρωσαν το 1912/13 σταδιακά πόλεις και περιοχές του Νομού Σερρών, όπως το 1913 και την περιοχή της Ζίχνης. Παράλληλα διώχθηκαν και οι Βούλγαροι, οι οποίοι όμως υποχωρώντας προκάλεσαν μεγάλες καταστροφές. Η επόμενη επιδρομή Βουλγάρικων στρατευμάτων το 1916, τώρα ως σύμμαχοι των Γερμανών στο Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, ήταν ακόμα πιο καταστροφική. Έτσι και στην περιοχή της Νέας Ζίχνης προκλήθηκαν απέραντες υλικές καταστροφές, ενώ μεγάλος αριθμός κατοίκων, κυρίως άντρες, εξοντώθηκε στα κάτεργα της Βουλγαρίας.

Το κείμενο παρατίθεται τον Νοέμβριο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, της Δήμου Νέας Ζίχνης


ΝΕΑ ΚΑΛΛΙΚΡΑΤΕΙΑ (Κωμόπολη) ΧΑΛΚΙΔΙΚΗ
  Η Καλλικράτεια της Ανατολικής Θράκης ήταν ένα μεγάλο παραθαλάσσιο χωριό, όμορφο, καθαρό και αρκετά πλούσιο. Μέχρι την ανταλλαγή των πληθυσμών αριθμούσε περίπου 3,500 κατοίκους δηλ. περίπου 485 Ελληνικές και Ελληνόφωνες οικογένειες. Ήταν χτισμένη στο μυχό του κόλπου των Αθύρων (Μεγάλου Τσεκμετζέ) με θέα την Προποντίδα.
  Η απόστασή της από την Κωνσταντινούπολη είναι περί τα 33 χλμ. Αλλα Ελληνικά χωριά που βρίσκονταν στα πέριξ, ήταν τα Πλάγια, οι Λαγοθήρες, το Οικονομείο (Αγία Τριάδα), το Ξάστερο, οι Επιβάτες η Ηράκλεια, οι Αιγιαλοί (Αγιος Παύλος), η Σηλύβρια κ.ά. Η κύρια ασχολία των κατοίκων της παλιάς Καλλικράτειας ήταν η γεωργία, η κτηνοτροφία, ναυτιλία και το εμπόριο. Οι Καλλικρατειανοί ήταν Χριστιανοί Ορθόδοξοι ενώ η πολιούχος του χωριού ήταν η Οσία Παρασκευή, της οποίας η μνήμη τιμάται στις 14 Οκτωβρίου. Υπήρχαν δύο πλήρη Δημοτικά σχολεία, αρρένων και θηλέων, τα οποία στεγάζονταν σε ένα κτίριο ενώ φοιτούσαν γύρω στους 600 μαθητές.
  Τα μαθήματα που διδάσκονταν ήταν τα Ελληνικά, αριθμητική, Τουρκικά, Γαλλικά και μουσική. Διοικητικώς η Καλλικράτεια υπαγόταν στο καϊμακαμλίκι του Μ. Τσεσμέ και αποτελούσε ξεχωριστό Δήμο.
  Το Δημαρχιακό Συμβούλιο εκλέγονταν κάθε τέσσερα χρόνια από το λαό και ο Δήμαρχος από το εκλεγμένο Δημαρχιακό Συμβούλιο με μυστική ψηφοφορία. Ο τελευταίος Δήμαρχος της παλιάς Καλλικράτειας υπήρξε ο Σοφοκλής Κυριακίδης.
  Με την Μικρασιατική καταστροφή και την ανταλλαγή των πληθυσμών, το 1924, οι Έλληνες κάτοικοι της Καλλικράτειας, αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις πατρογονικές τους εστίες και να αναζητήσουν μια νέα πατρίδα στη Μακεδονία.
  Οι περισσότεροι κάτοικοι επιβιβάστηκαν σε καράβια, ενώ δεν ήταν λίγοι εκείνοι που πήραν το δρόμο της προσφυγιάς οδικός. Μετά την αποβίβαση των προσφύγων στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης, αναζητήθηκε η νέα τοποθεσία εγκατάστασης. Τελικά, επιλέγει η σημερινή περιοχή της Νέας Καλλικράτειας όπου αρχικά υπήρχε το Μετόχι της Μονής Ξενοφώντος του Αγίου Όρους που ονομαζόταν "Στόμιον".
  Από τότε, ο πληθυσμός είχε να αντιμετωπίσει τις αρρώστιες και τις κακουχίες. Πολλοί ήταν εκείνοι οι οποίοι δεν άντεξαν, ενώ αρκετές οικογένειες αναχώρησαν για τις πιο μεγάλες πόλεις προς αναζήτηση καλύτερων συνθηκών διαβίωσης. Με τον καιρό, οι κάτοικοι με περίσσιο κόπο, επίπονες προσπάθειες και σκληρή δουλειά, κατόρθωσαν τελικά να στεριώσουν σ' αυτόν τον τόπο μη λησμονώντας φυσικά την χαμένη τους πατρίδα.
  Από τότε μέχρι σήμερα, έχει κυλήσει πολύ νερό στο αυλάκι, τίποτε δε θυμίζει πια τους προσφυγικούς καταυλισμούς και τον καθημερινό μόχθο για την επιβίωση, τα περισσότερα γεγονότα μπορεί κανείς να τα πληροφορηθεί μέσα από μαρτυρίες και ιστορικά βιβλία. Σε αυτά πρέπει να προστρέχουν οι νεότεροι, όχι μόνο για να θυμούνται τις σκληρές εκείνες καταστάσεις που πέρασαν οι πρόγονοί μας, αλλά και γιατί δεν νοείται λαός ο οποίος ξεχνά την ιστορία του.
  Η Ν. Καλλικράτεια, είναι πλέον, μία σύγχρονη κωμόπολη, σε κοντινή απόσταση από τη Θεσσαλονίκη, ενώ ο τουρισμός είναι η βασική πηγή εσόδων για πολλούς από τους κατοίκους της. Συνάμα, με την ανάπτυξη της περιοχής, ο πληθυσμός έχει αυξηθεί με αλματώδεις ρυθμούς, ο οποίος σύμφωνα με την απογραφή του 2001 έχει ανέλθει στους 10,880 κατοίκους.

Το κείμενο παρατίθεται τον Σεπτέμβριο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα, με φωτογραφίες, του Δήμου Καλλικράτειας


ΝΕΑ ΜΑΓΝΗΣΙΑ (Κωμόπολη) ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Το Αραπλί (Ν. Μαγνησία)
  Το Arapli βρισκόταν νότια του αμαξιτού δρόμου Θεσσαλονίκης-Γιαννιτσών, δίπλα στην ανατολική κοίτη του Γαλλικού ποταμού. Αρχικά ήταν χωριό, αλλά στη συνέχεια έγινε τούρκικο τσιφλίκι. Η ονομασία του οικισμού προέρχεται πιθανότατα από την τοπική κατάληξη "li" και την τούρκικη λέξη "arap", η οποία σημαίνει "αράπης", και μάλλον οφείλεται στο μελαψό χρώμα των κατοίκων του.
  Το Αραπλί ανήκε στο μουκατά των φυλάκων λιβαδιών και οι κάτοικοί του έτρεφαν άλογα, φοράδες και καμήλες για τις ανάγκες του τουρκικού δημοσίου.
  Το 17ο αιώνα το Αραπλί είχε μόλις οκτώ σπίτια, ενώ το 1771 οι χριστιανοί κάτοικοί του πλήρωσαν ispense 540 άσπρα. Το 1715 πέρασε από το Αραπλί ο Κωνσταντίνος Διοικητής επικεφαλής σώματος βλάχων, οι οποίοι ακολουθούσαν στην Πελοπόννησο τον τουρκικό στρατό, στην εκστρατεία του κατά των Βενετών. Ο Διοικητής έγραψε στο ημερολόγιό του, ότι υπήρχαν στο Αραπλί επτά μαρμάρινα αγάλματα, τα οποία τοποθετήθηκαν προς τιμή των επτά πασάδων, που φονεύθηκαν πολεμώντας στην πολιορκία της Θεσσαλονίκης.
  Μετά το εκκλησιαστικό σχίσμα οι ελάχιστοι κάτοικοι του Αραπλί προσχώρησαν στη βουλγάρικη Εξαρχία. Έτσι το 1906 το Αραπλί είχε 15 σχισματικές οικογένειες, που εξυπηρετούνταν από το Βούλγαρο ιερέα του Ντούντουλαρ, ο οποίος ιερουργούσε στο μικρό ναό του Αγίου Αθανασίου. Ο ναός αυτός κτίσθηκε το 1864 και κατεδαφίσθηκε το 1974, μετά τα θυρανοίξια του νέου ενοριακού ναού. Στους ελάχιστους μαθητές του Αραπλί δίδασκε το 1906 Βούλγαρος δάσκαλος.
  Στις αρχές του 20ου αιώνα εγκαταστάθηκαν στο Αραπλί αρκετές οικογένειες γηγενών, που μετοίκησαν εκεί από τον οικισμό Μπάλτζα (Μελισσοχώρι), ο οποίος βρισκόταν στις βόρειες κλιτείς του βουνού Σεβρί Τεπέ.

Το κείμενο παρατίθεται τον Νοέμβριο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα της Δήμου Εχεδώρου


ΝΕΟΧΩΡΙ (Χωριό) ΧΑΛΚΙΔΙΚΗ
Το Νεοχώρι αναφέρεται με το όνομά του ή ως Νοβοσέλο (σλαβική λέξη) σε πολύ μεταγενέστερα έγγραφα κυρίως του Αγ. Όρους (από τον 16ο αιώνα και μετά) ή την εποχή της Τουρκοκρατίας ώς ένα από τα μαντεμοχώρια (είχαν ως αποκλειστική ασχολία την εξόρυξη μεταλλευμάτων με ειδικά προνόμια και καθεστώς, από την Μεγάλη Πύλη του Σουλτάνου και αρμόδιο το Μαντεμ Αγά, με έδρα το μαχαλά ή την Αρναία).

ΝΙΓΡΙΤΑ (Κωμόπολη) ΣΕΡΡΕΣ
  Η Νιγρίτα κατά τη βυζαντινή και την πρώιμη οθωμανική περίοδο αποτελούσε διοικητικό και οικονομικό κέντρο της ευρύτερης περιοχής . Οι παλιότερες γνωστές μαρτυρίες του ονόματος Νιγρίτα βρίσκονται η πρώτη σε οθωμανικό φορολογικό κατάστιχο των μέσων του 15ου αι. και η δεύτερη στο γνωστό Χρονικό του Σερραίου Παπασυναδινού, στο οποίο αναφέρεται ότι στα 1616 «εγίνην αρχιερεύς εις τας Σέρρας ο κυρ Τιμόθεος ο Καθηγούμενος του Τιμίου Προδρόμου εκ χώρας Νεγρίτα».
  Κατά την ύστερη τουρκοκρατία η Νιγρίτα με τα χωριά της αποτελούσαν ναχιγιέ (δήμο) του καζά Σερρών με επικεφαλής μουδίρη, ο οποίος τα τελευταία χρόνια της οθωμανικής περιόδου ήταν ελληνικής καταγωγής. Στην πόλη και τα γύρω χωριά δεν κατοικούσαν Βούλγαροι ή βουλγαρόφωνοι, γι΄ αυτό και η πόλη και η περιοχή της χαρακτηρίζεται ελληνόφωνος καi αδιαφιλονίκητος ελληνική ζώνη την ίδια ώρα που τουρκικές αναφορές την αποκαλούν Κιουτσιούκ Γιουνάν (μικρή Ελλάδα).
  Η οικονομική ευμάρεια και πρόοδος των κατοίκων που παρατηρούνται κατά τον 18ο και στις αρχές του 19ου αιώνα ,αποτυπώνονται στην ίδρυση και πλούσια αγιογράφηση του ναού του Αγίου Γεωργίου ,καθώς και στην παρουσία σημαντικών πνευματικών μορφών ,κυρίως κληρικών. Η παραγωγή άφθονων γεωργικών προϊόντων (δημητριακών, κρασιού, καπνού, βάμβακος, σουσαμιού, γλυκάνισου) η μεταξοσκωληκοτροφία, η βιοτεχνία μεταξωτών υφασμάτων και το ζωεμπόριο αλλά κυρίως η ύπαρξη τοπικών νομισμάτων μαρτυρούν το μέγεθος του εμπορίου και την οικονομική άνθηση που γνώρισε η περιοχή την περίοδο αυτή.
  Σ΄ όλη τη διάρκεια της οθωμανικής περιόδου, η Νιγρίτα δεν έπαψε να φροντίζει για την παιδεία και τη σύμφωνη με τις ελληνοχριστιανικές παραδόσεις ανατροφή των παιδιών της. Τα σχολεία που λειτουργούσαν από τα μέσα του 19ου αιώνα, μαρτυρούν το ενδιαφέρον της πόλης και της περιοχής για τα γράμματα. Η πνευματική και οικονομική ζωντάνια που υπήρχε στη Νιγρίτα και την περιοχή της,τα τελευταία χρόνια της τουρκοκρατίας, κατέστησαν την περιοχή έτοιμη και ικανή να αντιμετωπίσει τις δυσκολίες του Μακεδονικού αγώνα. Την ίδια εποχή ιδιαίτερη δραστηριότητα γύρω από τη Μακεδονική υπόθεση εκδήλωσε μία από τις σημαντικότερες Nιγριτινές μορφές, ο Αθανάσιος Αργυρός, νομικός με πλούσιο συγγραφικό έργο, πρόεδρος του Παμμακεδονικού Συλλόγου Αθηνών και αργότερα πολιτικός, βουλευτής ν. Σερρών και υπουργός Γεωργίας και Παιδείας.
  Η Νιγρίτα και τα χωριά της γνώρισαν ιδιαίτερα την αγριότητα των Τούρκων κατά τον αφοπλισμό που διενήργησαν οι Νεότουρκοι το 1910 ενώ η κήρυξη του ελληνοτουρκικού πολέμου το 1912 βρήκε τη Νιγρίτα και την επαρχία της σε αναβρασμό. Στο Μακεδονικό Αγώνα αναδείχθηκε με τη δράση του ο καπετάν-Γιαγκλής, που πολέμησε και στους βαλκανικούς πολέμους για την απελευθέρωση της πόλης.
  Η πόλη μετά το τέλος του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου μπόρεσε να ξαναβρεί τους ρυθμούς της και να επουλώσει τις πληγές της, ενώ σημαντική ώθηση προκλήθηκε και από τον ερχομό προσφύγων της μικρασιατικής καταστροφής. Ο μεσοπόλεμος βρήκε τη Νιγρίτα στη μεγαλύτερη ακμή της, πληθυσμιακή, οικονομική και κοινωνική. Ευεργετική για την πόλη και την περιοχή ήταν, την ίδια εποχή, η ίδρυση της προσωρινής Μητρόπολης Νιγρίτας (1924-1934) που έδωσε νέα πνοή στην πόλη με την ίδρυση αδελφοτήτων, φιλόπτωχου ταμείου και την ανέγερση περικαλλών εκκλησιαστικών κτιρίων .
  Από την παύση της λειτουργίας της και μετά, οι περιοχές της προσαρτήθηκαν ή συγχωνεύτηκαν με τη μεγαλύτερη και ιστορική Μητρόπολη των Σερρών και από τότε ο Μητροπολίτης Σερρών φέρει τον τίτλο του «Σερρών και Νιγρίτης». Πρώτος ιεράρχης της Μητροπόλεως υπήρξε ο Κύριλλος Αφεντουλίδης προερχόμενος από τη Μητρόπολη Δαρδανελλίων και Λαμψάκου. Επικέντρωσε το έργο του στην εγκατάσταση και περίθαλψη των προσφύγων της νέας επαρχίας του αλλά και στη διαποίμανσή της. Αναχώρησε από αυτήν τον Ιούνιο του 1928 για τη νέα του θέση, ενώ προπέμφηκε τιμητικά από όλο το ποίμνιό του .
  Το μητροπολίτη Κύριλλο διαδέχθηκε στο θρόνο της Μητροπόλεως Νιγρίτας ο από Κυδωνίων Ευγένιος Θεολόγου (ανεψιός του διαπρεπή ιεράρχη του Οικουμενικού θρόνου, Γερμανού Καραβαγγέλη ), ο οποίος εποίμανε θεοφιλώς και θεαρέστως την επαρχία του από τις 28 Ιουνίου του 1928 έως το 1934. Με ενέργειές του συστάθηκε μουσικογυμναστικός σύλλογος και φιλόπτωχον ταμείον ενώ το κύριο ενδιαφέρον του απορροφούσε η περίθαλψη των πασχόντων και η ενίσχυση των ενδεών.
  Σημαντική ήταν η προσφορά της πόλης και ολόκληρης της περιοχής στο έπος της εθνικής αντίστασης στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, κατά την οποία η Νιγρίτα αποτελούσε έδρα του νομού Στρυμόνος και πολλές ήταν οι θυσίες της σε ανθρώπινο και υλικό δυναμικό.

Το κείμενο παρατίθεται τον Οκτώβριο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Νιγρίτας


ΟΛΥΜΠΙΑΔΑ (Χωριό) ΧΑΛΚΙΔΙΚΗ
Η Ολυμπιάδα χτίστηκε το 1924, μετά τον ξεριζωμό του 1922, από πρόσφυγες που έφτασαν εδώ από την Αγία Κυριακή της Μικράς Ασίας. Κατά τους ιστορικούς, η περιοχή είναι η σημαντικότερη της Χαλκιδικής διότι εδώ βρίσκονται τα αρχαία Στάγειρα. Τα αρχαία Στάγειρα βρίσκονται στα ανατολικά της Ολυμπιάδας σε απόσταση 700 μέτρων, στη θέση Λιοτόπι, όπου από το 1990 διεξάγονται σημαντικές αρχαιολογικές ανασκαφές. Κατά μία προφορική παράδοση ο βασιλιάς Κάσσανδρος εξόρισε την Ολυμπιάδα, μητέρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, στα αρχαία Στάγειρα και κατ' άλλους στο νησί Κάπρος το οποίο βρίσκεται απέναντι από την σημερινή Ολυμπιάδα. Το νησί Κάπρος (Καυκανάς) αναφέρεται και από τον αρχαίο γεωγράφο Στράβωνα κατά τον οποίο το ίδιο όνομα είχε και το λιμάνι της πόλης. Κατά την Τουρκοκρατία το λιμάνι της Ολυμπιάδας ήταν λιμάνι φορτο-εκφόρτωσης ξυλείας, και στην περιοχή υπήρχαν μερικές καλύβες των οποίων οι κάτοικοι μετά την άφιξη των προσφύγων το '22 μετοίκησαν στα σημερινά Στάγειρα.

Το κείμενο παρατίθεται τον Μάρτιο 2004 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Σταγίρων - Ακάνθου


ΟΡΜΥΛΙΑ (Κωμόπολη) ΧΑΛΚΙΔΙΚΗ
  Γραπτές μαρτυρίες για την περιοχή συναντάμε: το 875 π.Χ από τον Αρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης Βασίλειο ως το ως "Σερμύλια Κώμη" στο "Βίο" που συνέγραψε στις αρχές του 10ου αιώνα για τον δάσκαλο του, όσιο Ευθύμιο τον Νέο και το 1047 κατά την οριοθέτηση της κτηματικής περιφέρειας της μονής "τω Χαβουνιών" δηλαδή του Πολύγυρου όπου αναγράφεται σε Ιβηρίτικο έγγραφο ότι το όριο "έρχεται και ακουμπίζει εις τα σύνορα του κάστρου Ερμυλίας". Από τις αρχές του 13ου αιώνα αρχίζει στην περιοχή ση δυναμική παρουσία των μοναστηριών του Αγίου Όρους με την εγκατάσταση μετοχίων τους στον εύφορο κάμπο περιορίζοντας τους κατοίκους της Ορμύλιας στις πλέον ανυψωμένες και άγονες περιοχές ή μετατρέποντας τους σε κολήγους τα των μετοχιών. Η αύξηση των μετοχιών ενισχύθηκε ακόμη περισσότερο τον επόμενο αιώνα εξαιτίας των καταδρομών από Σέρβους και Τούρκους, κάτι που αναγκάζει τους κατοίκους να πουλούν τα κτήματά τους.
  Στις αρχές του 14ου αιώνα μια από τις έξι διοικητικές περιφέρειες στις οποίες ήταν χωρισμένη η χερσόνησος της Χαλκιδικής ονομαζόταν "Καπετανίκιον της Ερμύλιας". Η οριστική υποταγή της Ορμύλιας στους Τούρκους έγινε μεταξύ του 1416 και προν του 1424 Κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας το Οθωμανικό κράτος παραχώρησε στους χριστιανούς διάφορα προνόμια με αντάλλαγμα δυσβάσταχτους φόρους. Τα χωριά κοντά στα μοναστηριακά μετόχια τελούσαν υπό την προστασία του Αγίου Όρους, γεγονός που σημαίνει ότι πολλά χωριά όπως η Ορμύλια έμειναν σχετικά ελεύθερα και ανέπτυξαν σπουδαίες εμπορικές δραστηριότητες. Τον 19ο μάλιστα αιώνα έγινε το σημαντικότερο κέντρο μεταξουργίας της περιοχής. Ένδειξη της οικονομικής ευρωστίας του χωριού είναι και η ανέγερση του μεγάλου ενοριακού ναού του Αγίου Γεωργίου κατά το 1818.
  Το 1821 η Ορμύλια παίρνει μέρος στην Ελληνική Επανάσταση όπως και όλη η Χαλκιδική έχοντας αρχηγό τον Εμμανουήλ Παππά. Η προσπάθεια αυτή δεν είχε θετική κατάληξη με αποτέλεσμα το κάψιμο της Χερσονήσου από τους Τούρκους. Κατά την επανάσταση του 1854, ο Τσάμης Καρατάσος - πρωτεργάτης της επανάστασης στην περιοχή - εγκαταστάθηκε στο Μετόχι και στην περιοχή Ψακουδιά της Ορμύλιας έδωσε μια από τις αποφασιστικότερες μάχες του αγώνα. Με την αποχώρησή του το Μετόχι πυρπολήθηκε. Η Ορμύλια απελευθερώθηκε από τον Τουρκικό ζυγό τον Οκτώβριο του 1912 ύστερα από 500 σχεδόν χρόνια σκλαβιάς.
  Το 1923 εγκαταστάθηκαν στην περιοχή πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία και ίδρυσαν το χωριό Βατοπέδι ως ανεξάρτητη κοινότητα - εντάχθηκε υποχρεωτικά στην Κοινότητα Ορμύλιας το 1971. Με την έλευση των προσφύγων άρχισε η απαλλοτρίωση και η διανομή των μοναστηριακών κτημάτων, τόσο στους πρόσφυγες όσο και στους ντόπιους ακτήμονες αγρότες των Ορμυλίων. Στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής (1941-1944) οι κάτοικοι πήραν ενεργό μέρος στην Εθνική αντίσταση οργανώνοντας μεταξύ άλλων και δίκτυο περισυλλογής και φυγάδευσης Αγγλων Αξιωματικών και στρατιωτικών στη Μέση Ανατολή.

Σημείωση σύνταξης: βλ. Αρχαία Σερμύλη για προηγούμενη ιστορία

Το κείμενο παρατίθεται τον Οκτώβριο 2003 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Ορμυλίας


Ιστορικά του Παλαιοχωρίου

ΠΑΛΑΙΟΧΩΡΙ (Κωμόπολη) ΧΑΛΚΙΔΙΚΗ
  Δεν είναι γνωστό πότε ακριβώς ιδρύθηκε το Παλαιοχώρι με το σημερινό του όνομα. Το όνομά του προέρχεται ακριβώς από ότι είναι ακριβώς πολύ παλιό χωριό.
  Κατά πάσα πιθανότητα το Παλαιοχώρι υπήρξε μία απ' τις 32 πόλεις της Ολυνθιακής Ομοσπονδίας, που κατέστρεψε ο βασιλιάς της Μακεδονίας Φίλιππος ο Β' το 348 π.Χ. Η Μακεδονική παρουσία στην περιοχή επιβεβαιώνεται προς το παρόν από τα αρχαία νομίσματα, που βρέθηκαν σ' αυτήν.
  Γύρω από το χωριό σώζονται πολλά ερείπια κάστρων, οικισμών ή οχυρώσεων (Βαλτούδα, Νέπωσι, Κρανιά, Καμήλα). Κατά καιρούς βρέθηκαν σ' αυτά αρχιτεκτονικά μέλη, τάφοι, όστρακα, νομίσματα, αγγεία και διάφορα αντικείμενα. Σύμφωνα με την παράδοση, στη Βαλτούδα υπήρχε αρχαίος ναός. Σ΄αυτή την τοποθεσία πιθανόν να βρισκόταν και η αρχική θέση του Παλαιοχωρίου.
  Βόρεια του Παλαιοχωρίου, μέσα στα όρια της Κοινότητος Παλαιοχωρίου, στην περιοχή του κάστρου "Νέπωσι"(=απόρθητο) ξεκίνησε ανασκαφή, μετά από ενέργειες της κοινότητας, τη βοήθεια του αρχαιολόγου κ. Ιωακείμ Αθ. Παπάγγελου και τη χρηματοδότηση με την παρέμβαση του υφ.Εθν.Οικονομίας κ. Χρήστου Πάχτα.
  Τα συμπεράσματα από την επιφανειακή μέχρι στιγμής μελέτη του κάστρου είναι τα εξής :
  Στην κορυφή ενός οχυρού λόφου, φύσει και θέσει απόρθητου, είναι κτισμένο ένα κάστρο το "Καστέλλι", όπως το ονομάζουν οι Παλαιοχωρινοί, το μεγαλύτερο στη Χαλκιδική. Η μόνη σύνδεση του λόφου με το βουνό είναι ένα στενό απόκρημνο μονοπάτι. Βρέχεται από τρεις πλευρές από τον "Παλαιοχωρινό λάκκο", βασικό παραπόταμο του Χαβρία, που ακούγεται βουερός στο βάθος χαράδρας 30 - 40 μέτρων. Περιβάλλεται σε μεγάλη ακτίνα από τοπίο ιδιαίτερου φυσικού κάλλους, με οργιαστική βλάστηση. Το κάστρο καταλαμβάνει έκταση 15 στρεμμάτων (σε επίπεδο) και περιστοιχίζεται από τείχος μήκους 800 - 1000 μέτρων περίπου και ύψους 4 - 5 μέτρων. Το τείχος φαίνεται να έχει τρεις οικοδομικές φάσεις, που ξεχωρίζουν στο ύψος και δείχνουν πόσες φορές ανακατασκευάσθηκε μετά από καταστροφές.
  Το παλιότερο εύρημα στην περιοχή, είναι ένα αττικό μελαμβαθές κεραμικό όστρακο, που μέχρι στιγμής δεν ερμηνεύθηκε η παρουσία του εκεί. Οι Τούρκοι περιορίσθηκαν στα χωριά της Χαλκιδικής και δεν έστειλαν στρατό να καταλάβει το Αγιο Όρος. Το μέτωπο στην Κασσάνδρα κρατήθηκε μετά από νικηφόρα σύγκρουση στην Ορμύλια στις 27 Ιουνίου 1821. Μετά απ' αυτά, ο Μπαιράμ πασάς αποσύρθηκε για να προχωρήσει στη νότια Ελλάδα, όπου χρειαζόταν ενισχύσεις. Έτσι η ομοσπονδία των Μαδεμοχωρίων διαλύθηκε (Αύγουστος 1821).
  Οι κάτοικοι του Παλαιοχωρίου και των γύρω χωριών κατέφυγαν επίσης στα βουνά, τη Νιγρίτα Σερρών και το Αγιο Όρος μέχρι που δόθηκε αμνηστία απ' το Σουλτάνο.
  Οι Παλαιοχωρινοί επέστρεψαν και ξανάκτισαν τα σπίτια τους το 1835-36. Ξανακτίσθηκε και ο παλιός ναός του Ταξιάρχη Μιχαήλ, ψηλά σ' ένα λόφο, παραπλεύρως του "Παλαιοχωρινού Λάκκου", το 1835 (χωρίς άδεια από τους Τούρκους). Κτίσθηκε στα ερείπια αρχαίου ναού που κάηκε και κατεδαφίστηκε από τους Τούρκους. Ο ρυθμός αυτού του ναού είναι βασιλική μονόκλιτη απλή. Τυπικό κτίσμα των χρόνων της Τουρκοκρατίας. ΄Εχει μικρή είσοδο. Για να μπεί κανείς ανεβαίνει δύο σκαλιά και κατεβαίνει άλλα δύο μετά την είσοδο. Οι υπόδουλοι Έλληνες έκτιζαν τους ναούς τους μ' αυτόν τον τρόπο, για να είναι δύσκολο στους κατακτητές να τους μετατρέψουν σε σταύλους, όπως συνήθιζαν τότε.
  Σ' αυτόν το ναό τοποθετήθηκε και η θαυματουργή εικόνα του Παμμεγίστου Ταξιάρχη Μιχαήλ, κτητορική εικόνα που ανάγεται στο τέλος του 15ου με αρχή του 16ου αιώνα. Η εικόνα χρονολογήθηκε με την αξιόπιστη μέθοδο της ραδιομέτρησης. Σώζεται μέχρι και σήμερα, είναι κρητικής τεχνοτροπίας, και ήταν 3 φορές επιζωγραφισμένη. Επανήλθε στην πρώτη της κατάσταση μετά από πρόσφατη συντήρηση. Είναι καλυμμένη από αργυρόχρυσο υποκάμισο ρωσικής τέχνης, με πλήθος αναθήματα. Σύμφωνα με την παράδοση βρέθηκε, αφού έσκαψαν στο ίδιο χώρο που κτίσθηκε ο ναός του Ταξιάρχη Μιχαήλ.
   Εγκαίνια του ναού που λειτουργεί σήμερα σαν κοιμητηριακός πραγματοποιήθηκαν πρόσφατα, τον Ιούνιο του 1996, επειδή διαπιστώθηκε ότι δεν είχαν γίνει παλιά όταν κτίσθηκε ο ναός προφανώς για τον φόβο των Τούρκων.
   Στα ιστορικά μνημεία του Παλαιοχωρίου από την εποχή της Τουρκοκρατίας συγκαταλέγεται επίσης και ο νέος ναός των Παμμεγίστων Ταξιαρχών, Πολιούχων του Παλαιοχωρίου, που βρίσκεται στό κέντρο του σημερινού χωριού.
  Οι κάτοικοι αποφάσισαν να κτίσουν το νέο ναό, περί τα τέλη του 19ου αιώνα, επειδή το χωριό είχε μεγαλώσει και οι ανάγκες αυξήθηκαν.
  Κατά τα χρόνια όμως της τουρκικής κατοχής απαγορευόταν η ανοικοδόμηση, ακόμα και η συντήρηση ναών. Ο μόνος τρόπος ήταν η έκδοση ειδικού βασιλικού διατάγματος (φιρμανιού) από την Κωνσταντινούπολη, την έδρα του Σουλτάνου. Για να εκδοθεί όμως αυτό από την "Υψηλή Πύλη" χρειαζόταν μεγάλο χρηματικό ποσό σε χρυσές λίρες για δωροδοκίες, καθώς και πολύμηνα και επικίνδυνα ταξίδια στην Κωνσταντινούπολη, χωρίς να είναι σίγουρο το αποτέλεσμα.
   Για καλή μας τύχη, το έτος 1899 εφησύχαζε στο Μυλοπόταμο, στο Αγιο Όρος, ο πρώην Οικουμενικός Πατριάρχης Ιωακείμ ο Γ' ο μεγαλοπρεπής. Τον επισκέφθηκαν οι κάτοικοι του Παλαιοχωρίου και τον παρεκάλεσαν να μεσολαβήσει στην Πύλη, πράγμα που τους υποσχέθηκε. Τους υποσχέθηκε επίσης ότι θα παρευρεθεί στα εγκαίνια για την αποπεράτωση του ναού.
  Μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, οι προύχοντες του χωριού ειδοποιήθηκαν να πάνε στην Κωνσταντινούπολη, και παρέλαβαν το φιρμάνι.
  Η θεμελίωση του ναού πραγματοποιήθηκε το 1899 και κτίσθηκε (με μαστόρους από την Καστοριά, όπως φαίνεται από το συμβόλαιο παρακάτω) με βιασύνη, λόγω της ρευστής κατάστασης που επικρατούσε τότε στα Βαλκάνια, στο σύντομο για την εποχή διάστημα των τεσσάρων ετών.
   Ο νέος Ιερός Ναός, που αφιερώθηκε στη σύναξη των Παμμεγίστων Ταξιαρχών Μιχαήλ και Γαβριήλ, κατασκευάσθηκε ευρύχωρος (400 m2) σε ρυθμό τρικλίτου βασιλικής, επειδή απαγορευόταν τότε από τους κατακτητές ο βυζαντινός ρυθμός μετά τρούλλου.
  Τα εγκαίνιά του έγιναν το 1903. Ο Πατριάρχης Ιωακείμ δεν μπόρεσε να παρευρεθεί, γιατί το 1901 επανεκλέχθηκε για 2η φορά Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, αλλά έστειλε Ιερό Αντιμήνσιο, πάνω στο οποίο τελέσθηκε η πρώτη θεία Λειτουργία στο νεόδμητο ναό, που εγκαινιάσθηκε από τον επίσκοπο και πρόεδρο Ιερισσού Ιωακείμ.
  Σήμερα αυτός ο ναός είναι ιδιαίτερα μεγαλοπρεπής με αξιοθαύμαστο ψηλό ξυλόγλυπτο τέμπλο και ταβάνια. Ελάχιστα κειμήλια διαφυλάχθηκαν από τότε, επειδή τα περισσότερα με τις συνεχείς μετακινήσεις, λόγω του διωγμού των κατακτητών, ή καταστράφηκαν από την αμάθεια, ή χάθηκαν.
  Αυτά είναι, εκτός από τη θαυματουργή εικόνα του Ταξιάρχη Μιχαήλ, που αναφέραμε παραπάνω, ένα Αγιο Ποτήριο μολύβδινο του 1600 μ.Χ., ένα ζεύγος στεμμάτων ρωσικής κατασκευής, μία σειρά Μηναία, ένα Ανθολόγιο του 1743, δύο Ευαγγέλια ένα του 1759 και ένα του 1799 όλα εκδόσεων Βενετίας, ένα ζεύγος εξαπτέρυγα του 1863, 2 μπρούτζινα μανουάλια δώρο της μονής Βατοπεδίου στα εγκαίνια του Ναού (1904), δίσκοι από κασσίτερο και πολλά άλλα, χωρίς όμως ιδιαίτερη αξία.
Τα κείμενα είναι απο το βιβλίο του κ. Καλαμπαλίκη Αθανασίου για το Παλαιοχώρι

Το κείμενο παρατίθεται τον Φεβρουάριο 2005 από την ακόλουθη ιστοσελίδα του Δήμου Αρναίας


Έχετε τη δυνατότητα να δείτε περισσότερες πληροφορίες για γειτονικές ή/και ευρύτερες περιοχές επιλέγοντας μία από τις παρακάτω κατηγορίες και πατώντας το "περισσότερα":

GTP Headlines

Λάβετε το καθημερινό newsletter με τα πιο σημαντικά νέα της τουριστικής βιομηχανίας.

Εγγραφείτε τώρα!
Greek Travel Pages: Η βίβλος του Τουριστικού επαγγελματία. Αγορά online

Αναχωρησεις πλοιων

Διαφημίσεις

ΕΣΠΑ